Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

75. – Βάκχαι 451-518

Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το δεύτερο επεισόδιο, το οποίο σε σύγκριση με το πρώτο και το τρίτο, είναι σαφώς πιο σύντομο (75 στίχοι έναντι 200 του πρώτου και 286 του τρίτου). Στην αρχή του επεισοδίου ο μεταμορφωμένος σε θνητό Διόνυσος οδηγείται δέσμιος ενώπιον του Πενθέα από ένα θεράποντα, που μιλάειγια την ασυνήθιστη συμπεριφορά του ξένου και τη μυστηριώδη απελευθέρωση των φυλακισμένων μαινάδων, και ένα ή περισσότερα βουβά πρόσωπα. Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας και εδώ μια τεχνική γνωστή και από άλλα έργα του, αφού προηγουμένως παρουσίασε χωριστά τις δύο πλευρές, τώρα φέρνει πρώτη φορά αντιμέτωπους τους δύο πρωταγωνιστές και με τον τρόπο αυτό μετατρέπει τη σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και την κοσμική εξουσία σε δραστικότατο στιχομυθικό διάλογο ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Πενθέα.

Το επεισόδιο αυτό (2ο) και τα δύο επόμενα (3ο και 4ο) συγκροτούν, όπως έχει γραφεί, ένα τρίπτυχο. Στην πρώτη σκηνή του τριπτύχου (2ο επεισόδιο) ο Πενθέας είναι φαινομενικά ο ισχυρός και ο Διόνυσος ο ανίσχυρος που λοιδορείται και φυλακίζεται, στη δεύτερη (3ο επεισόδιο) παρουσιάζεται εν εξελίξει η βαθμιαία αντιστροφή των όρων, ενώ στην τρίτη (4ο επεισόδιο) η αντιστροφή έχει πλήρως συντελεσθεί και ο άλλοτε "ισχυρός" Πενθέας έχει παραδοθεί άνευ όρων και έχει μετατραπεί σε παίγνιο στα χέρια του ανελέητου Διονύσου, που θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα και στον θάνατο.

ΠΕΝΘΕΥΣ

μέθεσθε χειρῶν τοῦδ᾽· ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν
οὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε μ᾽ ἐκφυγεῖν.
ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ᾽ οὐκ ἄμορφος εἶ, ξένε,
ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει·
455 πλόκαμός τε γάρ σου ταναὸς οὐ πάλης ὕπο,
γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·
λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
οὐχ ἡλίου βολαῖσιν ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς
τὴν Ἀφροδίτην καλλονῇ θηρώμενος.
460 πρῶτον μὲν οὖν μοι λέξον ὅστις εἶ γένος.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

οὐκ ὄκνος οὐδείς, ῥᾴδιον δ᾽ εἰπεῖν τόδε.
τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον οἶσθά που κλύων.

ΠΕΝΘΕΥΣ

οἶδ᾽, ὃς τὸ Σάρδεων ἄστυ περιβάλλει κύκλῳ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ἐντεῦθέν εἰμι, Λυδία δέ μοι πατρίς.

ΠΕΝΘΕΥΣ

465 πόθεν δὲ τελετὰς τάσδ᾽ ἄγεις ἐς Ἑλλάδα;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Διόνυσος αὐτός μ᾽ εἰσέβησ᾽, ὁ τοῦ Διός.

ΠΕΝΘΕΥΣ

Ζεὺς δ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖ τις ὃς νέους τίκτει θεούς;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

οὔκ, ἀλλ᾽ ὁ Σεμέλην ἐνθάδε ζεύξας γάμοις.

ΠΕΝΘΕΥΣ

πότερα δὲ νύκτωρ σ᾽ ἢ κατ᾽ ὄμμ᾽ ἠνάγκασεν;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

470 ὁρῶν ὁρῶντα, καὶ δίδωσιν ὄργια.

ΠΕΝΘΕΥΣ

τὰ δ᾽ ὄργι᾽ ἐστὶ τίν᾽ ἰδέαν ἔχοντά σοι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ἄρρητ᾽ ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν.

ΠΕΝΘΕΥΣ

ἔχει δ᾽ ὄνησιν τοῖσι θύουσιν τίνα;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

οὐ θέμις ἀκοῦσαί σ᾽, ἔστι δ᾽ ἄξι᾽ εἰδέναι.

