Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
62. – Ἀγαμέμνων 1-316
Δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του ο Αισχύλος, το 458 π.Χ., κατέλαβε, ακόμη μια φορά, την πρώτη θέση στους δραματικούς αγώνες με τη μόνη σωζόμενη τριλογία, την Ορέστεια, που απαρτίζεται από τα θεματικώς συνεχόμενα έργα Ἀγαμέμνων, Χοηφόροι, Εὐμενίδες και αντλεί το θέμα της από τον μύθο των Ατρειδών. Στο επίκεντρο των δύο πρώτων έργων βρίσκεται ο φόνος, στον Αγαμέμνονα ο φόνος του ίδιου του Αγαμέμνονα, που γυρίζει νικητής από την Τροία, και της Κασσάνδρας από την Κλυταιμήστρα, στις Χοηφόρες ο φόνος της Κλυταιμήστρας και του Αίγισθου από τον Ορέστη. Στις Ευμενίδες η ακολουθία "φόνος - εκδίκηση με άλλο φόνο" αναιρείται με την ισόψηφη αθώωση του μητροκτόνου Ορέστη από τον Άρειο πάγο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελείται από τον πρόλογο, την ασυνήθιστα μακρά πάροδο του Αγαμέμνονα, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, λειτουργεί ως λυρική εισαγωγή σε ολόκληρη την τριλογία, και την αρχή του πρώτου επεισοδίου. Ο πρόλογος εκφέρεται από τον φύλακα, που δέκα χρόνια περιμένει νύχτα μέρα πάνω στη στέγη του σπιτιού του Αγαμέμνονα να δει το σημάδι της φωτιάς που θα σημάνει ότι έπεσε η Τροία. ΄Οταν το μήνυμα φτάνει, η απροσποίητη χαρά του φύλακα σκιάζεται από την ανησυχία για το μέλλον, η οποία τροφοδοτείται πιο πολύ από εκείνα που αποσιωπά ή υπαινίσσεται και όχι από εκείνα που λέει. Στην πάροδο ο χορός των γερόντων του Άργους, που έρχεται για να μάθει από τη βασίλισσα για ποιο λόγο προσφέρονται παντού θυσίες, ανατρέχει στο ξεκίνημα της εκστρατείας, θυμάται ότι τους δυο γιους τουΑτρέα τους προέπεμπε ως εκδικητές ο ξένιος Ζευς και μιλάει για τον οιωνό που φανερώθηκε τότε (δυο αετοί που σπάραζαν ετοιμόγεννη λαγίνα), για την εξήγηση που έδωσε ο Κάλχας (οι δυο αετοί είναι οι δυο Ατρείδες, που θα πάρουν κάποια μέρα την Τροία), αλλά και για τον φόβο του μάντη για την ενδεχόμενη οργή της Άρτεμης για τον σπαραγμό του ανυπεράσπιστου ζώου. Ανήσυχος ο χορός, καθώς ξαναφέρνει στον νου του τα λόγια του μάντη, απευθύνει τον περίφημο ύμνο στον Δία, σ᾽ αυτόν που θέσπισε τον νόμο πάθει μάθος.
Όμως η οργή του θεού δεν θ᾽ αργήσει να ξεσπάσει: άνεμοι από τον Στρυμόνα καθηλώνουν τα πλοία στην Αυλίδα και ο μάντης θέτει τον Αγαμέμνονα μπροστά στο δίλημμα ή να εγκαταλείψει την εκστρατεία ή να θυσιάσει την κόρη του στην Άρτεμη. Εκείνος, έχοντας να επιλέξει ανάμεσα σε δύο κακά, επιλέγει το δεύτερο. Η στιγμή της θυσίας και οι αντιδράσεις της Ιφιγένειας περιγράφονται με τόσες λεπτομέρειες και τέτοια ενάργεια, ώστε, ακόμα και αν δεχθεί κάποιος ότι ο Αγαμέμνων δεν είχε άλλη επιλογή, το γεγονός αυτό δεν αμβλύνει διόλου την ανησυχία γι᾽ αυτά που θά ᾽ρθουν, μια ανησυχία που είναι έκδηλη ιδιαίτερα στους τελευταίους στίχους της παρόδου (6η αντιστροφή).
