Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΣΑΠΦΩ
35. – Απόσπασμα 2 Lobel-Page
Το απόσπασμα που ακολουθεί σώζεται χαραγμένο πάνω σε έναὄστρακον (θραύσμα πήλινου αγγείου) του 3ου αι. π.Χ. Έχει τη μορφή κλητικού ύμνου και απευθύνεται στην Αφροδίτη: η θεά καλείται να παρευρεθεί στις συγκεκριμένες τελετές που γίνονται προς τιμήν της. Το αρχικό μέρος του ποιήματος, το οποίο σε παρόμοιους ύμνους αναφερόταν συνήθως με σώρευση επιθέτων στις δικαιοδοσίες και τη δύναμη τον θεού αλλά και στην ιδιαίτερη σχέση του με τον προσευχόμενο, προφανώς δεν έχει σωθεί. Στο σωζόμενο τμήμα περιγράφεται κατ᾽ αρχήν το τοπίο, στο οποίο λαμβάνουν χώρα οιτελετές. Η θεά καλείται να έρθει από την κατοικία της στην Κρήτη σε ένα δασάκι με μηλιές και ρόδα. Η περιγραφή δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού η Αφροδίτη ως θεά των κήπων λατρευόταν ιδιαίτερα στην Κρήτη (οι Κρητικοί μάλιστα έλεγαν πως από το νησί τους άρχισε η λατρεία της), ενώ τα μήλα και τα ρόδα ως ερωτικά σύμβολα συνδέονταν στενά με τη θεά. Στην τελευταία στροφή η Αφροδίτη καλείται να παρακαθίσει στο τραπέζι (θεοξένια) και να γεμίσει με νέκταρ τις κούπες. Το ποίημα, χαρακτηριστικό δείγμα της σαπφικής τέχνης, αποτελείται από εικόνες που δεν οργανώνονται γύρω από έναν πυρήνα, αλλά παρατάσσονται, διατηρώντας έτσι η κάθε μια το βάρος της. Οι ερωτικές αυτές εικόνες του άλσους, των μήλων, του λιβανιού, των ρόδων και των αλόγων εμπλέκουν, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, όλες τις αισθήσεις, όραση, όσφρηση, αφή, ακοή, ακόμη και τη γεύση με τη μνεία του νέκταρος.
δεῦρύ μ᾽ ἐκ Κρήτας ἐπ[ὶ τόνδ]ε·ναῦον
ἐν δ᾽ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι᾽ ὔσδων
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλεν
ἔνθα δὴ σὺ στέμ‹ματ᾽› ἔλοισα Κύπρι
†τούτοισι τοῖς ἑταίροις ἐμοῖς γε καὶ σοῖς† |
έλα και φτάσε από την Κρήτη εδώ στου ναού τούτου το λάμπος που το ζώνει γελαζούμενο δασάκι μήλων και όπου καίει πάντα στους βωμούς λιβανωτού θυμίαμα ♦ εδώ που κελαρύζει το νερό κατάδροσο μέσ᾽ από της μηλιάς τους κλώνους· όπου απ᾽ τα ρόδα τα πολλά σκιές γεμίζει ο κήπος· κι από τις φυλλωσιές οπού θροούν και τρέμουν λες μια χαύνωση αργοπέφτει ♦ εδώ το λιβαδάκι οπού βοσκάνε τ᾽ άλογα φούντωσε απ᾽ άνθη του Μαγιού κι ελαφρές πνέουν οι αύρες ♦ έλα λοιπόν εδώ Αφροδίτη μου σε κάλυκες χρυσούς ετοιμασμένο με λεπτή τέχνη νέκταρ του τραπεζιού τους φίλους να κεράσεις.
(ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης)
|