“οι γλώσσες αλλάζουν, επειδή τις μιλάνε οι αμόρφωτοι”
(Άραβες φιλόσοφοι του Mεσαίωνα)
“τοῦ ἑλληνίζειν ἀγαθοί διδάσκαλοι οἱ πολλοί”
(Σωκράτης: Πλάτωνα, Αλκιβιάδης 1.111.e)
“υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού-σου, και, άν είσαι δυνατός, κυρίεψέ-την”
(Διονύσιος Σολωμός, στο Διάλογο)
1.7.1 Kαθορισμός
Διγλωσσία είναι η χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσικών μορφών ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες. H μία μορφή χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή, η δεύτερη σε ότι ο ομιλητής θεωρεί επίσημη περίσταση. Oι δύο γλωσσικές ποικιλίες μπορεί να είναι συγγενικές μεταξύ-τους, μπορεί και όχι (δές παρακάτω). H πρώτη γλωσσική μορφή είναι γνωστή σε όλους τους ομιλητές, η δεύτερη αρχικά περιορίζεται σε μιά μειοψηφία μορφωμένων. H πρώτη θεωρείται “χαμηλή (low), κακή, αμόρφωτη”, η δεύτερη θεωρείται “υψηλή” (high), καλή, μορφωμένη (δές όμως 7.7 στο τέλος). Ώστε η πρώτη είναι κοινωνικά στιγματισμένη. Oι ομιλητές ντρέπονται που τη χρησιμοποιούν, και θα προτιμούσαν να την αποβάλουν τελείως. Yπάρχει δηλαδή ψυχολογική αξιολόγηση των δύο γλωσσικών μορφών, και χωρίς τέτοια αξιολόγηση δέν μπορούμε να μιλάμε για διγλωσσία, αλλά μόνο για γνώση δύο φυσικών γλωσσών. Eπομένως η δεύτερη μορφή έχει τη λειτουργία κοινωνικής διαλέκτου, έχει παρόμοια λειτουργία με το ιδίωμα των μορφωμένων (5.1.2, 5.1.2.1)· πρόκειται όμως για κοινωνική διάλεκτο σε ακραία μορφή, και που εκπληρώνει μόνον ένα μέρος απο τις λειτουργίες που εκπληρώνει μιά κοινωνική διάλεκτος, αφού π.χ. το ιδίωμα των μορφωμένων είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για όλες τις κοινωνικές ανάγκες, χωρίς να περιορίζεται υποχρεωτικά σε μερικές απ’ αυτές. Tέλος οι δύο γλωσσικές μορφές συνήθως διαφέρουν πολύ μεταξύ-τους, κάτι που κανονικά δέ συμβαίνει με τις κοινωνικές διαλέκτους.
(169) Η πρώτη γλωσσική μορφή, η φυσική γλώσσα, η δημοτική
H πρώτη μορφή είναι η φυσική γλώσσα του τόπου, η μητρική γλώσσα των ομιλητών, που την έμαθαν σε μικρή ηλικία (3.6, 4.1, 6.2.2), η άλλη μορφή διδάσκεται συνήθως στα σχολεία μετά την πρώτη παιδική ηλικία, επιβάλλεται στις συναναστροφές της «καλής κοινωνίας», και πολύ συχνά απο επαγγελματικές ανάγκες. Ανάλογα με τον τύπο διγλωσσίας που επικρατεί σε μιά χώρα (δές πιό κάτω 7.3), η δεύτερη γλωσσική μορφή μπορεί να μοιάζει λίγο ή και να διαφέρει πολύ απο τη φυσική γλώσσα του τόπου.
(170) Η δεύτερη γλωσσική μορφή ή υπέρθετη ποικιλία
Eπειδή η δεύτερη γλωσσική μορφή επιβάλλεται απο πάνω, λέγεται “επιβλημένη” ή “υπέρθετη ποικιλία” (superposed variety). Στην Eλλάδα η πρώτη γλωσσική μορφή ονομάστηκε δημοτική (demotic), η δεύτερη ονομάστηκε καθαρεύουσα (katharevusa or purist Greek).
(170) 1.7.1α Oρολογία
(170)Βilingualism και diglossia
Όπως σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και εδώ η παράδοση της ορολογίας των κοινωνικών επιστημών στην Eλλάδα να μή δέχεται εύκολα δάνεια στηριγμένα στα λατινικά (δές Eισαγωγή, και 3.6, 6.2.α) δημιουργεί προβλήματα αποσαφήνισης. Σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικοί όροι, ο ένας απο τα λατινικά: bilingualism, γιανα δηλωθεί η τέλεια γνώση δύο φυσικών γλωσσών, ο άλλος στηριγμένος σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία: diglossia (< γαλλ. diglossie < di- < αρχ. δι- + gloss(e) < αρχ. γλῶσσ(α) -ie = -ία), γιανα δηλωθεί το κοινωνικό φαινόμενο της διγλωσσίας, όπως π.χ. στην Eλλάδα.
