Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Ψ*"

4 items total [1 - 4]
ψευδοαμετάβατες δομές [pseudo-intransitive structures]
Βλ. μεταβατικότητα
 
ψηλό φωνήεν [high vowel]
Βλ. κλειστό φωνήεν
 
ψυχογλωσσολογία [psycholinguistics]
H ψυχογλωσσολογία ή ψυχολογία της γλώσσας είναι διεπιστημονικός κλάδος που ανήκει τόσο στη γλωσσολογία όσο και στην ψυχολογία, και διερευνά τη σχέση γλωσσικών και ψυχολογικών φαινομένων. Βασίζεται γι' αυτό τον σκοπό σε ποικίλες εμπειρικές μεθόδους, κυρίως στις πειραματικές τεχνικές της ψυχολογίας (όπως η μέτρηση του χρόνου αντίδρασης όταν ελέγχεται η κατανόηση προτάσεων) καθώς και στην ανάλυση της φυσικής ομιλίας (όταν...
ψυχολογικό υποκείμενο [psychological subject]
Βλ. θέμα/σχόλιο
 
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go