ΦΥΛΑΞ
θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ᾽ ἀπαλλαγὴν πόνων,
ὢ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς ἡμερήσιον
γένοιτο δ᾽ οὖν μολόντος εὐφιλῆ χέρα ΧΟΡΟΣ
40/1
δέκατον μὲν ἔτος τόδ᾽ ἐπεὶ Πριάμῳ μέγας ἀντίδικος
σὺ δὲ Τυνδάρεω θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμήστρα,
κύριός εἰμι θροεῖν ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν
κεδνὸς δὲ στρατόμαντις ἰδὼν δύο λήμασι δισσοὺς
140
«τόσον περ εὔφρων ἁ καλὰ
160
Ζεύς, ὅστις ποτ᾽ ἐστίν, εἰ τόδ᾽ αὐ-
οὔθ᾽ ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας
τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ-
καὶ τόθ᾽ ἡγεμὼν ὁ πρέσ-
πνοαὶ δ᾽ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι
205
ἄναξ δ᾽ ὁ πρέσβυς τόδ᾽ εἶπε φωνῶν·
ἐπεὶ δ᾽ ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον
λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους
βίᾳ χαλινῶν τ᾽ ἀναύδῳ μένει.
τὰ δ᾽ ἔνθεν οὔτ᾽ εἶδον οὔτ᾽ ἐννέπω·
ἥκω σεβίζων σὸν Κλυταιμήστρα κράτος ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
εὐάγγελος μέν, ὥσπερ ἡ παροιμία, ΧΟΡΟΣ
πῶς φῄς; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας. ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν· ἦ τορῶς λέγω; ΧΟΡΟΣ
270
χαρά μ᾽ ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη. ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμά σου κατηγορεῖ. ΧΟΡΟΣ
τί γὰρ τὸ πιστόν; ἔστι τῶνδέ σοι τέκμαρ; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
ἔστιν, τί δ᾽ οὐχί; μὴ δολώσαντος θεοῦ. ΧΟΡΟΣ
πότερα δ᾽ ὀνείρων φάσματ᾽ εὐπειθῆ σέβεις; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
275
οὐ δόξαν ἂν λάβοιμι βριζούσης φρενός, ΧΟΡΟΣ
ἀλλ᾽ ἦ σ᾽ ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
παιδὸς νέας ὣς κάρτ᾽ ἐμωμήσω φρένας, ΧΟΡΟΣ
ποίου χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
τῆς νῦν τεκούσης φῶς τόδ᾽ εὐφρόνης λέγω. ΧΟΡΟΣ
280
καὶ τίς τόδ᾽ ἐξίκοιτ᾽ ἂν ἀγγέλων τάχος; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Ἥφαιστος, Ἴδης λαμπρὸν ἐκπέμπων σέλας·
τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων νόμοι, |
ΦΥΛΑΚΑΣ Παρακαλώ τους θεούς να με γλιτώσουν τον άμοιρο, που τυραννιέμαι φυλάγοντας πλαγιασμένος πάνω στις βίγλες των Ατρειδών, σαν το σκυλί, χωρίς τόσα χρόνια ν᾽ ανασάνω, χωρίς να σκολάσω. Τη νυχτερινή σύναξη των άστρων την έμαθα, και τα στολίδια του αιθέρα, τους φωτερούς δυνάστες, που μοιράζουν τη ζέστη και την παγωνιά στους θνητούς,[5] τους απόμαθα και στην ανατολή και στο βασίλεμά τους. Και τώρα παραφυλάω της φωτιάς το σημάδι, το πυροφάνι που θα μας φέρει από την Τροία το νόημα, το μήνυμα: «Την κουρσέψαμε». Τέτοια προστάζει[10] η αντρόβουλη γυναίκα μ᾽ ελπίδα στην καρδιά, προσμένοντας. Κι αλητεύω πάνω σε τούτο το κρεβάτι, ποτισμένο από τ᾽ αγιάζι και τα όνειρα με βλέπουν και δεν έρχονται, γιατί ο φόβος με παραστέκει και δε μ᾽ αφήνει να σμίξω τα βλέφαρα μέσα στον ύπνο.