Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
101. – Ἱστορίαι 3, 82-83
Το θέρος του 427 π.Χ. ξέσπασε στην Κέρκυρα (αποικία των Κορινθίων, αλλά σύμμαχο των Αθηναίων) εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους ολιγαρχικούς, στον οποίο αναμίχθηκαν ενεργά και οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι. Στη διάρκεια του εμφυλίου, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις προχώρησαν σε ωμότητες, ανάλογες των οποίων δεν είχε γνωρίσει έως τότε η Ελλάδα. Τα δραματικά γεγονότα εξιστορούνται από τον Θουκυδίδη στα κεφάλαια 70-81 του τρίτου βιβλίου. Αμέσως μετά την εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία καθ᾽ εαυτά είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την έκβαση του πολέμου, ο ιστορικός, με αφετηρία τα όσα πρωτοφανή και πρωτόγνωρα είχαν συμβεί, επιτάσσει τα δύο κεφάλαια που ανθολογούνται, τα οποία είναι γνωστά ως η "παθολογία" του πολέμου. Στην ενότητα αυτή ο Θουκυδίδης, χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεγονότα ή πρόσωπα, εξετάζει, με γενικούς όρους και στοχαστική διάθεση, τις επιπτώσεις του πολέμου, πρωτίστως σε ηθικό, αλλά και σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
[82] Εις τοιαύτας υπερβολάς ωμότητος έφθασεν ο εμφύλιος σπαραγμός, ο οποίος εθεωρήθη ακόμη ωμότερος της πραγματικότητος, λόγω του ότι υπήρξεν ο πρώτος. Διότι βραδύτερον τουλάχιστον, όλος σχεδόν ο Ελληνικός κόσμος συνεταράχθη, καθόσον ο ανταγωνισμός των αρχηγών των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, εις τας διαφόρους πόλεις, αποτέλεσμα είχεν οι μεν πρώτοι να επικαλούνται την βοήθειαν των Αθηναίων, οι δε δεύτεροι των Λακεδαιμονίων. Και εν καιρώ μεν ειρήνης ούτε πρόφασιν είχαν, ούτε διάθεσιν να επικαλούνται την επέμβασίν των. Τώρα όμως που αι δύο αυταί πόλεις ευρίσκοντο εις πόλεμον, και οι δημοκρατικοί και oι ολιγαρχικοί των άλλων πόλεων επεδίωκαν βιαίας πολιτικάς μεταβολάς, εύρισκαν ευκόλως την ευκαιρίαν να εξασφαλίζουν συγχρόνως την βοήθειαν των συμμάχων, διά να κατατροπώσουν τους αντιπάλους των, και με το ίδιον μέσον να ενισχυθούν οι ίδιοι. [2] Ένεκα τωόντι εμφυλίων σπαραγμών, ενέσκηψαν εις τας πόλεις πολλαί και μεγάλαι συμφοραί, αι οποίαι παρουσιάζονται και θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζωνται πάντοτε, εφόσον η ανθρωπίνη φύσις μένει η ιδία, φέρουν όμως βαρύτερον ή ελαφρότερον χαρακτήρα και διαφέρουν κατά την μορφήν, αναλόγως της μεταβολής των παρουσιαζομένων εκάστοτε περιστάσεων. Διότι εν καιρώ μεν ειρήνης και ευημερίας και αι πόλεις και οι ιδιώται διαπνέονται από ευγενέστερα αισθήματα, καθόσον δεν περιπίπτουν υπό την πίεσιν αναποτρέπτων αναγκών. Αλλ᾽ ο πόλεμος, αφαιρών ολίγον κατ᾽ ολίγον από τους ανθρώπους την καθημερινήν ευμάρειαν, γίνεται διδάσκαλος βίαιος, και τείνει ν᾽ αφομοίωση τας διαθέσεις των πολλών προς την παρούσαν αυτών κατάστασιν. [3] Αι πόλεις λοιπόν ήρχισαν μαστιζόμεναι από