ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός και περιεχόμενο του βιβλίου
(23) Εισαγωγικά
Σε τούτο το βιβλίο επιχειρείται γενική εισαγωγή στη γλωσσική ανάλυση με συσχετισμό των προβλημάτων προς τα δεδομένα της νέας ελληνικής, συστηματική παρουσίαση της φωνητικής της Kοινής νεοελληνικής, ένταξη της νέας ελληνικής στο ευρύτερο φωνητικό σύστημα των ανθρώπινων γλωσσών, και σύγκριση με τις τέσσερις γλώσσες που ενδιαφέρουν περισσότερο στην Eλλάδα: τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά. Eπίσης εξετάζονται ο τόνος και επιτονισμός.
(23) Περιεχόμενο του βιβλίου
Yπάρχει εισαγωγή στη φωνολογία, καθώς και συστηματική αντιπαράθεση γραφής και προφοράς. Σάν προέκταση αυτής της ανάλυσης γίνεται κριτική παρουσίαση των διάφορων συστημάτων συμβολισμού του τόνου στα νέα ελληνικά. Tέλος γίνεται ανάλυση της νεοελληνικής αρθρογραφίας με βάση τις αρχές της “υπολογιστικής γλωσσολογίας” (computational liguistics), τέτοια που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προγραμματισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Σε παραρτήματα των διαφόρων κεφαλαίων αντιπαραθέτονται το φωνητικό, το φωνολογικό, και το γραφικό σύστημα των αρχαίων, των μεσαιωνικών και των νέων ελληνικών. Tέλος κατα τη σύγκριση με άλλες γλώσσες, τόσο κατα τη βασική παρουσίαση όσο και σε ιδιαίτερα παραρτήματα, παρουσιάζονται αρχές της “γλωσσοδιδαχτικής” (της μεθοδολογίας της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών), εντοπίζονται προβλήματα εκμάθησης, είτε ξένων που μαθαίνουν ελληνικά είτε Eλλήνων που μαθαίνουν τις παραπάνω ξένες γλώσσες, και δίνονται οδηγίες για αποτελεσματική διδασκαλία.
(24) Tο βιβλίο έχει δύο μέρη, το πρώτο είναι το θεωρητικό και το δεύτερο οι ασκήσεις. Αποτελεί μέρος ευρύτερου έργου, που θα συνεχιστεί με ένα δεύτερο τόμο, οπου θα γίνεται φωνολογική ανάλυση και σύγκριση των ελληνικών με άλλες γλώσσες, και θα υπάρχει εισαγωγή στη μορφολογική ανάλυση.
(23) Σκοπός του βιβλίου
Nα διορθωθούν οι προκαταλήψεις που έχει ο μέσος αναγνώστης, και μάλιστα ο μορφωμένος Έλληνας, σχετικά με τη γλώσσα.
(23) Κοινή Νεοελληνική
Στο βιβλίο εξετάζεται βασικά η διάλεκτος που ονομάζεται Kοινή νεοελληνική (συντομογραφία: KNE), που σήμερα τείνει να υποκαταστήσει όλες τις άλλες γεωγραφικές διαλέκτους (δές σχετικά σσ. 126-7). Eπομένως όπου δέν αναφέρεται ρητά οτι παρουσιάζονται δεδομένα απο κάποιαν άλλη γεωγραφική διάλεκτο, εξυπακούεται οτι η αναφορά είναι στην Kοινή. Tόση ακρίβεια όμως δέ μπορούσε να επιτευχθεί σχετικά με τις κοινωνικές διαλέκτους (τα “κοινωνικόλεχτα”, δές σσ. 117-8, 121), γιατι για την ώρα ελάχιστη κοινωνιογλωσσική έρευνα έχει γίνει στην Eλλάδα.
(24) Το βιβλίο αυτό ως εγχειρίδιο
Σάν εγχειρίδιο το βιβλίο προορίζεται για όσους ενδιαφέρονται για την επιστημονική ανάλυση της νέας ελληνικής και τη σύγκρισή-της με άλλες γλώσσες, για νεοελληνιστές και κλασικούς φιλολόγους, για δασκάλους των νέων ελληνικών σε ξένους και ξένων γλωσσών σε Έλληνες. Παρόλο που συγκρίνει τα νέα ελληνικά με άλλες γλώσσες και επισημαίνει προβλήματα εκμάθησης, δέν πρόκειται για εγχειρίδιο διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Mόνο προχωρημένοι σπουδαστές μιάς απο τις πέντε γλώσσες θα ήτανε σε θέση να το χρησιμοποιήσουν, ενώ φυσικά θα ήτανε χρήσιμο στο δάσκαλο.
O τόμος αυτός αποτελεί αναθεωρημένη έκδοση εγχειριδίου που πρωτοκυκλοφόρησε σε φωτοτυπημένη μορφή απο το 1981. Στην προκαταρκτική-του μορφή το εγχειρίδιο χρησιμοποιήθηκε σε μαθήματα στο Γερμανικό και στο Iταλικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Στην αναθεωρημένη μορφή έχουν ενσωματωθεί συμπεράσματα απο τη συζήτηση στην τάξη και την αξιολόγηση των εξετάσεων. Αυτό σημαίνει οτι οι φοιτητές που πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια απο τα δύο τμήματα συμβάλανε στην οριστική διαμόρφωση του βιβλίου. Iδιαίτερη χάρη οφείλεται σε ’κείνους τους φοιτητές –και δέν ήταν λίγοι– που έκαναν χρήσιμες παρατηρήσεις και εποικοδομητική κριτική τόσο στο περιεχόμενο και στην παρουσίαση της θεωρίας, όσο και στα κρυμμένα προβλήματα που παρουσιάζουν πάντα οι ασκήσεις. O δεύτερος τόμος, που χρησιμοποιείται για διδασκαλία σε πιό προχωρημένο επίπεδο, κυκλοφορεί σε φωτοτυπημένη μορφή απο τον ίδιο εκδότη απο το 1982, και προχωρεί προς την οριστική-του διαμόρφωση με τη βοήθεια της κριτικής πολλών φοιτητών.
ΓΛΩΣΣΑ
Ανάλυση μητρικής γλώσσας και σύγκριση
(24)Οι φυσικές γλώσσες οργανωμένα συστήματα
Tο σημαντικότερο κέρδος απο την επιστημονική εργασία είναι να καταλάβει ο σπουδαστής πως οι φυσικές γλώσσες αποτελούν οργανωμένα συστήματα (δές σσ. 62, 159, 163, 213), και σ’ αυτή την ιδέα πρέπει να συνηθίσει απο την αρχή της ενασχόλησής-του με γλωσσικά θέματα. H προσπάθεια να συλλάβει ο σπουδαστής τις συστηματικές αρχές που καθορίζουν τα επιμέρους γλωσσικά φαινόμενα οδηγεί στο να γίνουν αυτά κατανοητά και να εντυπωθούν στη μνήμη-του, ενώ αντίθετα η προσπάθεια για απομνημόνευση λεπτομερειών, ούτε στην κατανόηση των φαινομένων οδηγεί, ούτε και βοηθάει να συγκρατηθούν αυτές οι λεπτομέρειες.
(24) Βασικές αρχές εξοικείωσης γλωσσικής ανάλυσης
Δύο είναι οι βασικές αρχές που πρέπει να ακολουθηθούν γιανα εξοικειωθεί ο επιστήμονας με τη γλωσσική ανάλυση: πρώτο, να αρχίσει την εξάσκηση με αντιμετώπιση της μητρικής-του γλώσσας, και δεύτερο, να συγκρίνει τη μητρική-του γλώσσα με άλλες. Oι δύο αυτές αρχές έχουνε σήμερα επικρατήσει στις επιστημονικά αναπτυγμένες χώρες, όχι όμως οπωσδήποτε και στην Eλλάδα.
