Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
76. – Βάκχαι 1041-1152
Στο τέλος του προηγούμενου επεισοδίου, ο Πενθέας, οδηγούμενος από τον Διόνυσο, εγκαταλείπει οριστικά τη σκηνή μεταμφιεσμένος σε μαινάδα, για να μπορέσει να διεισδύσει -χωρίς κίνδυνο, όπως φαντάζεται- στον χώρο των μαινάδων πάνω στον Κιθαιρώνα, όπου η παρουσία ανδρών σήμαινε θάνατο, και να παρακολουθήσει εκ του ασφαλούς τις υποτιθέμενες αισχρουργίες των, όπως ήταν η εσώτατή του επιθυμία. Στο απόσπασμα που παρατίθεται εδώ -χωρίς αμφιβολία μια από τις ωραιότερες αγγελικές ρήσεις του Ευριπίδη, που γενικότερα θεωρείται ασυναγώνιστος στη σύνθεση αγγελικών ρήσεων- ο ακόλουθος του Πενθέα περιγράφει τον σπαραγμό του Πενθέα από τις μαινάδες με κορυφαία την ίδια τη μητέρα του την Αγαύη.
Η αγγελική αυτή ρήση συνδέεται ποικιλοτρόπως με την προηγούμενη (στ. 677-774), στην οποία περιγράφονται τα θαυμαστά έργα των μαινάδων πάνω στον Κιθαιρώνα και η βιαιότατη αντίδρασή τους στην παρουσία ανδρών, αντίδραση που εκφορτίζεται στον σπαραγμό ολόκληρης αγέλης βοδιών. Και τις δύο ρήσεις τις χαρακτηρίζει απαράμιλλη ενάργεια, που εκπηγάζει πρωτίστως από την εύστοχη επιλογή λεπτομερειών που αποδίδουν το θαύμα και τη βία. Στο παρακάτω απόσπασμα είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο υποβάλλεται η ατμόσφαιρα του υπερφυσικού (ιδίως στους στίχους 1084 κ.ε.).
ΧΟΡΟΣ
ἔνεπέ μοι, φράσον· τίνι μόρῳ θνῄσκει ΑΓΓΕΛΟΣ
ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸς
πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος,
τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ ξένου τὸ θαῦμ᾽ ὁρῶ·
πρώτη δὲ μήτηρ ἦρξεν ἱερέα φόνου
κεῖται δὲ χωρὶς σῶμα, τὸ μὲν ὑπὸ στύφλοις |
ΧΟΡΟΣ Λέγε μου, ιστόρησε, με τι θάνατο επήγε ο άδικος άνδρας που έπραττε το άδικο; ΑΓΓΕΛΟΣ Όταν αφήσαμε πίσω μας τις παρυφές της Θήβας, περάσαμε τις ροές του Ασωπού1 και προχωρήσαμε στα βράχια του Κιθαιρώνα1045 ο Πενθέας, εγώ -εγώ συνόδευα τον αφέντη μου- και μαζί μας ο ξένος, που μας οδηγούσε στο ταξίδι. Σταματήσαμε πρώτα σε μια χλοερή κοιλάδα. Εσίγησαν τα βήματα μας και η γλώσσα μας, για να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.1050 Ήταν ένα φαράγγι ανάμεσα σε γκρεμούς· έτρεχαν νερά, το σκέπαζε ο ίσκιος του πεύκου. Εκεί εκάθονταν οι μαινάδες,2 με τα χέρια τους δοσμένα σε τερπνά έργα. Άλλες έστεφαν πάλι με κισσό τον γυμνωμένο θύρσο,1055 για να γίνει πυκνόμαλλος, και άλλες, σαν τα πουλάρια που απαλλάχθηκαν από τον σκαλιστό ζυγό, αντιφωνώντας τραγουδούσαν μελωδίες βακχικές. Και ο Πενθέας ο άμοιρος, που δεν έβλεπε το πλήθος των γυναικών, είπε: «Ξένε, από εδώ που στεκόμαστε το βλέμμα μου δεν φτάνει τις ψευτομαινάδες.1060 Αν όμως ανεβώ πάνω στο ύψωμα, αν σκαρφαλώσω στον υψηλό αυχένα ενός ελάτου, θα δω καλά τα αίσχη των μαινάδων.»
