Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
100. – Ἱστορίαι 3, 37-38
Το 427 π.Χ. οι Αθηναίοι, αφού υπέταξαν τους Μυτιληναίους, που πριν από ένα χρόνο είχαν αποστατήσει από την Αθηναϊκή Συμμαχία, αποφάσισαν να θανατώσουν όλους τους ενήλικες άνδρες της Μυτιλήνης και να πωλήσουν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Προτού εκτελεστεί αυτή η ασυνήθιστης σκληρότητας απόφαση, οι Αθηναίοι άλλαξαν γνώμη και το θέμα ετέθη εκ νέου στην εκκλησία του δήμου. Στη διάρκεια αυτής της συνεδρίας, ο Κλέων, ένας από τους ισχυρότερους πολιτικούς της εποχής, συνιστά εμμονή στην αρχική απόφαση. Η πρότασή του τελικά απορρίφθηκε και οι Μυτιληναίοι σώθηκαν, κυριολεκτικώς, την τελευταία στιγμή.
Το απόσπασμα που ανθολογείται είναι η αρχή του λόγου του Κλέωνα, ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Θουκυδίδη. Με αφορμή την ενδεχόμενη αναθεώρηση της αρχικής απόφασης, ο Κλέων, επισείοντας τον κίνδυνο από την ασυνέπεια, μιλάει για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως είναι η φύση της αθηναϊκής ηγεμονίας και οι σχέσεις των Αθηναίων με τους συμμάχους ή ο χαρακτήρας των Αθηναίων και η στάση τους, ιδίως απέναντι στους ρήτορες.
[3.37.1] «πολλάκις μὲν ἤδη ἔγωγε καὶ ἄλλοτε ἔγνων δημοκρατίαν ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἑτέρων ἄρχειν, μάλιστα δ᾽ ἐν τῇ νῦν ὑμετέρᾳ περὶ Μυτιληναίων μεταμελείᾳ. [3.37.2] διὰ γὰρ τὸ καθ᾽ ἡμέραν ἀδεὲς καὶ ἀνεπιβούλευτον πρὸς ἀλλήλους καὶ ἐς τοὺς ξυμμάχους τὸ αὐτὸ ἔχετε, καὶ ὅ τι ἂν ἢ λόγῳ πεισθέντες ὑπ᾽ αὐτῶν ἁμάρτητε ἢ οἴκτῳ ἐνδῶτε, οὐκ ἐπικινδύνως ἡγεῖσθε ἐς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἐς τὴν τῶν ξυμμάχων χάριν μαλακίζεσθαι, οὐ σκοποῦντες ὅτι τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχὴν καὶ πρὸς ἐπιβουλεύοντας αὐτοὺς καὶ ἄκοντας ἀρχομένους, οἳ οὐκ ἐξ ὧν ἂν χαρίζησθε βλαπτόμενοι αὐτοὶ ἀκροῶνται ὑμῶν, ἀλλ᾽ ἐξ ὧν ἂν ἰσχύι μᾶλλον ἢ τῇ ἐκείνων εὐνοίᾳ περιγένησθε. [3.37.3] πάντων δὲ δεινότατον εἰ βέβαιον ἡμῖν μηδὲν καθεστήξει ὧν ἂν δόξῃ πέρι, μηδὲ γνωσόμεθα ὅτι χείροσι νόμοις ἀκινήτοις χρωμένη πόλις κρείσσων ἐστὶν ἢ καλῶς ἔχουσιν ἀκύροις, ἀμαθία τε μετὰ σωφροσύνης ὠφελιμώτερον ἢ δεξιότης μετὰ ἀκολασίας, οἵ τε φαυλότεροι τῶν ἀνθρώπων πρὸς τοὺς ξυνετωτέρους ὡς ἐπὶ τὸ πλέον ἄμεινον οἰκοῦσι τὰς πόλεις. [3.37.4] οἱ μὲν γὰρ τῶν τε νόμων σοφώτεροι βούλονται φαίνεσθαι τῶν τε αἰεὶ λεγομένων ἐς τὸ κοινὸν περιγίγνεσθαι, ὡς ἐν ἄλλοις μείζοσιν οὐκ ἂν δηλώσαντες τὴν