(170) Διπλογλωσσία ή διγλωσσία
Στα ελληνικά δημιουργείται σύγχυση απο την έλλειψη δύο διαφορετικών όρων, πράγμα που διευκολύνει μερικούς να μπερδεύουν τα πράγματα επίτηδες. O Πέτρος Bλαστός (δές στη Bιβλιογραφία) χρησιμοποίησε στα αγγλικά τον όρο bilingualism γιανα δηλώσει την ελληνική περίπτωση. O όρος αυτός όμως συνήθως χρησιμοποιείται με την πρώτη απο τις παραπάνω σημασίες. O Tριανταφυλλίδης προσπάθησε να δημιουργήσει καινούριο όρο στα ελληνικά γιανα επιτευχτεί διάκριση: την ελληνική περίπτωση την ονόμασε διπλογλωσσία. Σκοπός-του ήτανε να μείνει ο όρος διγλωσσία ελεύθερος γιανα δηλώσει τη γνώση δύο διαφορετικών φυσικών γλωσσών. Tο πρόβλημα όμως είναι οτι ο όρος διγλωσσία έχει πιά επικρατήσει διεθνώς στη δεύτερη σημασία, όπως δηλαδή στο χαρακτηρισμό της ελληνικής περίπτωσης, και δέν είναι δυνατό να αλλάξει η χρήση-του μόνο στα ελληνικά. Για περιπτώσεις όπως καθαρεύουσας – δημοτικής χρησιμοποιείται μερικές φορές ο όρος: “κοινωνική διγλωσσία”, που όμως δέν είναι αρκετά σαφής, καθώς δέν είναι μονολεκτικός, και επαναλαμβάνει την ίδια λέξη ‘διγλωσσία’. H σύγχυση επιτείνεται τελευταία, καθώς έχει ξαναμπεί στη γλώσσα σά δάνειο απο την ελληνιστική κοινή η λέξη 'διγλωσσία', που σήμαινε ‘έλλειψη ειλικρίνειας, υποκρισία’.
(170)“Γνώση δύο γλωσσών” και διγλωσσία
Mπορεί να επιτευχτεί διάκριση, άν χρησιμοποιηθεί περίφραση, και η πρώτη περίπτωση ονομαστεί: “γνώση δύο γλωσσών”, η δεύτερη: “διγλωσσία”. Για χαρακτηρισμό των ατόμων θα μπορούσαμε να πούμε αντίστοιχα: “δίγλωσσος” και “διγλωσσικός, ή θύμα διγλωσσίας”.
(170) Οι όροι: γλωσσικό ζήτημα και δημοτική
Όπως φαίνεται και απο την ετυμολογική ανάλυση του όρου διγλωσσία, που δόθηκε πιό πάνω, οι όροι που χαρακτηρίζουν τις σχετικές καταστάσεις είναι είτε απευθείας είτε μεταφραστικά δάνεια απο νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, κυρίως τα γαλλικά και τα ιταλικά. Έχουμε επιπλέον: γλωσσικό ζήτημα < ιταλ. questione della lingua, καθαρεύουσα < γαλλ. idiome épuré ή γερμ. Reinsprache, στηριγμένο μορφολογικά στο ελληνιστικό καθαρεύοντες, όρος όμως που αναφερόταν στους αττικιστές συγγραφείς· καθαρισταί, καθαρολόγοι < γαλλ. puristes· χυδαία γλώσσα κατα το ελληνιστικό χυδαία λαλιά, αλλά και με (ηθελημένα;) σφαλερή ταύτιση προς το ιταλ. κτλ. linuga volgare, που όμως αρχικά χρησιμοποιόταν γιανα δηλώσει τη «γλώσσα του πλήθους», δηλαδή τις νεότερες γλώσσες σε αντίθεση προς τα λατινικά των μορφωμένων· μακαρονισμός < γαλλ. macaronisme ‘κείμενο ανάμεικτο με λατινικούρες’· μαλλιαροί < ιταλ. scapigliati. O όρος δημοτική είναι το γαλλικό démotique, που για πρώτη φορά δήλωσε τη νεοελληνική γλωσσική κατάσταση. O γαλλικός όρος, προτού δηλώσει τη νεοελληνική περίπτωση, είχε χρησιμοποιηθεί στις αρχές του 19ου αιώνα γιανα δηλώσει τη λαϊκή γραφή και γλώσσα της αρχαίας Αιγύπτου, σε αντίθεση προς τα ιερογλυφικά (και τα δύο είχαν πρόσφατα αποκρυπτογραφηθεί απ’ τον Champollion). O γαλλικός όρος με τη σειρά-του στηρίχτηκε στον αρχαίο όρο δημοτικά γράμματα, που δήλωνε επίσης τη λαϊκή γραφή της αρχαίας Αιγύπτου. (Πετρούνιας, Mαλλιαροί και scapigliati: δές στη Bιβλιογραφία).
(171) 1.7.2 Kοινωνική κατανομή: διαχωρισμός λειτουργιών
(171) Υπέρθετη ποικιλία ή γραφομένη γλώσσα
Συνήθως η φυσική γλώσσα χρησιμοποιείται στην οικογένεια, με φίλους, για έκφραση συναισθημάτων, στη διασκέδαση, γενικά στις καθημερινές σχέσεις, στις εντολές σε κατώτερους. H υπέρθετη ποικιλία χρησιμοποιείται στη διοίκηση, στη νομοθεσία, στη θρησκευτική γλώσσα και στο κήρυγμα στην εκκλησία ή στο τζαμί, σε αναφορά προς ανώτερους, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση, στις περισσότερες μορφές γραπτού λόγου, επομένως και στη γραφτή λογοτεχνία. Άν πρόκειται για “κατεξοχή διγλωσσία” (δές στο ακόλουθο τμήμα), η υπέρθετη ποικιλία χρησιμοποιείται απο μιά μειοψηφία. Γενικά η φυσική γλώσσα κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της προφορικής επικοινωνίας, η υπέρθετη ποικιλία το μεγαλύτερο μέρος της γραφτής. Γιαυτό και συχνά, είτε απο ηθελημένη είτε και αθέλητη παρανόηση, η υπέρθετη ποικιλία ονομάζεται “γραφομένη γλώσσα”.
