Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

138. – Περὶ ποιητικῆς 9, 1451a36-1451b32

Το Περὶ ποιητικῆς του Αριστοτέλη, έργο γραμμένο κατά τη "δεύτερη αθηναϊκή περίοδο" του φιλοσόφου (335-323 π.Χ.), αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο έργο θεωρίας της λογοτεχνίας της αρχαιότητας. Όπως όλα τα σωζόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλη, δεν προοριζόταν από τον ίδιο για δημοσίευση, αλλά είχε χαρακτήρα σημειώσεων που θα υποστήριζαν την προφορική του διδασκαλία (για τα έργα αυτής της κατηγορίας χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος ἀκροαματικά).Από τα δύο βιβλία που πιθανότατα αποτελούσαν αρχικά το έργο, έχει σωθεί το πρώτο βιβλίο που πραγματεύεται την τραγωδία και το έπος, όχι όμως το δεύτερο που ήταν αφιερωμένο στην κωμωδία. Στα πρώτα πέντε κεφάλαια του έργου εξετάζεται αδρομερώς η έννοια της ποίησης και η σημασία της μίμησης σ᾽ αυτήν (με τον όρο εννοείται όχι η πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας αλλά η δημιουργική αναπαράσταση με καλλιτεχνικά μέσα πραγματικών ή δυνατών γεγονότων, καταστάσεων ή αντικειμένων). Ύστερα από το γενικό μέρος ακολουθεί η πραγμάτευση της τραγωδίας. Από τον ορισμό της τραγωδίας και των συστατικών της αναδεικνύεται ως σημαντικότερο στοιχείο ο μύθος, δηλαδή η πλοκή των γεγονότων. Ο μύθος πρέπει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να αποτελεί όλον με το απαραίτητο μέγεθος και με οργανική ενότητα. Με αφορμή την έννοια της εσωτερικής ενότητας, ο Αριστοτέλης εξετάζει συγκριτικά στο περίφημο κεφ. 9 την ποίηση και την ιστορία. Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνει στο ανθολογούμενο απόσπασμα, η ποίηση είναι "φιλοσοφικότερη" από την ιστορία, γιατί ασχολείται με πράγματα που έχουν γενική ισχύ, με τα καθόλου, όχι με τα συγκεκριμένα γεγονότα. Για τους αρχαίους όμως -συνεπώς και για τον Αριστοτέλη- ο μύθος αποτελεί ένα πρωιμότερο στάδιο της ιστορίας, που περιλαμβάνει εξίσου πραγματικά γεγονότα με τα μεταγενέστερα στάδια. Ο Αριστοτέλης προσπαθεί στη συνέχεια να άρει τη (φαινομενική) αντίφαση που δημιουργείται μεταξύ της δήλωσης ότι η ποίηση έχει ως θέμα της τα καθόλου και του γεγονότος ότι πραγματεύεται κατά κανόνα μυθικά (= ιστορικά) θέματα. Παραθέτει τρία επιχειρήματα για να στηρίξει την καθολικότητα της ποίησης: (α) Οι παραδεδομένοι μύθοι χρησιμοποιούνται γιατί είναι πιστευτοί. (β) Σε μερικές τραγωδίες είναι τα πιο πολλά ονόματα επινοημένα, ενώ υπάρχουν και άλλες, στις οποίες είναι όλα επινοημένα. (γ) Από το σύνολο του μυθικού υλικού ο ποιητής επιλέγει -αυτό άλλωστε τον καθιστά κατ᾽ ουσίαν ποιητή- εκείνο που ανταποκρίνεται στους κανόνες της πιθανοφάνειας και έχει καθολικότερο χαρακτήρα.

[1451a36-38] φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων καὶ ὅτι οὐ τὸ τὰ γενόμενα λέγειν, τοῦτο ποιητοῦ ἔργον ἐστίν, ἀλλ᾽ οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον. [1451b1-4] ὁ γὰρ ἱστορικὸς καὶ ὁ ποιητὴς οὐ τῷ ἢ ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα διαφέρουσιν (εἴη γὰρ ἂν τὰ Ἡροδότου εἰς μέτρα τεθῆναι καὶ οὐδὲν ἧττον ἂν εἴη ἱστορία τις μετὰ μέτρου ἢ ἄνευ μέτρων)· ἀλλὰ τούτῳ διαφέρει, τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ [1451b5-9] σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει. ἔστιν δὲ καθόλου μέν, τῷ ποίῳ τὰ ποῖα ἄττα συμβαίνει λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον, οὗ στοχάζεται ἡ ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη· τὸ δὲ καθ᾽ ἕκαστον, [1451b10-14] τί Ἀλκιβιάδης ἔπραξεν ἢ τί ἔπαθεν. ἐπὶ μὲν οὖν τῆς κωμῳδίας ἤδη τοῦτο δῆλον γέγονεν· συστήσαντες γὰρ τὸν μῦθον διὰ τῶν εἰκότων οὕτω τὰ τυχόντα ὀνόματα ὑποτιθέασιν, καὶ οὐχ ὥσπερ οἱ ἰαμβοποιοὶ περὶ τὸν καθ᾽ ἕκαστον ποιοῦσιν. [1451b15-19] ἐπὶ δὲ τῆς τραγῳδίας τῶν γενομένων ὀνομάτων ἀντέχονται. αἴτιον δ᾽ ὅτι πιθανόν ἐστι τὸ δυνατόν· τὰ μὲν οὖν μὴ γενόμενα οὔπω πιστεύομεν εἶναι δυνατά, τὰ δὲ γενόμενα φανερὸν ὅτι δυνατά· οὐ γὰρ ἂν ἐγένετο, εἰ ἦν ἀδύνατα. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς τραγῳδίαις ἐν ἐνίαις μὲν ἓν ἢ δύο τῶν γνωρίμων ἐστὶν ὀνομάτων, τὰ δὲ ἄλλα πεποιημένα, [1451b20-24] ἐν ἐνίαις δὲ οὐθέν, οἷον ἐν τῷ Ἀγάθωνος Ἀνθεῖ· ὁμοίως γὰρ ἐν τούτῳ τά τε πράγματα καὶ τὰ ὀνόματα πεποίηται, καὶ οὐδὲν ἧττον εὐφραίνει. ὥστ᾽ οὐ πάντως εἶναι ζητητέον τῶν παραδεδομένων μύθων, περὶ οὓς αἱ τραγῳδίαι εἰσίν, ἀντέχεσθαι. [1451b25-29] καὶ γὰρ γελοῖον τοῦτο ζητεῖν, ἐπεὶ καὶ τὰ γνώριμα ὀλίγοις γνώριμά ἐστιν, ἀλλ᾽ ὅμως εὐφραίνει πάντας. δῆλον οὖν ἐκ τούτων ὅτι τὸν ποιητὴν μᾶλλον τῶν μύθων εἶναι δεῖ ποιητὴν ἢ τῶν μέτρων, ὅσῳ ποιητὴς κατὰ τὴν μίμησίν ἐστιν, μιμεῖται δὲ τὰς πράξεις. κἂν ἄρα συμβῇ γενόμενα ποιεῖν, [1451b30-32] οὐθὲν ἧττον ποιητής ἐστι· τῶν γὰρ γενομένων ἔνια οὐδὲν κωλύει τοιαῦτα εἶναι οἷα ἂν εἰκὸς γενέσθαι {καὶ δυνατὰ γενέσθαι}, καθ᾽ ἐκεῖνος αὐτῶν ποιητής ἐστιν.

