Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
139. – Περὶ ποιητικῆς 26, 1461b26-1462b15
Σε ένα σημαντικό κεφάλαιο, με το οποίο έκλεινε το πρώτο βιβλίο της Ποιητικῆς,ο Αριστοτέλης επανέρχεται στην τραγωδία, αφού προηγουμένως έχει πραγματευθεί και το έπος, για να συγκρίνει τα δύο λογοτεχνικά είδη. Αφού αναφέρει τα επιχειρήματα κατά της τραγωδίας, αντιτείνει ότι αυτά αφορούν πιο πολύ στις παραστάσεις της και παρουσιάζει ο ίδιος κάποια επιχειρήματα για την κατωτερότητα του έπους σε σχέση με την τραγωδία. Στη σύγκριση των δύο ειδών υπόκειται η φιλοσοφική αντίληψη ότι για να καταλάβει κανείς σε βάθος ένα φαινόμενο πρέπει να εξετάσει τις ύψιστες δυνατότητες που παρέχει (εδώ τέτοιες δυνατότητες όσον αφορά την ποιητική τέχνη παρέχουν η τραγωδία και το έπος).
[1461b26-29] πότερον δὲ βελτίων ἡ ἐποποιικὴ μίμησις ἢ ἡ τραγική, διαπορήσειεν ἄν τις. εἰ γὰρ ἡ ἧττον φορτικὴ βελτίων, τοιαύτη δ᾽ ἡ πρὸς βελτίους θεατάς ἐστιν ἀεί, λίαν δῆλον ὅτι ἡ ἅπαντα μιμουμένη φορτική· ὡς γὰρ οὐκ αἰσθανομένων [1461b30-35] ἂν μὴ αὐτὸς προσθῇ, πολλὴν κίνησιν κινοῦνται, οἷον οἱ φαῦλοι αὐληταὶ κυλιόμενοι ἂν δίσκον δέῃ μιμεῖσθαι, καὶ ἕλκοντες τὸν κορυφαῖον ἂν Σκύλλαν αὐλῶσιν. ἡ μὲν οὖν τραγῳδία τοιαύτη ἐστίν, ὡς καὶ οἱ πρότερον τοὺς ὑστέρους αὐτῶν ᾤοντο ὑποκριτάς· ὡς λίαν γὰρ ὑπερβάλλοντα πίθηκον ὁ Μυννίσκος τὸν Καλλιππίδην ἐκάλει, τοιαύτη δὲ δόξα καὶ περὶ Πινδάρου ἦν· [1462a1-4] ὡς δ᾽ οὗτοι ἔχουσι πρὸς αὐτούς, ἡ ὅλη τέχνη πρὸς τὴν ἐποποιίαν ἔχει. τὴν μὲν οὖν πρὸς θεατὰς ἐπιεικεῖς φασιν εἶναι ‹οἳ› οὐδὲν δέονται τῶν σχημάτων, τὴν δὲ τραγικὴν πρὸς φαύλους· εἰ οὖν φορτική, χείρων δῆλον ὅτι ἂν εἴη. [1462a5-9] πρῶτον μὲν οὐ τῆς ποιητικῆς ἡ κατηγορία ἀλλὰ τῆς ὑποκριτικῆς, ἐπεὶ ἔστι περιεργάζεσθαι τοῖς σημείοις καὶ ῥαψῳδοῦντα, ὅπερ {ἐστὶ} Σωσίστρατος, καὶ διᾴδοντα, ὅπερ ἐποίει Μνασίθεος ὁ Ὀπούντιος. εἶτα οὐδὲ κίνησις ἅπασα ἀποδοκιμαστέα, εἴπερ μηδ᾽ ὄρχησις, ἀλλ᾽ ἡ φαύλων, ὅπερ καὶ Καλλιππίδῃ [1462a10-14] ἐπετιμᾶτο καὶ νῦν ἄλλοις ὡς οὐκ ἐλευθέρας γυναῖκας μιμουμένων. ἔτι ἡ τραγῳδία καὶ ἄνευ κινήσεως ποιεῖ τὸ αὑτῆς, ὥσπερ ἡ ἐποποιία· διὰ γὰρ τοῦ ἀναγινώσκειν φανερὰ ὁποία τίς ἐστιν· εἰ οὖν ἐστι τά γ᾽ ἄλλα κρείττων, τοῦτό γε οὐκ ἀναγκαῖον αὐτῇ ὑπάρχειν. ἔπειτα διότι πάντ᾽ ἔχει ὅσαπερ ἡ ἐποποιία [1462a15-18] (καὶ γὰρ τῷ μέτρῳ ἔξεστι χρῆσθαι), καὶ ἔτι οὐ μικρὸν μέρος τὴν μουσικήν {καὶ τὰς ὄψεις}, δι᾽ ἧς αἱ ἡδοναὶ συνίστανται ἐναργέστατα· εἶτα καὶ τὸ ἐναργὲς ἔχει καὶ ἐν τῇ ἀναγνώσει καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων· ἔτι τῷ ἐν ἐλάττονι μήκει τὸ τέλος [1462b1-4] τῆς μιμήσεως εἶναι (τὸ γὰρ ἀθροώτερον ἥδιον ἢ πολλῷ κεκραμένον τῷ χρόνῳ, λέγω δ᾽ οἷον εἴ τις τὸν Οἰδίπουν θείη τὸν Σοφοκλέους ἐν ἔπεσιν ὅσοις ἡ Ἰλιάς)· ἔτι ἧττον μία ἡ μίμησις ἡ τῶν ἐποποιῶν (σημεῖον δέ, ἐκ γὰρ ὁποιασοῦν