Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΑΝΤΙΦΩΝ
112. – Τετραλογίαι 1, 4, 4-10
Με το όνομα του Αντιφώντα παραδίδονται τρεις Τετραλογίες,των οποίων η πατρότητα αμφισβητήθηκε επανειλημμένα στους νεότερους χρόνους. Ο τελευταίος εκδότης διαπιστώνει -ορθά, πιστεύουμε- ότι δεν υπάρχουν ισχυροί λόγοι για την αμφισβήτηση της γνησιότητας. Αν οι Τετραλογίες είναι πράγματι έργο του Αντιφώντα († 41lπ.Χ.), ανήκουν στα παλαιότερα πεζά κείμενα που είναι γραμμένα σε αττική διάλεκτο.
Κάθε Τετραλογία αναφέρεται σε μια φανταστική υπόθεση φόνου και συγκροτείται από τέσσερις λόγους, την αρχική κατηγορία και απολογία -με αυτή τη σειρά- και τις δευτερολογίες των διαδίκων. Δεν πρόκειται για λόγους που εκφωνήθηκαν στο δικαστήριο, αλλά για γυμνάσματα ή υποδείγματα λόγων, που παρουσιάζουν διαφορετικούς τρόπους επιχειρηματολογίας και που προορίζονταν για ανάγνωση και άσκηση και φιλοδοξούσαν να προκαλέσουν συζητήσεις και ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως πρότυπο προς μίμηση.
Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την πρώτη Τετραλογία,συγκεκριμένα από τη δευτερολογία του κατηγορουμένου. Η υπόθεση έχει ως εξής: ένας άνδρας, συνοδευόμενος από τον δούλο του, δέχτηκε δολοφονική επίθεση στον δρόμο, αργά τη νύχτα. Ο ελεύθερος άνδρας πέθανε αμέσως, ο δούλος όμως πρόλαβε, πριν ξεψυχήσει, να κατονομάσει ως δράστη τον κατηγορούμενο. Άλλοι μάρτυρες δεν υπάρχουν. Το ερώτημα είναι αν ο κατηγορούμενος διέπραξε τον φόνο ή όχι.
Ο κατηγορούμενος ανασκευάζει τα επιχειρήματα του αντιδίκου, που είναι επιχειρήματαἐκ τῶν εἰκότων (βλ. σχόλ. 1), αμφισβητεί την αξιοπιστία της μαρτυρίας του δούλου και επικαλείται άλλοθι.
[4.4] φασὶ δὲ τῶν μὲν ἐντυχόντων παιομένοις αὐτοῖς οὐδένα ὅντινα οὐκ εἰκότερον εἶναι σαφῶς πυθόμενον τοὺς διαφθείραντας αὐτοὺς εἰς οἶκον ἀγγεῖλαι, ἢ ἀπολιπόντα οἴχεσθαι. [4.5] ἐγὼ δὲ οὐδένα οὕτω θερμὸν καὶ ἀνδρεῖον ἄνθρωπον εἶναι δοκῶ ὅντινα οὐκ ἂν ἀωρὶ τῶν νυκτῶν νεκροῖς ἀσπαίρουσι συντυχόντα πάλιν ὑποστρέψαντα φεύγειν μᾶλλον ἢ πυνθανόμενον τοὺς κακούργους περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεῦσαι. τούτων δὲ μᾶλλον ἃ εἰκὸς ἦν δρασάντων, οἱ μὲν ἐπὶ τοῖς ἱματίοις διαφθείραντες αὐτοὺς οὐκ ἂν ἔτι εἰκότως ἀφίοιντο, ἐγὼ δὲ ἀπήλλαγμαι τῆς ὑποψίας. [4.6] εἰ δὲ ἐκηρύσσοντο ἢ μὴ ἄλλοι τινὲς κακοῦργοι ἅμα τῷ τούτων φόνῳ, τίς οἶδεν; οὐδενὶ γὰρ ἐπιμελὲς ἦν σκοπεῖν ταῦτα. ἀφανοῦς δὲ ὄντος τοῦ κηρύγματος, οὐδὲ ὑπὸ τούτων τῶν κακούργων ἄπιστον διαφθαρῆναι αὐτόν. [4.7] τοῦ δὲ θεράποντος πῶς χρὴ πιστοτέραν τὴν μαρτυρίαν ἢ τῶν ἐλευθέρων ἡγεῖσθαι; οἱ μὲν γὰρ ἀτιμοῦνταί τε καὶ χρήμασι ζημιοῦνται, ἐὰν μὴ τἀληθῆ δοκῶσι μαρτυρῆσαι· ὁ δὲ οὐκ ἔλεγχον παρασχὼν οὐδὲ βάσανον ποῦ δίκην δώσει; ἢ τίς ἔλεγχος ἔσται; ἀκινδύνως τε οὗτός γε μέλλων μαρτυρεῖν οὐδὲν θαυμαστὸν ἔπαθεν ὑπὸ τῶν κυρίων ἐχθρῶν μοι ὄντων πεισθεὶς καταψεύδεσθαί μου· ἐγώ τε ἀνόσι᾽ ἂν πάσχοιμι, εἰ μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθεὶς διαφθαρείην ὑφ᾽ ὑμῶν. [4.8] μὴ παραγενέσθαι δέ με τῷ φόνῳ ἀπιστότερον ἢ παραγενέσθαι φασὶν εἶναι. ἐγὼ δ᾽ οὐκ ἐκ τῶν εἰκότων ἀλλ᾽ ἔργῳ δηλώσω οὐ παραγενόμενος. ὁπόσοι γὰρ δοῦλοί μοι ἢ δοῦλαί εἰσι, πάντας παραδίδωμι βασανίσαι· καὶ ἐὰν μὴ φανῶ ταύτῃ τῇ νυκτὶ ἐν οἴκῳ καθεύδων ἢ ἐξελθών που, ὁμολογῶ φονεὺς εἶναι. ἡ δὲ νὺξ οὐκ ἄσημος· τοῖς γὰρ Διιπολείοις ὁ ἀνὴρ ἀπέθανε. [4.9] περὶ δὲ τῆς εὐδαιμονίας, ἧς ἕνεκα τρέμοντά μέ φασιν εἰκότως ἀποκτεῖνται αὐτόν, πολὺ τἀναντία ἐστί. τοῖς μὲν γὰρ ἀτυχοῦσι νεωτερίζειν συμφέρει· ἐκ γὰρ τῶν μεταβολῶν ἐπίδοξος ἡ δυσπραγία μεταβάλλειν αὐτῶν ἐστι· τοῖς δ᾽ εὐτυχοῦσιν ἀτρεμίζειν καὶ φυλάσσειν τὴν παροῦσαν εὐπραγίαν· μεθισταμένων γὰρ τῶν πραγμάτων δυστυχεῖς ἐξ εὐτυχούντων καθίστανται. [4.10] ἐκ δὲ τῶν εἰκότων προσποιούμενοί με ἐλέγχειν, οὐκ εἰκότως ἀλλ᾽ ὄντως φονέα μέ φασι τοῦ ἀνδρὸς εἶναι. τὰ δὲ εἰκότα ἄλλα πρὸς ἐμοῦ μᾶλλον ἀποδέδεικται ὄντα· ὅ τε γὰρ καταμαρτυρῶν μου ἄπιστος ἐλήλεγκται ὤν, ὅ τε ἔλεγχος οὐκ ἔστι, τά τε τεκμήρια ἐμά, οὐ τούτων ὄντα ἐδήλωσα, τά τε ἴχνη τοῦ φόνου οὐκ εἰς ἐμὲ φέροντα, ἀλλ᾽ εἰς τοὺς ἀπολυομένους ἀποδέδεικται ὑπ᾽ αὐτῶν. |
Υποστηρίζουν οι κατήγοροι ότι το πιο λογικό1 ήταν αυτοί που έτυχε να περάσουν από εκεί, την ώρα που τους χτυπούσαν, να ζητήσουν να μάθουν συγκεκριμένα ποιοι ήταν οι δολοφόνοι και να ενημερώσουν τους οικείους των θυμάτων παρά να τους εγκαταλείψουν και να σπεύσουν να εξαφανιστούν. [5] Εγώ ωστόσο έχω την άποψη ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι τόσο ατρόμητος και θαρραλέος, ώστε, αν, αργά τη νύχτα, έπεφτε πάνω σε νεκρούς που εσφάδαζαν ακόμη, δεν θα άλλαζε δρόμο και δεν θα έτρεχε να απομακρυνθεί, αλλά θα ζητούσε να πληροφορηθεί τα ονόματα των κακοποιών, εκθέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Από τη στιγμή όμως που εκείνοι φαίνεται ότι αντέδρασαν όπως ήταν αναμενόμενο να αντιδράσουν, αφενός δεν θα ήταν πλέον εύλογο να αντιμετωπίζονται ως αθώοι αυτοί που τους δολοφόνησαν για τα ιμάτια, αφετέρου εγώ παύω να θεωρούμαι ύποπτος. [6] Αν τώρα, συγχρόνως με τον φόνο των συγκεκριμένων, έγινε ή όχι δημόσια ανακοίνωση από τον κήρυκα για κάποιους άλλους κακοποιούς,2 ποιος το γνωρίζει; Ως γνωστόν, ουδείς