Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

73. – Φοίνισσαι 469-585

Οι Φοίνισσες (πιθ. 409 π.Χ.) είναι έργο ομόθεμο με τους Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας του Αισχύλου (Κείμενο 61). Στο επίκεντρο και των δυο έργων βρίσκεται η διαμάχη των γιων του Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, για τον θρόνο της Θήβας, η οποία θα τερματιστεί με τον θάνατο και των δύο. Στον Αισχύλο τα δυο αδέλφια δεν συναντώνται ποτέ πριν από τη μοιραία μονομαχία στην έβδομη πύλη της επτάπυλης Θήβας. Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας εν μέρει τον Στησίχορο (Κείμενο 39), μεταπλάθει τον μύθο και εισάγει μια -ατελέσφορη τελικά- προσπάθεια της Ιοκάστης να συμφιλιώσει, την ύστατη στιγμή, τους δυο γιους της. Χάρη στην πρωτοβουλία της, ο Πολυνείκης, ο οποίος στους Επτά είναι απλώς ένα όνομα στα στόματα των άλλων, που τον παρουσιάζουν με τα μελανότερα χρώματα, έρχεται στη Θήβα. Με τον τρόπο αυτό ο Ευριπίδης διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για τον ἀγώνα λόγων (Κείμενο 72, Εισαγωγικό σημείωμα), για τον οποίο δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος καταλληλότερους αντιπάλους από τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Ο αγώνας λόγων των Φοινισσών,στον οποίο, εκτός από τους δύο αδελφούς, συμμετέχει και η Ιοκάστη, και μάλιστα όχι με την ουδετερότητα του κριτή αλλά με το πάθος και την αγωνία του άμεσα ενδιαφερόμενου, είναι αριστοτεχνικός. Όχι άδικα έχει γραφεί ότι αν μιμήθηκαν μεταγενέστεροι τις Φοίνισσες, τις μιμήθηκαν κυρίως για τη σκηνή του αγώνα. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται απ᾽ αυτή τη σκηνή. Πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκεκριμένη περικοπή και για τον λόγο ότι απηχούνται ευκρινώς προβληματισμοί και αναζητήσεις της εποχής, κυρίως από τη διδασκαλία κάποιων σοφιστών.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ,
470 κοὐ ποικίλων δεῖ τἄνδιχ᾽ ἑρμηνευμάτων·
ἔχει γὰρ αὐτὰ καιρόν· ὁ δ᾽ ἄδικος λόγος
νοσῶν ἐν αὑτῷ φαρμάκων δεῖται σοφῶν.

ἐγὼ δὲ πατρὸς δωμάτων προυσκεψάμην
τοὐμόν τε καὶ τοῦδ᾽, ἐκφυγεῖν χρῄζων ἀρὰς
475 ἃς Οἰδίπους ἐφθέγξατ᾽ εἰς ἡμᾶς ποτε·
ἐξῆλθον ἔξω τῆσδ᾽ ἑκὼν αὐτὸς χθονός,
δοὺς τῷδ᾽ ἀνάσσειν πατρίδος ἐνιαυτοῦ κύκλον,
ὥστ᾽ αὐτὸς ἄρχειν αὖθις ἀνὰ μέρος λαβὼν
καὶ μὴ δι᾽ ἔχθρας τῷδε καὶ φθόνου μολὼν
480 κακόν τι δρᾶσαι καὶ παθεῖν, ἃ γίγνεται.
ὁ δ᾽ αἰνέσας ταῦθ᾽ ὁρκίους τε δοὺς θεοὺς
ἔδρασεν οὐδὲν ὧν ὑπέσχετ᾽, ἀλλ᾽ ἔχει
τυραννίδ᾽ αὐτὸς καὶ δόμων ἐμὸν μέρος.

καὶ νῦν ἕτοιμός εἰμι τἀμαυτοῦ λαβὼν
485 στρατὸν μὲν ἔξω τῆσδ᾽ ἀποστεῖλαι χθονός,
οἰκεῖν δὲ τὸν ἐμὸν οἶκον ἀνὰ μέρος λαβὼν
καὶ τῷδ᾽ ἀφεῖναι τὸν ἴσον αὖθις ‹εἰς› χρόνον,
καὶ μήτε πορθεῖν πατρίδα μήτε προσφέρειν
πύργοισι πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις,
490 ἃ μὴ κυρήσας τῆς δίκης πειράσομαι
δρᾶν. μάρτυρας δὲ τῶνδε δαίμονας καλῶ
ὡς πάντα πράσσων σὺν δίκῃ δίκης ἄτερ
ἀποστεροῦμαι πατρίδος ἀνοσιώτατα.