[15] Κι αν πω να λιανοτραγουδήσω, για να νικήσω τ᾽ αποκάρωμα με πιάνει ο καημός και κλαίω τη μοίρα αυτού του σπιτιού που έχασε την τέλεια φροντίδα την αλλοτινή. Α! κι ας φυτρώσει η πρόσχαρη φωτιά μες στο σκοτάδι,[20] να λυτρωθώ -καλότυχος- από τα βάσανά μου. (Σκάνε φωτιές στο βάθος· έτσι τινάζεται) Γειά σου! λαμπάδα που έφερες το φως της μέρας μες στη νύχτα, εσύ ξυπνάς χίλιους χορούς μες στ᾽ Άργος για να σε γιορτάσουν. (Πετιέται στα πόδια του χοροπηδώντας) Ιού Ιού.[25] Φωνάζω στη γυναίκα του Αγαμέμνονα να παρατήσει γρήγορα το κρεβάτι και με κραυγές χαράς να δώσει απόκριση στη φωτιά: «Πήραμε την Τροία, το λέει ο φωτερός μαντατοφόρος».[30] Εγώ θ᾽ ανοίξω πρώτος το χορό. Ο αφέντης μου έπαιξε κι εγώ κερδίζω. Με τούτη [τη] φωτιά έφερα εξάρες!
Άμποτε, σα γυρίσει ο αφέντης να σηκώσω το χέρι του με το χέρι μου.[35] Όσο για τ᾽ άλλα τσιμουδιά. Μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.1 Αν το παλάτι είχε μιλιά θα τα ᾽λεγε ολοκάθαρα. Μα εγώ θέλω και μιλώ σ᾽ όσους ξέρουν, θέλω και ξεχνώ για όσους δεν ξέρουν. ΧΟΡΟΣ Τούτος είναι ο δέκατος χρόνος που του Πριάμου[40] ο μέγας αντίδικος, ο βασιλιάς Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων, το ζευγάρι των Ατρειδών τ᾽ οχυρό διπλόσκηπτρο, διπλόθρονο από το Δία τιμώμενο, σήκωσε χίλια καράβια απ᾽ τη χώρα τούτη[45] γυρεύοντας στον πόλεμο βοήθεια. Από τα φύλλα της καρδιάς τους κράζαν τον Άρη σα γύπες που κεντρίζει ο πόνος[50] για το χαμό των παιδιών τους πάνω απ᾽ τη φωλιά στροβιλίζουνται με τα φτερά τους κουπολάτες γιατί η φροντίδα να φυλάξουν τα μικρά τους πήγε του κάκου. Και πιο ψηλά τους[55] κάποιος, ο Απόλλων, ο Παν ή ο Δίας ακούγοντας το γοερό κράξιμο των ξένων αυτών τ᾽ ουρανού βγαλμένο από στόμα πουλιού στέλνει στο φταίχτη την Ερινύα, υστεροτιμωρήτρα. Έτσι τα παιδιά του Ατρέα στέλνει[60] ο δυνατός Ξένιος Δίας στον Αλέξαντρο2 και γύρω από την πολύαντρη γυναίκα παλέματα που τσακίζουν τα μέλη γόνατα μες στον κουρνιαχτό και δόρατα σπασμένα[65] όμοια στους Τρώες και στους Δαναούς.3 Η μοίρα βρίσκεται όπου βρίσκεται. Τραβάει εμπρός. [ούτε με ξύλα περισσά, ούτε με σπονδή, ούτε με τα δάκρυά σου[70] δεν θα μαλάξεις τη σκληρή οργή θυσίας που δεν καίγεται.] Κι εμείς που δεν μπορέσαμε το χρέος μας να πλερώσουμε με την παλιά μας σάρκα4 και μας άφησαν πίσω τα παλικάρια που μαζεύτηκαν τότε, μένουμε εδώ βοσκίζοντας με τα ραβδιά μας δυνάμεις όμοιες παιδιών.[75] Γιατί ο χυμός που κυβερνά τ᾽ άγουρα στήθια είναι ίδιος με του γέροντα. Δεν κάνει για τον Άρη. Και τι ᾽ναι ο γέρος, ο πολύ γέροντας όταν τα φύλλα του κιτρινίζουν;[80] Παίρνει τους δρόμους με τρία πόδια, δεν έχει δύναμη, σαν το παιδί, σαν όνειρο μεσημερνό πλανιέται.