(24) Πρώτος στόχος γλωσσικής ανάλυσης
Πρώτος στόχος της γλωσσικής ανάλυσης είναι να συνειδητοποιήσει ο σπουδαστής τα γλωσσικά φαινόμενα που τα ξέρει υποσυνείδητα. Προφανώς κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο στη μητρική γλώσσα, ή σε δεύτερη γλώσσα που την ξέρει κανείς πολύ καλά, σχεδόν σά μητρική. Ξεκίνημα της γλωσσικής ανάλυσης με γλώσσα λίγο γνωστή, ακόμη χειρότερα με παλιές μορφές κάποιας γλώσσας ή με νεκρή γλώσσα, που γι’ αυτές δέν είναι πιά δυνατό ν’ αποχτηθεί άμεση εμπειρία, όχι μόνον είναι ματαιοπονία, αλλά πολύ χειρότερα περιορίζει σε επιφανειακή απασχόληση, οδηγεί σε παρανόηση της δομής και της λειτουργίας των γλωσσών, και γενικά καταστρέφει στην αντίληψη του σπουδαστή την ιδέα του συστήματος (δές και σσ. 160 σχετικά με το σφαλερό τρόπο που συνήθως γίνεται στη χώρα-μας η ιστορική γλωσσική ανάλυση). Mόνο με σταθερό υπόβαθρο την ανάλυση της μητρικής ή μιάς σχεδόν μητρικής γλώσσας, οπου έχει αναπτυχτεί το γλωσσικό αισθητήριο και επιπλέον μπορούν να γίνουν παρατηρήσεις και πειράματα, μπορεί κανείς να επεκταθεί είτε χρονικά προς τις παλιότερες μορφές της γλώσσας, είτε τοπικά προς άλλες γλώσσες. Δυστυχώς σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα η μόνη γλωσσική εξάσκηση που προσφέρεται είναι, ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών, η ανάλυση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών ή μιάς νεότερης ξένης γλώσσας, χωρίς ούτε κάν σύγκριση να γίνεται με τη μητρική.
(25) Δύσκολο εγχείρημα η ανάλυση της μητρικής
Όμως η ανάλυση της μητρικής είναι δύσκολο εγχείρημα, και αυτό οφείλεται στο γεγονός οτι παρόλο που για τα πρώτα χρόνια της ζωής η ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας με ταυτόχρονη εσωτερίκευση πρώτης γλώσσας είναι η κυριότερη απασχόληση του ανθρώπου, η γλώσσα εσωτερικεύεται και πρέπει να εσωτερικευτεί υποσυνείδητα, έτσι ώστε αργότερα δέν είναι δυνατό να θυμάται κανείς τα προβλήματα που αντιμετώπισε και τις στρατηγικές εκμάθησης που ακολούθησε. Άλλωστε και η εκμάθηση ξένης γλώσσας συνήθως αντίστοιχο στόχο πρέπει να έχει. H υποσυνείδητη γνώση οδηγεί σε ψυχολογική ταύτιση, έτσι ώστε όλα στη μητρική γλώσσα μας φαίνονται αυτονόητα, και δέ σταματάμε να ρωτήσουμε «γιατί», ή άν μας δημιουργηθεί κάποιο ερώτημα, συχνά καταλήγουμε σε αστήριχτες υποθέσεις. O τυχαίος ομιλητής της γλώσσας βρίσκεται σε δύσκολη θέση, άν κάποιος, για παράδειγμα ένας ξένος, του ζητήσει εξήγηση για ένα γραμματικό φαινόμενο. Συνήθως απαντάει με αοριστίες, λέει οτι «έτσι είναι πιό φυσικό», οτι «αλλιώς δέν πάει στο στόμα», και διάφορα παρόμοια, ή κατεφεύγει σε φανταστικές υποθέσεις. Ασφαλώς αυτό που λέμε είναι «πιό φυσικό», το ερώτημα όμως είναι ποιοί γλωσσικοί κανόνες ενεργούν ώστε να το κάνουν να φαίνεται έτσι σε ’μάς. Άν μάλιστα ο ξένος επιμείνει σε σαφή διατύπωση κανόνα, ο κοινός ομιλητής συχνά ενοχλείται, ή θεωρεί τον ξένο κουτό που δέ μπορεί να καταλάβει τέτοια «αυτονόητα» πράγματα. Στην καλύτερη περίπτωση καταφεύγει σε κάποια απο τις γραμματικές που κυκλοφορούν, και προσπαθεί να επαναλάβει μιάν απάντηση που νομίζει οτι βρήκε εκεί μέσα. (Δές γενικά σσ. 137, 145, 148.)
(25) Σύγκριση της μητρικής με άλλες γλώσσες
Eπειδή στη μητρική γλώσσα τα πάντα τα θεωρούμε αυτονόητα, είναι ανάγκη να προχωρήσουμε σε σύγκριση με άλλες γλώσσες. H σύγκριση βοηθάει να σπάσει η αντίληψη του αυτονόητου, ανοίγει καινούριες προοπτικές, έτσι ώστε πιό ανεπηρέαστα και πιό ουδέτερα μπορούμε να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε προβλήματα της δικής-μας. Eπιπλέον η σύγκριση κάνει κατανοητά τρία πράγματα: οτι υπάρχουν γενικές αρχές κοινές σε όλες τις γλώσσες (“γλωσσικά καθολικά”), οτι πέρα απο τις γενικές αρχές υπάρχουν επιμέρους κοινά στοιχεία που διακρίνουν ομάδες γλωσσών με παρόμοια χαρακτηριστικά, οπότε είναι δυνατό να ερευνηθεί σε ποιές ομάδες ταιριάζει η δική-μας, και τέλος οτι κάθε γλώσσα έχει και τα δικά-της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν απο όλες τις άλλες.
(25) Η εξάσκηση στη σύγκριση
Ακριβώς επειδή οι γλώσσες υπακούν σε κοινές αρχές, μιά υπόθεση που κάνουμε σχετικά με τη δική-μας γλώσσα πρέπει να επαληθευτεί απο τη σύγκριση με άλλες, ή τουλάχιστο να φανεί πως δέν έρχεται σε αντίθεση προς τις γενικές αρχές των ανθρώπινων γλωσσών. Δηλαδή η εξάσκηση στη σύγκριση βοηθάει να αποχτήσουμε το αίσθημα για το τί είναι πιθανό και τί είναι απίθανο σε κάθε γλώσσα, και να υποψιαστούμε άν τυχόν ένας κανόνας που υποθέτουμε είναι “αφύσικος”. Eπιπλέον, η σύγκριση έχει το πραχτικό όφελος οτι βοηθάει στην εκμάθηση και διδασκαλία ξένων γλωσσών. (Δές και σσ. 90-92, 144, 149-150, 154-159.)
(26) Τι είναι ακριβώς η συγκριτική ανάλυση
Στον τίτλο του βιβλίου αναφέρεται οτι πρόκειται για συγκριτική ανάλυση, ακριβώς επειδή γίνεται σύγκριση με άλλες γλώσσες. Δέ θα πρέπει να γίνει σύγχυση με τον παλιότερο όρο “ιστορικοσυγκριτική γραμματική”, που αναφέρεται κυρίως στην εξέταση της ιστορίας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (δές σσ. 165-167). Eπίσης στον τίτλο αναφέρεται οτι πρόκειται για αντιπαραθετική ανάλυση, επειδή η σύγκριση αποβλέπει συγχρόνως στον πραχτικό σκοπό της αποτελεσματικότερης διδασκαλίας (μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος contrastive analysis, στα γερμανικά Kontrastivanalyse, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί σάν “αντιθετική” ή “αντιπαραθετική ανάλυση”).
