Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "πρόταση"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόταση [clause, sentence]
- Μονάδα γραμματικής οργάνωσης που ορίζεται παραδοσιακά ως συντομότατος λόγος με πλήρες νόημα· γλωσσική έκφραση κείμενο) μπορούν επίσης να προσεγγιστούν ως γραμματικές μονάδες, χωρίς όμως να εκπληρώνουν στον ίδιο βαθμό αυστηρά, τυπικά κριτήρια (εφόσον η δομή τους δεν είναι προβλέψιμη από συγκεκριμένους κανόνες). Ο ελληνικός όρος αντιστοιχεί εξίσου στα αγγλικά clause (απλή πρόταση, π.χ. άμεσα συστατικά, π.χ. σύμφωνα με το ακόλουθο...
[σύνταξη]
- πρόταση, απλή ή πυρηνική [kernel sentence]
-
Βλ. πρόταση