Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

74. – Βάκχαι 370-431

Ο Διόνυσος, ο γιος του Διός και της Σεμέλης, μιας από τις τέσσερις κόρες του ιδρυτή της Θήβας Κάδμου, ξεκινώντας από τη Λυδία, φθάνει μεταμορφωμένος σε θνητό ακόλουθό του στη Θήβα, αφού προηγουμένως οι πάντες στο πέρασμά του έχουν αναγνωρίσει τη θεότητά του. Στη Θήβα, τη γενέθλια πόλη του, όπου βασιλεύει ο Πενθέας, ο γιος μιας άλλης κόρης του Κάδμου, της Αγαύης, του αρνούνται αυτή την αναγνώριση -οι μόνοι που ασπάζονται τη νέα θρησκεία, που εκφράζεται προεχόντως με τον χορό, είναι οι γέροντες Κάδμος και Τειρεσίας, οι οποίοι μάταια προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα. Ο Διόνυσος εκδικείται: όλες οι γυναίκες της Θήβας, μαζί με τις τρεις κόρες του Κάδμου, καταλαμβάνονται από μανία, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και τρέχουν πάνω στον Κιθαιρώνα τιμώντας τον Διόνυσο. Ο Πενθέας αντιδρά: όσες συλλαμβάνονται φυλακίζονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Διόνυσο: συλλαμβάνεται, χλευάζεται, φυλακίζεται. Και ο Διόνυσος και οι μαινάδες απελευθερώνονται με τρόπο που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά ο Πενθέας δεν διδάσκεται τίποτα από τα θαύματα που πληθαίνουν. Μόνο όταν ο Διόνυσος του προτείνει να τον οδηγήσει κρυφά στον Κιθαιρώνα, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τις μαινάδες, δέχεται πρόθυμα. Μεταμφιεσμένος σε μαινάδα οδηγείται στον Κιθαιρώνα, όπου όμως εντοπίζεται από τις μαινάδες και σπαράζεται απ᾽ αυτές με κορυφαία την ίδια του τη μητέρα. Η Αγαύη καρφώνει το κεφάλι του γιου της πάνω στον θύρσο, νομίζοντας ότι είναι κεφάλι λιονταριού, και επιστρέφει θριαμβικά στη Θήβα. Με τη βοήθεια του Κάδμου συνειδητοποιεί τη φρικτή αλήθεια και, μετά τον θρήνο, παίρνουν και οι δύο το δρόμο της εξορίας, όπως απαιτεί ο Διόνυσος, που εμφανίζεται στο τέλος με το πραγματικό του πρόσωπο ως θεός από μηχανής.

Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο στάσιμο του έργου, το οποίο, όπως είναι το σύνηθες για τον Ευριπίδη (και τον Σοφοκλή), απαρτίζεται από δύο στροφικά ζεύγη. Το χορικό, που φαίνεται να ανακαλεί λατρευτικούς ύμνους, έχει χαρακτηριστεί «λυρικό σχόλιο» στο προηγούμενο (πρώτο) επεισόδιο, την αντιπαράθεση του Πενθέα με τον Κάδμο και τον Τειρεσία. Ο χορός των βακχών (των γυναικών που δεν αποχωρίζονται τον Διόνυσο), αντιδρώντας στη συμπεριφορά του Πενθέα, την ανόσια ύβρη προς τον Διόνυσο, όπως λέει, επικαλείται την Οσιότητα, υμνεί τον Διόνυσο και εκφράζει τον πόθο να βρεθεί μακριά από τη Θήβα. Στις στροφές ο χορός αφορμάται από το συγκεκριμένο, από αυτά που προηγήθηκαν, ενώ στις αντιστροφές, με λόγο αφοριστικό, η σύγκρουση περιγράφεται με γενικότερους όρους. (Στον Ευριπίδη ισχύει συχνότερα το αντίθετο, δηλαδή η στροφή να μιλάειμε γενικότερους όρους, ενώ η αντιστροφή να αναφέρεται στο συγκεκριμένο).

ΧΟΡΟΣ

370 Ὁσία πότνα θεῶν,
Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν
χρυσέᾳ πτέρυγι φέρῃ,
τάδε Πενθέως ἀίεις;
ἀίεις οὐχ ὁσίαν
375 ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον, τὸν
Σεμέλας, τὸν παρὰ καλλι-
στεφάνοις εὐφροσύναις δαί-
μονα πρῶτον μακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει,
θιασεύειν τε χοροῖς
380 μετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι
ἀποπαῦσαί τε μερίμνας,
ὁπόταν βότρυος ἔλθῃ
γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισ-
σοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν-
385 δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ.

ἀχαλίνων στομάτων
ἀνόμου τ᾽ ἀφροσύνας
τὸ τέλος δυστυχία·
ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας
390 βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν
ἀσάλευτόν τε μένει καὶ
ξυνέχει δώματα· πόρσω
γὰρ ὅμως αἰθέρα ναίον-
τες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι.
395 τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία,
τό τε μὴ θνατὰ φρονεῖν
βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτῳ
δὲ τίς ἂν μεγάλα διώκων
τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι; μαι-
400 νομένων οἵδε τρόποι καὶ
κακοβούλων παρ᾽ ἔμοιγε φωτῶν.

ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον,
νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας,
ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέμον-
405 ται θνατοῖσιν Ἔρωτες,
Πάφον, θ᾽ ἃν ἑκατόστομοι
βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ
καρπίζουσιν ἄνομβροι,
οὗ θ᾽ ἁ καλλιστευομένα
410 Πιερία, μούσειος ἕδρα,
σεμνὰ κλειτὺς Ὀλύμπου·
ἐκεῖσ᾽ ἄγε με, Βρόμιε Βρόμιε,
πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖμον.
414/5 ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος, ἐκεῖ δὲ βάκ-
χαις θέμις ὀργιάζειν.

ὁ δαίμων ὁ Διὸς παῖς
χαίρει μὲν θαλίαισιν,
φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εἰ-
420 ρήναν, κουροτρόφον θεάν.
ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον
τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν
οἴνου τέρψιν ἄλυπον·
μισεῖ δ᾽ ᾧ μὴ ταῦτα μέλει,
425 κατὰ φάος νύκτας τε φίλας
εὐαίωνα διαζῆν,
σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε
περισσῶν παρὰ φωτῶν.
430 τὸ πλῆθος ὅ τι τὸ φαυλότερον ἐνόμισε χρῆ-
ταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίμαν.

ΧΟΡΟΣ

Οσιότητα,1 δέσποινα των ουρανών,370

Οσιότητα, που έρχεσαι με χρυσά φτερά πάνω στη γη,

άκουσες τι είπε ο Πενθέας;

Άκουσες την ανόσια ύβρη2 για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,375

τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;

Εκείνος ορίζει

να δένεσαι στο χορό με το θίασο,

να γελάς όταν παίζει ο αυλός3380

και οι πίκρες να σβήνουν,

όταν έρχεται λαμπερό κρασί στα δείπνα των θεών4

και ο κρατήρας,

σε γιορτές που τις στέφει ο κισσός,

βυθίζει στον ύπνο τους άντρες.385

 

Αχαλίνωτα στόματα,

άνομη αφροσύνη,

το τέλος δυστυχία.

Ο ήσυχος βίος και η φρόνηση390

ασάλευτα μένουν και στηρίζουν τα σπίτια.

Μακριά ζουν στον αιθέρα,

όμως βλέπουν οι ουράνιοι

όσα πράττει ο θνητός.

Το σοφόν δεν είναι σοφία.395

Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,

βραχύς ο βίος.

Ποιος λοιπόν όταν κυνηγά τα μεγάλα

δεν χάνει τα καθημερνά;

Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων400

μαινομένων και αστόχαστων.

 

Ας γινόταν να έφτανα στην Κύπρο,

τη γη της Αφροδίτης,

όπου πλανώνται οι έρωτες,

που μαγεύουν τις καρδιές των θνητών.405

Στην Πάφο,

που την καρπίζουν, χωρίς βροχή,

του ξένου ποταμού οι εκατόστομες ροές.5

Και κει που απλώνεται η θεσπέσια Πιερία,

ο τόπος των Μουσών, η σεπτή πλαγιά του Ολύμπου.410

Εκεί οδήγησέ με, Διόνυσε Διόνυσε,

κορυφαίε των χορών μου και θεέ των ευάν.

Εκεί ζουν οι Χάριτες,415

εκεί ο Πόθος.

Εκεί και οι βάκχες ελεύθερες

να τελούν τα όργια.

 

Ο θεός, ο υιός του Διός,

χαίρεται τις γιορτές.

Αγαπάει την Ειρήνη,

τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.6420

Ίση σε πλούσιο και φτωχό

έδωσε την τέρψη του οίνου

που διώχνει τη λύπη.

Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται

μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες425

ευλογημένη ζωή να περνά ώς τα τέλη

και με φρόνηση

νου και καρδιά μακριά να κρατάει

από ανθρώπους υπέρσοφους.

Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε430

και το πιστεύει

να το δεχθώ.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Συχνά τα χορικά του Ευριπίδη αρχίζουν με προσφώνηση. Η αφηρημένη έννοια "οσιότητα" σπανίως προσωποποιείται. Όπως οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους ρυθμίζονται από το δίκαιον, oι σχέσεις τους με τους θεούς διέπονται από το όσιον. Η οσιότητα αναφέρεται κυρίως στην τελετουργική καθαρότητα, ενδέχεται όμως, όπως εδώ, να έχει και ηθική διάσταση.

2 Το βασικό νόημα της λέξης ὕβρις είναι «βαρεία προσβολή της τιμής κάποιου, που είναι αναμενόμενο να προκαλέσει αισχύνη και που οδηγεί σε οργή και προσπάθειες για εκδίκηση» (N. Fisher).

3 Ο (πνευστός) αυλός συνδέεται με την οργιαστική λατρεία και τον Διόνυσο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η (έγχορδη) λύρα συνδέεται με τον Απόλλωνα.

4 Δείπνα των θνητών στα οποία οι θεοί θεωρούνται παρόντες (θεοξένια).

5 Ο «ξένος ποταμός» είναι ο Νείλος, για τον οποίο προφανώς πίστευαν ότι έφτανε υποθαλασσίως στην Κύπρο.

6 Βλ. Κείμενο 47 και 71.