Μίλησε, κόρη του Τύνδαρου5 Βασίλισσα Κλυταιμήστρα, τι τρέχει; τι έμαθες, ποιο μήνυμα άκουσες[85] και προστάζεις παντού να γίνουνται θυσίες; Όλων των θεών οι βωμοί της πολιτείας, τ᾽ ουρανού,[90] του κάτω κόσμου, του σπιτιού, της αγοράς από τα δώρα τα δικά σου καίνε. Κι ολούθε η φλόγα ώς τον ουρανό κεντρισμένη από την απαλοσύνη [(υψώνεται), γλυκασμένη με μαλακές άδηλες παρηγοριές αγνού λαδιού, που βγήκαν από τα υπόγεια των παλατιών.][95] Πές μου για τούτα ό,τι μπορείς και ό,τι είναι βολετό και γιάτρεψε την ψυχή που δεν ησυχάζει, που άλλοτε με βασανίζει κι άλλοτε μες απ᾽ τις θυσίες[100] που αναδαυλίζεις [η ελπίδα διώχνει την αχόρταγη αγωνία και τη λύπη που τρώει την καρδιά.5α]
Μπορώ να τραγουδήσω το καλότυχο ξεκίνημα του κραταιού στρατού· [105] μας δίνει ακόμα ο θεός τη δύναμη του τραγουδιού σύμφυτη με την ηλικία· να τραγουδήσω πώς του πολέμου ο οιωνός έστειλε στην [110] Τευκρίδα γη6 τη διπλόθρονη δύναμη των Αχαιών, τους δύο ομονοημένους αρχηγούς της ελληνικής νεότητας, με όπλα και με χέρια εκδικητικά. [115] Ο βασιλιάς των οιωνών7 ο μαύρος και άλλος με άσπρα νώτα φάνηκαν στους αρχηγούς των καραβιών σε μέρος ολοφάνερο κοντά στο παλάτι από τα δεξιά και σπάραζαν μιαν ετοιμόγεννη λαγίνα [120] πιασμένη στους στερνούς της δρόμους. Λυπητερά, λυπητερά τραγούδα, μα το καλό ας νικά.
Και ο σοφός μάντης του στρατού,8 σαν είδε του λαγού το φάγωμα από τα δυο πουλιά, εμάντεψε τους αρχηγούς της εκστρατείας, τους [125] μάχιμους Ατρείδες, όμοιους στην τόλμη και τους δυο, και τέτοια είπε προφητεία: «Αυτοί, που ξεκινούν, θα πάρουν, θα πάρουν όμως με τον καιρό, την πόλη του Πριάμου, και όλα τα θησαυρισμένα μες [130] στους πύργους πλούτη της άγρια Μοίρα θα τ᾽ αρπάξει. Μόνο μη σκοτεινιάσει από φθόνο θεϊκό της Τροίας η κοιλάδα, πριν την πατήσουν οι στρατοί μας. Γιατί λυπάται και θυμώνει η αγνή Άρτεμις με τους [135] φτερωτούς φύλακες του πατέρα της, όταν σπαράζουν ένα δειλό δυστυχισμένο ζώο και τη γέννα του μαζί· σιχαίνεται των αετών τα δείπνα». Λυπητερά, λυπητερά τραγούδα, μα το καλό ας νικά.
