Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΟΜΗΡΟΣ

8. – Ὀδύσσεια α 325-364

Τον δέκατο χρόνο μετά την άλωση της Τροίας, ο Οδυσσέας, χωρίς να το θέλει, βρίσκεται καθηλωμένος στο νησί της Καλυψώς. Ο Ποσειδώνας, που εμποδίζει τον νόστο του ήρωα, επειδή εκείνος τύφλωσε τον γιο του τον Πολύφημο, έχει πάει στη χώρα των Αιθιόπων. Οι υπόλοιποι θεοί είναι συγκεντρωμένοι στον Όλυμπο. Στη συγκέντρωση εκείνη (θεῶν ἀγορή) η Αθηνά, επωφελούμενη από την απουσία του Ποσειδώνα, προτείνει αφενός να σταλεί ο Ερμής στην Καλυψώ και να της μεταφέρει την απόφαση των θεών να αφεθεί ο Οδυσσέας να γυρίσει στην πατρίδα του και αφετέρου να μεταβεί η ίδια στην Ιθάκη και να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη και να μάθει για τον πατέρα του. Με τη μορφή του φίλου του Οδυσσέα Μέντη, του βασιλιά των Ταφίων, η θεά εμφανίζεται στο παλάτι του Οδυσσέα και συμβουλεύει τον Τηλέμαχο. Εκεί παρακολουθεί από κοντά την ηδονοθηρική καθημερινότητα των μνηστήρων: συγκεντρωμένοι στο παλάτι τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και χορεύουν ή ακούνε το τραγούδι του Φήμιου, του αοιδού, που τον αναγκάζουν να τραγουδά· εκείνος τραγουδάει τον θλιβερό νόστο των Αχαιών.

Οι επόμενοι στίχοι αναφέρονται σε μια στιγμή αμέσως μετά την αποχώρηση της θεάς, στην αντίδραση της Πηνελόπης στο τραγούδι του Φήμιου και στην παρέμβαση του Τηλέμαχου.

325 τοῖσι δ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ
ἥατ᾽ ἀκούοντες· ὁ δ᾽ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε
λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.

τοῦ δ᾽ ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια·
330 κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾽ ἕποντο.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα·
335 ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν·

«Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας,
ἔργ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί·
τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ
340 οἶνον πινόντων· ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς
λυγρῆς, τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ
ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.»

345 τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, τί τ᾽ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ᾽ ἀοιδοὶ
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ.
350 τούτῳ δ᾽ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν·
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ᾽ ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
σοὶ δ᾽ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν·
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ
355 ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.»

360 ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.

Τους τραγουδούσε ο φημισμένος αοιδός,1 κι εκείνοι325

καθισμένοι τον ακούν με τη σιωπή τους· των Αχαιών τον νόστο

τραγουδούσε, πικρόν όπως τον όρισε τον γυρισμό τους απ᾽ την Τροία

η Αθηνά Παλλάδα.2 Τότε

από το υπερώο3 ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,

του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·

από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα -330

δεν ήταν μόνη, την συνόδευαν οι δυό της βάγιες·

κι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,

στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατά τη στέρεη στέγη,

τη λαμπερή μαντίλα4 της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.

Κι ενώ πιστές οι ακόλουθες, δεξιά κι αριστερά, την παραστέκουν,335

εκείνη δακρυσμένη μίλησε στον θεϊκό αοιδό:

 

«Φήμιε,5 το ξέρεις πως μπορείς να θέλγεις τους θνητούς

και μ᾽ άλλα κατορθώματα μεγάλα, ανθρώπων και θεών,

των αοιδών τα γνώριμα τραγούδια·

ένα απ᾽ αυτά παρακαθήμενος τραγούδησε, κι αυτοί

ας πίνουν το κρασί τους340

σιωπηλοί· ετούτο μόνον το τραγούδι μην το συνεχίσεις·

θλιβερό κι αβάστακτο, σπαράζει την καρδιά μου

μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.

Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει

η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα

και μέσα στο Άργος».6

 

Της αντιμίλησε όμως ο γνωστικός Τηλέμαχος:345

«Μητέρα μου, πώς θέλεις ν᾽ αρνηθείς στον τιμημένο μας αοιδό,

χαρά να δίνει μ᾽ ό,τι βάζει ο νους του; Φταίχτες δεν είναι

οι αοιδοί· ο Δίας ίσως είναι ο αίτιος, που δίνει στους φιλόπονους

ανθρώπους, καταπώς θέλει στον καθένα.

Δεν πρέπει η αγανάκτηση σ᾽ αυτόν να πέφτει,

που ψάλλει την κακή μοίρα των Δαναών. Ξέρεις,350

οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν εκείνο το τραγούδι

που τους φαντάζει, ακούγοντας, το τελευταίο.

Θάρρος λοιπόν χρειάζεσαι και σφίξε την καρδιά σου να τ᾽ ακούσεις·

δεν ήταν μόνος ο Οδυσσέας που χωρίστηκε στην Τροία

από του νόστου του τη μέρα· κι άλλοι πολλοί, γενναίοι άντρες355

χάθηκαν και πάνε.

Αλλά καλύτερα να πας στην κάμαρή σου, με τα δικά σου απασχολήσου έργα,

τον αργαλειό, τη ρόκα· 7 δίνε στις παρακόρες εντολές, για να δουλεύουν

με φροντίδα. Ο λόγος είναι μέλημα του αντρός, του καθενός,

και περισσότερο δικό μου· σ᾽ αυτό το σπίτι είμαι εγώ ο κυβερνήτης».

 

Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,360

κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.

Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,

έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,

τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,

ύπνο γλυκό σταλάζοντας.

(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)

 

1 Άρχισε να τραγουδάει στον στ. 156 και τραγουδούσε όση ώρα ο Τηλέμαχος μιλούσε με τον Μέντη (Αθηνά).

2 Αυτή ήταν η εκδίκηση της Αθηνάς, επειδή οι Αχαιοί άφησαν ατιμώρητο τον Αίαντα τον Λοκρό που επεχείρησε να βιάσει την Κασσάνδρα, ενώ είχε καταφύγει ως ικέτιδα στον ναό της Αθηνάς και είχε αγκαλιάσει το ιερό ξόανο.

3 Σε διώροφα σπίτια οι γυναίκες έμεναν κανονικά επάνω.

4 Κάλυπτε το κεφάλι και τους ώμους. Ο χαρακτηρισμός λαμπερή (λιπαρά) προϋποθέτει, όπως έχει υποστηριχθεί, επεξεργασία με λάδι.

5 Ο ἀοιδὸς Φήμιος, ο γιος του Τέρπιου, αναγκάζεται από τους μνηστήρες να τραγουδάει. Κατά τη μνηστηροφονία ο Οδυσσέας του χάρισε τη ζωή.

6 Ελλάδα ονομαζόταν αρχικά η πόλη και το βασίλειο του Πηλέα στη Θεσσαλία. Στον οδυσσειακό αυτό λογότυπο ο όρος Ελλάδα δηλώνει τη βόρεια Ελλάδα, ενώ το Άργος την νότια, δηλ. την περιοχή νότια από τον Ισθμό.

7 Οι δύο κυριότερες οικιακές δραστηριότητες των ομηρικών γυναικών, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, είναι να γνέθουν και να υφαίνουν.