Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΟΜΗΡΟΣ

6. – Ἰλιὰς Φ 227-271

Στην αρχή της προηγούμενης ραψωδίας (Υ, Θεομαχία) ο Ζευς, για να αποτρέψει την πρόωρη άλωση της Τροίας από τον Αχιλλέα, που είχε ήδη αποκηρύξει τον θυμό του (Τ, Μήνιδος ἀπόρρησις) και είχε επανέλθει στη μάχη, παρότρυνε τους θεούς να εμπλακούν ευθέως στη σύγκρουση. Εν συνεχεία περιγράφεται η είσοδος των θεών στη μάχη (Υ 47-66), αλλά η εξιστόρηση των θεομαχιών αναστέλλεται ώς τα μέσα της επόμενης ραψωδίας (Φ 328 κ.ε.). Ενδιαμέσως παρακολουθούμε σειρά σκηνών στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Αχιλλέας: μάχεται με τον Αινεία, αψιμαχεί με τον Έκτορα, φονεύει πολλούς άλλους Τρώες. Η αφήγηση κλιμακώνεται με τον φόνο του Λυκάονα και του Αστεροπαίου. Ο Αχιλλέας ρίχνει τα νεκρά σώματά τους στον ποταμό και προκαλεί την αγανάκτησή του. Εκείνος του ζητάει να σταματήσει και, όταν δεν εισακούεται, του επιτίθεται. Η αφήγηση κορυφώνεται με την περιγραφή της μάχης με τον ποταμό στους στίχους που ακολουθούν.

ὣς εἰπὼν Τρώεσσιν ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος·
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης·
«ὢ πόποι, ἀργυρότοξε, Διὸς τέκος, οὐ σύ γε βουλὰς
230 εἰρύσαο Κρονίωνος, ὅ τοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε
Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ᾽ ἐρίβωλον ἄρουραν.»

ἦ, καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ
κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
235 πάντα δ᾽ ὄρινε ῥέεθρα κυκώμενος, ὦσε δὲ νεκροὺς
πολλούς, οἵ ῥα κατ᾽ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν᾽ Ἀχιλλεύς·
τοὺς ἔκβαλλε θύραζε, μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος,
χέρσονδε· ζωοὺς δὲ σάω κατὰ καλὰ ῥέεθρα,
κρύπτων ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσι.
240 δεινὸν δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα,
ὤθει δ᾽ ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος· οὐδὲ πόδεσσιν
εἶχε στηρίξασθαι· ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν
εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ᾽ ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα
κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα
245 ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν
εἴσω πᾶσ᾽ ἐριποῦσ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκ δίνης ἀνορούσας
ἤϊξεν πεδίοιο ποσὶ κραιπνοῖσι πέτεσθαι,
δείσας· οὐδέ τ᾽ ἔληγε θεὸς μέγας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἀκροκελαινιόων, ἵνα μιν παύσειε πόνοιο
250 δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
Πηλεΐδης δ᾽ ἀπόρουσεν ὅσον τ᾽ ἐπὶ δουρὸς ἐρωή,
αἰετοῦ οἴματ᾽ ἔχων μέλανος, τοῦ θηρητῆρος,
ὅς θ᾽ ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν·
τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν, ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
255 σμερδαλέον κονάβιζεν· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς
φεῦγ᾽, ὁ δ᾽ ὄπισθε ῥέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ
χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων·
260 τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι
ὀχλεῦνται· τὸ δέ τ᾽ ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει
χώρῳ ἔνι προαλεῖ, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα·
ὣς αἰεὶ Ἀχιλῆα καὶ κιχήσατο κῦμα ῥόοιο
καὶ λαιψηρὸν ἐόντα· θεοὶ δέ τε φέρτεροι ἀνδρῶν.
265 ὁσσάκι δ᾽ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
στῆναι ἐναντίβιον καὶ γνώμεναι εἴ μιν ἅπαντες
ἀθάνατοι φοβέουσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
τοσσάκι μιν μέγα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο
πλάζ᾽ ὤμους καθύπερθεν· ὁ δ᾽ ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα
270 θυμῷ ἀνιάζων· ποταμὸς δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα
λάβρος ὕπαιθα ῥέων, κονίην δ᾽ ὑπέρεπτε ποδοῖιν.