[140] «Καλή θεά, πούσαι τόσο καλόγνωμη για τα αδύνατα μικρά των φοβερών λεόντων και τόσο τέρπεσαι με τα μικρά τα βυζανιάρικα όλων των άγριων θηρίων, κάμε ν᾽ αληθέψουν των πουλιών τα σύμβολα, που [145] είναι βέβαια δεξιά, μα όχι και τέλεια σημάδια. Τον Παιάνα9 τον γιατρευτικό επικαλούμαι, μη τυχόν φέρει η θεά ανάποδους στους Δαναούς ανέμους και μη τους δέσει για καιρό σε νηνεμία αταξίδευτη [150] γυρεύοντας κάποι᾽ άλλη ανίερη θυσία που θα βλαστήσει, αχόρταγη αιτία συμφορών, όταν θα λείψει του ανδρός ο φόβος. Γιατί στο σπίτι [155] μένει η οργή και φοβερή ξανασηκώνεται για να ζητήσει για το παιδί αντίποινα».10 Τέτοια εμάντεψεν ο Κάλχας πεπρωμένα κατά τους δρόμους των πουλιών και μαζί καλά πολλά για τα βασιλικά παλάτια. Μ᾽ αυτά ταίριασε τη φωνή σου και λυπητερά, λυπητερά τραγούδα, μα το καλό ας νικά.
[160] Ζευς, όποιος και αν είναι, αν του αρέσει με τ᾽ όνομ᾽ αυτό να τον φωνάζουν, μ᾽ αυτό τον προσφωνώ. Το κάθε τι ζυγίζω με τη σκέψη μου κι [165] όμως, εξόν από τη θέληση του Διός, δεν μπορώ να ξέρω αν πρέπει αλήθεια ν᾽ απορρίψω το μάταιο βάρος της μερίμνης μου.
Ένας που ήταν πριν μεγάλος και γεμάτος θάρρος παντοδύναμο, ίσως [170] καν να μη λογαριαστεί, πως άλλοτε υπήρξε κι άλλος, που κατόπι του γεννήθηκε, βρήκε κι αυτός τρίδιπλα ισχυρότερό του κι αφανίσθηκε.11 Όποιος όμως σε μια επιτυχία του υμνολογεί τον Δία, αυτός θα έχει [175] την μεγάλη φρόνηση.
Ο Ζευς έβαλε τους θνητούς στης φρονήσεως τον δρόμο, αυτός εκύρωσε τον νόμο «το πάθημα να είναι μάθημα». Ακόμα και στον ύπνο μας [180] μας στάζει στην καρδιά ο πόνος, που θυμίζει τα παθήματά μας, κι έρχεται, θέλομε δεν θέλομε, να μας σωφρονίσει. Βέβαια η σκληρή αυτή χάρη μας δίδεται απ᾽ τους θεούς, που κάθονται στο σεμνό τους θρόνο.
[185] Έτσι και τότε ο μεγάλος ηγεμών των Αχαϊκών πλοίων δεν ατίμασε κανένα μάντιν, κατένευσε στη μοίρα, που τον εχτύπησε όταν σε αταξίδευτο καιρό άδειαζαν τα καράβια κι αγωνιούσεν ο στρατός αντίκρυ [190] στη Χαλκίδα σκορπισμένος στους παλιρρόχθους τόπους της Αυλίδος.