μιμήσεως πλείους τραγῳδίαι γίνονται), ὥστε ἐὰν μὲν ἕνα [1462b5-9] μῦθον ποιῶσιν, ἢ βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι, ἢ ἀκολουθοῦντα τῷ τοῦ μέτρου μήκει ὑδαρῆ· λέγω δὲ οἷον ἐὰν ἐκ πλειόνων πράξεων ᾖ συγκειμένη, ὥσπερ ἡ Ἰλιὰς ἔχει πολλὰ τοιαῦτα μέρη καὶ ἡ Ὀδύσσεια ‹ἃ› καὶ καθ᾽ ἑαυτὰ [1462b10-14] ἔχει μέγεθος· καίτοι ταῦτα τὰ ποιήματα συνέστηκεν ὡς ἐνδέχεται ἄριστα καὶ ὅτι μάλιστα μιᾶς πράξεως μίμησις. εἰ οὖν τούτοις τε διαφέρει πᾶσιν καὶ ἔτι τῷ τῆς τέχνης ἔργῳ (δεῖ γὰρ οὐ τὴν τυχοῦσαν ἡδονὴν ποιεῖν αὐτὰς ἀλλὰ τὴν εἰρημένην), φανερὸν ὅτι κρείττων ἂν εἴη μᾶλλον τοῦ τέλους τυγχάνουσα [1462b15] τῆς ἐποποιίας. |
[1461b26] Εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς ποια μίμηση είναι ανώτερη, η επική ή η τραγική. Εάν ανώτερη είναι η λιγότερο αγοραία και αν τέτοια είναι πάντα αυτή που απευθύνεται σε υψηλότερο κοινό, τότε προφανώς εκείνη που αναπαριστά το καθετί είναι άκρως αγοραία. Οι ηθοποιοί στην περίπτωση αυτή, θεωρώντας ότι το κοινό δεν μπορεί να παρακολουθήσει, αν δεν προσθέσουν τα δικά τους, διαρκώς κινούνται [30] -όπως οι αξιοθρήνητοι εκείνοι αυλητές που κυλιούνται, όταν είναι να μιμηθούν έναν δίσκο, και τραβολογούν τον κορυφαίο, όταν παίζουν τη Σκύλλα.1 Στην τραγωδία λοιπόν απευθύνεται η ίδια κατηγορία, για την οποία και οι παλαιότεροι ηθοποιοί μέμφονταν τους νεότερους: ο Μυννίσκος αποκαλούσε τον Καλλιπίδη πίθηκο, [35] επειδή το παράκανε, ενώ παρόμοια άποψη επικρατούσε και για τον Πίνδαρο.2 [1462a] Όποια σχέση έχουν αυτοί οι ηθοποιοί προς τους προγενέστερούς τους, την ίδια έχει η τραγική τέχνη ως σύνολο προς το έπος. Το έπος, λένε, απευθύνεται σε υψηλού επιπέδου κοινό, που δεν χρειάζεται τις χειρονομίες, η τραγική τέχνη αντιθέτως σε κοινό χαμηλού επιπέδου. Εάν συνεπώς η τραγωδία είναι αγοραία, τότε προφανώς είναι κατώτερη. [5] Πρώτον, όμως, η κατηγορία δεν απευθύνεται στην ποιητική τέχνη αλλά στην υποκριτική. Διότι υπερβολές σε εκφραστικές κινήσεις είναι δυνατές και κατά την εκτέλεση ενός έπους, όπως στην περίπτωση του Σωσίστρατου, καθώς και όταν τραγουδά κανείς σε μουσικό διαγωνισμό, όπως ο Μνασίθεος από τον Οπούντα.3Έπειτα, δεν είναι σωστό να αποδοκιμάζεται κάθε είδος μιμητικής κίνησης -εφόσον βέβαια ούτε ο χορός συνολικά αποδοκιμάζεται- αλλά μόνο εκείνες οι κινήσεις που εκτελούνται από χυδαίους ηθοποιούς. [10] Αυτό έψεγαν και στον Καλλιπίδη και τώρα σε άλλους, πως δεν είναι δηλαδή σε θέση να παραστήσουν με τον τρόπο που ταιριάζει ελεύθερες γυναίκες. Επιπλέον, η τραγωδία επιτελεί το έργο της και χωρίς κίνηση, όπως ακριβώς το έπος. Αρκεί η ανάγνωσή της για να καταστεί φανερός ο χαρακτήρας της. Εάν λοιπόν η τραγωδία υπερέχει ως προς τα υπόλοιπα, δεν της είναι απαραίτητο αυτό το στοιχείο.4 [15] Δεύτερον, η τραγωδία περιέχει όλα τα