Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
117. – Πανηγυρικὸς §§ 75-81, 167-171
Ο Ισοκράτης δημοσίευσε τον Πανηγυρικό του ύστερα από μακρόχρονη -δεκαετή, όπως αναφέρουν αρχαίες πηγές- επεξεργασία, το 380 π.Χ.. Αν και ο λόγος δεν εκφωνήθηκε μάλλον ποτέ, απευθύνεται, όπως δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος, σε Έλληνες συγκεντρωμένους από όλες τις πόλεις για να γιορτάσουν κάποια πανελλήνια εορτή (ως τόπο ίσως θα πρέπει να φανταστούμε την Ολυμπία, όπου είχαν εκφωνήσει παρόμοιους λόγους ο Γοργίας και ο Λυσίας). Ο λόγος απαρτίζεται από δύο μέρη: ένα επιδεικτικό, το οποίο συνίσταται στον έπαινο της Αθήνας, και ένα συμβουλευτικό (§ 133 κ.ε.), όπου οι Έλληνες καλούνται να ομονοήσουν και να ξεκινήσουν πόλεμο εναντίον των βαρβάρων, στον οποίο θα ηγούνται από κοινού οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι. (Από το πρώτο μέρος ανθολογούνται εδώ οι παράγραφοι 75-81, από το δεύτερο οι 167-175.) Το επιδεικτικό μέρος υπηρετεί το συμβουλευτικό, αφού με τις αναφορές στην προσφορά της Αθήνας κατά το παρελθόν επιδιώκεται να δικαιολογηθεί η επί ίσοις όροις συμμετοχή της στην ηγεσία του προτεινόμενου πολέμου, σε μια περίοδο κατά την οποία οι Σπαρτιάτες ήταν κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα. Οι πανελλήνιες ιδέες που εκφράζονται σ᾽ αυτόν τον λόγο ανακλούν την διάδοση παρόμοιων ιδεών μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου αλλά και το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την οδυνηρή για τους Έλληνες Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.). Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, ο Πανηγυρικός αποτελεί και σημαντικό μνημείο λογοτεχνικού ύφους: οι μακρές αλλά συμμετρικά δομημένες περίοδοι (περιοδικό ύφος), η ρυθμική επεξεργασία και η αποφυγή της χασμωδίας δίνουν για πρώτη φορά στον πεζό λόγο τη χάρη που διέθετε μέχρι εκείνη την εποχή μόνο η ποίηση.
[75] πλείστων μὲν οὖν ἀγαθῶν αἰτίους καὶ μεγίστων ἐπαίνων ἀξίους ἡγοῦμαι γεγενῆσθαι τοὺς τοῖς σώμασιν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος προκινδυνεύσαντας· οὐ μὴν οὐδὲ τῶν πρὸ τοῦ πολέμου τούτου γενομένων καὶ δυναστευσάντων ἐν ἑκατέρᾳ τοῖν πολέοιν δίκαιον ἀμνημονεῖν· ἐκεῖνοι γὰρ ἦσαν οἱ προασκήσαντες τοὺς ἐπιγιγνομένους καὶ τὰ πλήθη προτρέψαντες ἐπ᾽ ἀρετὴν καὶ χαλεποὺς ἀνταγωνιστὰς τοῖς βαρβάροις ποιήσαντες. [76] οὐ γὰρ ὠλιγώρουν τῶν κοινῶν, οὐδ᾽ ἀπέλαυον μὲν ὡς ἰδίων, ἠμέλουν δ᾽ ὡς ἀλλοτρίων, ἀλλ᾽ ἐκήδοντο μὲν ὡς οἰκείων, ἀπείχοντο δ᾽ ὥσπερ χρὴ τῶν μηδὲν προσηκόντων· οὐδὲ πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν ἔκρινον, ἀλλ᾽ οὗτος ἐδόκει πλοῦτον ἀσφαλέστατον κεκτῆσθαι καὶ κάλλιστον, ὅστις τοιαῦτα τυγχάνοι πράττων ἐξ ὧν αὐτός τε μέλλοι μάλιστ᾽ εὐδοκιμήσειν