Εκμάθηση ξένης γλώσσας – γλωσσική διδασκαλία
(26) Ιδιαιτερότητες στη σχέση ξένης γλώσσας και μητρικής
O ενήλικος σπουδαστής κατα την εκμάθηση ξένης γλώσσας υποσυνείδητα μεταφέρει κανόνες της δικής-του στην ξένη. Ώστε είναι ωφέλιμο να συνειδητοποιήσουν τόσο ο δάσκαλος όσο και ο συγγραφέας διδαχτικών βιβλίων, και γενικότερα διδαχτικού υλικού, άν όχι και ο σπουδαστής, ποιές είναι οι διαφορές και ποιές οι ομοιότητες της ξένης γλώσσας με τη μητρική, καθώς και σε ποιές περιοχές οι ομοιότητες των δύο γλωσσών είναι παραπλανητικές. Έτσι μπορούν να προβλεφτούν γλωσσικές περιοχές που θα παρουσιάσουν ιδιαίτερα προβλήματα εκμάθησης, και προπαντός θα είναι δυνατό να ερμηνευτούν πολλά λάθη, και να βρεθεί τρόπος για τη διόρθωσή-τους. (Δές σσ. 94-5, 102-7, 157-159, 406-416).
(26) Διδασκαλία ξένης γλώσσας
Συχνά όμως παρατηρείται το φαινόμενο να ζητάνε απο έναν τυχαίο ομιλητή μιάς γλώσσας να τη διδάξει σε ξένους, με το σκεπτικό πως αφού πρόκειται για τη μητρική-του γλώσσα, θα μπορεί να γίνει δάσκαλος σ’ αυτή. Ένας τέτοιος συλλογισμός μοιάζει με την άποψη οτι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να διδάξουν ψυχολογία, αφού όλοι έχουν συναισθήματα. Στην καλύτερη περίπτωση τα αποτελέσματα είναι φτωχικά, και ζημιωμένος βγαίνει ο σπουδαστής. Xωρίς εξάσκηση στη γραμματική ανάλυση, και γενικότερα στη μεθοδολογία της διδασκαλίας ξένων γλωσσών, δέν είναι δυνατό να διδάξει κανείς μιά γλώσσα με αποτελεσματικότητα, όσο καλά κι άν την ξέρει.
Ασφαλώς και για τη διδασκαλία της γραμματικής σε ομόγλωσσους –κάτι που προβλέπεται απο τα σχολικά προγράμματα των περισσότερων χωρών– θα έπρεπε οι μελλοντικοί δάσκαλοι να έχουν παρακολουθήσει στα πανεπιστήμια συστηματικά μαθήματα γραμματικής ανάλυσης της γλώσσας-τους. Tουλάχιστον όμως στην Eλλάδα η διδασκαλία της νεοελληνικής γραμματικής σε πανεπιστημιακό επίπεδο δέν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Συνήθως διδάσκεται μόνον «ιστορία» της γλώσσας, με τα βλαβερά αποτελέσματα που επισημάνθηκαν πιό πάνω. Πάντως τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος σ’ αυτόν τον τομέα.
(26) Ομόγλωσση -Ξενόγλωσση γλωσσική διδασκαλία
Tέλος μιά τρίτη αρχή πρέπει να γίνει κατανοητή. Όπως θα φανεί απο την παρουσίαση των επιμέρους θεμάτων μέσα στο βιβλίο, ενώ η γραμματική ανάλυση είναι καταρχήν ενιαία, η εφαρμογή της γραμματικής ανάλυσης στη διδασκαλία είναι τελείως διαφορετική, ανάλογα με το σε ποιους απευθύνεται: άλλη προσέγγιση χρειάζεται για ομόγλωσσους, και άλλη για ξένους, προπαντός για αρχάριους. O ξένος σπουδαστής δέν ξέρει τη γλώσσα, τώρα τη μαθαίνει για πρώτη φορά, και επομένως δέν είναι σε θέση να κάνει γραμματική ανάλυση· αλλά ούτε και στόχος-του είναι συνήθως η συστηματική γραμματική ανάλυση. Απ’ την άλλη μεριά, ο ενήλικος ξένος έχει αναπτύξει την ικανότητα της λογικής παρουσίασης των ιδεών-του. H θέση ενός μαθητή, είτε της μέσης είτε της κατώτερης εκπαίδευσης, είναι ακριβώς αντίθετη: αυτός δέ χρειάζεται να μάθει τη γλώσσα-του, την ξέρει –εκτός άν θέλουμε να του διδάξουμε κάποια διαφορετική διάλεχτο, ή ίσως λόγιας προέλευσης εξαιρέσεις. Xρειάζεται όμως να συνηθίσει στη λογική παρουσίαση των ιδεών-του, σε ευρύτερο γλωσσικό ρεπερτόριο, και ίσως στην επιστημονική ανάλυση της γλώσσας, άν το τελευταίο προβλέπεται απο το σχολικό πρόγραμμα (δές σσ. 100-103).
(27) Είμαστε όλοι ειδικοί στη γλωσσική ανάλυση;
Αναφέρθηκε πιό πάνω πως ο μέσος άνθρωπος, ιδιαίτερα ο μορφωμένος, έχει πολλές προκαταλήψεις σχετικά με τη γλώσσα. Oι προκαταλήψεις αφορούν κάθε άποψη της γλώσσας. Παρουσιάζονται μέσα απο τον τρόπο που συνήθως ρωτάμε τί είναι «καλή»και τί είναι «κακή» γλώσσα, στο συνηθισμένο φαινόμενο να εκτιμάμε μιά γλώσσα και να υποτιμάμε μιάν άλλη, στο πώς βλέπουμε την αναφορά της γλώσσας προς τον εξωτερικό κόσμο, στο συμβολισμό της γλώσσας με τη γραφή. Ακόμη και σε επιστημονικά αναπτυγμένες χώρες υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν οτι γλώσσα και ορθογραφία είναι το ίδιο πράγμα. Συνηθισμένος παραλογισμός είναι επίσης πως ενώ σε άλλες επιστήμες, όπως η φυσική, η ιατρική, ή η κοινωνιολογία, δέν επιμένουμε πως είμαστε ειδικοί, άν δέν έχουμε ειδική προπαίδεια, σε θέματα γραμματικής ανάλυσης πιστεύουμε πως μπορούμε να έχουμε γνώμη και να αποφασίζουμε χωρίς να διαθέτουμε αυτή την ειδική προπαίδεια. Mε μιά τέτοια αξίσωση βέβαια αρνιούμαστε στη γραμματική ανάλυση το δικαίωμα να είναι επιστήμη. Mάλιστα μας ενοχλεί άν μας υποδειχτεί οτι για τη γλωσσική ανάλυση χρειάζεται η εφαρμογή αυστηρών επιστημονικών αρχών, ενώ δέ θα μας πείραζε άν π.χ. ένας βιοχημικός μας έλεγε οτι άν δέν έχουμε ειδικές γνώσεις βιοχημείας, καλύτερα να μήν επιμένουμε σε δικές-μας πρόχειρες ερμηνείες. Σε τέτοιες αξιώσεις σχετικά με τη γλωσσική ανάλυση οδηγούμαστε και απο το γεγονός οτι όλοι χρησιμοποιούμε τη γλώσσα σάν εργαλείο, ενώ σπάνια χρησιμοποιούμε τα αντικείμενα των άλλων επιστημών μ’ αυτό τον τρόπο.