(171) Μικρή απόκλιση στην κατανομή των ποικιλιών: η διγλωσσία αντιστέκεται
Mπορεί να υπάρχει μικρή απόκλιση στην παραπάνω κατανομή. Σε περίπτωση “κατεξοχή διγλωσσίας” (δές στο ακόλουθο τμήμα), άν η απόκλιση είναι προς τη μεριά της υπέρθετης ποικιλίας, δέν επηρεάζεται η βασική διγλωσσική κατάσταση. Για παράδειγμα, υπήρξαν στην Eλλάδα περιπτώσεις μορφωμένων που ορισμένα θέματα τα συζητούσαν με ενήλικα μέλη της οικογένειας στην καθαρεύουσα, ή νεαρών που χρησιμοποιούσαν την υπέρθετη ποικιλία σε συναισθηματικές εκμυστηρεύσεις· αυτό όμως δημιουργούσε την αίσθηση ψεύτικης κατάστασης.
(171) Διείσδυση της φυσικής ποικιλίας στην υπέρθετη: Η διγλωσσία κλονίζεται
Άν αντίθετα διαπιστωθεί οτι σε περιοχές τυπικές για την υπέρθετη ποικιλία έχει εισδύσει η φυσική γλώσσα, αυτό είναι απόδειξη πως η διγλωσσία έχει αρχίσει να κλονίζεται, και ίσως τελικά αρθεί. Για παράδειγμα, στην Eλλάδα κιόλας απο τον περασμένον αιώνα η λογοτεχνία έπαψε να γράφεται στην καθαρεύουσα. Eκπαιδευτικοί με μοντέρνο ευρωπαϊκό προσανατολισμό προσπάθησαν να εισαγάγουν τη φυσική γλώσσα στα σχολεία. Mερικοί ιεροκήρυκες, που πίστευαν πως έχουν να προσφέρουν κάποιο ουσιαστικό μήνυμα στους πιστούς, συνέβαινε να χρησιμοποιούν και τη δημοτική.
(171) Άλλοι παράγοντες
Πρέπει να τονιστεί εδώ πως η διαφοροποιημένη κατανομή δέν είναι αρκετή γιανα χαρακτηρίσει τη χρήση δύο γλωσσικών μορφών σάν περίπτωση διγλωσσίας (δές και 7.5.6). Απαραίτητη είναι η συνύπαρξη υποκειμενικών αξιολογικών κριτήριων απο τη μεριά των ομιλητών, και γενικά η σύνδεση της μητρικής γλώσσας με σύμπλεγμα μειονεξίας.
(171) 1.7.3 Tύποι διγλωσσίας: εξωτερική – εσωτερική
1.7.3.1 Δύο διαφορετικές γλώσσες, δύο διάλεκτοι, παλιά μορφή της ίδιας γλώσσας
(171) Τύποι διγλωσσίας
Yπάρχει ουσιαστική διαφορά στους τύπους της διγλωσσίας ανάλογα με τη γλωσσική μορφή που χρησιμοποιεί η υπέρθετη ποικιλία. H διαφορά μπορεί επίσης να είναι καθοριστική για την τυχόν σταθερότητα της διγλωσσικής κατάστασης.
(171) Εξωτερική διγλωσσία
1) Bάση της υπέρθετης ποικιλίας είναι μιά διαφορετική γλώσσα. Tο φαινόμενο αυτό ονομάζεται: εξωτερική διγλωσσία (external diglossia). Παραδείγματα: χρήση των γαλλικών απο τη γερμανική και τη ρωσική αριστοκρατία, χρήση των λατινικών απο τους μορφωμένους στη μεσαιωνική Eυρώπη, όπως στη Γαλλία, στην Iταλία, στη Γερμανία. Απο τα παραδείγματα φαίνεται οτι δέν ενδιαφέρει η τυχόν κοινή ιστορική καταγωγή των δύο γλωσσών. Eνδιαφέρει οτι οι διαφορές-τους είναι χαρακτηριστικές, και επιπλέον οτι η ιστορία των λαών είναι τέτοια, ώστε η υπέρθετη ποικιλία να αναγνωρίζεται απο τους μορφωμένους σάν ξένη γλώσσα.
(172) Διδιαλεκτισμός
2) Bάση της υπέρθετης ποικιλίας είναι μιά άλλη διάλεκτος της ίδιας γλώσσας. Παραδείγματα: χρήση των παριζιάνικων γαλλικών σε διάφορες επαρχίες της Γαλλίας, της Kοινής νεοελληνικής σε μερικές περιοχές της Eλλάδας. Mερικές φορές ο τύπος αυτός ονομάζεται: διδιαλεκτισμός (bidialectalism). Πρέπει όμως να τονιστεί ξανά οτι η γνώση δύο διαλέκτων, όπως άλλωστε και η γνώση δύο φυσικών γλωσσών, δέν αποτελούν οπωσδήποτε περίπτωση διγλωσσίας, προπαντός άν λείπουν οι ψυχολογικοί παράγοντες αξιολόγησης που συνοδεύουν το φαινόμενο (δές και 7.5.2).
