Ability
Δεξιότητα. Βέρδης 2006:699. Κολιάδης 2002:197. Κωνσταντίνου 2002:41. Παντελιάδου & Πατσιοδήμου 2007:2. Τσακπίνη κ.ά. 2006:395.
*Ικανότητα. Τσομπάνογλου 2007:49. Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς 2008:5.
Η απόδοση αυτού του όρου στην ελληνική είναι προβληματική, αφενός επειδή στην αγγλική δεν είναι επαρκώς σαφής η διαφορά του από τον όρο competence, και σε μικρότερο βαθμό από τους όρους skill και (language) proficiency, και αφετέρου επειδή και στην ελληνική υπάρχουν δύο, τουλάχιστον, όροι χωρίς σαφώς διακριτά σημασιολογικά αναφερόμενα.
Στα λεξικά της κοινής αγγλικής βρίσκει συνήθως κανείς δύο ορισμούς του ability: (1) η ιδιότητα του να είναι κανείς ικανός (able) να κάνει κάτι και (2) η ιδιότητα του να είναι κανείς κατάλληλος (suitable) να κάνει κάτι. Στα ίδια λεξικά, στο λήμμα competence βρίσκει κανείς, με διάφορες διατυπώσεις, τον ορισμό «επάρκεια γνώσεων, δεξιοτήτων και ιδιοτήτων που επιτρέπουν σε κάποιον να δράσει σε ευρύ φάσμα περιστάσεων». Είναι προφανές ότι η διαφορά δεν είναι σαφής αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι το competence είναι ευρύτερο του ability, αφού περιλαμβάνει χαρακτηριστικά του γνωστικού, του αισθητηριοκινητικού, αλλά και του θυμικού πεδίου της προσωπικότητας του ατόμου.
Στα λεξικά της κοινής νεοελληνικής υπάρχει η αντίστοιχη σύγχυση. Για παράδειγμα, στο ευρέως χρησιμοποιούμενο λεξικό του Μπαμπινιώτη βρίσκει κανείς: «Δεξιότητα ... ό,τι χαρακτηρίζει τον ικανό και τον επιδέξιο ... ΣΥΝ. επιδεξιότητα, ικανότητα, επιτηδειότητα, δεινότητα. ΑΝΤ. αδεξιότητα, ανικανότητα, ανεπιτηδειότητα». Στο ίδιο λεξικό, στο λήμμα ικανότητα γράφει: «Ικανότητα ... Το να είναι κανείς ικανός για κάτι, το να μπορεί να κάνει κάτι ...».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνική μετάφραση του Common European Framework of Reference χρησιμοποιείται ο όρος «ικανότητα» για να αποδοθούν οι εξής όροι της αγγλικής:
1. ability (π.χ., σελ. 3 της αγγλικής έκδοσης «... developing the ability of Europeans to communicate ...» και, αντίστοιχα, σελ. 4 της ελληνικής «... αναπτύσσοντας αισθητά την ικανότητα των Ευρωπαίων να επικοινωνούν ...»),
2. competence (π.χ., σελ. 1 της αγγλικής έκδοσης «... by breaking language competence down into separate components.» και, αντίστοιχα, σελ. 1 της ελληνικής «... διασπώντας τη γλωσσική ικανότητα σε ξεχωριστούς τομείς.»),
3. proficiency (π.χ., σελ. 3 της αγγλικής έκδοσης «... to acquire a communicative proficiency appropriate to their specific needs.» και, αντίστοιχα, σελ. 3 της ελληνικής «... να αποκτούν επικοινωνιακή ικανότητα κατάλληλη για τις συγκεκριμένες ανάγκες τους.».
Η πρότασή μας είναι να αποδίδεται ο όρος «ability» με τον όρο «ικανότητα», ο όρος «competence» με τον όρο «δεξιότητα», ο όρος «proficiency» με τον όρο «επάρκεια» και ο όρος «skill», στον επιστημονικό κλάδο της γλωσσικής δοκιμασιολογίας (language testing), με τον όρο «μακροδεξιότητα». Να θεωρηθεί, δηλαδή, ότι η δεξιότητα κάποιου είναι κάτι ευρύ και όχι άμεσα παρατηρήσιμο, ενώ ικανότητες είναι αυτά που προϋποθέτει η δεξιότητα ή που συναποτελούν και που εκδηλώνονται ως συμπεριφορά, δηλαδή είναι άμεσα παρατηρήσιμες.
Ο λόγος για τον οποίο μας ενδιαφέρει εδώ ο ορισμός και η απόδοση του «ability» (και των λοιπών όρων που αποτελούν ένα σημασιολογικό μικροσύστημα) είναι επειδή, χωρίς προσδιορισμό των δεξιοτήτων, των ικανοτήτων, των γνώσεων, κτλ., δεν είναι εφικτή η εκπαιδευτική αξιολόγηση: ο προσδιορισμός τους αποτελεί μία από τις λίγες προϋποθέσεις της αξιολόγησης.
Βιβλιογραφία
- Βέρδης Α. (2006). Οι διεθνείς μελέτες για την αξιολόγηση της μαθητικής επίδοσης, από άποψη ερευνητικής μεθοδολογίας και στατιστικής ανάλυσης. Στο Δ. Κακανά, Κ. Μπότσογλου,Ν. Χανιωτάκης, Ε. Καβαλάρη (επιμ), Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση: Παιδαγωγική και διδακτική διάσταση: 71 κείμενα για την αξιολόγηση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 695-703.
- Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις γλώσσες (2008). Μτφρ. του Common European Framework of Reference από τους Σ. Ευσταθιάδη, Α. Τσαγγαλίδη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Πρόσβαση [on line]: http://www.komvos.edu.gr [12/02/09].
- Κολιάδης Ε. (2002). Μέτρηση και αξιολόγηση της επίδοσης για τη διασφάλιση της επιτυχίας: (Πρόγραμμα Qual-Impact). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Κωνσταντίνου Χ. (2002). Η αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή σύμφωνα με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 7: 37-51. Πρόσβαση [on line]: http://www.pi-schools.gr/download/publications/epitheorisi/teyxos7/epitheor_7.pdf [11/11/10].
- Παντελιάδου Σ., Πατσιοδήμου Α. (2007). Εφαρμογές διδακτικής αξιολόγησης και μαθησιακές δυσκολίες. Θεσσαλονίκη: Γράφημα.
- Τσακπίνη Κ., Απτέσλης Ν., Μητροπούλου Ε. (2006). Εργαλεία εκπαιδευτικής αξιολόγησης για παιδιά με αυτισμό στο γνωστικό τομέα. Στο Δ. Κακανά, Κ. Μπότσογλου, Ν. Χανιωτάκης, Ε. Καβαλάρη (επιμ), Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση: Παιδαγωγική και διδακτική διάσταση: 71 κείμενα για την αξιολόγηση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 393-400.
Τσομπάνογλου Μ. (2007). Πρότυπο αξιολόγησης της εγκυρότητας δομής συστημάτων πιστοποίησης γλωσσομάθειας. Εφαρμογή του στο Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας του Επιπέδου Β2 της Αγγλικής Γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.