Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
232. – Ἰκαρομένιππος ἢ Ὑπερνέφελος §§ 20-21
Ο Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος ανήκει στις "μενίππειες σάτιρες" του Λουκιανού, στις οποίες ο συγγραφέας μιμείται έργα του Μενίππου (κυνικού συγγραφέα του 3ου αι. π.Χ.) δίνοντάς τους διαλογική μορφή. Κύρια χαρακτηριστικά τους "τα φανταστικά ταξίδια, η σατιρική παρουσίαση των θεών των Ελλήνων, ο σαρκασμός απέναντι στη στενόμυαλη ανθρώπινη υπεροψία κάθε είδους" (H.-G. Nesselrath). Ως προς τη μορφή χαρακτηρίζονται από την ανάμειξη σοβαρού και αστείου (σπουδογέλοιον), έμμετρου και πεζού λόγου. Στον Ικαρομένιππο ο Μένιππος, κύριο πρόσωπο του έργου, αφηγείται σ΄ έναν φίλο του το ταξίδι που πραγματοποίησε στον ουρανό, χρησιμοποιώντας τη δεξιά φτερούγα ενός αετού και την αριστερή ενός γύπα. Στην πράξη του αυτή οδηγήθηκε από τη σύγχυση που του δημιούργησαν οι αντικρουόμενες απαντήσεις των φιλοσόφων σε ερωτήματα σχετικά με τον δημιουργό, την αρχή και τον προορισμό του σύμπαντος αλλά και τη φύση των ουρανίων σωμάτων και φαινομένων. Πέταξε πρώτα στη σελήνη, από όπου μπορούσε να παρακολουθήσει όλες τις πράξεις των ανθρώπων, και από εκεί στην κατοικία του Δία. Εκεί παρευρέθη σε ίνα συμπόσιο των θεών, περιμένοντας την απάντηση του Δία στα ερωτήματά του. Στη συνέλευση ωστόσο των θεών το επόμενο πρωί, οι θεοί απαίτησαν την εξόντωση των ασεβών φιλοσόφων, η εκτέλεση της απόφασης ανεστάλη όμως από τον Δία για "του χρόνου". Όσο για τον Μένιππο, αυτός όχι μόνο δεν έλαβε τις απαντήσεις που περίμενε, αλλά αντίθετα ο Δίας αποφάσισε να τον κατεβάσει ο Ερμής στη γη. Ο τελευταίος τον έπιασε από το αφτί και τον απέθεσε στον Κεραμεικό. Έτσι, το ταξίδι του Μένιππου στους αιθέρες, αντίστοιχο αναμφίβολα του ταξιδιού στον Κάτω κόσμο που περιγράφεται στο έργο του Λουκιανού Μένιππος ή Νεκυομαντεία, τελειώνει κυκλικά με την επιστροφή στον τόπο της αφετηρίας.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται η συνάντηση του Μένιππου με τη Σελήνη, η οποία του ζητά μια χάρη.
[20] οὔπω στάδιον ἀνεληλύθειν καὶ ἡ Σελήνη γυναικείαν φωνὴν προϊεμένη, «Μένιππε,» φησίν, «οὕτως ὄναιο, διακόνησαί μοί τι πρὸς τὸν Δία.» «λέγοις ἄν,» ἦν δ᾽ ἐγώ· «βαρὺ γὰρ οὐδέν, ἢν μή τι φέρειν δέῃ.» «πρεσβείαν,» ἔφη, «τινὰ οὐ χαλεπὴν καὶ δέησιν ἀπένεγκε παρ᾽ ἐμοῦ τῷ Διί· ἀπείρηκα γὰρ ἤδη, Μένιππε, πολλὰ καὶ δεινὰ παρὰ τῶν φιλοσόφων ἀκούουσα, οἷς οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἔργον ἢ τἀμὰ πολυπραγμονεῖν, τίς εἰμι καὶ πηλίκη, καὶ δι᾽ ἥντινα αἰτίαν διχότομος ἢ ἀμφίκυρτος γίγνομαι. καὶ οἱ μὲν κατοικεῖσθαί μέ φασιν, οἱ δὲ κατόπτρου δίκην ἐπικρέμασθαι τῇ θαλάττῃ, οἱ δὲ ὅ τι ἂν ἕκαστος ἐπινοήσῃ τοῦτό μοι προσάπτουσι. τὰ τελευταῖα δὲ καὶ τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναί μοί φασιν ἄνωθεν ἧκον παρὰ τοῦ Ἡλίου, καὶ οὐ παύονται καὶ πρὸς τοῦτόν με ἀδελφὸν ὄντα συγκροῦσαι καὶ στασιάσαι προαιρούμενοι· οὐ γὰρ ἱκανὰ ἦν αὐτοῖς ἃ περὶ αὐτοῦ εἰρήκασι τοῦ Ἡλίου, λίθον αὐτὸν εἶναι καὶ μύδρον διάπυρον.