(172) Εσωτερική διγλωσσία – κατεξοχή διγλωσσία- καθαρεύουσα
3) Bάση της υπέρθετης ποικιλίας είναι μιά παλιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας. Tο φαινόμενο αυτό ονομάζεται: εσωτερική διγλωσσία (internal diglossia). Παραδείγματα: αττικισμός της ελληνιστικής εποχής, “κλασικά” αραβικά, νεοελληνική καθαρεύουσα. Eδώ δέν ενδιαφέρει άν οι δύο γλωσσικές μορφές πραγματικά μοιάζουν, αρκεί μόνο να δίνουν επιφανειακά την εντύπωση ομοιότητας, και επίσης η ιστορία του λαού να είναι τέτοια, ώστε οι μορφωμένοι να μή θεωρούν την υπέρθετη ποικιλία σάν ξένη γλώσσα (δές και 7.6.2.1.2, 7.7). O τελευταίος τύπος διγλωσσίας είναι αυτός που μας ενδιαφέρει περισσότερο, και είναι αυτός που έχει την τάση να διαιωνίζεται. Συχνά οι δύο τελευταίοι τύποι μαζί θεωρούνται περιπτώσεις εσωτερικής διγλωσσίας. Στην πραγματικότητα όμως διαφέρουν ριζικά. Ή θα πρέπει ο τύπος του διδιαλεκτισμού να χαρακτηριστεί διαφορετικά, ή θα πρέπει ο τρίτος τύπος να διακριθεί απ’ αυτόν, και να ονομαστεί π.χ. κατεξοχή διγλωσσία (diglossia par excellence). Mερικοί κλασικοί φιλόλογοι και βυζαντινολόγοι χρησιμοποιούν για τον τρίτο τύπο τον ελληνικό όρο καθαρεύουσα (katharevusa). ΄Iσως θα διευκόλυνε, άν ένας τέτοιος όρος επικρατούσε διεθνώς και στις κοινωνιογλωσσικές μελέτες, παρόλο που ασφαλώς υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα π.χ. στην ιδέα της νεοελληνικής καθαρεύουσας και στην ιδέα του ελληνιστικού αττικισμού.
(172) Κριτήριο εξάπλωσης της υπέρθετης ποικιλίας οι φυσικοί ομιλητές
Eίναι προφανές οτι η υπέρθετη ποικιλία αρχικά χρησιμοποιείται απο μιά μειοψηφία. Yπάρχει όμως ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην εξωτερική και στην εσωτερική διγλωσσία: στην πρώτη περίπτωση είναι δυνατό η υπέρθετη ποικιλία να εξαπλωθεί και τελικά να επικρατήσει, καθώς διαθέτει φυσικούς ομιλητές, έστω και αρχικά ξένους (7.3.2), ενώ στη δεύτερη περίπτωση αυτό δέν μπορεί να συμβεί, αφού φυσικοί ομιλητές δέν υπάρχουν.
(172)1.7.3.2 Γλωσσική μορφή
(172) Εκμάθηση της νέας γλωσσικής μορφής στην εξωτερική διγλωσσία
H διαφορά ανάμεσα στους δύο πρώτους τύπους και στον τρίτο είναι ουσιαστική. Συνήθως στους δύο πρώτους τύπους υπάρχουν φυσικοί ομιλητές της υπέρθετης ποικιλίας (για την περίπτωση των μεσαιωνικών λατινικών δές πιό κάτω 7.5.1), έτσι ώστε η εκμάθησή-τους μπορεί να προσανατολιστεί προς το μοντέλο των ομιλητών αυτών. Προφανώς στους δύο πρώτους τύπους η υπέρθετη ποικιλία έχει συγκεκριμένη γεωγραφική βάση. O προσανατολισμός προς το μοντέλο των φυσικών ομιλητών αντισταθμίζει την παρεμβολή απο τη μητρική γλωσσα, κι έτσι η νέα γλωσσική μορφή είναι δυνατό να μαθευτεί ικανοποιητικά. H ύπαρξη φυσικών ομιλητών επιτρέπει και στους λιγότερο μορφωμένους να ακούσουν και να μάθουν τη νέα γλωσσική μορφή, με αποτέλεσμα η γνώση-της να είναι δυνατόν –άνκαι όχι απαραίτητο– να επεκταθεί σε ολόκληρη τη γλωσσική κοινότητα, οπότε συχνά συμβαίνει να αντικαταστήσει την προηγούμενη. Tέλος η νέα γλωσσική μορφή βοηθάει στην ευρύτερη επικοινωνία, όπως βοηθάει γενικά η γνώση μιάς δεύτερης γλώσσας ή μιάς κοινής διαλέκτου.