στοιχεία που περιέχει και το έπος -ακόμη και το δικό του μέτρο μπορεί να χρησιμοποιήσει5- και εκτός αυτού σε βαθμό όχι ασήμαντο τη μουσική, η οποία προκαλεί ζωηρότατες συγκινήσεις. [1462b] Έπειτα, το χαρακτηριστικό της ενάργειας υπάρχει και κατά την ανάγνωση και κατά την παράσταση. Υπερέχει επίσης με το να επιτυγχάνει τον σκοπό της μίμησης με μικρότερο μήκος. Το πιο συμπυκνωμένο προκαλεί μεγαλύτερη τέρψη από το διεσπαρμένο μέσα σε μακρά χρονική περίοδο. (Εννοώ την περίπτωση, για παράδειγμα, να επιδίωκε κανείς να συνθέσει τον Οιδίποδα του Σοφοκλή σε τόσους επικούς στίχους, όσους έχει η Ιλιάδα.) Η μίμηση επίσης των επικών ποιητών είναι λιγότερο ενιαία (απόδειξη γι᾽ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι από οποιοδήποτε έπος μπορούν να προέλθουν αρκετές τραγωδίες). [5] Το αποτέλεσμα είναι, ότι στην περίπτωση που οι επικοί ποιητές συνθέτουν μία πλοκή, τότε αυτή φαίνεται είτε κολοβωμένη (αν έχει εκτεθεί με συντομία) είτε πλαδαρή (αν συμβαδίζει με το μήκος που ταιριάζει στο επικό μέτρο).6 Μιλώ για ένα έπος που αποτελείται από περισσότερες πράξεις, όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έπη που περιλαμβάνουν πολλά τέτοια μέρη, καθένα από τα οποία έχει από μόνο του ικανό μέγεθος. [10] Ωστόσο τα δυο αυτά ποιήματα έχουν συντεθεί κατά τον τελειότερο δυνατό τρόπο και αποτελούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό μίμηση μιας και μοναδικής πράξης. Αν λοιπόν η τραγωδία υπερέχει σε όλα αυτά και επιπλέον υπερέχει ως προς το καλλιτεχνικό της αποτέλεσμα (γιατί έπος και τραγωδία πρέπει να προκαλούν όχι οποιαδήποτε ηδονή αλλά την προαναφερθείσα),7 τότε είναι φανερό ότι αυτή υπερτερεί του έπους, [15] αφού βέβαια επιτυγχάνει καλύτερα τον επιδιωκόμενο σκοπό.
(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)
|
1 «Σκύλλα» ήταν τίτλος διθυράμβου του Τιμόθεου, στον οποίο ο αυλητής παρίστανε τη μυθική Σκύλλα με τους ήχους και τις κινήσεις της, ο κορυφαίος τον Οδυσσέα και ο υπόλοιπος χορός τους συντρόφους του, που αρπάζονταν από το τέρας.
2 Μυννίσκος: πρωταγωνιστής του Αισχύλου. Καλλιπίδης: περίφημος ηθοποιός της τραγωδίας (περ. 400 π.Χ.). Πίνδαρος: άγνωστος από αλλού ηθοποιός.
3 Τόσο ο Σωσίστρατος όσο και ο Μνασίθεος μας είναι άγνωστοι από αλλού.
4 Εννοείται το στοιχείο της υπόκρισης.
5 Δηλαδή το δακτυλικό εξάμετρο (το οποίο όμως απαντά σπανιότατα στην τραγωδία).
6 Η λ. "πλαδαρή" αποδίδει το αρχαιοελληνικό ὑδαρής (= "νερουλός", κυρίως προκειμένου για οίνο που έχει αραιωθεί με πολύ νερό).
7 Στην «οικεία ηδονή» της τραγωδίας έχει αναφερθεί ο Αριστοτέλης στο κεφ. 14. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές εδώ εννοείται η ηδονή που προκαλείται από τη διέγερση των συναισθημάτων του ελέου και του φόβου καθώς και από την κάθαρση.