Αυτά είπε, και όρμησε πάνω στους Τρώες, όμοιος με θεό· και τότε είπε στον Απόλλωνα ο ποταμός με τις βαθιές δίνες: «Πω πω, αργυρότοξε, γιε του Δία, [230] δε φύλαξες τις εντολές του γιου του Κρόνου, που σου έδινε πολλές παραγγελίες να παραστέκεσαι και να βοηθάς τους Τρώες, ως που να έρθει το δειλινό, που πέφτει αργά, και να ισκιώσει την εύφορη γη».

 

Είπε, και ο ξακουσμένος στο δόρυ Αχιλλέας πήδησε μέσα του ορμώντας από τον γκρεμό, και ο ποταμός χίμησε πάνω του με φουσκωμένο κύμα, και φουσκώνοντας ανατάραξε όλα του τα νερά, [235] και έσπρωξε τους πολλούς νεκρούς, που είχε σκοτώσει ο Αχιλλέας και βρίσκονταν άφθονοι μέσα του. Αυτούς τους έβγαζε έξω στην ξηρά μουγκρίζοντας σαν ταύρος. Τους ζωντανούς πάλι τους έσωζε στα όμορφα νερά του, κρύβοντάς τους μέσα στις βαθιές, μεγάλες του δίνες. [240] Και το κύμα υψώθηκε φοβερό, αναταραγμένο γύρω από τον Αχιλλέα, και το ρέμα τον έσπρωχνε πέφτοντας πάνω στην ασπίδα του· και ούτε μπορούσε να στηριχτεί στα πόδια του. Άρπαξε τότε με τα χέρια μια φτελιά καλοφτιαγμένη, μεγάλη· εκείνη όμως ξεριζώθηκε πέφτοντας και έριξε κάτω όλο τον γκρεμό, και σταμάτησε τα όμορφα νερά [245] με τα πυκνά κλαδιά της, και γεφύρωσε τον ποταμό καθώς έπεσε όλη μέσα του. Ο Αχιλλέας πήδησε έξω από το στρόβιλο και πήρε να τρέχει με τα γρήγορα πόδια του φοβισμένος. Ο μεγάλος όμως θεός δε σταμάτησε, μόνο όρμησε πάνω του, σκοτεινός στην κορυφή του, για να σταματήσει [250] το θείο Αχιλλέα από τον πόλεμο και να διώξει την καταστροφή από τους Τρώες. Ο γιος του Πηλέα πήδησε πέρα, όσο φτάνει η φόρα του κονταριού, έχοντας την ορμή του μαύρου αετού, του κυνηγάρη, που είναι μαζί το πιο δυνατό και το πιο γρήγορο από τα πουλιά. Όμοιος μ᾽ αυτόν πήδησε [255] και ο χαλκός έκανε φοβερό κρότο γύρω στο στήθος του·τραβήχτηκε έξω από τον ποταμό και το έβαλε στα πόδια, μα εκείνος, τρέχοντας από πίσω, τον κυνηγούσε με μεγάλο πάταγο. Όπως όταν ένας άνθρωπος, που ανοίγει αυλάκι από βρύση που τρέχει σκοτεινό νερό, φέρνει το ρέμα του νερού στα δέντρα και στα περιβόλια κρατώντας στα χέρια του το τσαπί και βγάζοντας έξω από το αυλάκι τα χώματα που το εμποδίζουν, [260] και καθώς εκείνο τρέχει κατρακυλούν όλα τα πετραδάκια από κάτω· τρέχοντας γρήγορα, κελαρύζει, σε μέρος κατηφορικό, και προφταίνει κι εκείνον που το οδηγεί· έτσι και τον Αχιλλέα, μ᾽ όλο που ήταν γρήγορος, τον πρόφταινε πάντα το κύμα του ποταμού, γιατί οι θεοί είναι ανώτεροι από τους ανθρώπους. [265] Όσες φορές ο γρήγορος στα πόδια θείος Αχιλλέας ήθελε να σταθεί αντίκρυ του και να καταλάβει αν όλοι οι αθάνατοι που ζουν στον πλατύ ουρανό τον έστρωσαν στο κυνήγι, άλλες τόσες το μεγάλο κύμα του ποταμού που είχε γεννηθεί από τη βροχή του Δία του κουκούλωνε τους ώμους· κι εκείνος πηδούσε με τα πόδια ψηλά, [270] βαθιά ταραγμένος μέσα του. Ο ποταμός του έκοβε τα γόνατα, τρέχοντας ορμητικός από κάτω του, και του φευγάτιζε κάτω από τα πόδια το χώμα.

 

(μετάφραση Όλγα Κομνηνού-Κακριδή)