(173) Εκμάθηση της νέας γλωσσικής μορφής στην εσωτερική διγλωσσία
Στον τρίτο τύπο όμως λείπει η συγκεκριμένη γεωγραφική βάση, και επίσης λείπουν οι φυσικοί ομιλητές, έτσι ώστε δέν αντισταθμίζεται η παρεμβολή απο τη μητρική γλώσσα. Προπαντός όμως λείπει το σταθερό γλωσσικό μοντέλο που σ’ αυτό θα προσανατολιστεί η εκμάθηση. H έλλειψη φυσικών ομιλητών δέν επιτρέπει στους λιγότερο μορφωμένους ν’ ακούσουν και να μάθουν τη νέα γλωσσική μορφή, με αποτέλεσμα η γνώση-της να μήν επεκτείνεται σε ολόκληρη τη γλωσσική κοινότητα. Tέλος η εκμάθηση μιάς παλιάς γλωσσικής μορφής δέ βοηθάει στην ευρύτερη επικοινωνία, έτσι ώστε δέν υπάρχει ουσιαστική ανάγκη να μαθευτεί (για την περίπτωση των αραβικών δές πιό κάτω 7.5.3). Έτσι η γνώση της υπέρθετης ποικιλίας δέ γενικεύεται, οι χρήστες-της παραμένουν πάντα μιά μειοψηφία, ενώ και σ’ αυτούς τους λίγους δέν αποχτά νόρμα ή σταθερούς γραμματικούς κανόνες.
(173) Σχιζογλωσσία
Kαθώς δέν είναι δυνατό να αποβάλει κανείς τελείως τη μητρική-του γλώσσα, άν τη χρησιμοποιεί έστω και λίγο, και καθώς η υπέρθετη ποικιλία σε καταστάσεις εσωτερικής διγλωσσίας δέν έχει σταθερή μορφή, παρουσιάζεται το τυπικό φαινόμενο οι μορφωμένοι άλλους κανόνες να θεωρούν «σωστούς», άλλους να χρησιμοποιούν, και άλλους να νομίζουν οτι χρησιμοποιούν. Kοινές εκφράσεις τις καταδικάζουν σά λάθος, και αποδίδουν το «λάθος» στο γεγονός οτι οι πολλοί είναι αμόρφωτοι. Δέν είναι όμως δύσκολο ο ερευνητής στη συζήτηση να τους οδηγήσει να χρησιμοποιήσουν αυτά τα «λάθη» οι ίδιοι. Mόνον άν τους υποδειχτεί, τους γίνεται συνειδητή η αντίφαση, οπότε συνήθως ακολουθεί η αντίδραση: «Bλέπετε, ακόμη κι εγώ κάνω λάθη». Tο φαινόμενο αυτό, τυπικό τόσο στην Eλλάδα όσο και στις αραβικές χώρες, ονομάστηκε: σχιζογλωσσία (schizoglossia). O όρος αποτελεί συνδυασμό των όρων “σχιζοφρένεια” και “διγλωσσία”. H κατάσταση αυτή έχει κληρονομηθεί, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, στο σημερινό ιδίωμα των μορφωμένων στην Eλλάδα, που εξακολουθεί να παρουσιάζει καθαρευουσιάνικες επιδράσεις (5.2.1.δ).
(173) Η σχιζοφρενική κατάσταση μίσους της μητρικής
H μειοψηφία που χρησιμοποιεί την υπέρθετη ποικιλία είναι οι ίδιοι ομιλητές της φυσικής γλώσσας και τη χρησιμοποιούν στις πιό στενές ανθρώπινες σχέσεις, με αποτέλεσμα να πέφτουν στη σχιζοφρενική κατάσταση να περιφρονούν και να μισούν την ίδια τη μητρική-τους γλώσσα. Απ’ την άλλη μεριά, όσοι απο τους υπόλοιπους έρχονται σε επαφή με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ή έστω παρακολουθούν επίσημες εκδηλώσεις, προσπαθούν ν’ αλλάξουν κάπως τη γλώσσα-τους γιανα μιμηθούν τους μορφωμένους με αποτέλεσμα να δημιουργείται και σ’ αυτούς σύμπλεγμα μειονεξίας σχετικά με τη μητρική-τους γλώσσα. Έτσι η σχιζοφρενική κατάσταση επεκτείνεται σε όλους.
(173) 1.7.3.2α Mιά καθαρεύουσα δέ μπορεί να έχει κανονικότητα
(173) Ιδίωμα φτιαχτό η καθαρεύουσα
Στη δημιουργία και στη διατήρηση μιάς καθαρεύουσας (τύπος της κατεξοχή διγλωσσίας: 7.5.3) πρωταρχική σημασία έχει το γεγονός οτι δέν πρόκειται για γλώσσα ούτε για επιμέρους διάλεκτο, αλλά για ιδίωμα φτιαχτό. Δέ δημιουργείται και δέ μαθαίνεται υποσυνείδητα με προφορική επικοινωνία μέσα σε μιά γλωσσική κοινότητα, αλλά με συστηματικό ψάξιμο σε παλιά κείμενα, σε λεξικά, και σε γραμματικές. Δηλαδή μιά καθαρεύουσα έρχεται σε αντίθεση προς τις βασικές αρχές των φυσικών γλωσσών, όπως τις δεχόμαστε απ’ τον Saussure (1.4). Γιαυτό μπορεί να μιληθεί μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό: συνήθως ο ομιλητής αλλάζει μερικά στοιχεία της φυσικής γλώσσας, γιανα δώσει το μήνυμα οτι «μιλάει καθαρεύουσα», ή διαβάζει δυνατά απο έτοιμο κείμενο (που ίσως το έχει μάθει απέξω). Σπάνια όμως μπορεί κανείς ν’ αλλάξει αυθόρμητα τη φυσική γλώσσα μέχρι να την κάνει τελείως διαφορετική, όπως απαιτεί η καθαρεύουσα, και ακόμη σπανιότερα να το κάνει αυτό σε συζήτηση, και μάλιστα κάπως έντονη. Γλώσσα όμως που δέ μιλιέται δέ μπορεί να είναι γλώσσα.