ταῦτ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστα, μῆτερ, οὐχὶ περιπλοκὰς
λόγων ἀθροίσας εἶπον ἀλλὰ καὶ σοφοῖς
496 καὶ τοῖσι φαύλοις ἔνδιχ᾽, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.

ΧΟΡΟΣ

ἐμοὶ μέν, εἰ καὶ μὴ καθ᾽ Ἑλλήνων χθόνα
τεθράμμεθ᾽, ἀλλ᾽ οὖν ξυνετά μοι δοκεῖς λέγειν.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ

εἰ πᾶσι ταὐτὸ καλὸν ἔφυ σοφὸν θ᾽ ἅμα,
500 οὐκ ἦν ἂν ἀμφίλεκτος ἀνθρώποις ἔρις·
νῦν δ᾽ οὔθ᾽ ὅμοιον οὐδὲν οὔτ᾽ ἴσον βροτοῖς
πλὴν ὀνομᾶσαι· τὸ δ᾽ ἔργον οὐκ ἔστιν τόδε.

ἐγὼ γὰρ οὐδέν, μῆτερ, ἀποκρύψας ἐρῶ·
ἄστρων ἂν ἔλθοιμ᾽ αἰθέρος πρὸς ἀντολὰς
505 καὶ γῆς ἔνερθε, δυνατὸς ὢν δρᾶσαι τάδε,
τὴν θεῶν μεγίστην ὥστ᾽ ἔχειν Τυραννίδα.
τοῦτ᾽ οὖν τὸ χρηστόν, μῆτερ, οὐχὶ βούλομαι
ἄλλῳ παρεῖναι μᾶλλον ἢ σῴζειν ἐμοί·
ἀνανδρία γάρ, τὸ πλέον ὅστις ἀπολέσας
510 τοὔλασσον ἔλαβε. πρὸς δὲ τοῖσδ᾽ αἰσχύνομαι
ἐλθόντα σὺν ὅπλοις τόνδε καὶ πορθοῦντα γῆν
τυχεῖν ἃ χρῄζει· ταῖς γὰρ ἂν Θήβαις τόδε
γένοιτ᾽ ὄνειδος εἰ Μυκηναίου δορὸς
φόβῳ παρείην σκῆπτρα τἀμὰ τῷδ᾽ ἔχειν.
515 χρῆν δ᾽ αὐτὸν οὐχ ὅπλοισι τὰς διαλλαγάς,
μῆτερ, ποιεῖσθαι· πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος
ὃ καὶ σίδηρος πολεμίων δράσειεν ἄν.
ἀλλ᾽, εἰ μὲν ἄλλως τήνδε γῆν οἰκεῖν θέλει,
ἔξεστ᾽· ἐκείνο δ᾽ οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι–
520 ἄρχειν παρόν μοι, τῷδε δουλεύσω ποτέ;

πρὸς ταῦτ᾽ ἴτω μὲν πῦρ, ἴτω δὲ φάσγανα,
ζεύγνυσθε δ᾽ ἵππους, πεδία πίμπλαθ᾽ ἁρμάτων,
ὡς οὐ παρήσω τῷδ᾽ ἐμὴν τυραννίδα.
εἴπερ γὰρ ἀδικεῖν χρή, τυραννίδος πέρι
525 κάλλιστον ἀδικεῖν, τἄλλα δ᾽ εὐσεβεῖν χρεών.

ΧΟΡΟΣ

οὐκ εὖ λέγειν χρὴ μὴ ᾽πὶ τοῖς ἔργοις καλοῖς·
οὐ γὰρ καλὸν τοῦτ᾽, ἀλλὰ τῇ δίκῃ πικρόν.

ΙΟΚΑΣΤΗ

ὦ τέκνον, οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακά,
Ἐτεόκλεες, πρόσεστιν· ἀλλ᾽ ἡμπειρία
530 ἔχει τι λέξαι τῶν νέων σοφώτερον.

τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι
Φιλοτιμίας, παῖ; μὴ σύ γ᾽· ἄδικος ἡ θεός·
πολλοὺς δ᾽ ἐς οἴκους καὶ πόλεις εὐδαίμονας
εἰσῆλθε κἀξῆλθ᾽ ἐπ᾽ ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων·
535 ἐφ᾽ ᾗ σὺ μαίνῃ. κεῖνο κάλλιον, τέκνον,
Ἰσότητα τιμᾶν, φίλους ἀεὶ φίλοις
πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις
συνδεῖ· τὸ γὰρ ἴσον νόμιμον ἀνθρώποις ἔφυ,
τῷ πλέονι δ᾽ αἰεὶ πολέμιον καθίσταται
540 τοὔλασσον ἐχθρᾶς θ᾽ ἡμέρας κατάρχεται.
καὶ γὰρ μέτρ᾽ ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν
Ἰσότης ἔταξε κἀριθμὸν διώρισεν,
νυκτός τ᾽ ἀφεγγὲς βλέφαρον ἡλίου τε φῶς
ἴσον βαδίζει τὸν ἐνιαύσιον κύκλον,
545 κοὐδέτερον αὐτῶν φθόνον ἔχει νικώμενον.
εἶθ᾽ ἥλιος μὲν νύξ τε δουλεύει βροτοῖς,
σὺ δ᾽ οὐκ ἀνέξῃ δωμάτων ἔχων ἴσον
καὶ †τῷδ᾽ ἀπονεῖμαι†; κᾆτα ποῦ ᾽στιν ἡ δίκη;

τί τὴν τυραννίδ᾽, ἀδικίαν εὐδαίμονα,
550 τιμᾷς ὑπέρφευ καὶ μέγ᾽ ἥγησαι τόδε;
περιβλέπεσθαι τίμιον; κενὸν μὲν οὖν.
ἢ πολλὰ μοχθεῖν πόλλ᾽ ἔχων ἐν δώμασιν
βούλῃ; τί δ᾽ ἐστὶ τὸ πλέον; ὄνομ᾽ ἔχει μόνον·
ἐπεὶ τά γ᾽ ἀρκοῦνθ᾽ ἱκανὰ τοῖς γε σώφροσιν.
555 οὔτοι τὰ χρήματ᾽ ἴδια κέκτηνται βροτοί,
τὰ τῶν θεῶν δ᾽ ἔχοντες ἐπιμελούμεθα·
ὅταν δὲ χρῄζωσ᾽, αὔτ᾽ ἀφαιροῦνται πάλιν.
{ὁ δ᾽ ὄλβος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾽ ἐφήμερος.}

ἄγ᾽, ἢν σ᾽ ἔρωμαι δύο λόγω προθεῖσ᾽ ἅμα,
560 πότερα τυραννεῖν ἢ πόλιν σῷσαι θέλεις,
ἐρεῖς τυραννεῖν; ἢν δὲ νικήσῃ σ᾽ ὅδε
Ἀργεῖά τ᾽ ἔγχη δόρυ τὸ Καδμείων ἕλῃ;
ὄψῃ δαμασθὲν ἄστυ Θηβαῖον τόδε,
ὄψῃ δὲ πολλὰς αἰχμαλωτίδας κόρας
565 βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας.
δαπανηρὸς ἆρ᾽ ὁ πλοῦτος ὃν ζητεῖς ἔχειν
γενήσεται Θήβαισι, φιλότιμος δὲ σύ.

σοὶ μὲν τάδ᾽ αὐδῶ, σοὶ δέ, Πολύνεικες, λέγω·
ἀμαθεῖς Ἄδραστος χάριτας ἐς σ᾽ ἀνήψατο,
570 ἀσύνετα δ᾽ ἦλθες καὶ σὺ πορθήσων πόλιν.
φέρ᾽, ἢν ἕλῃς γῆν τήνδ᾽ —ὃ μὴ τύχοι ποτέ—,
πρὸς θεῶν, τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις Διί;
πῶς δ᾽ αὖ κατάρξῃ θυμάτων, ἑλὼν πάτραν,
καὶ σκῦλα γράψεις πῶς ἐπ᾽ Ἰνάχου ῥοαῖς;
575 Θήβας πυρώσας τάσδε Πολυνείκης θεοῖς
ἀσπίδας ἔθηκε; μήποτ᾽, ὦ τέκνον, κλέος
τοιόνδε σοι γένοιθ᾽ ὑφ᾽ Ἑλλήνων λαβεῖν.
ἢν δ᾽ αὖ κρατηθῇς καὶ τὰ τοῦδ᾽ ὑπερδράμῃ,
πῶς Ἄργος ἥξεις μυρίους λιπὼν νεκρούς;
580 ἐρεῖ δὲ δή τις· «ὦ κακὰ μνηστεύματα
Ἄδραστε προσθείς, διὰ μιᾶς νύμφης γάμον
ἀπωλόμεσθα.» δύο κακὼ σπεύδεις, τέκνον,
κείνων στέρεσθαι τῶνδέ τ᾽ ἐν μέσῳ πεσεῖν.