γνώμην, καὶ ἐκ τοῦ τοιούτου τὰ πολλὰ σφάλλουσι τὰς πόλεις· οἱ δ᾽ ἀπιστοῦντες τῇ ἐξ αὑτῶν ξυνέσει ἀμαθέστεροι μὲν τῶν νόμων ἀξιοῦσιν εἶναι, ἀδυνατώτεροι δὲ τοῦ καλῶς εἰπόντος μέμψασθαι λόγον, κριταὶ δὲ ὄντες ἀπὸ τοῦ ἴσου μᾶλλον ἢ ἀγωνισταὶ ὀρθοῦνται τὰ πλείω. [3.37.5] ὣς οὖν χρὴ καὶ ἡμᾶς ποιοῦντας μὴ δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι ἐπαιρομένους παρὰ δόξαν τῷ ὑμετέρῳ πλήθει παραινεῖν. [3.38.1] ἐγὼ μὲν οὖν ὁ αὐτός εἰμι τῇ γνώμῃ καὶ θαυμάζω μὲν τῶν προθέντων αὖθις περὶ Μυτιληναίων λέγειν καὶ χρόνου διατριβὴν ἐμποιησάντων, ὅ ἐστι πρὸς τῶν ἠδικηκότων μᾶλλον (ὁ γὰρ παθὼν τῷ δράσαντι ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ ἐπεξέρχεται, ἀμύνεσθαι δὲ τῷ παθεῖν ὅτι ἐγγυτάτω κείμενον ἀντίπαλον ὂν μάλιστα τὴν τιμωρίαν ἀναλαμβάνει), θαυμάζω δὲ καὶ ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν καὶ ἀξιώσων ἀποφαίνειν τὰς μὲν Μυτιληναίων ἀδικίας ἡμῖν ὠφελίμους οὔσας, τὰς δ᾽ ἡμετέρας ξυμφορὰς τοῖς ξυμμάχοις βλάβας καθισταμένας. [3.38.2] καὶ δῆλον ὅτι ἢ τῷ λέγειν πιστεύσας τὸ πάνυ δοκοῦν ἀνταποφῆναι ὡς οὐκ ἔγνωσται ἀγωνίσαιτ᾽ ἄν, ἢ κέρδει ἐπαιρόμενος τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου ἐκπονήσας παράγειν πειράσεται. [3.38.3] ἡ δὲ πόλις ἐκ τῶν τοιῶνδε ἀγώνων τὰ μὲν ἆθλα ἑτέροις δίδωσιν, αὐτὴ δὲ τοὺς κινδύνους ἀναφέρει. [3.38.4] αἴτιοι δ᾽ ὑμεῖς κακῶς ἀγωνοθετοῦντες, οἵτινες εἰώθατε θεαταὶ μὲν τῶν λόγων γίγνεσθαι, ἀκροαταὶ δὲ τῶν ἔργων, τὰ μὲν μέλλοντα ἔργα ἀπὸ τῶν εὖ εἰπόντων σκοποῦντες ὡς δυνατὰ γίγνεσθαι, τὰ δὲ πεπραγμένα ἤδη, οὐ τὸ δρασθὲν πιστότερον ὄψει λαβόντες ἢ τὸ ἀκουσθέν, ἀπὸ τῶν λόγῳ καλῶς ἐπιτιμησάντων· [3.38.5] καὶ μετὰ καινότητος μὲν λόγου ἀπατᾶσθαι ἄριστοι, μετὰ δεδοκιμασμένου δὲ μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν, δοῦλοι ὄντες τῶν αἰεὶ ἀτόπων, ὑπερόπται δὲ τῶν εἰωθότων, [3.38.6] καὶ μάλιστα μὲν αὐτὸς εἰπεῖν ἕκαστος βουλόμενος δύνασθαι, εἰ δὲ μή, ἀνταγωνιζόμενοι τοῖς τοιαῦτα λέγουσι μὴ ὕστεροι ἀκολουθῆσαι δοκεῖν τῇ γνώμῃ, ὀξέως δέ τι λέγοντος προεπαινέσαι, καὶ προαισθέσθαι τε πρόθυμοι εἶναι τὰ λεγόμενα καὶ προνοῆσαι βραδεῖς τὰ ἐξ αὐτῶν ἀποβησόμενα, [3.38.7] ζητοῦντές τε ἄλλο τι ὡς εἰπεῖν ἢ ἐν οἷς ζῶμεν, φρονοῦντες δὲ οὐδὲ περὶ τῶν παρόντων ἱκανῶς· ἁπλῶς τε ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι καὶ σοφιστῶν θεαταῖς ἐοικότες καθημένοις μᾶλλον ἢ περὶ πόλεως βουλευομένοις.» |
