πρόταση [clause, sentence]
πρόταση [clause, sentence]
Μονάδα γραμματικής οργάνωσης που ορίζεται παραδοσιακά ως συντομότατος λόγος με πλήρες νόημα· γλωσσική έκφραση συντακτικά αυτόνομη, που δεν εγκλείεται από γραμματική άποψη σε πιο πολύπλοκη γλωσσική έκφραση και της οποίας η δομή είναι περιγράψιμη με βάση συντακτικούς κανόνες (φραστικής δομής) . Σύμφωνα με πρόσφατες θεωρήσεις, μεγαλύτερες ενότητες από την πρόταση (π.χ. κείμενο) μπορούν επίσης να προσεγγιστούν ως γραμματικές μονάδες, χωρίς όμως να εκπληρώνουν στον ίδιο βαθμό αυστηρά, τυπικά κριτήρια (εφόσον η δομή τους δεν είναι προβλέψιμη από συγκεκριμένους κανόνες). Ο ελληνικός όρος αντιστοιχεί εξίσου στα αγγλικά clause (απλή πρόταση, π.χ. ο ήλιος λάμπει) και sentence (γραμματική περίοδος, η οποία είναι δυνατόν να αποτελείται από περισσότερες επιμέρους προτάσεις ή κώλα, π.χ. ο ήλιος λάμπει όταν ο ουρανός δεν έχει σύννεφα.) αλλά και στον όρο proposition -έννοια του σημασιολογικού επιπέδου- που δεν αναφέρεται στη γραμματική αλλά στη λογική πρόταση (π.χ. οι δομές Ο Πέτρος έλυσε την άσκηση και Η άσκηση λύθηκε από τον Πέτρο αποτελούν διαφορετικές γραμματικές προτάσεις αλλά είναι εκδοχές της ίδιας λογικής πρότασης, εφόσον έχουν κοινό λογικό υποκείμενο, τον Πέτρο, και κοινό κατηγόρημα, την επίλυση της άσκησης).
Μια πρόταση σχηματίζεται από λέξεις , που διατάσσονται γραμμικά στον οριζόντιο, συνταγματικό άξονα σύμφωνα με την αρχή α+β+γ+δ… (π.χ. Ο+μικρός+Πέτρος+τάισε+τη+γάτα), χωρίς όμως τα συν-τασσόμενα στοιχεία να έχουν μεταξύ τους ισότιμες σχέσεις, π.χ. το κύριο όνομα Πέτρος έχει στενότατη σχέση με τις γειτονικές του λέξεις ο μικρός αλλά δεν σχετίζεται άμεσα με το ρήμα της πρότασης (τάισε), με το οποίο επίσης γειτνιάζει. Η πρόταση αναλύεται έτσι σε άμεσα συστατικά, π.χ. σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα:
[ [ [ο] [μικρός] [Πέτρος] ] [τάισε [ [τη] [γάτα] ] ] ].
Οι φράσεις , μονάδες ανάμεσα στην πρόταση και τη λέξη, είναι σύμπλοκα λέξεων με εσωτερική συνοχή και αυτοτέλεια που μπορούν π.χ. να μετακινούνται ως σύνολα σε άλλες θέσεις της πρότασης (π.χ. τη γάτα τάισε ο μικρός Πέτρος) ή να αντωνυμικοποιούνται (π.χ. Αυτός την τάισε) κλπ. Εξάλλου, δομικές αμφισημίες όπως [κάνε το δικό σου], που μπορεί να διαβαστεί είτε ως [[κάνε το] δικό σου] (= απόκτησέ το) είτε [κάνε [το δικό σου]] (= κάνε αυτό που θέλεις) δείχνουν επίσης ότι εκτός από την οριζόντια γραμμική διάταξη υπάρχει στην πρόταση μια κάθετη ιεραρχική δομή, που αφορά τις σχέσεις και ομαδοποιήσεις των γλωσσικών στοιχείων σε φράσεις από πάνω προς τα κάτω καθώς και την ψυχολογική πραγματικότητα των φράσεων διάφορων τύπων, π.χ. ονοματική , ρηματική , προθετική κλπ. (στην προκειμένη περίπτωση της διάκρισης ανάμεσα σε κλιτική αντωνυμία και οριστικό άρθρο).
Οι προτάσεις αποτελούνται από φράσεις και λέξεις με τον τρόπο που οι λέξεις αναλύονται σε μορφήματα (α-παρά-γραπτ-ος) και τα μορφήματα σε φωνήματα (m-e-r-a). Από το ένα γλωσσικό επίπεδο στο ανώτερο, σημειώνεται προοδευτική αύξηση του αριθμού των γλωσσικών μονάδων (δεκάδες φωνήματα, χιλιάδες μορφήματα, εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, άπειρες προτάσεις). Σε αυτό το χαρακτηριστικό της γλώσσας, ότι με βάση τα πεπερασμένα (φωνήματα, μορφήματα, λέξεις) μπορούν να σχηματιστούν άπειρα (προτάσεις), στηρίζεται η έννοια της δημιουργικότητας του ομιλητή (ή παραγωγικότητας του γλωσσικού συστήματος ), που υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα από τον Chomsky σε ένα γενετικό μοντέλο γλωσσικής ανάλυσης με βάση την πρόταση (παραγωγή άπειρων προτάσεων με βάση έναν περιορισμένο αριθμό κανόνων ή αρχών), το οποίο συνοδεύτηκε από μια θεωρία απόκτησης της γλώσσας .