καὶ τοῖς παισὶν μεγίστην δόξαν καταλείψειν. [77] οὐδὲ τὰς θρασύτητας τὰς ἀλλήλων ἐζήλουν, οὐδὲ τὰς τόλμας τὰς αὑτῶν ἤσκουν, ἀλλὰ δεινότερον μὲν ἐνόμιζον εἶναι κακῶς ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἀκούειν ἢ καλῶς ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀποθνῄσκειν, μᾶλλον δ᾽ ᾐσχύνοντ᾽ ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἁμαρτήμασιν ἢ νῦν ἐπὶ τοῖς ἰδίοις τοῖς σφετέροις αὐτῶν. [78] τούτων δ᾽ ἦν αἴτιον, ὅτι τοὺς νόμους ἐσκόπουν ὅπως ἀκριβῶς καὶ καλῶς ἕξουσιν, οὐχ οὕτω τοὺς περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων ὡς τοὺς περὶ τῶν καθ᾽ ἑκάστην τὴν ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων· ἠπίσταντο γὰρ ὅτι τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν δεήσει πολλῶν γραμμάτων, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ὀλίγων συνθημάτων ῥᾳδίως καὶ περὶ τῶν ἰδίων καὶ περὶ τῶν κοινῶν ὁμονοήσουσιν. [79] οὕτω δὲ πολιτικῶς εἶχον, ὥστε καὶ τὰς στάσεις ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους, οὐχ ὁπότεροι τοὺς ἑτέρους ἀπολέσαντες τῶν λοιπῶν ἄρξουσιν, ἀλλ᾽ ὁπότεροι φθήσονται τὴν πόλιν ἀγαθόν τι ποιήσαντες· καὶ τὰς ἑταιρείας συνῆγον οὐχ ὑπὲρ τῶν ἰδίᾳ συμφερόντων, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῇ τοῦ πλήθους ὠφελείᾳ. [80] τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τὰ τῶν ἄλλων διῴκουν, θεραπεύοντες, ἀλλ᾽ οὐχ ὑβρίζοντες τοὺς Ἕλληνας, καὶ στρατηγεῖν οἰόμενοι δεῖν ἀλλὰ μὴ τυραννεῖν αὐτῶν, καὶ μᾶλλον ἐπιθυμοῦντες ἡγεμόνες ἢ δεσπόται προσαγορεύεσθαι καὶ σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες ἀποκαλεῖσθαι, τῷ ποιεῖν εὖ προσαγόμενοι τὰς πόλεις, ἀλλ᾽ οὐ βίᾳ καταστρεφόμενοι, [81] πιστοτέροις μὲν τοῖς λόγοις ἢ νῦν τοῖς ὅρκοις χρώμενοι, ταῖς δὲ συνθήκαις ὥσπερ ἀνάγκαις ἐμμένειν ἀξιοῦντες, οὐχ οὕτως ἐπὶ ταῖς δυναστείαις μέγα φρονοῦντες ὡς ἐπὶ τῷ σωφρόνως ζῆν φιλοτιμούμενοι, τὴν αὐτὴν ἀξιοῦντες γνώμην ἔχειν πρὸς τοὺς ἥττους ἥνπερ τοὺς κρείττους πρὸς σφᾶς αὐτούς, ἴδια μὲν ἄστη τὰς αὑτῶν πόλεις ἡγούμενοι, κοινὴν δὲ πατρίδα τὴν Ἑλλάδα νομίζοντες εἶναι. ……………………………………………………………………………
[167] ἄξιον δ᾽ ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας ποιήσασθαι τὴν στρατείαν, ἵν᾽ οἱ τῶν συμφορῶν κοινωνήσαντες, οὗτοι καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύσωσιν καὶ μὴ πάντα τὸν χρόνον δυστυχοῦντες διαγάγωσιν. ἱκανὸς γὰρ ὁ παρεληλυθώς, ἐν ᾧ τί τῶν δεινῶν οὐ γέγονεν; πολλῶν γὰρ κακῶν τῇ φύσει τῇ τῶν ἀνθρώπων ὑπαρχόντων αὐτοὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων προσεξευρήκαμεν, [168] πολέμους καὶ στάσεις ἡμῖν αὐτοῖς ἐμποιήσαντες, ὥστε τοὺς μὲν ἐν ταῖς αὑτῶν ἀνόμως ἀπόλλυσθαι, τοὺς δ᾽ ἐπὶ ξένης μετὰ παίδων καὶ γυναικῶν ἀλᾶσθαι, πολλοὺς δὲ δι᾽ ἔνδειαν τῶν καθ᾽ ἡμέραν ἐπικουρεῖν