[1451a36] Από όσα έχουν λεχθεί προκύπτει επίσης σαφώς ότι έργο του ποιητή δεν είναι να παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, δηλαδή τα δυνατά σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. [1451b] Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. [5] Συνεπώς η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία. Γιατί η ποίηση έχει ως θέμα της πιο πολύ τα καθόλου, ενώ η ιστοριογραφία τα καθ᾽ έκαστον. Το καθόλου έγκειται στο ότι σ᾽ έναν τύπο ανθρώπου προσιδιάζει να λέει ή να πράττει σύμφωνα με την πιθανοφάνεια και την αναγκαιότητα κάποιου είδους πράγματα. Σε αυτό ακριβώς αποβλέπει η ποίηση, έστω και αν δίνει κύρια ονόματα στα πρόσωπα. [10] Το καθ᾽ έκαστον έγκειται, για παράδειγμα, στο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης.

Στην κωμωδία αυτό έχει γίνει στις μέρες μας ήδη σαφές: οι ποιητές συνθέτουν πρώτα την πλοκή στηριζόμενοι στους κανόνες της πιθανοφάνειας και κατόπιν δίνουν στα πρόσωπα τυχαία ονόματα -όχι όπως οι ιαμβογράφοι, που συνθέτουν ποιήματα για συγκεκριμένα πρόσωπα. [15] Στην τραγωδία ωστόσο οι ποιητές διατηρούν τα παραδεδομένα ονόματα των προσώπων. Η αιτία έγκειται στο ότι πιστευτό είναι αυτό που είναι δυνατό· αυτά όμως που δεν έχουν πραγματικά συμβεί δεν πιστεύουμε εύκολα ότι είναι δυνατά, ενώ αντιθέτως όσα έχουν συμβεί είναι προφανές ότι είναι δυνατά (γιατί δεν θα είχαν συμβεί, εάν ήταν αδύνατα). Εντούτοις και μεταξύ των τραγωδιών υπάρχουν μερικές που διατηρούν ένα ή δύο γνωστά ονόματα, ενώ τα υπόλοιπα είναι επινοημένα· [20] σε μερικές μάλιστα ούτε ένα όνομα δεν είναι γνωστό, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Ανθέα του Αγάθωνα.1 Στο έργο αυτό είναι επινοημένη τόσο η υπόθεση όσο και τα ονόματα, και παρ᾽ όλα αυτά δεν προσφέρει μικρότερη ευχαρίστηση. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να επιδιώκει κανείς πάση θυσία να μένει προσκολλημένος στους παραδεδομένους μύθους, από τους οποίους αντλούν το υλικό τους οι τραγωδίες. [25] Μια τέτοια επιδίωξη θα ήταν μάλιστα αστεία, αφού και οι γνωστοί μύθοι είναι μόνο σε λίγους γνωστοί, και παρ᾽ όλα αυτά προσφέρουν ευχαρίστηση σε όλους.

Από τα παραπάνω καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο ποιητής πρέπει να είναι περισσότερο ποιητής μύθων παρά στίχων, στο βαθμό που είναι ποιητής επειδή μιμείται και αντικείμενο της μίμησής του αποτελούν οι πράξεις. Ακόμη λοιπόν και αν ασχολείται στην ποίησή του με πραγματικά γεγονότα, δεν είναι λιγότερο ποιητής. [30] Διότι τίποτα δεν εμποδίζει κάποια από αυτά τα γεγονότα να συνάδουν προς το πιθανόν. Και βάσει αυτού του χαρακτηριστικού ο ποιητής τα επιλέγει για να τα πραγματευθεί.

 

(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)

 

1 Ο Αγάθων ήταν σημαντικός τραγικός ποιητής, λίγο νεότερος του Ευριπίδη. Για την τραγωδία του Ἀνθεύς δεν γνωρίζουμε τίποτα πέρα από τη συγκεκριμένη αναφορά του Αριστοτέλη.