Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΛΥΣΙΑΣ
116. – Πρὸς Αἰσχίνην τὸν Σωκρατικὸν (Απόσπασμα 1 Thalheim)
Το απόσπασμα προέρχεται από λόγο που στρέφεται εναντίον του Αισχίνη από τον Σφηττό (της Αττικής), του μαθητή του Σωκράτη που είναι παρών στη δίκη και στο θάνατο του δασκάλου του και που έγραψε με επιτυχία διαλόγους «με τον τρόπο του Σωκράτη», στους οποίους εμφανιζόταν (ως πρωταγωνιστής;) ο ίδιος ο Σωκράτης.
Αφορμή της διαμάχης φαίνεται ότι στάθηκε κάποιο δάνειο που έλαβε ο Αισχίνης από τον ομιλούντα και που δεν το εξόφλησε ποτέ (βλ. σχόλ. 6)· ποιο ακριβώς ήταν όμως το αντικείμενο της δίκης κατά την οποία εκφωνήθηκε ο λόγος αυτός δεν είναι σαφές. Περίεργο είναι το γεγονός ότι ο Αισχίνης εμφανίζεται ως κατήγορος (§ 1). Στο σωζόμενο απόσπασμα ο Αισχίνης παρουσιάζεται με τα μελανότερα χρώματα. Ο ασυνήθιστα δηκτικός τόνος, οι ειρωνικές και σαρκαστικές αναφορές και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες δίνουν στον λόγο αμεσότητα που σπάνια τη συναντάει κανείς ακόμα και στις καλύτερες στιγμές της δικανικής ρητορικής.
[1] οὐκ ἄν ποτ᾽ ᾠήθην, ‹ὦ› ἄνδρες δικασταί, Αἰσχίνην τολμῆσαι οὕτως αἰσχρὰν δίκην δικάσασθαι, νομίζω δ᾽ οὐκ ἂν ῥᾳδίως αὐτὸν ἑτέραν ταύτης συκοφαντωδεστέραν ἐξευρεῖν. οὗτος γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὀφείλων ἀργύριον ἐπὶ τρισὶ δραχμαῖς Σωσινόμῳ τῷ τραπεζίτῃ καὶ Ἀριστογείτονι προσελθὼν πρὸς ἐμὲ ἐδεῖτο μὴ περιιδεῖν αὑτὸν διὰ τοὺς τόκους ἐκ τῶν ὄντων ἐκπεσόντα. [2] «κατασκευάζομαι δ᾽» ἔφη «τέχνην μυρεψικήν· ἀφορμῆς δὲ δέομαι, καὶ οἴσω δέ σοι ἐννέ᾽ ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους.» πεισθεὶς δ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ τοιαῦτα λέγοντος καὶ ἅμα οἰόμενος τοῦτον {Αἰσχίνην} Σωκράτους γεγονότα μαθητὴν καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς πολλοὺς καὶ σεμνοὺς λέγοντα λόγους οὐκ ἄν ποτε ἐπιχειρῆσαι οὐδὲ τολμῆσαι ἅπερ οἱ πονηρότατοι καὶ ἀδικώτατοι ἄνθρωποι ἐπιχειροῦσι πράττειν. ………………………………………………………………………
[3] ἀλλὰ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὐκ εἰς ἐμὲ μόνον τοιοῦτός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἅπαντας τοὺς αὐτῷ κεχρημένους. οὐχ οἱ μὲν κάπηλοι οἱ ἐγγὺς οἰκοῦντες, παρ᾽ ὧν προδόσεις λαμβάνων οὐκ ἀποδίδωσι, δικάζονται αὐτῷ συγκλῄσαντες τὰ καπηλεῖα, οἱ δὲ γείτονες οὕτως ὑπ᾽ αὐτοῦ δεινὰ πάσχουσιν ὥστ᾽ ἐκλιπόντες τὰς αὑτῶν οἰκίας ἑτέρας πόρρω μισθοῦνται; [4] ὅσους δ᾽ ἐράνους συνείλεκται, τὰς μὲν ὑπολοίπους φορὰς οὐ κατατίθησιν, ἀλλὰ περὶ τοῦτον τὸν κάπηλον ὡς περὶ στήλην διαφθείρονται. τοσοῦτοι δὲ ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἀπαιτήσοντες τὰ ὀφειλόμενα ἔρχονται, ὥστε οἴεσθαι τοὺς παριόντας ἐπ᾽ ἐκφορὰν αὐτοὺς ἥκειν τούτου τεθνεῶτος. οὕτω δ᾽ οἱ ἐν τῷ Πειραιεῖ διάκεινται, ὥστε πολὺ ἀσφαλέστερον εἶναι δοκεῖν εἰς τὸν Ἀδρίαν πλεῖν ἢ τούτῳ συμβάλλειν· [5] πολὺ γὰρ μᾶλλον ἃ ἂν δανείσηται αὑτοῦ νομίζει εἶναι ἢ ἃ ὁ πατὴρ αὐτῷ κατέλιπεν. ἀλλὰ γὰρ οὐ τὴν οὐσίαν κέκτηται Ἑρμαίου τοῦ μυροπώλου, τὴν γυναῖκα διαφθείρας ἑβδομήκοντα ἔτη γεγονυῖαν; ἧς ἐρᾶν προσποιησάμενος οὕτω διέθηκεν, ὥστε τὸν μὲν ἄνδρα αὐτῆς καὶ τοὺς ὑεῖς πτωχοὺς ἐποίησεν, αὑτὸν δὲ ἀντὶ καπήλου μυροπώλην ἀπέδειξεν. [6] οὕτως ἐρωτικῶς τὸ κόριον μετεχειρίζετο, τῆς ἡλικίας αὐτῆς ἀπολαύων, ἧς ῥᾷον τοὺς ὀδόντας ἀριθμῆσαι ἢ τῆς χειρὸς τοὺς δακτύλους. |