ἀναγκαζομένους ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τοῖς φίλοις μαχομένους ἀποθνῄσκειν. ὑπὲρ ὧν οὐδεὶς πώποτ᾽ ἠγανάκτησεν, ἀλλ᾽ ἐπὶ μὲν ταῖς συμφοραῖς ταῖς ὑπὸ τῶν ποιητῶν συγκειμέναις δακρύειν ἀξιοῦσιν, ἀληθινὰ δὲ πάθη πολλὰ καὶ δεινὰ γιγνόμενα διὰ τὸν πόλεμον ἐφορῶντες τοσούτου δέουσιν ἐλεεῖν, ὥστε καὶ μᾶλλον χαίρουσιν ἐπὶ τοῖς ἀλλήλων κακοῖς ἢ τοῖς αὑτῶν ἰδίοις ἀγαθοῖς. [169] ἴσως δ᾽ ἂν καὶ τῆς ἐμῆς εὐηθείας πολλοὶ καταγελάσειαν, εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς, ἐν οἷς Ἰταλία μὲν ἀνάστατος γέγονεν, Σικελία δὲ καταδεδούλωται, τοσαῦται δὲ πόλεις τοῖς βαρβάροις ἐκδέδονται, τὰ δὲ λοιπὰ μέρη τῶν Ἑλλήνων ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις ἐστίν. [170] θαυμάζω δὲ τῶν δυναστευόντων ἐν ταῖς πόλεσιν, εἰ προσήκειν αὑτοῖς ἡγοῦνται μέγα φρονεῖν, μηδὲν πώποθ᾽ ὑπὲρ τηλικούτων πραγμάτων μήτ᾽ εἰπεῖν μήτ᾽ ἐνθυμηθῆναι δυνηθέντες. ἐχρῆν γὰρ αὐτούς, εἴπερ ἦσαν ἄξιοι τῆς παρούσης δόξης, ἁπάντων ἀφεμένους τῶν ἄλλων περὶ τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους εἰσηγεῖσθαι καὶ συμβουλεύειν. [171] τυχὸν μὲν γὰρ ἄν τι συνεπέραναν· εἰ δὲ καὶ προαπεῖπον, ἀλλ᾽ οὖν τούς γε λόγους ὥσπερ χρησμοὺς εἰς τὸν ἐπιόντα χρόνον ἂν κατέλιπον. νῦν δ᾽ οἱ μὲν ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες ἐπὶ μικροῖς σπουδάζουσιν, ἡμῖν δὲ τοῖς τῶν πολιτικῶν ἐξεστηκόσι περὶ τηλικούτων πραγμάτων συμβουλεύειν παραλελοίπασιν. |
[75] Βέβαια πρόσφεραν, νομίζω, πάρα πολλές ευεργεσίες και αξίζουν χωρίς άλλο τον πιο μεγάλο έπαινο αυτοί που πρόταξαν τα στήθη τους για την ελευθερία των Ελλήνων.1 Όμως σωστό δεν είναι να ξεχνούμε και εκείνους που έζησαν πριν από αυτόν τον πόλεμο2 και είχαν στα χέρια τους την τύχη τόσο της μιας όσο και της άλλης πολιτείας: Εκείνοι είναι που άσκησαν τους μεταγενέστερους, έδειξαν στο λαό το δρόμο για την αρετή και τον έκαναν να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των βαρβάρων. [76] Και αυτό γιατί δεν έδειχναν αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα, δεν τα εκμεταλλεύονταν σαν να ήταν προσωπικό τους βιος αδιαφορώντας σύγκαιρα γι᾽ αυτά, σαν να ήταν ξένα. Αντίθετα τα νοιάζονταν με την καρδιά τους, σαν να ήταν δικό τους χτήμα, μα απομάκρυναν κάθε προσωπικό συμφέρον από αυτά, όπως είναι σωστό να γίνεται πάντα για πράγματα που δεν μας ανήκουν. Ούτε και μετρούσαν την ευτυχία με βάση τη χρηματική περιουσία του καθενός· πλούτη σπουδαία και άξια πίστευαν πως έχει αυτός μονάχα που κάνει όσα είναι για να του εξασφαλίσουν το πιο έντιμο όνομα και για να αφήσει στα παιδιά του κληρονομιά την πιο μεγάλη δόξα. [77] Δε ζήλευαν επίσης την επίδειξη παράτολμης παλικαριάς -γι᾽ αυτό και δεν έπαιρναν μέτρα για να ασκηθεί η τόλμη τους. Παρ᾽ όλα αυτά τους ήταν πιο