μέθετον τὸ λίαν, μέθετον· ἀμαθία δυοῖν,
585 εἰς ταὔθ᾽ ὅταν μόλητον, ἔχθιστον κακόν.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ1

Ο λόγος της αλήθειας είναι απλός -περίπλοκα

σοφίσματα το δίκαιο δεν χρειάζεται· μιλά από μόνο του.470

Ο άδικος λόγος, που νοσεί, χρειάζεται φάρμακα σοφά.

 

Εγώ με μόνην έγνοια του οίκου μας το μέλλον,

αλλά και αυτού και το δικό μου, να αποφύγω θέλησα

τις κατάρες που εξαπέλυσε εναντίον μας ο Οιδίπους·2475

και εκούσια εξορίστηκα απ᾽ τη χώρα, παραδίνοντας

σε αυτόν την εξουσία, να κυβερνήσει για ένα χρόνο

και ύστερα να αναλάβω εγώ με τη σειρά μου,

για να μην πέσει έχθρα ή φθόνος μεταξύ μας

και πράξω ή πάθω τίποτε κακό, καθώς συμβαίνει πάντα.480

Αλλά αυτός, ενώ σε όλα με όρκο συμφώνησε,

πατώντας την υπόσχεσή του, ακόμα νέμεται

και το δικό μου μέρος απ᾽ την εξουσία

κι απ᾽ την περιουσία μας. Ωστόσο, είμαι έτοιμος και τώρα,

αν πάρω πίσω ό,τι μου ανήκει, να απομακρύνω

από τη χώρα το στρατό και να επιστρέψω εδώ,485

παραχωρώντας και σε αυτόν το δίκαιο μερίδιό του.

Και υπόσχομαι μήτε την πόλη να εκπορθήσω μήτε

σκάλες στα τείχη να στηρίξω, και να ανακαλέσω ευθύς

όσα απειλώ να πράξω, αν δεν μου αποδοθεί δικαιοσύνη.490

Μάρτυρες τους θεούς καλώ πως δίκαια ενεργώ

και πως στερούμαι την πατρίδα μου άδικα. Μητέρα,

τα είπα όλα απλά, όπως είναι, δίχως λόγια

περίπλοκα, δίκαια για την κρίση των σοφών495

αλλά και των ανόητων, όπως εγώ νομίζω.

ΧΟΡΟΣ

Εγώ, και ας μη μεγάλωσα σε χώρα ελληνική,3

διακρίνω, μολαταύτα, σύνεση στα λόγια σου.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ4

Αν για όλους ταυτιζόταν το ωραίο με το σοφό,

λογομαχίες τους ανθρώπους δεν θα χώριζαν·500

αλλά τίποτε δεν είναι ίσο ούτε όμοιο για όλους

παρά μόνο στα λόγια -από τα έργα πόρρω απέχει.

 

Κι εγώ απροκάλυπτα, μητέρα, θα μιλήσω:

λοιπόν, εγώ θα έφθανα, αν μου ήταν δυνατό,

ώς και στων αστεριών το θόλο και ώς τα έγκατα της γης,505

για να μη στερηθώ την εξουσία, τη μέγιστη θεά.