Και αμέσως βλέπω το θαύμα του ξένου. Έπιασε την ουρανομήκη κορυφή ενός ελάτου και την έφερνε, την έφερνε, την έφερνε στο μαύρο χώμα.1065 Ελύγιζε όπως λυγίζει το τόξο ή όπως ο κυρτός τροχός παίρνει το σχήμα που χάραξε ο τόρνος.3 Έτσι ο ξένος, οδηγώντας με τα χέρια του το κλωνάρι των βουνών, το χαμήλωνε στο χώμα -τα έργα του δεν ήσαν έργα ενός θνητού. Στερέωσε τον Πενθέα πάνω στα ελάτινα κλαδιά1070 και ανάμεσα στις παλάμες του άφηνε απαλά το βλαστάρι να πάει ψηλά, προσέχοντας να μην εκτιναχθεί. Υψώθη ορθό στον ορθό ουρανό, με τον αφέντη καθισμένο στη ράχη του. Όμως πιο πολύ τον είδαν παρά που είδε τις μαινάδες.1075 Γιατί καλά-καλά δεν πρόφτασε να φανεί καθισμένος ψηλά, και άξαφνα ο ξένος είχε γίνει άφαντος. Μια φωνή -πιστεύω του Διονύσου- αντήχησε από το βάθος του αιθέρα: «Γυναίκες, φέρνω εκείνον που χλευάζει εσάς, εμένα, τα όργιά μου.1080 Τιμωρήστε τον». Όσο μιλούσε, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη είχε απλωθεί ένα φως ιερού πυρός. Σίγησε ο αιθέρας, σίγησαν τα φύλλα στο δασωμένο φαράγγι, φωνή αγριμιού δεν άκουγες.1085 Οι μαινάδες δεν άκουσαν καθαρά τον ήχο, σηκώθηκαν ορθές, έφεραν ένα γύρο το κεφάλι. Εκείνος τις κάλεσε πάλι. Όταν οι κόρες του Κάδμου αναγνώρισαν την προσταγή του Βάκχου, που ήχησε ολοκάθαρη, όρμησαν γρήγορες σαν το περιστέρι1090 -και μαζί τους οι βάκχες όλες. Μέσα από την κοίτη του χειμάρρου και από γκρεμούς πηδούσαν, ξέφρενες από τις πνοές του θεού. Μόλις είδαν τον αφέντη μου καθισμένο επάνω στο έλατο,1095 ανέβηκαν σ᾽ ένα βράχο που υψωνόταν απέναντι σαν πύργος και άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες με όλη τους τη δύναμη και να εξακοντίζουν ελάτινους κλώνους. Άλλες πετούσαν μέσα από τον αιθέρα θύρσους σημαδεύοντας τον Πενθέα -ένα στόχο θλιβερό-1100 όμως ματαίως. Πιο ψηλά και από τον ζήλο τους καθόταν ο άμοιρος, παγιδευμένος και αμήχανος. Στο τέλος, έσκαβαν τις ρίζες και με κλάδους δρυός, λοστούς όχι από σίδερο, πάλευαν να ξεριζώσουν το έλατο. Και όταν μοχθούσαν και δεν έφταναν τον στόχο,1105 είπε η Αγαύη: «Εμπρός, μαινάδες, κυκλώστε το δέντρο και αδράξτε τον κορμό του, να πιάσουμε το αγρίμι εκεί ψηλά, να μην προδώσει τους κρυφούς χορούς του θεού.» Εκείνες άρπαξαν το έλατο με χίλια χέρια και το σήκωσαν από το χώμα.1110 Έτσι ψηλά που εκαθόταν, από ψηλά γκρεμίζεται ο Πενθέας, πέφτει στο χώμα με βογγητό ακατάπαυτο. Καταλάβαινε ότι βρισκόταν κοντά στο κακό.