Κι ήλθαν πνοές απ᾽ τον Στρυμόνα πούκαμαν να πλανώνται σε πληκτική αργία οι άνδρες νηστικοί στο κακορρίζικο λιμάνι. Ο άνεμος, [195] που μάκραινε τον χρόνο, έφερνε ζημιά και στα σχοινιά και στα καράβια κι έφθειρε στον δρόμο της του Άργους τη νεότητα. Ο μάντις τότε [200] σήμανε στους αρχηγούς για χάρη της Αρτέμιδος μια λύση πιο φρικτή κι απ᾽ την πικρή κακοκαιρία, τόσο φρικτή, που οι Ατρείδες χτύπησαν τα σκήπτρα τους στη γη και δεν κράτησαν τα δάκρυα.
[205] Κι είπε τότε με φωνή ο μεγάλος βασιλιάς. «Βαριά η μοίρα μου, αν παρακούσω, βαριά κι αν σφάξω το παιδί μου,12 του σπιτιού μου το [210] καμάρι και να μολύνω σ᾽ αίμα παρθενικό εμπρός στο βωμό τα χέρια μου. Τι με γλυτώνει από τούτα τα δεινά; Πώς να γελάσω τους συμμάχους και ν᾽ αφήσω τον στόλο; Με το δίκιο της επιθυμεί η θεά μες [215] στης οργής της το βρασμό θυσία κι αίμα παρθενικό για να σταματήσει τους ανέμους. Ας γίνει για το καλό μας».
Κι αφού μια μπήκε στης ανάγκης τον ζυγό κι έπνευσε μες στο νου [220] του σκέψη δυσσεβής, σκέψη φρικτή κι ανίερη, τότε πήρε τη θρασύτατη απόφαση· γιατί η άθλια πλάνη, που φέρνει την πρώτη συμφορά θρασύνει σε κακές σκέψεις τους θνητούς. Ετόλμησε λοιπόν να γίνει [225] θυσιαστής της κόρης του, για να συντρέξει σ᾽ ένα πόλεμο, που εκδικούσε μια γυναίκα και για να φύγουν με καλό τα πλοία.
Και δεν λογάριασαν καθόλου οι φιλόμαχοι κυβερνήτες παρακάλια [230] και φωνές «πατέρα μου, πατέρα», ούτε και τα παρθενικά της νιάτα. Κι αφού έγιν᾽ η ευχή, πρόσταξεν ο πατέρας τους δούλους να την πάρουν σαν ερίφι αψηλά πάνω απ᾽ το βωμό, ολόκληρη ντυμένη μες στους πέπλους της, ενώ αυτή μ᾽ όλη της τη δύναμη κρατιότανε στη [235] γη. Είπε να κλείσουν το ωραίο στόμα της με φίμωτρο γερό, που θάπνιγε κατάρες για το σπίτι.
Κι ενώ έπεφτε στη γη ο κροκωτός χιτώνας της, σαΐτευε με ικετευτική [240] ματιά καθέν᾽ απ᾽ τους θυσιαστάς της κι έμοιαζε σαν ζωγραφιά, που θέλει να μιλήσει. Κι όμως ήταν αυτή η αδάμαστη παρθένα, που τόσες [245] φορές τραγούδησε στα πλούσια τραπέζια του πατέρα της, μες στους ανδρώνες, και με την καθαρή φωνή της ετιμούσε ολόψυχα τον καλορρίζικο παιάνα του πατέρα της, όταν εγίνετο τρίτη σπονδή.13
Το τι έγινε έπειτα ούτε είδα ούτε το λέω· η τέχνη του Κάλχαντος δεν [250] ελάθεψε. Η Δίκη κατανεύει να διδάξει εκείνους που υπέφεραν· το τι θα γίνει θα τ᾽ ακούσεις, αφού γίνει· το πριν ας πάει στο καλό, γιατί θα ήταν σαν να θέλεις να στενάξεις πριν απ᾽ τα δεινά. Πάντως θε νά ᾽ρθει ολόφαντο, όταν ορθρίσει κάποια αυγή. Μακάρι να γενεί μια [255] καλή έκβαση σ᾽ αυτά, όπως τα θέλει η βασίλισσα, που μόνη τώρα προστατεύει την Απία γη,14 αυτή που έρχεται κοντά μου.