στάσεις, και όσαι τυχόν περιέπιπταν εις αυτάς βραδύτερον, επειδή εμάνθαναν τα αλλαχού γινόμενα, εφιλοτιμούντο να υπερβάλουν εις εξεύρεσιν νέων επινοήσεων, διά της πολυμηχάνου υπουλότητος των επιθέσεών των και του πρωτοφανούς των εκδικήσεών των. [4] Και κατήντησαν να μεταβάλουν αυθαιρέτως την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, διά των οποίων δηλούνται τα πράγματα. Τωόντι, η μεν παράλογος τόλμη εθεωρήθη ως ανδρεία, ετοίμη εις θυσίαν χάριν των πολιτικών ομοφρόνων, η προνοητική διστακτικότης ως εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη ως πρόσχημα ανανδρίας, η διά κάθε τι σύνεσις ως βραδυκινησία. Η τυφλή παραφορά εκρίθη ως ανδρική αρετή, ενώ η χάριν ασφαλείας περαιτέρω σκέψις ως εύσχημος πρόφασις υπεκφυγής. [5] Ο τα πάντα επικρίνων και τους πάντας κακολογών εθεωρείτο άξιος εμπιστοσύνης εις κάθε περίστασιν, ενώ ο αντιτιθέμενος προς αυτόν, ύποπτος. Ο στήνων επιτυχή παγίδα εθεωρείτο άνθρωπος ευφυής, αλλά πολύ περισσότερον ικανός, ο οσφραινόμενος εγκαίρως αυτήν. Ενώ εκείνος που εφρόντιζε να μην ευρεθή εις την ανάγκην να κάμη ούτε το εν, ούτε το άλλο, εθεωρείτο διαλυτής του κόμματος και πανικόβλητος απέναντι των αντιπάλων. Με μίαν λέξιν, ο προτρέχων άλλου εις την διάπραξιν κακού εκρίνετο άξιος επαίνων, καθώς και ο παρακινών άλλον εις διάπραξιν κακού, το οποίον εκείνος δεν είχε διανοηθή. [6] Και ο ίδιος άλλωστε ο συγγενικός ακόμη δεσμός εθεωρήθη ολιγώτερον στενός του μεταξύ πολιτικών ομοφρόνων δεσμού, διότι οι τελευταίοι ήσαν προθυμότεροι εις το να τολμήσουν κάθε τι χωρίς δισταγμόν. Καθόσον οι φατριαστικοί σύνδεσμοι δεν συνιστώντο χάριν αμοιβαίας βοηθείας, επί τη βάσει των κειμένων νόμων, αλλά χάριν ιδιοτελών σκοπών, αντιθέτων προς τους καθεστώτας νόμους. Και η προς αλλήλους εμπιστοσύνη ενισχύετο όχι τόσον διά των προς τους θεούς όρκων, όσον διά της από κοινού διαπράξεως εγκλημάτων. [7] Οσάκις οι αντίπαλοι διετύπωναν ευλόγους προτάσεις, εκείνοι προς τους οποίους εγίνοντο αι προτάσεις, εάν ήσαν ισχυρότεροι, δεν τας απεδέχοντο με αίσθημα ειλικρινούς εμπιστοσύνης, αλλά λαμβάνοντες συγχρόνως τ᾽ αναγκαία εξασφαλιστικά μέτρα. Επροτίμων πολύ περισσότερον ν᾽ αντεκδικηθούν διά κακόν, το οποίον έπαθον, παρά να προλάβουν το κακόν. Και οσάκις υπό την πίεσιν των περιστάσεων αντηλλάσσοντο τυχόν όρκοι προς ενίσχυσιν συνδιαλλαγής, οι όρκοι ίσχυαν μόνον προσωρινώς, εφόσον αμφότεροι οι ορκισθέντες δεν είχαν πού αλλού να στηριχθούν. Αλλ᾽ εκείνος, ο οποίος, δοθείσης ευκαιρίας, πρώτος ανέκτα το θάρρος του, εάν έβλεπε τον αντίπαλον απροφύλακτον, εξεδικείτο με μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν, λόγω του ότι εξηπάτα την προς τον όρκον εμπιστοσύνην του αντιπάλου του, παρά εάν εξεδικείτο παλληκαρίσια. Διότι υπελόγιζεν ότι, εκτός του πλεονεκτήματος της ασφαλείας, εκέρδιζε και το βραβείον της επιτηδειότητος, αφού επεκράτησε δι᾽ απάτης. Οι περισσότεροι τωόντι άνθρωποι προτιμούν να είναι αχρείοι