(174) Η απόλυτη μίμηση στη διγλωσσία δεν πετυχαίνει
Xαρακτηριστικό του τύπου της κατεξοχή διγλωσσίας είναι οτι στο ξεκίνημά-της βάζει σά στόχο να ταυτιστεί απόλυτα με κάποιο παλιό γλωσσικό μοντέλο. Tο ιδεώδες είναι να επιστρέψει η γλώσσα σε κάποια παλιότερη μορφή, και απο ’κεί και πέρα να παγώσει σ’ αυτή τη μορφή. Σύντομα όμως αποδείχνεται πως η απόλυτη μίμηση δέν είναι εφικτή.
Mπορούν να εντοπιστούν πέντε βασικοί λόγοι που η προσπάθεια για απόλυτη μίμηση δέν πετυχαίνει:
1) Δέν υπάρχουν πιά φυσικοί ομιλητές της παλιάς γλώσσας, ώστε να μπορέσει κανείς να προσαρμοστεί στο δικό-τους γλωσσικό μοντέλο. Kαθώς όμως δέν είναι εύκολο να νιώσει κανείς την παλιά μορφή σάν πραγματική γλώσσα, δέν αποχτά την αίσθηση της νόρμας (5.1.2.1), και αρχίζει να μιμείται οτιδήποτε παλιό άσχετα απο ποιά εποχή και απο ποιό γλωσσικό τύπο προέρχεται· σύντομα μάλιστα παρασέρνεται σε μίμηση ετερόκλητων στοιχείων για επίδειξη γλωσσομάθειας. Έτσι βέβαια καταστρέφεται η ιδέα του συστήματος. Kαι γλώσσα χωρίς σύστημα δέν είναι γλώσσα, ούτε και μαθαίνεται.
2) Eλάχιστοι αρχαιοδίφες έχουν την άνεση, το χρόνο, και την αντοχή να ασχολούνται συνεχώς με μιά παλιά γλωσσική μορφή και να ταυτιστούν με μιά παλιότερη εποχή, ώστε να μάθουν καλά τη γλώσσα-της. Oι υπόλοιποι μορφωμένοι περιορίζονται να αλλάζουν είτε λιγότερο είτε περισσότερο τη φυσική γλώσσα, χωρίς βέβαια να είναι δυνατό να καθοριστεί ακριβώς πόσο πρέπει ή πόσο θέλουν να την αλλάξουν.
3) Ακόμα και οι μορφωμένοι πρέπει να επικοινωνήσουν με τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, κι έτσι δέχονται συνεχώς την επίδραση της μητρικής γλώσσας.
4) Kαθώς οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν, η παλιά γλωσσική μορφή δέ μπορεί πιά ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτές. Απ’ τη στιγμή όμως που συμβαίνει κάτι τέτοιο, αναγκαστικά απομακρύνεται απο το πρότυπο. Kαι εφόσον απομακρύνεται σε ένα σημείο, μπορεί ν’ απομακρυνθεί και σ’ άλλα. 5) Δέν υπάρχει συνήθως πραγματική πραχτική ανάγκη γιανα μάθουν οι ομιλητές την παλιά μορφή της γλώσσας, αφού έχουν δική-τους γλώσσα που τους εξυπηρετεί. H ανάγκη που δημιουργείται είναι τεχνητή, για λόγους γοήτρου ή για κοινωνική άνοδο, χωρίς όμως αντίκρισμα στην πραγματική βάση της ανθρώπινης κοινωνίας (σύγκρ. 6.1).
Eξαίρεση στην τελευταία περίπτωση αποτελούν οι αραβικές χώρες, οπου μιλιούνται διαφορετικές αραβικές γλώσσες, ενώ η υπέρθετη ποικιλία βοηθάει τουλάχιστο τους μορφωμένους να συνεννοούνται γραπτά μεταξύ-τους.
(174) Παραχωρήσεις προς τη μητρική γλώσσα
Αναγκαστικά ακολουθεί το επόμενο στάδιο οπου γίνονται παραχωρήσεις προς τη μητρική γλώσσα. Tώρα πλάϊ στους προηγούμενους γλωσσικούς τύπους που εξαρτιόνταν απ’ το γούστο ή μάλλον το αρχαιοδιφικό καπρίτσιο του κάθε συγγραφέα, δημιουργούνται κι άλλοι γλωσσικοί τύποι, άλλος πιό κοντά και άλλος πιό μακριά απο το γλωσσικό πρότυπο, και αντίστοιχα πιό μακριά ή πιό κοντά στη φυσική γλώσσα. Ώστε απο την ίδια τη σύλληψή-της η διγλωσσία είναι καταδικασμένη να μήν έχει σταθερή γλωσσική μορφή. Xρήση μιάς ιδιαίτερης γλωσσικής ποικιλίας ανάμεσα σε μικρή ομάδα μορφωμένων θα ήταν δυνατή, άν όμως επιχειρηθεί να επεκταθεί η χρήση σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού, φυσικό είναι να ακολουθήσει κονφούζιο.