[1] Ουδέποτε είχα φανταστεί, άνδρες δικαστές, ότι ο Αισχίνης θα αποτολμούσε να κινήσει εναντίον μου μια τόσο αισχρή δίκη· νομίζω μάλιστα ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να διανοηθεί άλλη συκοφαντικότερη. Αυτός, άνδρες δικαστές, χρωστούσε χρήματα με τόκο τρεις δραχμές1 στον Σωσίνομο τον τραπεζίτη και στον Αριστογείτονα·2 ήρθε λοιπόν και με βρήκε και με παρακαλούσε να μην τον αφήσω να χάσει την περιουσία του εξαιτίας των τόκων. [2] «Ανοίγω», είπε, «εργαστήριο αρωματοποιίας· χρειάζομαι κεφάλαιο· θα σου δίνω τόκο εννέα οβολούς για κάθε μνα».3 Τέτοια έλεγε και εγώ τον πίστεψα, συν τοις άλλοις και επειδή νόμιζα ότι αυτός, που είχε διατελέσει μαθητής του Σωκράτη4 και έλεγε πολλά και ηχηρά περί δικαιοσύνης και αρετής,5 ποτέ δεν θα επιχειρούσε ούτε θα αποτολμούσε αυτά που επιχειρούν να κάνουν οι πιο φαύλοι και οι πιο άδικοι άνθρωποι.6 .............................................................................. [3] Όμως, άνδρες δικαστές, δεν φέρεται έτσι σε εμένα μόνο· έτσι φέρεται και σε όλους τους άλλους που έχουν δοσοληψίες μαζί του. Δεν έφτασαν οι καταστηματάρχες7 της περιοχής του, από τους οποίους εισπράττει προκαταβολές που δεν τις επιστρέφει, να κλείσουν τα καταστήματά τους και να τον τρέχουν στα δικαστήρια; Ή μήπως οι γείτονές του δεν υποφέρουν τόσο εξαιτίας του ώστε να έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και να πηγαίνουν να νοικιάζουν άλλα μακριά απ᾽ αυτόν; [4] Από τις εισφορές πάλι που έχει συγκεντρώσει8 δεν καταθέτει τα υπόλοιπα ποσά, αλλά αφανίζονται πάνω σ᾽ αυτόν τον έμπορο όπως πάνω σε στήλη.9 Είναι δε τόσοι εκείνοι που καταφθάνουν με το φως της ημέρας στο σπίτι του για να ζητήσουν να τους επιστραφούν τα οφειλόμενα, ώστε να νομίζουν οι διερχόμενοι ότι πέθανε και ότι οι συγκεντρωμένοι έχουν έρθει στην κηδεία του.10 Εκείνοι πάλι που διαμένουν στον Πειραιά έχουν γι᾽ αυτόν τέτοια γνώμη, ώστε να θεωρούν ότι είναι σαφώς πιο ακίνδυνο να ταξιδεύουν στην Αδριατική θάλασσα11 παρά να κλείνουν συμφωνίες μαζί του· [5] γιατί νομίζει ότι αυτά που δανείζεται του ανήκουν πολύ περισσότερο από εκείνα που του άφησε ο πατέρας του. Εξάλλου, δεν έχει την περιουσία του Ερμαίου του μυροπώλη, αφού του ξεμυάλισε τη γυναίκα στα εβδομήντα της χρόνια; Παριστάνοντας τον ερωτευμένο μαζί της, την είχε τόσο του χεριού του, ώστε τον άντρα της και τους γιους της τους έκανε πάμφτωχους, ενώ του λόγου του από μικρέμπορος έφτασε να γίνει μυροπώλης. [6] Τόσο σφοδρό ήταν το πάθος του για το κοριτσόπουλο· γλεντούσε, βλέπετε, τα νιάτα της, μιας γυναίκας που είναι ευκολότερο να της μετρήσεις τα δόντια παρά τα δάχτυλα του χεριού.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
|
1 Εννοεί τρεις δραχμές τον μήνα για κάθε μνα, η οποία ισούται με εκατό δραχμές, δηλ. ο ετήσιος τόκος ήταν 36%.