[37] «Και άλλοτε πολλάκις μου εδόθη αφορμή εις το παρελθόν ν᾽ αντιληφθώ ότι αι δημοκρατίαι είναι ανίκανοι να άρχουν επί ξένων λαών, αλλά προ πάντων σήμερον, όταν βλέπω την μεταμέλειάν σας διά την περί Μυτιληναίων απόφασιν. [2] Διότι, επειδή συνηθίσατε εις τον καθημερινόν βίον, ούτε να φοβήσθε, ούτε να επιβουλεύεσθε οι μεν τους δε, συμπεριφέρεσθε και προς τους συμμάχους επί τη βάσει των ιδίων αρχών, και οσάκις περιπίπτετε εις σφάλματα, είτε παραπειθόμενοι από τα επιχειρήματά των, είτε ενδίδοντες απέναντί των από οίκτον, δεν αντιλαμβάνεσθε ότι η αδυναμία σας αυτή αποβαίνει επικίνδυνος διά σας, χωρίς να σας εξασφαλίζη την ευγνωμοσύνην των συμμάχων. Ούτε συλλογίζεσθε ότι η ηγεμονία σας είναι εξουσία δεσποτική, ασκουμένη επί ανθρώπων, οι οποίοι σας επιβουλεύονται και υπόκεινται άκοντες εις την εξουσίαν σας. Οι άνθρωποι αυτοί υποτάσσονται εις σας, όχι χάριν των προς αυτούς ευεργεσιών, τας οποίας τους κάμνετε προς ιδικήν σας βλάβην, αλλ᾽ ένεκα της υπεροχής, την οποίαν σας εξασφαλίζει η δύναμίς σας και όχι η εύνοιά των. [3] Αλλά το δεινότατον όλων θα ήτο εάν του λοιπού ουδεμία σταθερότης υπάρχη εις τας αποφάσεις μας, και αν δεν εννοήσωμεν ότι ισχυροτέρα είναι μία πόλις όταν κυβερνάται με νόμους ολιγώτερον καλούς, αλλ᾽ απαραβιάστους, παρά με νόμους καλούς, αλλά μη εφαρμοζομένους, και ότι αμάθεια, ηνωμένη με νηφαλιότητα, είναι ωφελιμωτέρα από επιτηδειότητα, συνοδευομένην από ακολασίαν, και ότι κατά κανόνα οι περισσότερον απλοί άνθρωποι είναι καλύτεροι πολίται από τους περισσότερον εξύπνους. [4] Διότι οι τελευταίοι θέλουν όχι μόνον να φαίνονται σοφώτεροι από τους νόμους, αλλά και εις κάθε διάσκεψιν περί των δημοσίων υποθέσεων να επιβάλλουν τας γνώμας των, ως να μην επρόκειτο να παρουσιασθή ποτέ άλλο ζήτημα σπουδαιότερον, εις το οποίον να δείξουν την σοφίαν των, και συνέπεια τούτου είναι ότι οδηγούν συνήθως τας πόλεις των εις την καταστροφήν. Ενώ οι πρώτοι, επειδή δυσπιστούν προς την ιδικήν των αντίληψιν, αρκούνται να είναι αμαθέστεροι από τους νόμους, και ολιγώτερον ικανοί από τους άλλους να επικρίνουν τον λόγον καλώς ομιλήσαντος ρήτορος, και επειδή είναι αμερόληπτοι κριταί και όχι ενδιαφερόμενοι, γενικώς ευδοκιμούν. [5] Τοιούτο επομένως πνεύμα έπρεπε να καθοδηγή και ημάς και να μη παρασυρώμεθα από ευγλωττίαν και διαγωνισμόν ευφυΐας, ώστε να σας δίδωμεν συμβουλάς αντιθέτους προς τας πεποιθήσεις μας. [38] »Και εγώ μεν την ιδίαν έχω πάντοτε γνώμην, και εκπλήττομαι με εκείνους που επέτρεψαν την νέαν αυτήν περί των Μυτιληναίων συζήτησιν και