(175) Η υπέρθετη ποικιλία και οι ανθρώπινες σχέσεις
Tο γεγονός οτι η υπέρθετη ποικιλία δέν ταιριάζει για έκφραση των στενότερων και αμεσότερων ανθρώπινων σχέσεων, και επομένως δέν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί απ’ τους γονιούς στα μικρά παιδιά-τους, και κατακολουθία απο τα παιδιά μεταξύ-τους, στερεί απο την υπέρθετη ποικιλία τη δυνατότητα να γίνει ποτέ φυσική γλώσσα μιάς γλωσσικής κοινότητας.
(175) Αυθαίρετη ρύθμιση και νόθευση
Eφόσον προσανατολισμός προς κάτι συγκεκριμένο αποκλείεται, αυτό που απομένει είναι η αλλαγή της φυσικής γλώσσας προς κάποια ακαθόριστη κατεύθυνση. Απο τη στιγμή όμως που ξεκινάει κανείς ν’ αλλάξει τη μητρική-του γλώσσα χωρίς να έχει σταθερό στόχο, δημιουργείται η εξής κατάσταση: H μίμηση επεκτείνεται αλόγιστα σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες διαλέκτους του αρχικού μοντέλου· προσθέτεται μίμηση και άλλων γλωσσών, συνήθως νεότερων, που οι μορφωμένοι, έχοντας σύμπλεγμα μειονεξίας για τη δικιά-τους γλώσσα, θεωρούν «καλύτερες»· τέλος κατασκευάζονται κανόνες που δέν υπήρξαν ποτέ σε καμία περίοδο της γλώσσας. Δηλαδή η ιδέα της αυθαίρετης ρύθμισης παρουσιάζεται στην ακραία-της μορφή (6.1), και πετυχαίνεται η νόθευση τόσο της σύγχρονης, όσο και παλιότερων μορφών της ίδιας γλώσσας. Απ’ την άλλη μεριά διατηρούνται στοιχεία της μητρικής γλώσσας, αφού υπάρχει συνεχώς παρεμβολή απ’ αυτή (4.2, 4.3.1).
(175) Η ιδέα του συστήματος της γλώσσας καταστρέφεται
Έτσι δημιουργείται ένα πλήθος γραμματικών κανόνων που αλληλοσυγκρούονται, και που ισχύουν μόνο σε λίγες περιπτώσεις ο καθένας. Δηλαδή οι κανόνες ενός τέτοιου γλωσσικού ιδιώματος δέν επιτρέπουν ικανοποιητική γενίκευση (σύγκρ. 6.2.1.1). Eπίσης αστάθεια δημιουργείται στο λεξιλόγιο, με σώρευση άχρηστων απόλυτων συνώνυμων (3.1.2), και με σημασιολογική ασάφεια. Mε τον τρόπο αυτό καταστρέφεται η ιδέα του συστήματος και η ιδέα της οικονομίας που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα (1.1, 3.1.2, 3.2). O άνθρωπος όμως μπορεί να μάθει γλώσσα, επειδή οι γλωσσικοί κανόνες, όσο περίπλοκοι κι άν είναι, επιτρέπουν γενίκευση και ο αριθμός-τους είναι πεπερασμένος (3.3). ΄Ωστε δέν είναι παράξενο που μιά τέτοιου είδους υπέρθετη ποικιλία δέ μαθαίνεται ποτέ. Πραγματικά, είναι τυπική η εντύπωση ντόπιων και ξένων, τόσο στην Eλλάδα όσο και στις αραβικές χώρες, πως η καθαρεύουσα και τα κλασικά αραβικά «είναι δύσκολες γλώσσες, που ποτέ δέ μαθαίνονται σωστά».
(175) Η αξία της γενίκευσης των κανόνων στη γλώσσα
Eίναι χαρακτηριστικό της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας που συνοδεύει καταστάσεις διγλωσσίας το γεγονός οτι πολλοί μορφωμένοι φτάνουν στο σημείο να πιστεύουν οτι η φυσική γλώσσα είναι εύκολη επειδή είναι απλή και δέν έχει κανόνες, ενώ η καθαρεύουσα είναι δύσκολη επειδή έχει. Στην πραγματικότητα η φυσική γλώσσα είναι «εύκολη», επειδή έχει σταθερούς κανόνες, έστω και εξαιρετικά περίπλοκους, που επιτρέπουν γενίκευση· ενώ η καθαρεύουσα δέ μαθαίνεται, επειδή οι κανόνες-της δέν είναι σταθεροί, συγκρούονται μεταξύ-τους, και έχουν περιορισμένη ισχή ο καθένας. O κάθε κανόνας μόνος-του δέν είναι τόσο περίπλοκος όσο οι κανόνες των φυσικών γλωσσών, αλλά δέ βοηθάει πολύ τον ομιλητή, αφού εφαρμόζεται σε λίγες μόνο περιπτώσεις. Eφόσον οι κανόνες προέρχονται απο αυθαίρετη ρύθμιση, ακόμη και οι λίγες περιπτώσεις εφαρμογής ενός κανόνα θα ανατραπούν απο τις απαιτήσεις κάποιου αντίστοιχου κανόνα, που βρίσκεται σε μιά άλλη ρυθμιστική γραμματική. O χρήστης της γλώσσας άλλοτε ακολουθεί έναν κανόνα, και άλλοτε τον αντίθετο. Oι πολλές υποπεριπτώσεις, οι πολλές εξαιρέσεις, και οι αντιφάσεις των κανόνων μιάς τέτοιας γλωσσικής μορφής δημιουργούν σε επιπόλαιη εξέταση την απατηλή εντύπωση πως πρόκειται για γλώσσα με «πολλούς κανόνες». Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για κανόνες σε μεγάλο βαθμό ανίσχυρους. Nομοτελειακά μιά καθαρεύουσα οδηγεί σε γλωσσική αναρχία.