ενδιαφέρθηκε να ερευνήσει το ζήτημα. Εφόσον πάλι παραμένει άγνωστο αν υπήρξε ή όχι ανακοίνωση, δεν είναι διόλου απίθανο να τον σκότωσαν ακόμα και αυτοί οι άλλοι κακοποιοί.3 [7] Από την άλλη, πώς μπορεί η μαρτυρία του δούλου να θεωρηθεί πιο αξιόπιστη από την μαρτυρία των ελευθέρων; Οι ελεύθεροι, ως γνωστόν, αν κριθεί ότι εψευδομαρτύρησαν, τιμωρούνται με στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων4 και τους επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο· εκείνος όμως, εφόσον δεν δόθηκε η δυνατότητα να ελεγχθεί η αλήθεια των λεγομένων του και δεν υποβλήθηκε σε βασανισμό,5 πού θα λογοδοτήσει; Και ποια δυνατότητα ελέγχου της αλήθειας θα υπάρχει; Από τη στιγμή μάλιστα που αυτός μπορούσε να καταθέτει εκ του ασφαλούς, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι οι κύριοί του, που είναι προσωπικοί μου εχθροί, τον έπεισαν να πει ψέματα εναντίον μου. Και θα διαπραχθεί ανοσιούργημα εις βάρος μου, αν εσείς με εξοντώσετε, βασιζόμενοι σε αναξιόπιστες επιβαρυντικές μαρτυρίες. [8] Υποστηρίζουν επίσης ότι είναι πιο δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι εγώ δεν ήμουν παρών στον φόνο παρά ότι ήμουν. Εγώ όμως με βάση όχι την πιθανότητα, αλλά την πραγματικότητα, θα αποδείξω ότι δεν ήμουν εκεί. Συγκεκριμένα, όσες δούλες ή δούλους έχω, τους παραδίδω όλους, προκειμένου να υποβληθούν σε βασανισμό· και αν αποδειχθεί ότι τη νύχτα εκείνη δεν κοιμόμουν στο σπίτι μου ή ότι βγήκα και πήγα κάπου, παραδέχομαι ότι είμαι ο δολοφόνος.6 Η νύχτα πάλι δεν είναι άγνωστη· υπενθυμίζω ότι ο άνθρωπος σκοτώθηκε στη γιορτή των Διιπολείων.7 [9] Όσο για τα πλούτη μου, που για χάρη τους είναι εύλογο, λένε, να τον σκότωσα, επειδή έτρεμα γι᾽ αυτά, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Εκείνοι που έχουν συμφέρον από τις ανατροπές είναι οι δυστυχισμένοι· και τούτο γιατί προσδοκούν μέσα από τις αλλαγές να αλλάξει και η δική τους δυστυχία. Αντίθετα, οι ευτυχισμένοι έχουν συμφέρον να υπάρχει ηρεμία και να διαφυλάσσουν την ευτυχία τους· γιατί όταν αλλάζουν τα πράγματα, από ευτυχείς καταλήγουν δυστυχισμένοι. [10] Ακόμη, ενώ διατείνονται ότι αποδεικνύουν την ενοχή μου με βάση την πιθανοφάνεια, ισχυρίζονται ότι είμαι όχι ο πιθανός, αλλά ο πραγματικός φονιάς του ανδρός. Έχει ωστόσο αποδειχθεί ότι η πιθανοφάνεια είναι πιο πολύ με το μέρος μου· γιατί και ο μάρτυρας που με ενοχοποιεί απεκαλύφθη ότι είναι αναξιόπιστος και δεν υπάρχει δυνατότητα να ελεγχθεί η αλήθεια των ισχυρισμών του και έδειξα ότι τα στοιχεία ενισχύουν τη δική μου θέση, όχι τη δική του, και έχει αποδειχθεί ότι τα ίχνη του φόνου οδηγούν όχι σε εμένα αλλά σ᾽ εκείνους που οι αντίδικοι τους κηρύσσουν αθώους.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