Αυτόν το θησαυρό, μητέρα μου, για μένα τον κρατώ,

δεν τον χαρίζω κανενός. Είναι άναντρο να χάσεις το πολύ

και να επαναπαυθείς στο λίγο· όπως αναίσχυντο510

θεωρώ που τώρα ήρθε αυτός αρματωμένος

να εκπορθήσει αυτή τη γη, για να ανακτήσει

ό,τι του ανήκει. Τι ταπείνωση, στ᾽ αλήθεια, θα ήταν

και για τη Θήβα, αν από φόβο μπρος στην απειλή

του μυκηναίου στρατού τα σκήπτρα παρατούσα,

για να τα πάρει αυτός! Δεν έπρεπε ένοπλος, μητέρα,515

για συμφιλίωση να μιλάει, αφού ο λόγος πετυχαίνει

και όσα τα όπλα ενός εχθρού μπορούν. Αν με άλλους όρους

εδώ θέλει να κατοικήσει, έχει την άδεια. Όσο έχω δύναμη

την εξουσία να κρατώ, να γίνω εγώ υπήκοός του;520

 

Λοιπόν, φωτιές ανάψτε, τα σπαθιά τραβήξτε, ζέψτε

τα άλογα, την πεδιάδα πλημμυρίστε με στρατό

-εγώ δεν πρόκειται την εξουσία να του παραδώσω.

Και αν χρειαστεί γι᾽ αυτήν το άδικο να πράξω,

υποχωρώ στην ωραιότερη αδικία· ευσέβεια

διαθέτω όσην χρειάζεται για όλα τα υπόλοιπα.525

ΧΟΡΟΣ

Πράξεις κακές ποτέ δεν πρέπει να επαινούνται:

δεν είναι ωραίο, αλλά και πικρό για τη δικαιοσύνη.

ΙΟΚΑΣΤΗ

Αχ γιε μου Ετεοκλή, στα γηρατειά δεν έρχονται

μόνο κακά· η πείρα τους μπορεί να ειπεί κάτι σοφότερο530

από τους νέους. Γιατί, παιδί μου, σε έχει κυριέψει

η φιλαρχία;5 Γιατί; Δαίμονας άγριος είναι αυτή,

που ορμάει μέσα σε ευτυχισμένα σπίτια και σε πόλεις

και μόνο ερείπια αφήνει πίσω της. Γι᾽ αυτήν λοιπόν535

έχασες το μυαλό σου; Όχι,παιδί μου. Αγκάλιασε την άλλην,

την ισότητα, ό,τι καλύτερο στον κόσμο· αυτήν που ενώνει

φίλο με φίλο, χώρα με άλλη χώρα, σύμμαχο

με σύμμαχο. Η ισότητα είναι νόμος φυσικός, παιδί μου·

στο δυνατό πάντα θα στέκει ενάντιο το αδύνατο

και αυτό τον πόλεμο θα αρχίζει. Η ισότητα540

όρισε να δεσπόζουν στους ανθρώπους μέτρα και σταθμά:

το σκοτεινό της νύχτας βλέμμα να μοιράζεται

μέρη ίσα στην πορεία του χρόνου με το φως του ήλιου·

κανένα από τα δυο τους δεν γογγύζει υποχωρώντας.545

Και όταν ο ήλιος και η νύχτα μάς υπηρετούν,

εσύ δεν θα δεχτείς ίσο μερίδιο με τον αδελφό σου

στην εξουσία; Και πού είναι η δικαιοσύνη τότε; Αλλά γιατί

τόσο πολύ τιμάς αυτή την εκμαυλιστική αδικία,

την εξουσία; Γιατί τόση λατρεία; Τόσο σπουδαίο

θεωρείς το θαυμασμό των άλλων; Ένα τίποτα είναι.550

Ή θέλεις να μοχθείς, για να στοιβάζεις αγαθά;

Και τι σημαίνουν τα πολλά; Μια λέξη είναι κενή.

Οι φρόνιμοι ικανοποιούνται με όσα τους αρκούν.

Δεν είναι ιδιοκτησία μας τα πλούτη· στους θεούς555

ανήκουν κι εμείς μόνο τα φροντίζουμε· και όποτε

αυτοί θελήσουν, μας τα παίρνουν. Τώρα θέλω

να σε ερωτήσω: πες μου, προτιμάς την εξουσία560

από τη σωτηρία της πόλης; Και αν αυτός νικήσει;

και τα αργίτικα όπλα τους Καδμείους καταβάλουν;

Η Θήβα θα υποδουλωθεί και αμέτρητες παρθένες

της βίας θύματα το δρόμο της σκλαβιάς θα πάρουν.565

Ο πλούτος που ζητάς και η εξουσία θα κοστίσουν

πολύ ακριβά στη Θήβα. Αυτά σε σένα είχα να ειπώ.