[21] καίτοι πόσα ἐγὼ συνεπίσταμαι αὐτοῖς ἃ πράττουσι τῶν νυκτῶν αἰσχρὰ καὶ κατάπτυστα οἱ μεθ᾽ ἡμέραν σκυθρωποὶ καὶ ἀνδρώδεις τὸ βλέμμα καὶ τὸ σχῆμα σεμνοὶ καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν ἀποβλεπόμενοι; κἀγὼ μὲν ταῦτα ὁρῶσα ὅμως σιωπῶ· οὐ γὰρ ἡγοῦμαι πρέπειν ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τὰς νυκτερινὰς ἐκείνας διατριβὰς καὶ τὸν ὑπὸ σκηνῆς ἑκάστου βίον, ἀλλὰ κἄν τινα ἴδω αὐτῶν μοιχεύοντα ἢ κλέπτοντα ἢ ἄλλο τι τολμῶντα νυκτερινώτατον, εὐθὺς ἐπισπασαμένη τὸ νέφος ἐνεκαλυψάμην, ἵνα μὴ δείξω τοῖς πολλοῖς γέροντας ἄνδρας βαθεῖ πώγωνι καὶ ἀρετῇ ἐνασχημονοῦντας. οἱ δὲ οὐδὲν ἀνιᾶσι διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες, ὥστε νὴ τὴν Νύκτα πολλάκις ἐβουλευσάμην μετοικῆσαι ὅτι πορρωτάτω, ἵν᾽ αὐτῶν τὴν περίεργον ἂν γλῶτταν διέφυγον.
|
[20] Ούτε ένα στάδιο δεν είχα ανέβει και η σελήνη «Μένιππε», μου λέει με φωνή γυναίκας, «σε παρακαλώ, μπορείς να με διευκολύνεις σε κάτι με τον Δία;» «Γιατί όχι;» της απάντησα, «φτάνει να μην είναι κάτι βαρύ που πρέπει να το μεταφέρω». «Μια απλή παραγγελία θα μεταφέρεις», είπε εκείνη, «μια παράκληση από μένα προς τον Δία· γιατί έχω απαυδήσει πια, Μένιππε, ν᾽ ακούω τα πολλά και φοβερά από τους φιλοσόφους που άλλη δουλειά δεν έχουν παρά να ασχολούνται συνεχώς μαζί μου, ποια είμαι, πόσο μεγάλη και για ποιο λόγο γίνομαι ημικυκλική ή μηνίσκος. Άλλοι απ᾽ αυτούς λένε πως κατοικούμαι, άλλοι πως κρέμομαι πάνω από τη θάλασσα σαν καθρέφτης κι άλλοι ό,τι φανταστεί ο καθένας τους, εκείνο μου προσάπτουν. Τελευταία μάλιστα έφτασαν να πουν ότι και το φως μου ακόμα δεν είναι γνήσιο, αλλά είναι κλοπιμαίο κι έρχεται από πάνω, από τον ήλιο, και άλλο δεν κοιτάζουν παρά πώς θα με βάλουν να μαλώσω με τον αδελφό μου, σαν να μην τους έφταναν όσα έχουν πει για τον ίδιο τον Ήλιο, πως τάχα είναι πέτρα και πυρωμένο σίδερο. [21] Κι όμως, πόσα και πόσα δεν ξέρω εγώ γι᾽ αυτούς, πράξεις αισχρές και κατάπτυστες που κάνουν τη νύχτα εκείνοι που την ημέρα εμφανίζονται σοβαροί και ανδροπρεπείς, επιβλητικοί στο βλέμμα και στη μορφή, καμάρι των απλών πολιτών. Εγώ βέβαια δεν λέω λέξη, κι ας βλέπω όλ᾽ αυτά· γιατί δεν θεωρώ πρέπον να αποκαλύψωκαι να βγάλω στο φως τις νυκτερινές εκείνες ενασχολήσεις και την παρασκηνιακή ζωή του καθενός· ακόμα κι αν δω κάποιον να μοιχεύεται ή να κλέβει ή να αποτολμά οτιδήποτε άλλο από εκείνα που ευνοεί περισσότερο η νύχτα, απλώνω στη στιγμή σύννεφο και σκεπάζω το πρόσωπό μου για να μη δείξω στον κόσμο γέρους ανθρώπους να ντροπιάζουν την αρετή και το μακρύ τους γένι. Εκείνοι όμως καθόλου δεν διστάζουν να με κατασπαράζουν με τα λόγια τους και να με προσβάλλουν με κάθε τρόπο, ώστε, μα τη Νύχτα, πολλές φορές σκέφτηκα να μεταναστέψω όσο γίνεται μακρύτερα για να γλιτώσω από την κακογλωσσιά τους. Θυμήσου λοιπόν να διαβιβάσεις όλ᾽ αυτά στον Δία και να προσθέσεις ότι μου είναι αδύνατο να μείνω στη θέση μου, εκτός αν εκείνος εξοντώσει τους φυσικούς και φιμώσει τους διαλεκτικούς και ανασκάψει τη Στοά και πυρπολήσει την Ακαδημία και σταματήσει τις συζητήσεις στους Περιπάτους· μόνο έτσι θα πάψουν να με μετράνε καθημερινά και θα μπορέσω να βρω ησυχία.»
(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)
|