Ήλθα με σεβασμό στην εξουσία σου, Κλυταιμήστρα· δίκαιο είναι να τιμούμε τη γυναίκα του αρχηγού, όταν ο άνδρας της λείπει απ᾽ το [260] θρόνο του. Θ᾽ άκουα πρόθυμα, αν θυσιάζεις για καλά ακούσματα ή για ελπίδες καλών αγγελμάτων· και πάλι δεν θα μου κακοφανεί, αν σιωπήσεις. ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ [265] Κατά την παροιμία, ας γίνει η αυγή ευάγγελη, όπως η μάννα της η νύχτα. Θ᾽ ακούσεις μια χαρά κι απ᾽ την ελπίδα μεγαλύτερη· επήραν οι Αργείοι την πόλη του Πριάμου. ΧΟΡΟΣ Τι λες; Δεν άκουσα καλά τον λόγο τον απίστευτο. ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ Η Τροία είναι στων Αχαιών τα χέρια. Δεν το λέω καθαρά; ΧΟΡΟΣ [270] Η χαρά σαλεύει μέσα μου και δάκρυα μου φέρνει. ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ Το μαρτυρούν τα μάτια σου, πως θέλεις το καλό μου. ΧΟΡΟΣ Και τι σου το βεβαίωσε; Έχεις καμιά απόδειξη γι᾽ αυτά; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ Έχω. Πώς όχι; Φθάνει να μη με δολιεύθηκε κανείς θεός. ΧΟΡΟΣ Ίσως τιμάς ευκολόπιστευτες ονειροφαντασιές; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ [275] Δεν λογαριάζω εγώ τις φαντασίες κοιμισμένου νου. ΧΟΡΟΣ Αλλά μήπως σε χαροποίησε καμιά άφτερη φήμη; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ Κατηγορείς τη φρόνησή μου, σαν να ᾽μουν νεαρό κορίτσι. ΧΟΡΟΣ Και πότε κυριεύθηκε η πόλις; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ Σου λέω, έγινε αυτό τη νύχτα, που φωτίζει τώρα. ΧΟΡΟΣ [280] Και ποιος μαντατοφόρος μπορούσε νά ᾽ρθει τόσο γρήγορα; ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ Η φωτιά, που στέλνει λάμψη φωτεινή από την Ίδη. Ένας φρυκτός στον άλλο έστελνε τη φλόγα ώς εδώ από φωτιά ετοιμασμένη· η Ίδη15 στο Ερμαίο ακρωτήριο της Λήμνου· κι απ᾽ το νησί αυτό επήρε τη μεγάλη [285] φλόγα ο κρημνός του Άθω, όπου ο Ζευς βασιλεύει. Τόσο μεγάλη άναψε, ώστε το πέλαγος να ξεπεράσει η δύναμη του κινητού φεγγοβολήματος και να μεταδώσει το χρυσό φως της ευφρόσυνο, σαν να᾽ταν κάποιος ήλιος, στις βίγλες του Μακίστου.16 [290] Κι αυτός, χωρίς αργοπορία και χωρίς να νικηθεί ανόητ᾽ απ᾽ τον ύπνο, δεν παραμέλησε το χρέος του ν᾽ αναγγείλει. Έρχεται μακριά το φως της φρυκτωρίας και φέρνει ώς τα ρεύματα του Ευρίπου το άγγελμα, στους φύλακες του Μεσσαπίου·17 εκείνοι αντιφώτισαν και το ανάγγειλαν πιο πέρα ανάβοντας [295] σωρό από ξερά ρείκια. Μ᾽ όλη της τη δύναμη η λάμψη, χωρίς ποτέ να