επροκάλεσαν χρονοτριβήν, η οποία είναι προς όφελος των αδικησάντων και όχι των αδικηθέντων, διότι κατόπιν τοιαύτης χρονοτριβής η οργή του παθόντος εναντίον του αδικήσαντος αμβλύνεται, ενώ η εκδίκησις που επακολουθεί από πολύ πλησίον την προσβολήν, επιβάλλει όσον το δυνατόν ανάλογον τιμωρίαν. Είμαι συγχρόνως περίεργος να ίδω ποίος θα παρουσιασθή ν᾽ απαντήση εις τον λόγον μου και θ᾽ αναλάβη ν᾽ αποδείξη ότι το έγκλημα των Μυτιληναίων είναι ωφέλιμον εις ημάς, ενώ αι ατυχίαι μας βλάπτουν τους συμμάχους μας. [2] Είναι φανερόν ότι ο τοιούτος, ή εμπιστευόμενος εις την ευγλωττίαν του, θα προσεπάθει ν᾽ αποδείξη ότι εκείνο που θεωρείται γενικώς ως ορθόν δεν είναι αποτέλεσμα ορθής κρίσεως, ή παρασυρόμενος από το χρηματικόν κέρδος, θα προσπαθήση διά της εκφωνήσεως ευπροσώπου κατ᾽ επίφασιν λόγου να σας παραπλάνηση. [3] Αλλ᾽ εις αγώνας τοιούτου είδους, η πόλις τα μεν άθλα δίδει εις άλλους, αυτή όμως αποκομίζει τους κινδύνους. [4] Του κακού τούτου αίτιοι είσθε σεις, οι οποίοι κακώς διευθύνετε τους αγώνας αυτούς. Διότι συνηθίζετε να είσθε θεαταί των λόγων και ακροαταί των έργων, κρίνοντες το δυνατόν των μελλόντων γεγονότων από τους ωραίους λόγους των ρητόρων, ενώ ως προς τα ήδη τετελεσμένα, παρέχετε ολιγωτέραν πίστιν εις το ό,τι είδατε τελούμενον υπό τας όψεις σας παρά εις το ό,τι ακούσετε λεγόμενον από ευφραδείς επικριτάς. [5] Διακρίνεσθε κυρίως εις το να παρασύρεσθε εις πλάνας από νεωτεριστικούς λόγους και εις το να μη θέλετε ν᾽ ακολουθήτε τον ρήτορα όταν προβάλλη δεδοκιμασμένα επιχειρήματα, διότι είσθε δούλοι κάθε νέας παραδοξολογίας και περιφρονηταί παντός ό,τι είναι σύνηθες. [6] Καθείς από σας επιθυμεί προ πάντων να είναι ο ίδιος ρήτωρ, ειδεμή αμιλλάσθε προς αλλήλους, ώστε να μη φανήτε ότι καθυστερείτε ως προς την οξύτητα της αντιλήψεως, και χειροκροτείτε κάθε πνευματώδη παρατήρησιν, πριν ακόμη εξέλθη εντελώς από τα χείλη του ρήτορος, δεικνύεσθε δ᾽ εξίσου ταχείς εις το να προμαντεύετε τα λεγόμενα όσον βραδείς εις το να προΐδετε τας συνεπείας των. [7] Τρέχετε, ημπορεί κανείς να είπη, εις ανεύρεσιν κόσμου άλλου παρά εκείνου, εις τον οποίον ζώμεν, χωρίς να είσθε εις θέσιν να κρίνετε ορθώς περί των παρόντων. Εις δύο λέξεις, παρασυρόμενοι από την τέρψιν της ακοής, ομοιάζετε μάλλον ανθρώπους, οι οποίοι κάθηνται ως θεαταί επιδείξεως σοφιστών, παρά ανθρώπους, οι οποίοι διασκέπτονται περί του συμφέροντος της πόλεως».
(μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος)
|