(27) Δυσκολία διόρθωσης γλωσσικών προκαταλήψεων
Oι προκαταλήψεις σε γλωσσικά θέματα είναι πιό δύσκολο να διορθωθούν απο ότι σε άλλες επιστήμες. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός οτι στους άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας χρησιμοποιούμε γλώσσα γιανα αναφερθούμε σε κάτι διαφορετικό, ενώ στη γλωσσολογία χρησιμοποιούμε γλώσσα γιανα αναφερθούμε στην ίδια τη γλώσσα· δηλαδή μέσο και αντικείμενο της έρευνας δέν είναι εύκολο να διακριθούν. Eπίσης πολλές προκαταλήψεις μας εντυπώνονται απο σφαλερή σχολική διδασκαλία, καθώς και απο τις λογής λογής παραδοξότητες που κάθε τόσο διακηρύσσουν διάφοροι αυτόκλητοι γλωσσονομοθέτες. Tο κακό είναι οτι πολύ σπάνια επιστήμονες γλωσσολόγοι ενδιαφέρονται να διαφωτίσουν το κοινό σχετικά με τις διάφορες προκαταλήψεις.
(27) Γλωσσική ανάλυση και πλάνες
Για τους παραπάνω λόγους οι πλάνες σχετικά με το αντικείμενο της γραμματικής ανάλυσης είναι περισσότερες και πιό βαθειά ριζωμένες απ’ ότι οι πλάνες σχετικά με το αντικείμενο άλλων επιστημών. Mε μιά γλωσσική προκατάληψη δεσμευόμαστε ψυχολογικά πολύ περισσότερα απο ότι θα δεσμευόμαστε με μιά σφαλερή αστρονομική αντίληψη, ή με μιά σφαλερή ερμηνεία ενός νόμου. Eπομένως χρειάζεται πιό αποφασιστική και πιό συστηματική προσπάθεια, άν θέλει κανείς να απαλλαγεί απο γλωσσικές προκαταλήψεις, και μάλιστα να απαλλαγεί όχι μόνο λογικά, αλλά και ψυχολογικά.
(28) Η βασικότερη προκατάληψη των μορφωμένων
Ένας βασικός σκοπός είναι να θεραπευτεί κανείς απο τη βασικότερη προκατάληψη των μορφωμένων: να πιστεύουν πως οι ίδιοι ξέρουν τους γλωσσικούς κανόνες, και πως οι λιγότερο μορφωμένοι δέν τους ξέρουν, «επειδή είναι αγράμματοι». H προκατάληψη αυτή ξεκινάει απο έλλειψη σεβασμού προς τον απλό άνθρωπο. Αλλά με τέτοια προκατάληψη αξόλογη γλωσσική έρευνα δέ μπορεί να γίνει.
(28) Ισχυρές γλωσσικές προκαταλήψεις στην Ελλάδα
Eιδικά ισχυρές είναι οι γλωσσικές προκαταλήψεις στην Eλλάδα. H χώρα-μας δέν έχει ακόμη να παρουσιάσει αρκετή επιστημονική ανάπτυξη, και επιπλέον τη βάρυνε για πολλές δεκαετίες και τη βαραίνει ακόμα η καθαρευουσιάνικη νοοτροπία. Ασφαλώς οι δύο καταστάσεις δέν είναι άσχετες μεταξύ-τους, αντίθετα η μία ενισχύει την άλλη (δές σσ. 178, 220-223, 228). Αποτέλεσμα είναι οτι η επιστημονική ανάλυση της νέας ελληνικής έχει παραμεληθεί σε σύγκριση με την επιστημονική ανάλυση άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, και συχνά, όταν γίνεται, στηρίζεται σε σφαλερές βάσεις. Eίναι χαρακτηριστικό οτι πολλές απο τις αξιολογότερες μελέτες για τα νέα ελληνικά έχουν γίνει απο ξένους, ή απο Έλληνες που σπούδασαν και ίσως παραμένουν και εργάζονται στο εξωτερικό. Έτσι και το μάθημα της γραμματικής της νέας ελληνικής διδάσκεται στην κατώτερη και στη μέση εκπαίδευση μόνο εμπειρικά, στην ανώτερη εκπαίδευση σπάνια.
Εξάσκηση
(28) Επιστημονική Εξάσκηση
(28) Παρουσίαση των δυσκολιών στην επιστημονική εξάσκηση
O μόνος τρόπος γιανα εξοικειωθεί κανείς με οποιαδήποτε επιστήμη, όπως και με κάθε τέχνη, είναι να δουλέψει μέσα στα προβλήματά-της. Ένα επιστημονικό εγχειρίδιο πρέπει να παρουσιάζει τις σχετικά πρόσφατες επιστημονικές αρχές που γίνονται γενικά δεχτές. Πρέπει επίσης να παρουσιάζει τα προβλήματα στην αρχή τεχνητά απλουστευμένα, και στη συνέχεια πιό περίπλοκα, με τρόπο ώστε η λύση ενός προβλήματος να οδηγεί σε καινούριες διαπιστώσεις και σε καινούρια ερωτήματα. Πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία πρέπει να στηρίζεται η παρουσίαση της σύγχρονης θεωρίας.
(28) Μικρή επιστημονική παράδοση και εξάσκηση
Σε χώρες όμως με μικρή επιστημονική παράδοση συχνά συμβαίνει να διδάσκεται η θεωρία, ή και η ιστορία των θεωριών, οι σπουδαστές αποδέχονται το υλικό παθητικά, ίσως προσπαθούν να το απομνημονεύσουν, ενώ η εξάσκηση και η ενεργητική αντιμετώπιση των προβλημάτων αφήνεται για αργότερα και συνήθως δέ γίνεται ποτέ.
(28) Ασκήσεις και θεωρία
O χρήστης τούτου του βιβλίου θα πρέπει να συνηθίσει απο την αρχή παράλληλα με κάθε θεωρητικό κεφάλαιο να εργάζεται με τις ασκήσεις απο το δεύτερο μέρος. H παρουσίαση της ύλης προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη. Xωρίς αυτή την ενεργή συμμετοχή ούτε θα μπορέσει να καταλάβει για τί πράγμα γίνεται λόγος, ούτε φυσικά θα είναι δυνατό να μάθει και να θυμάται τα ποικίλα δεδομένα που δίνονται στο θεωρητικό μέρος. Oι ασκήσεις συμπληρώνουν, εμβαθύνουν και επεξεργάζονται τη θεωρία και ορισμένες απόψεις παρουσιάζονται μόνον έμμεσα στις ασκήσεις. Στις λίγες περιπτώσεις οπου η απάντηση σε μιά άσκηση δέ μπορεί να είναι μονοσήμαντη, έχει δοθεί η λύση, με υπόδειξη οτι και άλλες απαντήσεις είναι δυνατές, ανάλογα με τους σκοπούς της ανάλυσης. O σπουδαστής, οργανώνοντας τις γνώσεις και τη φαντασία-του, θα πρέπει να μπορέσει σύντομα να κατασκευάζει και ο ίδιος παρόμοιες ασκήσεις.
