Hypothesis

Ερευνητική υπόθεση. Τσοπάνογλου 20102:60.

Υπόθεση, σύμφωνα με τον Βάμβουκα (1988:111), λέγεται «μια αμφίβολη αλλά αληθοφανής εικασία, με την οποία η φαντασία προλαμβάνει τη γνώση». Δεν πρόκειται φυσικά για μια φαντασία χωρίς δεσμεύσεις, αφού αυτή αναμένεται να εδράζεται σε γνώσεις για τον κόσμο που αποκτήσαμε ζώντας ή μελετώντας την ειδική με τον κλάδο βιβλιογραφία, ή ακόμη έχοντας προγενέστερα κάνει άμεση και συστηματική παρατήρηση, δηλαδή έρευνα.

Στην επιστημονική έρευνα οι υποθέσεις μπορεί να έχουν δύο (τουλάχιστον) διαφορετικές πηγές. Η πρώτη είναι η προσωπική εμπειρία, που προϋποθέτει, βέβαια, ταυτόχρονα και ανήσυχο, ερευνητικό πνεύμα. Η δεύτερη είναι η βιβλιογραφία. Στη βιβλιογραφία μπορεί να βρει κανείς, για την επιστήμη που τον ενδιαφέρει, αφενός αποτελέσματα ερευνών που καταλήγουν σε νέες υποθέσεις ή επιτρέπουν τη συναγωγή υποθέσεων, και αφετέρου θεωρίες που περιέχουν υποθέσεις ή επιτρέπουν τη συναγωγή υποθέσεων.

Ως προς τον τρόπο διατύπωσης των υποθέσεων, αυτές διακρίνονται σε δύο είδη. Μια υπόθεση μπορεί να έχει τη μορφή ερωτηματικής ή καταφατικής πρότασης. Η επιλογή του ενός ή του άλλου είναι συνάρτηση του βαθμού γενίκευσης και του τύπου έρευνας. Συνήθως η υπόθεση έχει μορφή ερωτηματικής πρότασης, όταν είναι ακόμη γενικόλογη και όταν αφορά ένα επιμέρους πρόβλημα για το οποίο οι γνώσεις μας είναι ακόμη ελλιπείς ή αποσπασματικές. Διαφορετικά, η υπόθεση είναι μια καταφατική πρόταση που δηλώνει ότι κάτι συμβαίνει.

Για να γίνει κατανοητή η διαφορά των παραπάνω διατυπώσεων υποθέσεων, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι υποθέσεις συναντιούνται σε δύο επίπεδα γενίκευσης. Υπάρχουν οι «γενικές» ή «θεωρητικές υποθέσεις», αυτές που στην αγγλική χαρακτηρίζονται συνήθως «conceptual hypotheses» και οι «ειδικές», «χρηστικές» ή «πειραματικές υποθέσεις» ή ακόμη, και καλύτερα, «υποθέσεις εργασίας» (operationalized hypotheses, experimental hypotheses). Οι γενικόλογα διατυπωμένες υποθέσεις περιλαμβάνουν συνήθως εννοιολογικές δομές, ενώ οι υποθέσεις εργασίας κάνουν αναφορά σε μεταβλητές.

Η ερευνητική υπόθεση, όταν έχει γίνει συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, πρέπει να πληροί ορισμένες προδιαγραφές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι: α) να αποφεύγει τη διατύπωση θέσεων ιδεολογικής ή ηθικής φύσεως, β) να προσδιορίζει με σαφήνεια ποια σχέση υποθέτουμε πως υπάρχει μεταξύ μεταβλητών ή τι μέγεθος αναμένεται να έχει καθεμία από αυτές, γ) να προσδιορίζει με ποιον εμπειρικό τρόπο θα ελεγχθεί η υπόθεση, δηλαδή πώς θα γίνει η συλλογή και η επεξεργασία των δεδομένων.

Βιβλιογραφία

  • Βάμβουκας Μ. (1988). Εισαγωγή στην ψυχοπαιδαγωγική έρευνα και μεθοδολογία. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.