Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΟΜΗΡΟΣ
11. – Ὀδύσσεια κ 466-560
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αία, το παράξενο και μυστηριώδες νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος) Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας, παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν, εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽ όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.
ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
475
ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ,
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ·
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων· |
Έτσι μας μίλησε,1 κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας. Εκεί, λοιπόν, μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος, μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί. Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, κι αλλάζοντας οι εποχές, λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν470 οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν οι τίμιοι σύντροφοί μου: «Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα· αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη».
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.475 Έτσι τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος, μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί· όταν ο ήλιος όμως έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι, οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες κάμαρες του παλατιού. Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,480 κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου· την φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά: «Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης, πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα·2 μέσα μου πια η ψυχή μου πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου που μου σπαράζουν485 την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου και λίγο απομακρύνεσαι».
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά: «Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα, αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι· όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να την φέρετε σε πέρας· γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,490 εκεί που ανήμερη κι η Περσεφόνη κατοικεί· να πάρετε χρησμό απ᾽ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει· γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη του άφησε τον νου του ανέπαφο, μόνος αυτός να ᾽ναι στα συγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως περιφέρονται άδειες σκιές».495
Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου· θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου άλλο να ζω, και πως να δω το φως του ήλιου. Και μόνον όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου, πήρα τον λόγο και την ρώτησα:500 «Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης; γιατί θαρρώ στον Άδη, ώς τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε με μελανό καράβι».
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά: «Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα, να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·505 να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά, και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του Βορρά το φύσημα. Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ώς πέρα τον Ωκεανό,3 όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης, με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν4- εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,510 με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε για το άραχλο παλάτι του Άδη. Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί, Πυριφλεγέθων και Κωκυτός -τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας·5 είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,515 σμίγοντας μεταξύ τους με δούπο τρομερό. Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα, καθώς σου παραγγέλλω, σκάψε ένα λάκκο ώς ένα πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές, και γύρω-γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τους πεθαμένους· μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί520 πασπάλισε λευκό κριθάλευρο. Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως, όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη, θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά πάμπολλα δώρα και λαμπρά· στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο κριάρι πως θα προσφέρεις, μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.525 Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών, σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος·6 ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού. Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.530 Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους· τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από το άσπλαχνο χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται, τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη. Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε535 αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια, να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει. Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου αρχηγέ, να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα, τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο».540 Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή. Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα. Η ίδια η νύμφη ντύθηκε το φόρεμά της - μακρύ, αστραφτερό, λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.545 Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους, μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά: «Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο· ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη». Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η ψυχή τους.550 Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω τους συντρόφους άβλαβους. Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός - αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα από τους άλλους μου συντρόφους, στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης, με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.555 Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν, πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή· από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε560 στον Άδη η ψυχή του.
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)
|
1 Η Κίρκη.
2 Στην πραγματικότητα η Κίρκη δεν έδωσε ρητά τέτοια υπόσχεση. Η όποια δέσμευσή της απορρέει από το γεγονός ότι τους αναγνώρισε ως ξένους (στ. 456-465)
3 Για τον Ωκεανό βλ. Κείμενο 5, σχόλ. 1.
4 Στο πρωτότυπο ἰτέαι ὠλεσίκαρποι. Αρχαίοι συγγραφείς παρατηρούν ότι ο χαρακτηρισμός ταιριάζει στην ιτιά που αποβάλλει τους καρπούς της πριν ωριμάσουν.
5 Δεν είναι σαφές αν για τον Όμηρο ο Αχέρων είναι, ως συνήθως, ποταμός ή (πιθανότερο) λίμνη. Σ᾽ αυτόν εκβάλλουν οι ποταμοί Πυριφλεγέθων και Κωκυτός, από τους οποίους ο δεύτερος απορρέει από τη Στύγα, που είναι ορμητικό ποτάμι του κάτω κόσμου στο οποίο ορκίζονται οι αθάνατοι. Αξιοσημείωτα είναι τα σημαίνοντα ονόματα: Αχέρων (συνδέεται παρετυμολογικά με τη λέξη ἄχος = θλίψη, λύπη), Πυριφλεγέθων (πυρί + φλεγέθω = φλέγω), Κωκυτός (κωκύω =θρηνώ), Στύξ (στυγῶ = μισώ).
6 Το σκοτεινό βάθος του Άδη.