Πρώτη άρχισε η μάνα του, ιέρεια του φόνου, και απάνω του πέφτει. Εκείνος πέταξε από τα μαλλιά του την ταινία,1115 μήπως η άμοιρη Αγαύη τον αναγνωρίσει και δεν τον σκοτώσει, αγγίζει το μάγουλο της και λέει: «Εγώ είμαι, μητέρα, ο γιος σου ο Πενθέας, που με γέννησες στο σπίτι του Εχίονα. Λυπήσου με, μητέρα·1120 για το σφάλμα το δικό μου μη σκοτώσεις το παιδί σου.» Εκείνη έβγαζε αφρούς, εγύριζε τα μάτια της αλλοπαρμένα, δεν σκεφτόταν όπως έπρεπε να σκέφτεται· την είχε κυριεύσει ο Βάκχος και ο Πενθέας δεν την έπειθε. Άδραξε με τα δυο της χέρια το αριστερό του χέρι,1125 πάτησε πάνω στα πλευρά του δύσμοιρου και του χώρισε τον ώμο. Δεν ήταν δύναμη δική της -ο θεός εχάριζε στα χέρια της την άνεση. Από το άλλο μέρος ολοκλήρωνε το έργο η Ινώ,4 ξεσκίζοντας τις σάρκες του. Και η Αυτονόη και όλο το πλήθος των βακχών επάνω του.1130 Οι κραυγές όλων είχαν γίνει ένα· εκείνος εβόγγαε, όσο βαστούσε ακόμα η πνοή του, και αυτές αλάλαζαν. Άλλη κρατούσε χέρι κι άλλη πόδι με το άρβυλο φορεμένο. Απόμεναν γυμνά τα πλευρά, καθώς τον σπάραζαν. Και καθεμιά, με χέρια που έσταζαν αίμα,1135 έπαιζε σφαίρα με τις σάρκες τού Πενθέα.
Σκορπισμένο κείτεται το σώμα του, άλλο κάτω από σκληρούς βράχους και άλλο μέσα στα βαθιά φυλλώματα του δάσους -να βρεθεί δεν είναι εύκολο. Και το άθλιο κεφάλι του η τύχη το ᾽φερε να το πάρει στα χέρια της η μάνα του·1140 το κάρφωσε στην κορυφή του θύρσου -κρατάει, λέει, κεφάλι λιονταριού των βουνών- και το φέρνει μέσα από τον Κιθαιρώνα, αφήνοντας τις αδελφές της στους χορούς των μαινάδων. Όλο καμάρι για το δύσμοιρο κυνήγι, μπαίνει στα τείχη, καλώντας τον Βάκχιο1145 συγκυνηγό, συνθηρευτή, νικηφόρο· αυτός της χάρισε νίκη δακρύων. Εγώ τώρα κάνω τόπο στη συμφορά. Φεύγω πριν φτάσει στα δώματα η Αγαύη. Να είσαι σώφρων και να σέβεσαι τους θεούς1150 είναι το ωραιότερο. Θαρρώ πως αυτό είναι για τους θνητούς, αν το έχουν, και το απόκτημα το σοφότερο.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
|
1 Ποταμός της Βοιωτίας.
2 Μαινάδες (μαινόμενες) χαρακτηρίζονται οι γυναίκες της Θήβας που κατελήφθησαν από μανία επειδή δεν αναγνώριζαν ως θεό τον Διόνυσο, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στον Κιθαιρώνα. Μερικές φορές ο όρος "μαινάδες" χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του όρου "βάκχες" (οι γυναίκες που δεν αποχωρίζονται τον Διόνυσο και αποτελούν τη μόνιμη συνοδεία του).
3 Είδος διαβήτη.
4 Η Ινώ και η Αυτονόη (στ. 1130) είναι κόρες του Κάδμου, αδελφές της Αγαύης και της Σεμέλης.