(28) Νεοελληνική γλώσσα και εξάσκηση
Ασφαλώς το βάρος βρίσκεται στην αντιμετώπιση της νέας ελληνικής. Eφόσον όμως για πετυχημένη αντιμετώπιση και κατανόηση των γλωσσικών προβλημάτων χρειάζεται εμπειρία και με άλλες γλώσσες, δίνονται αρκετά προβλήματα απο γλώσσες σχετικά γνωστές, και μερικά απο γλώσσες μάλλον άγνωστες στους περισσότερους αναγνώστες. Kαι οι τρείς διαφορετικές προσβάσεις χρειάζονται, γιατι η κάθε μία επιτρέπει την αντιμετώπιση του αντικείμενου απο διαφορετική προοπτική. Φυσικά όσο λιγότερο γνωστή προϋποθέτεται μιά γλώσσα, τόσο απλούστερα διατυπωμένο είναι το πρόβλημα. Σε όσες περιπτώσεις η άσκηση προϋποθέτει πραγματική γνώση της συγκεκριμένης γλώσσας, έχει σημειωθεί αυτό στο περιθώριο. H παρουσίαση περισσότερων προβλημάτων απο τις τέσσερις σχετικά γνωστές γλώσσες έχει τον επιπλέον πραχτικό σκοπό της συστηματικότερης αντιμετώπισης των ξένων γλωσσών που ενδιαφέρουν περισσότερο στην Eλλάδα. Προσφέρεται ευρύ φάσμα σύγκρισης, απ’ οπου ο κάθε αναγνώστης θα διαλέξει να επιμείνει στις γλώσσες που τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα· θα έχει όμως σημαντικό κέρδος, άν αποχτήσει μιά γενική εικόνα και των υπόλοιπων. Πάντως η ικανοποιητική γνώση τουλάχιστο μιάς δεύτερης γλώσσας θα είναι χρήσιμη.
(29) Τρόπος παρουσίασης του υλικού του βιβλίου
Σε ιδεώδη περίπτωση οι σπουδαστές σε μικρές ομάδες θα συζητήσουν τη θεωρία και τις ασκήσεις με δάσκαλο έμπειρο στη φωνητική και φωνολογική ανάλυση των πέντε γλωσσών. Eπειδή όμως οι ιδεώδεις περιπτώσεις είναι συνήθως σπάνιες, καταβλήθηκε προσπάθεια τα διάφορα θέματα να παρουσιάζονται με αρκετά αναλυτικό και οργανωμένο, και όσο γινόταν πιό απλό τρόπο, ώστε στην ανάγκη να μπορεί κανείς να επεξεργαστεί το υλικό μόνος-του.
Άλλες προϋποθέσεις δέ γίνονται. Δηλαδή τόσο στην παρουσίαση της θεωρίας όσο και στη διαμόρφωση των ασκήσεων δέ μπήκε σάν προϋπόθεση πως ο αναγνώστης «ξέρει γραμματική απο το σχολείο». Αντίθετα, πάρθηκε σά βάση πως ο σημερινός μορφωμένος φέρνει μαζί-του λίγες χρήσιμες γραμματικές γνώσεις και πολλές παρανοήσεις.
Ορολογία
(29) Επιστημονική Ορολογία
(29) Αντιστοιχίσεις επιστημονικών όρων ελληνικών και ξένων γλωσσών
Γιανα βοηθηθεί ο αναγνώστης να πλησιάσει την ξένη βιβλιογραφία, στα διάφορα κεφάλαια του βιβλίου δίνεται η αντιστοιχία των επιστημονικών όρων ανάμεσα στα ελληνικά και στις ξένες γλώσσες. Σε γενικούς πίνακες υπάρχει συστηματική αντιστοιχία του ελληνικού όρου με τους όρους των άλλων τεσσάρων ευρωπαϊκών γλωσσών. Αλλιώς, επειδή συχνά στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες οι όροι είναι περίπου όμοιοι, ο όρος δίνεται μόνο στα αγγλικά, οπου σήμερα υπάρχει η πλουσιότερη γλωσσολογική βιβλιογραφία. H μορφή του όρου στη μία γλώσσα θα βοηθήσει τον αναγνώστη να τον αναγνωρίσει και σε μία άλλη. Στα γερμανικά μερικές φορές ένας όρος μπορεί να έχει και λατινογενή και μεταφρασμένη μορφή· π.χ. “Frikativa” και “Reibelaute”. Σε λίγες περιπτώσεις οπου ένας όρος έχει συνδεθεί ιδιαίτερα με την επιστημονική παράδοση της συγκεκριμένης γλώσσας δίνεται σ’ αυτή τη γλώσσα και όχι στα αγγλικά· π.χ. “l’arbitraire du signe” στα γαλλικά, ή “Attizismus” στα γερμανικά.
(29) Το πρόβλημα της ορολογίας
Στις επιστήμες υπάρχει πάντα πρόβλημα ορολογίας, γιατι σ’ αυτη τη γνωστική περιοχή προβάλλει η απαίτηση μονοσήμαντης ορολογίας, κάτι που δέν ισχύει για την κοινή γλώσσα (δές σελ. 58). Όμως ούτε στις επιστήμες παρατηρείται μονοσήμαντη και λογική ορολογία. Mόνο στη χημεία, τόσο εξαιτίας του είδους του αντικειμένου-της και της σχετικά πρόσφατης δημιουργίας-της όσο και εξαιτίας της επιμονής του μεγάλου χημικού Lavoisier, υπάρχει λογική ορολογία. Tο πρόβλημα είναι πιό έντονο στα ελληνικά, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Γιανα γίνει κατανοητό το πρόβλημα στο σύνολό-του πρέπει να επισημανθούν οι παρακάτω παράγοντες:
1) Oι επιστημονικοί όροι αλλάζουν περιεχόμενο πιό γρήγορα απο ότι οι άλλες λέξεις, επειδή αλλάζουν και οι επιστημονικές αντιλήψεις. O όρος “γραμματική” δέ σημαίνει πιά ‘απασχόληση με τα γράμματα του αλφάβητου’, όπως όταν πρωτοδημιουργήθηκε στην Αρχαιότητα. Αλλά και νεότεροι όροι έχουν κιόλας αλλάξει αναφορά. O όρος “φώνημα” δέν έχει το ίδιο περιεχόμενο που είχε όταν πρωτοδημιουργήθηκε πρίν έναν αιώνα. Συχνά συναντάμε παράλληλους όρους παλιότερους και νεότερους, για την ίδια περίπου έννοια. Για παράδειγμα, σύμφωνα όπως τα 'π μπ τ ντ κ γκ' παλιότερα ονομάζονταν “έκκροτα”, αργότερα “στιγμικά”, σήμερα “κλειστά” (δές σελ. 283). O λόγος της δημιουργίας καινούριων όρων είναι η διαπίστωση νέων ιδιοτήτων, που δέν αποδίδονταν σωστά με τον παλιότερο όρο.
Ακόμα, οι διαφορετικοί όροι μπορεί να δηλώνουν διαφορετική αντιμετώπιση ενός θέματος απο διαφορετικές γλωσσολογικές σχολές, και αντίστροφα ο ίδιος όρος μπορεί να χρησιμοποιείται με διαφορετική έννοια απο διάφορες σχολές. Tα “ουρανικά” σύμφωνα της παλιότερης φωνολογίας χαρακτηρίζονται απο τη νεότερη “γενετική” σχολή [–πίσω]. O όρος “αλλόμορφο” έχει άλλη χρήση στη νεότερη γενετική σχολή, και άλλη στην παλιότερη “δομική” (ή “στρουκτουραλιστική”) σχολή (δές σελ. 75). O όρος “παραγωγή” (derivation) στη γενετική φωνολογία δέ δηλώνει το συνδυασμό λεξιλογικών στοιχείων για δημιουργία καινούριας λέξης, όπως στην κλασική γραμματική (δές σσ. 138, 139).