Οι περιγραφές της προτασιακής δομής, παραδοσιακές και σύγχρονες, συγκλίνουν σε ένα μοντέλο διμερούς οργάνωσης της πρότασης (υποκείμενο/ κατηγόρημα, ΟΦ + ΡΦ, θέμα/σχόλιο κλπ.). Κατά την παραδοσιακή, λογική προσέγγιση, η απλή πρόταση αποτελεί συνδυασμό ενός υποκειμένου με ένα κατηγόρημα (π.χ. Ο Σωκράτης είναι θνητός), δηλαδή ενός ειδικού όρου με έναν γενικό. Το υποκείμενο αναπαριστά αυτόν που κάνει μια πράξη (π.χ. Ο Πέτρος τάισε τη γάτα) ή γενικότερα αυτόν για τον οποίο γίνεται λόγος (που δεν είναι απαραίτητα δράστης, π.χ. Ο Πέτρος φοβάται το σκοτάδι), ενώ το κατηγόρημα είναι η ίδια η πράξη σε συνδυασμό με τον στόχο (αντικείμενο ή συμπλήρωμα) και πιθανόν διάφορα προσαρτήματα (προσδιορισμοί). Οι γραμματικές λειτουργίες (υποκείμενο, αντικείμενο κλπ.) συνάγονται έμμεσα στα γενετικά μοντέλα από τους κανόνες φραστικής δομής όπως π.χ. Πρόταση à Ονοματική Φράση + Ρηματική Φράση, Ρηματική Φράση à Ρήμα + Ονοματική Φράση, σύμφωνα με τους οποίους η ονοματική φράση που αποτελεί άμεσο συστατικό της πρότασης είναι υποκείμενο, ενώ η ονοματική φράση που αποτελεί άμεσο συστατικό της ρηματικής φράσης είναι το αντικείμενο. Η διάκριση θέμα/ σχόλιο αφορά την οργάνωση της πρότασης ως μηνύματος και τη λειτουργική προοπτική της, που σχετίζεται με τη μεταφορά πληροφοριακού φορτίου (π.χ. όσο για τον Πέτρο, τον είδα χτες): θέμα είναι το σημείο εκκίνησης του μηνύματος (όσο για τον Πέτρο), η δεδομένη πληροφορία που συνήθως καλύπτει την αρχική θέση της πρότασης και σε μερικές γλώσσες μαρκάρεται μορφολογικά , ενώ σχόλιο (ή ρήμα) είναι αυτό που απομένει και λέγεται σχετικά με το θέμα, η νέα πληροφορία για τον ακροατή (τον είδα χτες). Η πληροφοριακή οργάνωση ενός μηνύματος μπορεί να απορρέει είτε από τη συντακτική θέση είτε από φωνολογικούς παράγοντες (π.χ. επιτόνιση ).
Η απλή ή πυρηνική πρόταση [kernel sentence] περιέχει μόνο το υποκείμενο και το κατηγόρημα και όχι άλλους προσδιορισμούς, ενώ στην πιο ουδέτερη εκδοχή της είναι καταφατική και από λειτουργική άποψη δηλωτική (και όχι ερωτηματική, προστακτική ή επιφωνηματική). Οι προτάσεις ως προς τη σχέση τους με τις άλλες προτάσεις μπορεί να είναι είτε κύριες (ή ανεξάρτητες) είτε δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες). Οι εξαρτημένες λειτουργούν είτε ονοματικά (συμπληρώματα) είτε επιρρηματικά (προσαρτήματα). Μια ποικιλία των εξαρτημένων προτάσεων είναι οι μικρές προτάσεις, οι οποίες δεν εμπεριέχουν ρήμα (π.χ. το συμπλήρωμα του ρήματος θεωρώ στην πρόταση θεωρώ [τον Πέτρο έξυπνο]), ενώ σε πολλές γλώσσες υπάρχουν και απαρεμφατικές προτάσεις.
Η πρόταση αποτελεί αφηρημένη μονάδα γλωσσικής οργάνωσης, συμφραστικά ανεξάρτητη, και δεν σχετίζεται με τον πραγματωμένο λόγο και τη γλωσσική επιτέλεση, δηλαδή με τα φυσικά εκφωνήματα . Η σημασία της προκύπτει από τη διαπλοκή της λεξικής σημασίας των λεξημάτων που την αποτελούν και της γραμματικής σημασίας που καθορίζεται από τις γραμματικές σχέσεις ή τη διάταξη των λεξημάτων αυτών (π.χ. η σημασία της πρότασης ο Πέτρος φίλησε την Άννα διαφέρει από τη σημασία της πρότασης Η Άννα φίλησε τον Πέτρο). Η σημασία του εκφωνήματος είναι πλουσιότερη από την προτασιακή σημασία, καθώς περιλαμβάνει την αποκωδικοποίηση των δεικτικών (π.χ. τα εγώ, εδώ, τώρα κλπ. διαφέρουν από εκφώνημα σε εκφώνημα) και άλλων γλωσσικών στοιχείων που σχετίζονται με τα συμφραζόμενα και τη δεδομένη περίσταση επικοινωνίας.
Πηγές
- Bloomfield, L. 1935. Language. Λονδίνο: Allen & Unwin. (Αμερικανική έκδ., Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart & Winston, 1933).
- Chomsky, N. 1965. Aspects of the Theory of Syntax. Cambridge, Mass.: MIT Press.
- Chomksy, N. 1986. Knowledge of Language: Its Nature, Origin and Use. Νέα Υόρκη: Convergence, Praeger Publishers.
- Halliday, M.A.K. 1985. An Introduction to Functional Grammar. Λονδίνο: Arnold.
- Κρύσταλ Ντ., 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
- Lyons, J. 1968. Introduction to Theoretical linguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Παυλίδου, Θ. 2001. Μονάδες -επίπεδα της γλωσσικής ανάλυσης. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 53-61. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].