σκοτεινιάσει, επήδηξε, σαν γελαστό φεγγάρι, πάνω απ᾽ τ᾽ Ασωπού18 την πεδιάδα και στην κορφή του Κιθαιρώνος σήκωσεν άλλον [300] πομπό φωτιάς. Καμιά από τις βίγλες του υπαίθρου δεν αμέλησε να στείλει μακριά τη φλόγα. Και πέρασε το φως πάνω απ᾽ τη Γοργώπη λίμνη και φθάνοντας στο Αιγίπλαγκτο19 σήμανε να δώσουν απ᾽ εκεί το σύνθημα της φλόγας. [305] Στέλνουν κι αυτοί μ᾽ όλη την προθυμία τους ανάβοντας μεγάλες γλώσσες πύρινες, που ᾽λαμπαν τόσο, ώστε να ξεπεράσουν τ᾽ όρθιο ακρωτήριο του Σαρωνικού πορθμού. Όλο και προχωρούσ᾽ η λάμψη, ώς που έφθασε στην κορφή του Αραχναίου, στις βίγλες πια που ᾽ναι [310] κοντά στην πόλη. Κι έπειτ᾽ αστράφτει ώς εδώ στων Ατρειδών τη στέγη το φως, που πρωτογέννησε της Ίδης η φωτιά. Τέτοιες διαταγές έδωσα στους λαμπαδηφόρους, να μεταδώσουν ένας στον άλλο της πυράς το σύνθημα. Αξίζει βέβαια ο πρώτος όσο κι ο τελευταίος που ᾽τρεξε. [315] Αυτό το σύνθημα και το τεκμήριο μου ᾽στειλε, λέω, ο άνδρας μου από την Τροία. (μετάφραση Γιώργος Σεφέρης [στ. 1-69, 72-94, 97-102] Καλλιρρόη Ελεοπούλου [στ. 70-1, 95-6 και 104-316])
|
1 Η έκφραση βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ είναι παροιμιώδης και κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο (5ος ή 6ος αι. μ.Χ.) χρησιμοποιείται γι᾽ αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά (ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων παρρησιάζεσθαι).
2 Ο Πάρης ονομαζόταν και Αλέξανδρος.
3 Στους Έλληνες.
4 Ο χορός απαρτίζεται από γέροντες.
5 Τύνδαρος (Τυνδάρεως), ο πατέρας της Κλυταιμήστρας και της Ελένης.
6 Τευκρίδα γη ονομάζεται η Τρωάδα από τον πρώτο βασιλιά της Τροίας Τεύκρο.
7 Ο βασιλιάς των πουλιών, ο αετός.
8 Ο Κάλχας.
9 Για τον Παιάνα βλ. Κείμενο 46, σχόλ. 4.
10 Για τη θυσία της Ιφιγένειας.
11 Ο λόγος είναι για τον Ουρανό, που βασίλευε αρχικά και εν συνεχεία ανατράπηκε από τον γιο του τον Κρόνο, ο οποίος με τη σειρά του καταβαραθρώθηκε από τον γιο του τον Δία στα Τάρταρα.
12 Αναφορά στη θυσία της Ιφιγένειας.
13 Στο τέλος του δείπνου, ενώ προσέφεραν τριπλή σπονδή ή αμέσως μετά την προσφορά της σπονδής, τραγουδούσαν τον παιάνα.
14 Το Άργος.
15 Όρος της Τροίας.
16 Κατά τον αρχαίο σχολιαστή, το Μάκιστον είναι όρος της Εύβοιας.
17 Μεσσάπιος, όρος της Βοιωτίας απέναντι από την Εύβοια.
18 Ποταμός της Βοιωτίας.
19 Δεν γνωρίζουμε που βρισκόταν η λίμνη Γοργώπη και το όρος Αιγίπλαγκτο. Μερικοί συνδέουν το Αιγί-πλαγκτο με την Αίγινα.