ΠΕΝΘΕΥΣ

475 εὖ τοῦτ᾽ ἐκιβδήλευσας, ἵν᾽ ἀκοῦσαι θέλω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ἀσέβειαν ἀσκοῦντ᾽ ὄργι᾽ ἐχθαίρει θεοῦ.

ΠΕΝΘΕΥΣ

ὁ θεός, ὁρᾶν γὰρ φῂς σαφῶς, ποῖός τις ἦν;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ὁποῖος ἤθελ᾽· οὐκ ἐγὼ ᾽τασσον τόδε.

ΠΕΝΘΕΥΣ

τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας, εὖ γ᾽ οὐδὲν λέγων.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

480 δόξει τις ἀμαθεῖ σοφὰ λέγων οὐκ εὖ φρονεῖν.

ΠΕΝΘΕΥΣ

ἦλθες δὲ πρῶτα δεῦρ᾽ ἄγων τὸν δαίμονα;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

πᾶς ἀναχορεύει βαρβάρων τάδ᾽ ὄργια.

ΠΕΝΘΕΥΣ

φρονοῦσι γὰρ κάκιον Ἑλλήνων πολύ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

τάδ᾽ εὖ γε μᾶλλον· οἱ νόμοι δὲ διάφοροι.

ΠΕΝΘΕΥΣ

485 τὰ δ᾽ ἱερὰ νύκτωρ ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τελεῖς;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

νύκτωρ τὰ πολλά· σεμνότητ᾽ ἔχει σκότος.

ΠΕΝΘΕΥΣ

τοῦτ᾽ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

κἀν ἡμέρᾳ τό γ᾽ αἰσχρὸν ἐξεύροι τις ἄν.

ΠΕΝΘΕΥΣ

δίκην σε δοῦναι δεῖ σοφισμάτων κακῶν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

490 σὲ δ᾽ ἀμαθίας γε κἀσεβοῦντ᾽ ἐς τὸν θεόν.

ΠΕΝΘΕΥΣ

ὡς θρασὺς ὁ βάκχος κοὐκ ἀγύμναστος λόγων.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

εἴφ᾽ ὅ τι παθεῖν δεῖ· τί με τὸ δεινὸν ἐργάσῃ;

ΠΕΝΘΕΥΣ

πρῶτον μὲν ἁβρὸν βόστρυχον τεμῶ σέθεν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ἱερὸς ὁ πλόκαμος· τῷ θεῷ δ᾽ αὐτὸν τρέφω.

ΠΕΝΘΕΥΣ

495 ἔπειτα θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

αὐτός μ᾽ ἀφαιροῦ· τόνδε Διονύσῳ φορῶ.

ΠΕΝΘΕΥΣ

εἱρκταῖσί τ᾽ ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

λύσει μ᾽ ὁ δαίμων αὐτός, ὅταν ἐγὼ θέλω.

ΠΕΝΘΕΥΣ

ὅταν γε καλέσῃς αὐτὸν ἐν βάκχαις σταθείς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

500 καὶ νῦν ἃ πάσχω πλησίον παρὼν ὁρᾷ.

ΠΕΝΘΕΥΣ

καὶ ποῦ ᾽στιν; οὐ γὰρ φανερὸς ὄμμασίν γ᾽ ἐμοῖς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

παρ᾽ ἐμοί· σύ δ᾽ ἀσεβὴς αὐτὸς ὢν οὐκ εἰσορᾷς.

ΠΕΝΘΕΥΣ

λάζυσθε· καταφρονεῖ με καὶ Θήβας ὅδε.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

αὐδῶ με μὴ δεῖν, σωφρονῶν οὐ σώφροσιν.

ΠΕΝΘΕΥΣ

505 ἐγὼ δὲ δεῖν γε, κυριώτερος σέθεν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

οὐκ οἶσθ᾽ τι ζῇς οὐδ᾽ ὃ δρᾷς οὐδ᾽ ὅστις εἶ.

ΠΕΝΘΕΥΣ

Πενθεύς, Ἀγαύης παῖς, πατρὸς δ᾽ Ἐχίονος.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ἐνδυστυχῆσαι τοὔνομ᾽ ἐπιτήδειος εἶ.