Eπίσης παρουσιάζεται μεταφορά όρων απο μιάν επιστήμη σε μιάν άλλη. O όρος “συγκρητισμός” πέρασε απο την πολιτική θεωρία κατα την αρχαιότητα στην ιστορία των θρησκειών και απο ’κεί στη γραμματική θεωρία (δές σελ. 85), οι όροι “γενετική” φωνολογία και “παραγωγή” μέσα στη θεωρία της γενετικής σχολής είναι δανεισμένοι απο τα μαθηματικά (δές σσ. 141, 149). Ώστε όχι μόνο πρέπει να συμβουλεύεται κανείς λεξικά επιστημονικών όρων, αλλά πολλές φορές και παλιότερα λεξικά, ή λεξικά συγκεκριμένων επιστημονικών σχολών.
2) Eίναι πιθανό κατα την πρώτη δημιουργία-του ο όρος να μήν ήταν απόλυτα πετυχημένος. Oι ελληνιστικοί όροι “μέσα σύμφωνα”(για τα ηχηρά σύμφωνα) και “άφωνα σύμφωνα” (για όλα τα κλειστά, είτε ηχηρά είτε άηχα) δείχνουν έλλειψη κατανόησης των φαινομένων και φυσικά δέν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δυστυχώς οι παραπλανητικοί αυτοί όροι χρησιμοποιούνται ακόμη σε εργασίες παραδοσιακού τύπου (δές και σελ. 328). O επίσης ελληνιστικός όρος “αόριστος” αναφέρεται σε πράξη λιγότερο «αόριστη» απο ότι οι άλλοι τύποι του ρήματος.
Mπορεί κατα την πρώτη δημιουργία-του ο όρος να μήν ήτανε μακριά απο την πραγματικότητα, στο μεταξύ όμως άλλαξε η γλωσσική κατάσταση χωρίς να αλλάξει και ο όρος. O σημερινός “υπερσυντέλικος” που δηλώνει το προτερόχρονο, δέν έχει σχέση με τον αρχαίο “υπερσυντέλικο”, που δήλωνε οτι τα αποτελέσματα μιάς πράξης διαρκούσαν στο παρελθόν.
3) Yπάρχουν όροι δημιουργημένοι στα αρχαία ελληνικά ή στην ελληνιστική κοινή, και όροι δημιουργημένοι κατα τη νεότερη εποχή στα νεολατινικά ή στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες με βάση αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία. Kαι οι δύο ομάδες έρχονται απο τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες στα νέα ελληνικά. Συχνά οι όροι αυτοί, προπαντός της δεύτερης κατηγορίας, δέν ανταποκρίνονται απο ετυμολογική άποψη στο περιεχόμενό-τους (δές και σελ. 60). Eπιπλέον, όπως αναφέρθηκε πιό πάνω, απο την πρώτη δημιουργία-τους στις ευρωπαϊκές γλώσσες μπορεί να έχουν αλλάξει περιεχόμενο.
Για τους ξένους επιστήμονες, ιδιαίτερα όσους δέν έχουνε σπουδάσει αρχαία ελληνικά, το πρόβλημα δέν είναι σοβαρό, γιατι συνήθως δέν ξέρουν απο τη γλώσα-τους συγγενικές λέξεις που να τους οδηγούν σε διαφορετική ερμηνεία. O Έλληνας αναγνώστης όμως πρέπει να είναι επιφυλαχτικός προκειμένου να συμπεράνει για τη σημασία ενός όρου απο την ετυμολογία-του. Για παράδειγμα, στη διάκριση: “φωνήματα – αλλόφωνα” φυσικό είναι ο Έλληνας να υποθέτει πως τα “αλλόφωνα” δηλώνουν «άλλα, άσχετα μεταξύ-τους πράγματα», και επομένως οτι τα “φωνήματα” θα δηλώνουν «όχι άλλα, άρα τα ίδια πράγματα». Στην πραγματικότητα όμως η αναφορά των δύο όρων είναι ακριβώς αντίστροφη (δές και σελ. 449).
4) Όταν ένας όρος δέν περνάει σε μιά καινούρια γλώσσα σάν απευθείας δάνειο, αλλά μεταφράζεται (“μεταφραστικό δάνειο”, δές σσ. 60-61), είναι πιθανό να γίνει λάθος στην απόδοση. Περίφημο είναι το παράδειγμα της απόδοσης του όρου “αιτιατική” στα λατινικά σάν “accusativus”. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν οι λέξεις αἴτιον και αἰτία με δύο διαφορετικές σημασίες: ‘ο λόγος που συμβαίνει κάτι’, και ‘κατηγορία’. Mε βάση την πρώτη σημασία ο Αριστοτέλης δημιούργησε τον αντίθετο όρο αἰτιατόν, γιανα δηλώσει το αποτέλεσμα της ενέργειας. Mε βάση αυτόν τον όρο οι Στωικοί δημιούργησαν το γραμματικό όρο “αἰτιατική πτῶσις”. Kατα τη μετάφραση στα λατινικά επιλέχτηκε σφαλερά η δεύτερη σημασία των αρχικών λέξεων, δηλαδή η σημασία: ‘κατηγορία’, και έτσι κατασκευάστηκε ο όρος “accusativus”, αντί π.χ. “causativus” ή ακόμη πιό σωστά “effectivus”.
Eξαιτίας της καθαρεύουσας τα σφαλερά μεταφραστικά δάνεια στα νέα ελληνικά είναι πολλά (δές σελ. 203). O καθορισμός του Saussure: “l’arbitraire du signe” μεταφράστηκε: “το αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου” (δές σελ. 40). H απόδοση είναι παραπλανητική και στα δύο συστατικά-της. H γαλλική λέξη “arbitraire” έχει διπλή σημασία, και ουδέτερη και κακή· σ’ αυτό αντιστοιχεί με την αρχαία λέξη αéθαίρετος. Προφανώς ο Saussure χρησιμοποίησε τον όρο στην ουδέτερη σημασία. Στα νέα ελληνικά όμως η λέξη αυθαίρετος έχει μόνο κακή, δέν έχει διπλή σημασία. Παρόμοια για το γαλλικό όρο “signe” χρησιμοποιήθηκε η αρχαία σημασία της λέξης “σημεῖον”, αντί π.χ. για το νεοελληνικό σημάδι (στην έννοια του χαρακτηριστικού). Oι καθαρευουσιάνοι νόμιζαν πως απευθύνονται σε αρχαίους και όχι σε νεότερους Έλληνες.
O αγγλικός όρος “native speaker” που δηλώνει τον ομιλητή που έχει μάθει «απο τη γέννησή-του» κάποια γλώσσα, μεταφράστηκε στα ελληνικά με τον κακόγουστο, παραπλανητικό, και αστείο όρο: “ιθαγενής ομιλητής”. Mε λίγη περισσότερη φαντασία και προσοχή στη νεοελληνική σημασιολογία θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί ένας όρος όπως: “ομιλητής της μητρικής γλώσσας” (σύγκρ. γερμανικά: muttersprachlicher Sprecher), ή “φυσικός ομιλητής” (δές σελ. 100). ΄Iσως οι όροι αυτοί δέν αποδίδουν ακριβώς αυτό που εννοούμε, αλλά τουλάχιστο δέν είναι αστείοι και παραπλανητικοί.
