High order/level questions

Ερωτήσεις υψηλού επιπέδου. Γιοκαρίνης 1988:27-30, 33-39. Ματσαγγούρας 1987:6, 13.

Οι ερωτήσεις υψηλού επιπέδου (σε αντιδιαστολή με τις ερωτήσεις χαμηλού επιπέδου) «βοηθούν στην ανάπτυξη της ικανότητας του νου να προσεγγίζει αφηρημένες έννοιες και να διαπραγματεύεται ιδέες του χαρακτήρα αυτού, γεγονός που απαιτεί από το μαθητή να προχωρήσει πέρα από το επίπεδο του συγκεκριμένου ή το επίπεδο κατανόησης λεπτομερειών, δηλαδή σε γενικεύσεις, κατατάξεις ή συσχετισμούς για τη συγκρότηση εννοιών εύληπτων» (Γιοκαρίνης 1988:30). Ακόμη, οι ερωτήσεις αυτού του επιπέδου κινητοποιούν τη σκέψη των μαθητών και δε δίνουν βαρύτητα τόσο στις γνώσεις τους όσο στο τι μπορούν να κάνουν για να μάθουν περισσότερα (Hodgen & Webb 2008:74), καθώς δεν απαιτούν μόνο την απλή ανάκληση πληροφοριών (Barden 1995:423, όπως αναφέρεται στο Hand et al. 2002:21). Συνεπώς, στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι ερωτήσεις ανάλυσης, σύνθεσης και αξιολόγησης (Γιοκαρίνης 1988:37).

Οι ερωτήσεις υψηλού επιπέδου διαθέτουν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, ενώ απαιτούν από τους μαθητές περισσότερο χρόνο, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν την πρόκληση που τους δίνεται. Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή χρήση τους είναι ο προσδιορισμός των γνώσεων και του επιπέδου των μαθητών, γεγονός που απαιτεί τη μεθοδικότητα και την προσήλωση των διδασκόντων.

Βιβλιογραφία

  • Γιοκαρίνης Ν. Κ. (1988). Η Τεχνική των Ερωτήσεων. Δράμα.
  • Ματσαγγούρας Η. (1987). Οι Αντιδράσεις του Δασκάλου στις Απαντήσεις των Μαθητών. Διαπιστώσεις και Υποδείξεις, 5-21. Πρόσβαση [on line]: https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/3884/1/matsaggouras_p5-p21_1987.pdf [11/11/10].


  • Hand B., Prain V., Wallace C. (2002). Influences of Writing Tasks on Students’ Answers to Recall and Higher-Level Test Questions. Research in Science Education, 32: 19-34.
  • Hodgen J., Webb M. (2008). Questioning and Dialogue. In S. Swaffield. Unlocking Assessment. Understanding for Reflection and Application. London and New York: Routledge, 73-89.