ΠΕΝΘΕΥΣ

χώρει· καθείρξατ᾽ αὐτὸν ἱππικαῖς πέλας
510 φάτναισιν, ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾷ κνέφας.
ἐκεῖ χόρευε· τάσδε δ᾽ ἃς ἄγων πάρει
κακῶν συνεργοὺς ἢ διεμπολήσομεν
ἢ χεῖρα δούπου τοῦδε καὶ βύρσης κτύπου
παύσας ἐφ᾽ ἱστοῖς δμωίδας κεκτήσομαι.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

515 στείχοιμ᾽ ἄν· ὅ τι γὰρ μὴ χρεὼν οὔτοι χρεὼν
παθεῖν. ἀτάρ τοι τῶνδ᾽ ἄποιν᾽ ὑβρισμάτων
μέτεισι Διόνυσός σ᾽, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις·
ἡμᾶς γὰρ ἀδικῶν κεῖνον ἐς δεσμοὺς ἄγεις.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Αφήστε του τα χέρια.1

Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.

Τόσο γρήγορος δεν είναι.

Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά

-τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.

Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;

Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τι θα πει πάλη·455

οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,

αγγίζουν το μάγουλό σου

γεμάτοι πόθο.2

Το δέρμα σου το κρατάς λευκό,3 το φροντίζεις.

Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά

κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.

Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιος είσαι; ποια η γενιά σου;460

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δε θα διστάσω να σου πω. Δύσκολο δεν είναι.

Ίσως θα έχεις ακούσει και θα ξέρεις τον ανθισμένο Τμώλο.4

ΠΕΝΘΕΑΣ

Ξέρω. Αγκαλιάζει την πόλη των Σάρδεων.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Από εκεί κρατάω. Πατρίδα μου η χώρα της Λυδίας.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Και από πού και ώς πού φέρνεις τις τελετές σου στην Ελλάδα;465

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Με δίδαξε ο Διόνυσος, ο υιός του Διός.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Υπάρχει εκεί άλλος Δίας, που γεννά νέους θεούς;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όχι! Είναι αυτός που ενώθηκε με τη Σεμέλη εδώ.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Και σε ... "ανάγκασε" στο όνειρό σου ή τον είδες με τα μάτια σου;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τον έβλεπα και μ᾽ έβλεπε. Έτσι μου εμπιστεύτηκε τα όργια.5470

ΠΕΝΘΕΑΣ

Αυτά τα όργια που λες, πώς είναι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δε λέγονται. Απαγορεύεται να τα γνωρίζουν οι αμύητοι.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Και ποιο το όφελος, αν είσαι μυημένος;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν επιτρέπεται ν᾽ ακούσεις, όμως θα άξιζε να ξέρεις.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Ωραίο τέχνασμα, για να ζητώ να μάθω.475

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τα όργια του θεού μισούν τον θιασώτη της ασέβειας.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Ο θεός -αφού λες πως τον είδες ολοζώντανο- πώς ήταν;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όπως ήθελε. Αυτό δεν το καθόριζα εγώ.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Ωραία το παρέκαμψες και αυτό, ενώ δεν απαντάς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μιλάς σοφά στον αμαθή, και αυτός σε λέει παράλογο.480

ΠΕΝΘΕΑΣ

Τον θεό ήρθες και τον έφερες πρώτα εδώ;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όλοι οι βάρβαροι χορεύουν τους ιερούς χορούς.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Γιατί οι βάρβαροι είναι πολύ πιο αφελείς από τους Έλληνες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σ᾽ αυτό μάλλον πιο ώριμοι. Απλώς, τα ήθη τους διαφέρουν.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Οι τελετές γίνονται νύχτα ή την ημέρα;485

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Συνήθως νύχτα. Είναι ιεροπρεπές το σκότος.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Για τις γυναίκες αυτό είναι ύπουλο και δόλιο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Το αισχρό -φαντάζομαι- το βρίσκεις και τη μέρα.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Για τις θλιβερές σοφιστείες θα δώσεις λόγο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και εσύ, γιατί είσαι μωρός και ασεβής.490

ΠΕΝΘΕΑΣ

Είναι θρασύς ο μύστης, θρασύτατος, και με λόγο γυμνασμένο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες μου! Τι πρόκειται να πάθω; Τι το φοβερό μου επιφυλάσσεις;