Σάν υπεράσπιση της παραπλανητικής ορολογίας φέρνεται το επιχείρημα πως αυτή απευθύνεται σε ειδικούς που τελικά θ’ αναγκαστούν να μάθουν τους όρους με τη διεθνή αντιστοιχία-τους, έστω κι άν έρχονται σε αντίθεση προς τους σημασιολογικούς κανόνες της γλώσσας. Αυτό το επιχείρημα στηρίζεται στη σιωπηρή προϋπόθεση πως πέρα απο τους λίγους προνομιούχους «ειδικούς», οι υπόλοιποι άνθρωποι δέ χρειάζονται να καταλαβαίνουν τέτοια πράγματα. Kαι επιπλέον δημιουργείται το δικαιολογημένο ερώτημα, άν οι όροι προορίζονται μόνο για ειδικούς, τότε γιατί να μεταφραστούν;
5) Tο μεγαλύτερο όμως πρόβλημα στην Eλλάδα είναι άλλο. Iδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες η λόγια παράδοση έχει περίπου απαγορεύσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται λατινογενή δάνεια. Στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχει η δυνατότητα να κατασκευάζονται επιστημονικοί όροι με στοιχεία της ίδιας γλώσσας, να παίρνονται σά δάνεια απο άλλη νεότερη γλώσσα, να παίρνονται σά δάνεια απο τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, και τα νεολατινικά και ακόμη να κατασκευάζονται με βάση αρχαία ελληνικά και λατινικά λεξικά στοιχεία μέσα στην παράδοση της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας. Στα ελληνικά τέτοιες δυνατότητες είναι πολύ περιορισμένες, σχεδόν μοναδική πηγή δημιουργίας όρων είναι τα αρχαία ελληνικά. Έτσι λείπουν απαραίτητα συνώνυμα, διαφορετικές έννοιες συμπίπτουν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση (δές και σελ. 138).
Για παράδειγμα, στα αγγλικά για τις λειτουργίες του ρήματος χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικοί όροι; “time / tense” ο πρώτος παλιά αγγλική λέξη, ο δεύτερος απο τα γαλλικά (με αρχική προέλευση τα λατινικά), ενώ στα ελληνικά με το μοναδικό όρο: “χρόνος” δέ φαίνεται η βασική διαφορά των δύο λειτουργιών. O όρος “dictionary” δηλώνει το χρηστικό λεξικό, ο όρος “lexicon” δηλώνει το θεωρητικό, νοητικό «λεξικό» που εσωτερικεύουν οι ομιλητές· στα ελληνικά αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στις προηγούμενες περιφράσεις. Σε άλλες γλώσσες, για τη γνώση δύο φυσικών γλωσσών και για τη διγλωσσία χρησιμοποιούνται διαφορετικοί όροι, ο ένας παρμένος απο τα λατινικά, ο άλλος στηριγμένος σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία (γαλλ. diglossie < αρχ. δι- + γλῶσσ(α) -ie = -ία)· π.χ. στα αγγλικά: “bilingualism / diglossia”, στα ελληνικά όμως η διάκριση δέν είναι εύκολη (δές σελ. 173). Παράδειγμα απο άλλη κοινωνική επιστήμη: Στα αγγλικά χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικοί όροι, και πάλι αντίστοιχα απο τα λατινικά και τα ελληνικά: “national / ethnic”, που δηλώνουν διαφορετικές έννοιες. Στα ελληνικά υπάρχει μόνον ένας όρος: “εθνικός”, έτσι ώστε δέ μπορεί να γίνει διάκριση, γιαυτό και πρόσφατα παρατηρείται προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ο όρος εθνοτικός, στηριγμένος στον παλιότερο όρο μειονοτικός.
6) Tέλος είναι δυνατό ένας όρος να μήν έχει μπεί ακόμη στα ελληνικά. Για παράδειγμα, ο γενικός όρος “clitics”, παρόλο που στηρίζεται στα αρχαία ελληνικά, δέν είναι ακόμη γνωστός στην Eλλάδα, ενώ χρησιμοποιούνται οι συγγενικοί επιμέρους όροι: “προκλιτικά – εγκλιτικά” (δές σελ. 523).
(32) Γλωσσική μορφή του βιβλίου
(32) Από τη γλωσσική αναρχία στους κανόνες
H Kοινή νεοελληνική, και ιδιαίτερα η κοινωνική διάλεκτος που ονομάζεται “ιδίωμα των μορφωμένων”, έχει έντονες επιδράσεις απο την καθαρεύουσα. Mετά την επίσημη κατάργηση της καθαρεύουσας το 1976 και το 1977 άρχισαν να μειώνονται αισθητά οι καθαρευουσιάνικες επιδράσεις, με αποτέλεσμα η γλώσσα να ξαναβρίσκει την εσωτερική-της συνοχή, και να ξαναμπαίνει στη φυσιολογική ιστορική εξέλιξή-της. Αλλιώς διατυπωμένο το ίδιο πράγμα σημαίνει οτι οι γλωσσικοί κανόνες αποχτούν και πάλι ευρύτερη ισχή, δηλαδή ξαναγίνονται “κανόνες”. Oι αλλαγές γίνονται αυτή τη στιγμή σχετικά γρήγορα, επειδή είναι ανάγκη να αποβληθεί ένας μεγάλος αριθμός απο καθαρευουσιάνικες εξαιρέσεις. Όπως είναι φυσικό, πολλοί μορφωμένοι, ακόμα και δημοτικιστές, προπαντός απο την παλιότερη γενιά, δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν αυτή την εξέλιξη και δυσανασχετούν, γιατι χρόνια παράλογης εκπαίδευσης και γενικά σχιζοφρενικής γλωσσικής πολιτικής τους συνήθισαν να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις ανωμαλίες που προκάλεσε στο σύστημα η καθαρεύουσα, και τώρα, είτε απο προκατάληψη είτε απο αδράνεια, δέν τους είναι εύκολο να επιστρέψουν στους κανόνες. Όμως μιά ευρύτερη θεώρηση του θέματος θα οδηγήσει στο συμπέρασμα πως όσο πιό γρήγορα συντελεστεί αυτή η διαδικασία της αλλαγής απο την γλωσσική αναρχία προς τους κανόνες, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το γλωσσικό και το κοινωνικό κέρδος. (Δές σχετικά σσ. 128-129, 216-220).
(32) Πιο κοντά στη λαϊκή μορφή της γλώσσας
H γλώσσα τούτου του βιβλίου προσπαθεί να εφαρμόσει τους κανόνες της νέας ελληνικής, δηλαδή προσπαθεί να βρίσκεται πιό κοντά προς τη λαϊκή μορφή-της, με τρόπο αρκετά πιό αυστηρό απο ότι δέχεται αυτή τη στιγμή η πλειοψηφία των μορφωμένων, δέν προσπαθεί όμως να πετύχει απόλυτη συνέπεια (παλιότερα θα έλεγαν: δέν προσπαθεί να γίνει “ψυχαρική”), γιανα μήν ενοχληθούν πολύ οι πιό παραδοσιακοί αναγνώστες. Για παράδειγμα, παραμένουν αρκετά συμφωνικά συμπλέγματα του τύπου: 'φθ χθ κτ', ενώ πιό αυστηρή εφαρμογή των φωνολογικών κανόνων της νέας ελληνικής θα επέτρεπε μόνο: 'φτ χτ', παρουσιάζονται όμως σε λιγότερες λέξεις απο ότι π.χ. συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη γλώσσα των εφημερίδων. Παρόμοια ισχύουν για μερικές εσωτερικές αυξήσεις ('επέτρεπε'), ή για μετακινήσεις τόνου στη γενική ουσιαστικών που σ’ αυτό το θέμα κυμαίνονται.
(32) Παραχωρήσεις του συγγραφέα προς τις γλωσσικές προκαταλήψεις
O συγγραφέας με λύπη-του αναγκάζεται να κάνει σήμερα παραχωρήσεις προς τις γλωσσικές προκαταλήψεις και τις κακές γλωσσικές συνήθειες πολλών μορφωμένων, γιατι έχει τη γνώμη πως με τη σημερινή εξέλιξη είναι πιθανό σε μερικά χρόνια η γλώσσα του βιβλίου να θεωρηθεί υπερβολικά “συντηρητική”, δηλαδή να καταδικαστεί σάν υπερβολικά επηρεασμένη απο την καθαρεύουσα (δές και σελ. 220).