2 Για τον Αριστογείτονα δεν γνωρίζουμε τίποτα. Ο Σωσίνομος πιθανότατα είναι ο τραπεζίτης για τον οποίο παραδίδεται ότι, όταν η τράπεζά του δεν πήγε καλά, χρειάστηκε να δώσει όλη την περιουσία του στους πιστωτές του.
3 Και πάλι εννοεί εννέα οβολούς (= 1,5 δρχ.) τον μήνα. Ο ετήσιος τόκος θα ήταν 18%.
4 Από τη διατύπωση «είχε διατελέσει» (γεγονότα) συνάγεται ότι ο λόγος εκφωνήθηκε μετά τον θάνατο του Σωκράτη (399 π .Χ.).
5 Ένας από τους διαλόγους που είχε γράψει ο Αισχίνης επιγραφόταν Περὶ ἀρετῆς.
6 Ο Αθηναίος (περ. 200 μ.Χ.) , που διασώζει το απόσπασμα, παραλείπει τη συνέχεια και παραθέτει μόνο τις τελευταίες παραγράφους (3-5). Από την περιληπτική αναφορά του στα ενδιάμεσα προκύπτει ότι η επίθεση συνεχίστηκε με ανάλογη σφοδρότητα. Στο παραλειπόμενο τμήμα αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής: ο Αισχίνης δανείστηκε τα χρήματα, αλλά δεν πλήρωνε τους τόκους ούτε επέστρεψε το κεφάλαιο, καταδικάστηκε γι᾽ αυτό ερήμην και ένας δούλος του κρατήθηκε ως ενέχυρο.
7 Στο πρωτότυπο κάπηλοι. Τα αρχαία καπηλεία πουλούσαν και κρασί, όπως τα νεοελληνικά καπηλειά, αλλά διέθεταν και άλλα είδη. Οι κάπηλοι, για τους οποίους οι πληροφορίες που έχουμε δεν είναι πάντα κολακευτικές, πουλούσαν λιανικώς μέσα στην πόλη πράγματα που προηγουμένως είχαν αγοράσει.
8 Στο πρωτότυπο ἐράνους συνείλεκται. Ἔρανος ονομάζεται η συμβολή την οποία συμφωνούν να καταβάλουν κάποιοι -συνήθως φίλοι- υπέρ ενός προσώπου. Η εισφορά αυτή (ἔρανος) ήταν πιθανώς άτοκος αλλά απαιτητή. Πάντως, δεν είναι απολύτως σαφές τι ακριβώς εννοεί ο Λυσίας.
9 Δεν είναι βέβαιο τι σημαίνει ακριβώς η λέξη "στήλη" στο χωρίο αυτό. Έχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για τη στήλη που ήταν τοποθετημένη στο τόξο του σταδίου, στο (επικίνδυνο) σημείο όπου έκαναν στροφή τα άρματα (βλ. το δεύτερο Κείμενο από την Ηλεκτρα του Σοφοκλή).
10 Δύο είναι τα στοιχεία που ευνοούν την παρεξήγηση: το πλήθος των συγκεντρωμένων και η ώρα -οι δανειστές έρχονται με το φως της ημέρας, δηλ. την ώρα που γινόταν στην αρχαία Αθήνα η εκφορά του νεκρού (η μεταφορά από το σπίτι στο νεκροταφείο).
11 Η διαβόητη για τις τρικυμίες της Αδριατική θάλασσα (ὁ Ἀδρίας) ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ναυτικών.