Dictionary of Linguistic Terms

Results for: "Δ*"

35 items total [1 - 10]
δάνειο [loan word]
Βλ. δανεισμός
 
δανεισμός [borrowing]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
δασύ σύμφωνο [aspirate consonant]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
δασύτητα [aspiration]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
δείξη [deixis]
Η χρήση της γλώσσας, αποτελεί την πλέον προφανή και ευθεία αντανάκλαση της σχέσης μεταξύ γλώσσας και «πραγματικότητας». Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στη χρήση συγκεκριμένων γλωσσικών εκφράσεων που έχει στη διάθεσή του ο ομιλητής για να εντοπίσει και να ταυτοποιήσει πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα, διαδικασίες και δραστηριότητες μέσα στα τοπικοχρονικά, κοινωνικά, και κειμενικά συμφραζόμενα που δημιουργεί και συντηρεί η πράξη της εκφώνησης και...
δεοντική τροπικότητα [deontic modality]
Βλ. τροπικότητα
 
δεοντικός/δεοντικότητα [deontic]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
δεσμευμένο μόρφημα [bound morpheme]
Ο όρος χαρακτηρίζει ένα μόρφημα ως προς την αυτονομία του και αναφέρεται στα μορφήματα τα οποία δεν μπορούν να εμφανιστούν μόνα τους στον λόγο (όπως τα ελεύθερα), αλλά εμφανίζονται πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα. Π.χ. το στερητικό μόρφημα). p(author). Μ. Θεοδωροπούλου...
δευτερογενές σύστημα σήμανσης [secondary semiotic system]
Βλ. πρωτογενή - δευτερογενή συστήματα σήμανσης
 
δήλωση [denotation]
H γλωσσολογική σημασιολογία πραγματεύεται συνήθως τους όρους φιλοσοφία της γλώσσας) γίνεται ανάμεσα στην έννοια από τη μια πλευρά και στην αναφορά και τη ...
< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go