|
1 Τα αρχαία δικαστήρια, όταν δεν υπήρχαν μάρτυρες, αποφάσιζαν με κριτήριο το τι ήταν πιθανό ή εύλογο να έχει συμβεί (εἰκός). Οι πρώτοι που συστηματικά ανέπτυξαν και δίδαξαν την αποδεικτική τεχνική που στηρίζεται στο εἰκός είναι οι Σικελιώτες Κόρακας και Τεισίας (γύρω στα μέσα του 5ου αι.). Στις Τετραλογίες του Αντιφώντα, με εξαίρεση την πρώτη, από την οποία προέρχεται το απόσπασμα, τα επιχειρήματα ἐκ τῶν εἰκότων παίζουν ένα σχετικώς περιορισμένο ρόλο.
2 Στο πρωτότυπο κακοῦργοι. Ως τεχνικός όρος σημαίνει πρωτίστως "κλέφτες", "ληστές", "λωοοδύται" (βασική σημασία: "αυτοί που κλέβουν τα ιμάτια"), συχνότερα όμως δηλώνει γενικά "κοινοί εγκληματίες". Ο κοινός παρονομαστής για τους κακούργους ήταν ότι μπορούσαν να διωχθούν με την ειδική διαδικασία της απαγωγής, η οποία επέτρεπε σε κάποιον να συλλάβει τον κατηγορούμενο και να τον παραδώσει στους Ένδεκα, τους αξιωματούχους που ήταν υπεύθυνοι για το δεσμωτήριο, που τον φυλάκιζαν, ώσπου να δικαστεί από δικαστήριο.
3 Στη δευτερολογία τους οι κατήγοροι υποστήριξαν ότι, αν τον φόνο τον είχαν κάνει κάποιοι που τα θύματα τους είχαν δει να διαπράττουν κάποιο κακούργημα, για να τους κλείσουν δηλ. το στόμα, θα είχε γίνει ανακοίνωση από τον κήρυκα για το άλλο κακούργημα και οι υποψίες, και για τον παρόντα φόνο, θα στρέφονταν στους δράστες του άλλου κακουργήματος. Η αιχμή του επιχειρήματος είναι ότι, αφού δεν έγινε σχετική ανακοίνωση από τον κήρυκα, το ενδεχόμενο να διέπραξαν τον φόνο οι άλλοι πρέπει να αποκλειστεί -η γραμμή τους είναι να αποκλειστούν όλα τα άλλα ενδεχόμενα και να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος. Το αντεπιχείρημα του κατηγορούμενου είναι ότι δεν ξέρουμε αν υπήρξε ή όχι ανακοίνωση από τον κήρυκα και συνεπώς η δυνατότητα πρέπει να παραμείνει ανοιχτή.
4 Αν κάποιος κρινόταν ένοχος για ψευδομαρτυρία σε τρεις περιπτώσεις, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα.
5 Στα αθηναϊκά δικαστήρια, στα οποία οι δούλοι, με εξαίρεση ίσως δίκες για ανθρωποκτονία, δεν μπορούσαν να εμφανιστούν, η μαρτυρία τους γινόταν δεκτή, μόνο αν είχαν υποβληθεί σε βασανιστήρια.
6 Ο κατηγορούμενος, για πρώτη φορά στη δευτερολογία, επικαλείται άλλοθι.
7 Τα Διιπόλεια ή -ίσως ορθότερα- Διπολίεια ήταν γιορτή προς τιμήν του Διός Πολιέως, που γιορταζόταν στις 14 του μηνός Σκιροφοριώνος, του τελευταίου μηνός του Αττικού έτους (περ. 15 Ιουνίου-15 Ιουλίου).