ΠΕΝΘΕΑΣ

Πρώτα-πρώτα: Θα σου κόψω τον αβρό βόστρυχο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ο βόστρυχος είναι ιερός, αφιερωμένος στο θεό.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Παράδωσέ μου, τώρα, τον θύρσο που κρατάς.6495

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έλα να τον πάρεις εσύ. Εγώ υψώνω τον θύρσο για τον Διόνυσο.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Έπειτα θα εγκλειστείς στη φυλακή και θα φρουρείσαι.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θα με ελευθερώσει ο θεός, όταν εγώ θελήσω.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Όταν βρεθείς ανάμεσα στις βάκχες και τον καλέσεις.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και τώρα δίπλα σου είναι και βλέπει όσα πάσχω.500

ΠΕΝΘΕΑΣ

Πού είναι; Τα μάτια τα δικά μου δεν τον βλέπουν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όπου είμαι εγώ. Στον ασεβή δεν φανερώνεται.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Συλλάβετέ τον. Αυτός περιφρονεί και εμένα και τη Θήβα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εγώ ο σώφρων λέω στους μη σώφρονες: μη με δένετε.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Και εγώ σας λέω: δέστε τον. Η δύναμή μου πάνω από σένα.505

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν ξέρεις γιατί ζεις, τι πράττεις, ποιος είσαι.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Είμαι ο Πενθέας, ο γιος της Αγαύης· πατέρας μου ο Εχίων.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πενθέας! Όνομα ταιριαστό να κλείσει μέσα του το πένθος.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Προχώρει! Κλείστε τον στο στάβλο των αλόγων,510

να βλέπει το τυφλό σκοτάδι. Εκεί χόρευε.

Και αυτές εδώ,

τις συνεργούς του κακού, που τις σέρνεις μαζί σου,

ή θα τις πουλήσω

ή θέτω τέλος σε τύμπανα7 και κρότους

και τις κρατάω στους αργαλειούς μου δούλες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πηγαίνω. Ό,τι δεν πρέπει να πάθω,515

δεν θα το πάθω. Όμως ο Διόνυσος,

που λες πως δεν υπάρχει,

θα σε δικάσει γι᾽ αυτή την ύβρη.

Γιατί δεν αδικείς εμένα, εκείνον φυλακίζεις.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Απευθύνεται στους δούλους που οδήγησαν δέσμιο ενώπιόν του τον Διόνυσο, συγκεκριμένα στον θεράποντα, που μίλησε αμέσως προηγουμένως, και σε ένα τουλάχιστον ακόμη βουβό πρόσωπο.

2 Έως και το β᾽ μισό του έκτου αιώνα, φαίνεται ότι ο κανόνας για τους Έλληνες γενικά ήταν να τρέφουν μακριά μαλλιά. Στην Αθήνα, την εποχή που γράφονται οι Βάκχες (λίγο πριν από το 406 π.Χ.), μακριά μαλλιά είχαν μόνο νεαροί αριστοκράτες, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Μερικοί θεοί, ιδίως ο Διόνυσος, παριστάνονται και την εποχή αυτή με μακριά μαλλιά. Οι παλαιστές έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους.

3 Για τους Έλληνες που γυμνάζονται στις παλαίστρες η λευκότητα της επιδερμίδας χαρακτηρίζει τους Ασιάτες, τις γυναίκες και τους θηλυπρεπείς.

4 Όρος της Λυδίας, κέντρο της διονυσιακής λατρείας.

5 Η λέξη ὄργια (από την ίδια ρίζα με τη λέξη "ἔργον") δηλώνει τα δρώμενα, τα τελούμενα, τις σχετικές ιεροπραξίες.

6 Ο θύρσος, το έμβλημα των πιστών του Διονύσου, ήταν ένα καλάμι στην κορυφή του οποίου είχε προσδεθεί κισσός

7 Όπως ο αυλός έτσι και το τύμπανο συνδέεται στενά με τη λατρεία του Διονύσου. Το αρχαίο τύμπανο ήταν όπως το σημερινό ντέφι, με τη διαφορά ότι το δέρμα εκάλυπτε και τις δύο πλευρές.