οδυνηρό να τους κακολογούν οι συμπολίτες τους, παρά να δώσουν τη ζωή τους τιμημένα υπερασπίζοντας την πόλη· και περισσότερη ντροπή τους έφερνε το σφάλμα που είχε αντίχτυπο στο κοινό συμφέρον από όση νιώθουμε σήμερα εμείς για τα προσωπικά μας λάθη. [78] Αυτό οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι αγρυπνούσαν πάντα για τη δικαιοσύνη και τη σωστή εφαρμογή των νόμων -όχι τόσο γι᾽ αυτούς που αναφέρονταν σε ιδιωτικές συναλλαγές, όσο γι᾽ αυτούς που ρύθμιζαν τις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις των πολιτών. Ήξεραν δε ότι οι τίμιοι άνθρωποι δε χρειάζονταν πολλές γραπτές διατυπώσεις· μια απλή έντιμη συμφωνία εύκολα θα μπορούσε να στηρίξει και τις προσωπικές και τις δημόσιες συναλλαγές τους. [79] Και είχαν τέτοια πολιτική συνείδηση, ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα είχε σκοπό όχι βέβαια ποιο θα εξοντώσει το άλλο, για να αναλάβει ύστερα την εξουσία, αλλά ποιο θα πρωτοπροσφέρει τις αγαθές υπηρεσίες του στην πόλη. Και τα πολιτικά τους κόμματα δεν απόβλεπαν σε κομματικά οφέλη, αλλά εξυπηρετούσαν μόνο του συνόλου τα συμφέροντα. [80] Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ρύθμιζαν και τις σχέσεις τους με τις άλλες πόλεις, τις συμμαχικές: Προστάτευαν τους Έλληνες και δεν τους καταπίεζαν· θεωρούσαν χρέος τους να είναι οι στρατηγοί τους και όχι οι τύραννοί τους· προτιμούσαν να τους αποκαλούν ηγέτες και όχι αφεντικά, σωτήρες και όχι εξολοθρευτές. Έπαιρναν με το μέρος τους τις πόλεις με τις ευεργεσίες τους και δεν τους ανάγκαζαν με τη βία, [81] και ήταν ο λόγος τους πιο αξιόπιστος από ό,τι είναι σήμερα οι όρκοι. Είχαν την αξίωση οι συμφωνίες και οι συνθήκες να είναι απαραβίαστες σαν την ανάγκη· όχι πως είχαν καμιά έπαρση, που ήταν οι αρχηγοί, αλλά καμάρωναν πραγματικά για τη ζωή τους, που ήταν μετρημένη και άψογη. Ένιωθαν ακόμα χρέος τους στους κατώτερους να φέρονται όπως θα ήθελαν οι ίδιοι να φέρονται οι ανώτεροι σ᾽ αυτούς. Τέλος ο καθένας έβλεπε την πόλη του σαν ιδιαίτερα δικό του τόπο, μα ένιωθε για κοινή πατρίδα όλων την Ελλάδα. .............................................................................. [167] Είναι μάλιστα ανάγκη να γίνει η εκστρατεία3 στις μέρες τούτες της γενιάς μας, για να απολαύσουν επιτέλους και τα αγαθά αυτοί που ως τώρα γεύτηκαν μόνο τις συμφορές και να μην περάσουν τη ζωή τους όλη μέρα στη δυστυχία. Φτάνει το παρελθόν -τότε που και ποιο κακό δεν έπεσε απάνω τους! Πάντα είναι πολλές οι συμφορές στο φυσικό του ανθρώπου, επινοήσαμε και εμείς ακόμα περισσότερες από τις αναπόφευκτες: [168] Δημιουργήσαμε στον ίδιο τον εαυτό μας πολέμους και επαναστάσεις, ώστε άλλοι να χάνονται παράνομα μέσα στην ίδια τους τη χώρα, άλλοι σε ξένους τόπους4 να περιφέρονται άθλιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους, τέλος πολλοί από τη φτώχια και τη στέρηση να υποχρεώνονται να υπηρετούν τον εχθρό και να πεθαίνουν πολεμώντας με τους φίλους. Για την κατάσταση αυτή κανείς ποτέ δεν αγανάχτησε! Για τα φανταστικά βέβαια δράματα, που συνθέτουν και παρουσιάζουν οι τραγικοί ποιητές, όλοι νιώθουν την υποχρέωση να συγκινούνται και να κλαιν, όταν όμως βλέπουν μπροστά στα μάτια τους να διαδραματίζονται τραγωδίες αληθινές, φριχτές και αναρίθμητες, αυτές που φέρνει του πολέμου η κατάρα, τόσο μακριά βρίσκονται από το να νιώσουν λύπη, ώστε πιότερο χαίρονται για το κακό που προξενεί ο ένας στον άλλο παρά για την προσωπική τους ευτυχία. [169] Δεν αποκλείεται ωστόσο και να γελάσουν μερικοί με την αφέλειά μου, που κάθομαι εδώ πέρα και οδύρομαι για τη δυστυχία ατομικών περιπτώσεων σε τέτοιες περιστάσεις, όπου η Ιταλία όλη έχει γίνει άνω κάτω,5 η Σικελία υποδουλώθηκε,6 τόσες πόλεις έχουν παραδοθεί στο βάρβαρο και όλη η υπόλοιπη Ελλάδα βρίσκεται πια μπροστά σε έσχατους κινδύνους. [170] Απορώ μάλιστα και με τη στάση που κρατούν οι διάφοροι ηγέτες στις πόλεις τις ελληνικές. Νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να νιώθουν περηφάνια, τη στιγμή που ποτέ δεν μπόρεσαν ούτε να πουν, μα ούτε και να στοχαστούν τίποτα για το θέμα αυτό που έχει τόση σημασία. Έπρεπε δηλαδή αυτοί, αν άξιζαν πραγματικά τη φήμη που έχουν τώρα, να αφήσουν κατά μέρος κάθε άλλο ζήτημα και να καταπιαστούν να δώσουν γνώμη μονάχα για τον πόλεμο με τους βαρβάρους. [171] Δεν αποκλείεται να έφερναν κάποιο θετικό αποτέλεσμα· και στην περίπτωση όμως που θα ήταν υποχρεωμένοι να απογοητευθούν, θα άφηναν τα λόγια τους χρησμούς για τις μελλούμενες γενιές. Τώρα όμως αυτοί που έχουν τη δόξα τη μεγάλη καταπιάνονται περισπούδαστα με τα ασήμαντα ζητήματα και αφήνουν σ᾽ εμάς, που δεν έχουμε σχέση με την πολιτική, τη φροντίδα να δίνουμε συμβουλές για θέματα με τόση σπουδαιότητα.
(μετάφραση Στέλλα Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη)
|
1 Στις προηγούμενες παραγράφους ο Ισοκράτης έχει αναφερθεί στους Περσικούς πολέμουςκαι στα σπουδαία κατορθώματα των Αθηναίων.
2 Εννοείται η γενιά του Πελοποννησιακού πολέμου και της ταραγμένης περιόδου που τον ακολούθησε.
3 Η πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών.
4 Αναφέρεται στους πολιτικούς φυγάδες ή σε όσους η ανάγκη έσπρωξε να γίνουν μισθοφόροι σε ξένα μέρη.
5 Από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο που τον βοηθούσαν οι Σπαρτιάτες.
6 Η Σικελία είχε υποδουλωθεί εν μέρει στους Καρχηδόνιους και εν μέρει στον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο οποίος με σύνθημα την "απελευθέρωση των Σικελιωτών" από τους Καρχηδόνιους είχε καταλάβει το ανατολικό τμήμα του νησιού.