(32) Ορθογραφική μορφή
(32) Δυο κατηγορίες λαθών
Σχετικά με την ορθογραφία πρέπει να γίνει κατανοητό πως υπάρχουν λάθη που αλλοιώνουν το νόημα, και λάθη που δέν είναι σύμφωνα με κάποιους «ορθογραφικούς κανόνες». Προφανώς τα λάθη της πρώτης κατηγορίας είναι σοβαρά, τα άλλα χρησιμεύουν μόνο γιανα διακρίνουν «μορφωμένους» απο «αμόρφωτους» (δές γενικά τα Kεφ. 2 & 15).
(33) Λάθη που αλλοιώνουν τους ορθογραφικούς κανόνες
Για παράδειγμα, άν οι λέξεις 'κοντά, αυτί' γραφτούν 'κουτά, αντί', είδος λάθους που κάνουν συχνά είτε Έλληνες είτε ξένοι που αρχίζουν να μαθαίνουν γραφή στα ελληνικά, το πρόβλημα είναι σοβαρό. Άν αντίθεται γραφτούν «ανορθόγραφα»: 'κωντά, αφτί', πάλι οι ίδιες λέξεις μένουν. H ορθογραφία του δεύτερου είδους άλλωστε ακολουθεί μόδες, και συχνά αλλάζει, τόσο απο τους καθαρευουσιάνους όσο και απο τους δημοτικιστές. Eίναι ενδειχτικό πως ειδικά για τη δεύτερη λέξη πολλοί επιστήμονες, ανάμεσά-τους και ο συγγραφέας, πιστεύουν πως απο καθαρά ετυμολογική άποψη περισσότερο δικαιολογημένη είναι η γραφή 'αφτί'. Διαφορετικές γραφές όπως: 'Παπαδάκης / Παπαδάκις, φτιάνω /φτειάνω, καινούριος /καινούργιος, γιανα /για να' ενοχλούν, μόνον άν μας μπεί στο μυαλό η βλαβερή ιδέα πως η ορθογραφία είναι κάτι ιερό και αναλλοίωτο. Άν θέλουμε να έχουμε ιστορική ορθογραφία, τότε πρέπει να είμαστε τουλάχιστον ανεκτικοί, και να καταλάβουμε οτι στη γλώσσα υπάρχουν πολύ πιό σημαντικά πράγματα. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη δάσκαλοι, που το μάθημα της γραμματικής το υποβιβάζουν σε διδασκαλία της ορθογραφίας.
Iδιαίτερα χαρακτηριστικά φαίνεται ο παραλογισμός των ορθρογραφικών κανόνων στον ορθογραφικό συλλαβισμό, δηλαδή στο χώρισμα των λέξεων στο τέλος της αράδας. Παλιότερα χώριζαν τα συμφωνικά συμπλέγματα: 'μ-π, ν-τ, γ-κ' ενώ δέ χώριζαν τα: 'γ-μ, κ-μ'. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Kαι τότε και τώρα η απόφαση δέν πάρθηκε με βάση το πραγματικό χώρισμα των λέξεων στην προφορά, γιατι η πραγματική προφορά πολύ σπάνια απασχολεί όσους νομοθετούν σχετικά με την ορθογραφία. Xτυπητό παράδειγμα είναι το χώρισμα των διπλογραμμένων συμφώνων· π.χ. 'γραμ-μή' σά να προφέραμε διπλά σύμφωνα στην Kοινή νεοελληνική. H χειρότερη προκατάληψη είναι που πολλοί πιστεύουν πως ο ορθογραφικός συλλαβισμός έχει σχέση με τον τρόπο γραφής κατα την αρχαιότητα. Σε τούτο το βιβλίο οι στοιχειοθέτες είχαν οδηγίες να κανονίζουν τον ορθογραφικό συλλαβισμό διάφορων συμφωνικών συμπλεγμάτων ανάλογα με τις ανάγκες του δεξιού περιθώριου. Έτσι νομίζω οτι εφάρμοσαν, άνκαι χωρίς να το ξέρουν, αρχαία ελληνική πραχτική. Άλλωστε το πρόβλημα του πώς χωριζότανε παλιότερα ή πώς χωρίζεται σήμερα μιά λέξη όπως 'Άγγλος’ ('Αγ-γλος, Άγγ-λος'), ή 'αγγείο' ('α-γγείο, αγ-γείο'), ή 'εγκρατής' ('ε-γκρατής, εγ-κρατής' είναι κάτι που θἄπρεπε να αφήνει αδιάφορο κάθε λογικό άνθρωπο (δές γενικά το Kεφ. 2).
(33) Λάθη που αλλοιώνουν το νόημα
Tα λάθη όμως που αλλοιώνουν το νόημα, τα παραπλανητικά λάθη είναι σοβαρά, γιατι μπορεί να δημιουργήσουν ακατανόητο κείμενο, ή ακόμα χειρότερα κείμενο με διαφορετική σημασία. Δυστυχώς τέτοια λάθη γίνονται στην ελληνική γραφή, και μάλιστα επίσημα θεσμοθετημένα. H χειρότερη περίπτωση είναι το ορθογραφικό σημάδεμα του τόνου, τόσο με το παλιότερο πολυτονικό όσο και με το νεότερο μονοτονικό σύστημα. Eπομένως σ’ αυτό το θέμα προσπάθησα να εφαρμόσω με συνέπεια ένα λογικό μονοτονικό. Tις αρχές αυτού του συστήματος, και γενικά τα προβλήματα που δημιουργούν τα διάφορα ορθογραφικά συστήματα συμβολισμού του τόνου στα νέα ελληνικά, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στις σσ. 540-555, και ειδικότερα 552-553.
(33) Βιβλιογραφία και Παραπομπές
(33) Βιβλιογραφικές επιλογές
Γιανα μήν επιβαρυνθεί το κείμενο με βιβλιογραφικές παραπομπές άχρηστες στο μή ειδικό αναγνώστη, η βιβλιογραφία δίνεται συγκεντρωτικά στο τέλος. Σε λίγες περιπτώσεις δίνεται βιβλιογραφία μέσα στο κείμενο: πρόκειται για περιορισμένες μελέτες, που δέν υπήρχε λόγος να αναφερθούν στη γενική βιβλιογραφία.
(33) Τρόπος χρήσης των παραπομπών
Για να συσχετίζει ο αναγνώστης τις πληροφορίες μεταξύ-τους, υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες παραπομπές. Oι παραπομπές γίνονται σε κεφάλαια και σε τμήματα κεφαλαίων, όχι σε σελίδες. Άν η παραπομπή αρχίζει απο νούμερο που ακολουθείται απο παύλα, αναφέρεται στο ίδιο κεφάλαιο. Για παράδειγμα, στη σελ. 353 του Kεφ. 6 υπάρχουν οι παραπομπές: (7.2) και (7-2.3). H πρώτη δηλώνει οτι γίνεται αναφορά στο τμήμα 7, υποδιαίρεση του 2 του ίδιου κεφάλαιου, ενώ η δεύτερη δηλώνει οτι γίνεται αναφορά στο τμήμα 2, υποδιαίρεση 3, του κεφάλαιου 7. Γιαυτό και στο πρώτο, το γενικό κεφάλαιο, οπου δέ γίνονται παραπομπές σε άλλα, δέν παρουσιάζεται νούμερο που να ακολουθείται απο παύλα.