και να ονομάζωνται επιτήδειοι, παρά να είναι χρηστοί και να λέγωνται ευήθεις, και διά το τελευταίον τούτο μεν εντρέπονται, ενώ διά το πρώτον υπερηφανεύονται. [8] Αιτία όλων αυτών ήτο η δίψα της εξουσίας, την οποίαν γεννά η πλεονεξία και η φιλαρχία, και το φατριαστικόν πνεύμα, το οποίον εκτρέφουν τα δύο αυτά πάθη, εις όσους περιπέσουν άπαξ εις φατριαστικάς έριδας. Διότι οι αρχηγοί των φατριών εις τας διαφόρους πόλεις, προβάλλοντες εκατέρωθεν εύηχα συνθήματα, οι δημοκρατικοί την πολιτικήν ενώπιον του νόμου ισότητα του πλήθους, οι ολιγαρχικοί την σώφρονα αριστοκρατίαν, λόγω μεν υπηρέτουν τα κοινά, πράγματι όμως καθίστων αυτά βραβείον του προσωπικού των ανταγωνισμού. Αγωνιζόμενοι, εξ άλλου, να υποσκελίσουν αλλήλους με κάθε μέσον, ετόλμησαν τα τερατωδέστερα πράγματα. Αλλά και ταύτα ακόμη υπερέβαιναν αι εκδικήσεις των, τας οποίας και αι δύο μερίδες ώθουν όχι απλώς μέχρι των ορίων, τα οποία θα επέβαλλε το δίκαιον και το κοινόν συμφέρον αλλά μέχρι του σημείου, το οποίον ανταπεκρίνετο εκάστοτε εις την ικανοποίησιν της φατρίας των. Και ήσαν έτοιμοι να κορέσουν τον πόθον της αμέσου εκδικήσεως, είτε δι᾽ αδίκων καταδικών, είτε επιβαλλόμενοι διά της βίας. Και ενώ καμία από τας δύο μερίδας δεν ενεπνέετο από αισθήματα ευσεβείας, εκείνοι που κατώρθωσαν να συγκαλύψουν απεχθείς πράξεις υπό ωραίους λόγους επηνούντο πολύ περισσότερον. Οι πολίται, εξ άλλου, όσοι δεν ανήκαν εις καμίαν από τας δύο μερίδας, έπιπταν θύματα και των δύο, είτε διότι ηρνούντο ν᾽ αγωνισθούν παρά το πλευρόν των, είτε διότι τους εφθόνουν διά την ακίνδυνον και ήσυχον ζωήν που εζούσαν. [83] Τοιουτοτρόπως, ένεκα των εμφυλίων σπαραγμών, όλαι αι μορφαί της μοχθηρίας ενεφανίσθησαν εις τον Ελληνικόν κόσμον. Η αγαθότης, η οποία συνδέεται στενώς με την ευγένειαν του χαρακτήρος, κατεγελάτο τόσον, ώστε εξηφανίσθη, ενώ επεκράτησεν ο πλήρης δυσπιστίας αμοιβαίος ανταγωνισμός, [2] καθόσον δεν υπήρχε τίποτε που να ημπορή να οδηγήση εις συνδιαλλαγήν, ούτε υποσχέσεις πανηγυρικαί, ούτε όρκοι φοβεροί. Έκαστος, εφόσον ήτον ισχυρότερος, σκεπτόμενος πόσον απελπιστικώς αναξιόχρεοι ήσαν αι διδόμεναι εγγυήσεις ελάμβανε τ᾽ αναγκαία διά την ασφάλειάν του μέτρα, χωρίς να ημπορή να στηριχθή εις άλλους. [3] Και οι έχοντες ασθενεστέραν την αντίληψιν επεκράττουν ως επί το πλείστον. Διότι, φοβούμενοι, ως εκ της ιδικής των ανεπαρκείας και της ευφυΐας των αντιπάλων των, μήπως όχι μόνον ηττηθούν κατά την συζήτησιν, αλλά και ένεκα της ευστροφίας του πνεύματος των τελευταίων πέσουν πρώτοι θύματα των μηχανορραφιών των, έφθαναν τολμηρώς μέχρις εγκλήματος. [4] Ενώ εκείνοι, επειδή ένεκα καταφρονήσεως των αντιπάλων των ενόμιζαν ότι ημπορούν εγκαίρως ν᾽ αντιληφθούν τους σκοπούς των και ότι δεν υπάρχει ανάγκη να επιδιώξουν διά της δυνάμεως ό,τι ηδύνατο να επιτευχθή διά της ευφυΐας, κατελαμβάνοντο απροφύλακτοι και εφονεύοντο ως επί το πλείστον.
(μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος)
|