Και όσο για σένα, Πολυνείκη, αγόρι μου, στοχάζομαι

πόσο επιπόλαια σου χαρίστηκεν ο Άδραστος,6570

αλλά και εσύ πόσο απερίσκεπτα ξεκίνησες

την ίδια την πατρίδα σου να εκπορθήσεις.

Και αν, ο μη γένοιτο, την κυριέψεις, τι είδους

τρόπαια θα στήσεις στους θεούς; Και τι λογής θυσίες,

εσύ ένας χαλαστής της χώρας, θα προσφέρεις;

Και τι πάνω στα λάφυρα θα γράψεις πλάι στις ροές

του Ινάχου;7 «Τα όπλα αυτά τα αφιερώνει ο Πολυνείκης575

της Θήβας ο πυρπολητής»; Μην τη ζηλέψεις, γιε μου,

μια τέτοια δόξα ανάμεσα στους Έλληνες. Αλλά αν νικήσει

ο αδελφός σου, πώς θα επιστρέψεις στο Άργος,

πίσω σου αφήνοντας μόνο νεκρούς; Και πώς θα αντέξεις

του κόσμου την κατακραυγή εναντίον σου, που θα λέει:

«Κακός προξενητής έγινες, Άδραστε· της κόρης σου580

ο γάμος στο χαμό μας στέλνει». Δυο κακά, παιδί μου,

αποζητάς: κι εκεί να χάσεις κι εδώ να αποτύχεις.

 

Στ᾽ όνομα των θεών, σας ικετεύω, αφήστε,

αφήστε τις υπερβολές! Δεν είναι συμφορά βαρύτερη

απ᾽ το να σμίξει η μισαλλοδοξία δύο ανθρώπων.585

 

(μετάφραση Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης)

 

1 Ο Πολυνείκης στρέφεται κατά της (σοφιστικής) ρητορικής, εκφωνώντας ο ίδιος ένα ρητορικώς δραστικό λόγο με ευδιάκριτη δομή: "προοίμιο" (στ. 469-472), "διήγηση" και προτάσεις (στ. 473-493), "επίλογος" (στ. 494-496).

2 Σύμφωνα με την εκδοχή του μύθου που υιοθετεί ο Ευριπίδης στις Φοίνιοσες, όταν ανδρώθηκαν οι δυο γιοι του Οιδίποδα, έκλεισαν τον πατέρα τους στο σπίτι, για να ξεχαστεί το όνειδος που τον βάραινε. Εκείνος, οργισμένος, τους καταράστηκε να μοιράσουν τον πατρικό κλήρο με ακονισμένο σίδερο.

3 Ο χορός, που έδωσε τον τίτλο στο έργο, απαρτίζεται από νεαρές γυναίκες από τη Φοινίκη, συγκεκριμένα από την Τύρο. Οι συμπολίτες τους, που έχουν συγγενικούς δεσμούς με τη Θήβα, τις διάλεξαν για την ομορφιά τους και τις έστειλαν ως εξαίρετο αφιέρωμα στους Δελφούς, για να υπηρετήσουν στον ναό του Απόλλωνα. Στο ταξίδι τους για τους Δελφούς βρέθηκαν στη Θήβα.

4 Η ορολογία που χρησιμοποιεί ο Ετεοκλής -αλλά και η Ιοκάστη, όταν σχολιάζει τα λεγόμενά του- και οι απόψεις που εκφράζει παραπέμπουν στη διδασκαλία γνωστών σοφιστών.

5 Στο πρωτότυπο Φιλοτιμία. Το επίθετο φιλότιμος ("αυτός που θέλει να τον τιμούν", "φιλόδοξος"), που αρχικά είχε θετικό περιεχόμενο, απέκτησε αρνητική χροιά στα τέλη του πέμπτου αιώνα. Η Ιοκάστη χρησιμοποιεί τον όρο Φιλοτιμία ως συνώνυμο του όρου Τυραννίς. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια πλεονεξία (βλ. στ. 539-540 και 509-510), η οποία επίσης παραπέμπει στη σοφιστική διδασκαλία.

6 Ο πεθερός του Πολυνείκη. Βλ. Κείμενο 61, σχόλ. 9.

7 Ο Ίναχος είναι ποταμός του Άργους.