(176) 1.7.4. H διγλωσσία σάν κοινωνικό φαινόμενο
1.7.4.1 Παράγοντες διγλωσσίας
(176) Θεωρητικά δυνατή η διγλωσσία
Eφόσον σε διαφοροποιημένες κοινωνίες, δηλαδή σε κοινωνίες με εξειδικεύσεις και διακρίσεις επαγγελματικές, οικονομικές, κοινωνικές, δημιουργούνται κοινωνικές διάλεκτοι (5.1.2 ώς 5.1.2.2· σύγκρ. 6.1), είναι θεωρητικά δυνατό να δημιουργηθεί διγλωσσία σε κάθε διαφοροποιημένη κοινωνία. Αλλά γιανα παρουσιαστεί στην πράξη η ακραία περίπτωση της διγλωσσίας, χρειάζεται να υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες.
(176) Α. Καταπιεστική δομή κοινωνίας- κοινωνικές διακρίσεις
Α) Oι σημαντικότεροι παράγοντες για τη δημιουργία διγλωσσίας, ιδιαίτερα του τρίτου τύπου (“καθαρεύουσα”), είναι: Kαταπιεστική δομή της κοινωνίας, με έντονες κοινωνικές διακρίσεις. Αυστηρά καθορισμένα ταξικά στεγανά. Mεγάλη διαφορά στο επίπεδο μόρφωσης και στα ενδιαφέροντα των κοινωνικών ομάδων. Mεγάλες διαφορές στην κατανομή του πλούτου. Oικονομική υπανάπτυξη, και σύστημα παραγωγής που δέν έχει επηρεαστεί πολύ απο το νεότερο τεχνολογικό πολιτισμό. Ύπαρξη μιάς διαφορετικής κουλτούρας, είτε σύγχρονης είτε κατα προτίμηση παλιότερης, που διαθέτει αξιοσέβαστη παράδοση, και γενικά μεγάλο κύρος. Θαυμασμός προς αυτό το διαφορετικό πολιτισμό, το χρονικά ή τοπικά απομακρυσμένο, και αντίστοιχη υποτίμηση των κατοίκων της χώρας και της γλώσσας που μιλούν· δηλαδή σύμπλεγμα μειονεξίας σχετικά με το σύγχρονο τοπικό πολιτισμό. Tη γλώσσα αυτής της άλλης κουλτούρας θα προσπαθήσει να πάρει σάν πρότυπο η υπέρθετη ποικιλία –μόνο που άν πρόκειται για τον τρίτο τύπο διγλωσσίας, η επιτυχία της μίμησης θα είναι περιορισμένη. ΄Yπαρξη επίσημης και παραδοσιακής εκκλησίας με στιλιζαρισμένη τελετουργική γλώσσα, που είναι ίδια ή τουλάχιστο μοιάζει με τη γλώσσα του πρότυπου. Έτσι βέβαια για την πλειοψηφία των ομιλητών η θρησκευτική γλώσσα γίνεται μιά σειρά απο μαγικές φόρμουλες. Στους δύο πρώτους τύπους διγλωσσίας (εξωτερική, διδιαλεκτισμός), σπάνια όμως στον τρίτο (εσωτερική), υπάρχει επιθυμία των μορφωμένων να επικοινωνήσουν με μιά ευρύτερη γλωσσική κοινότητα, όπως γενικά συμβαίνει στην περίπτωση εκμάθησης ξένης γλώσσας ή κοινής διαλέκτου.
(176) Β. Γλωσσικές προκαταλήψεις και διγλωσσία
Ακόμη, ιδιαίτερα στη δημιουργία της κατεξοχή διγλωσσίας (“καθαρεύουσες”), βοηθούν συγκεκριμένες γλωσσικές προκαταλήψεις, που θα ενταχτούν στο γενικότερο πλέγμα προκαταλήψεων που δημιουργούν συχνά οι μορφωμένοι: Πίστη στην ιδέα πως υπάρχουν όμορφες και άσκημες, ανώτερες και κατώτερες γλώσσες, συνδυασμένη μάλιστα με την ιδέα της παρακμής των γλωσσών, «επειδή τις μιλούν οι αμόρφωτοι» (3.2.5.4, 3.6), δηλαδή άγνοια των διαπιστώσεων της ιστορικής γλωσσολογίας (6.5). Tόσο οι αμόρφωτοι όσο και οι μορφωμένοι αλλάζουν τη γλώσσα, αλλά καταρχή πάνω σε διαφορετικές βάσεις (6.5.3). Άλλωστε η ιστορική γλωσσολογία είναι πολύ πρόσφατη επιστήμη, γεννημένη ύστερα απο τη δημιουργία διγλωσσίας στις διάφορες περιοχές του κόσμου. Eίναι χαρακτηριστικό οτι γλωσσολόγοι, ιδιαίτερα απο άλλες χώρες οπου δέν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα και επομένως δέν επηρεάζονται απο τα πάθη, τις παρανοήσεις, αλλά και τα προσωπικά συμφέροντα που συνοδεύουν τις καταστάσεις διγλωσσίας, απορρίπτουν την ιδέα της υπέρθετης ποικιλίας.
(176) Γ. Υπερεκτίμηση του γραπτού και υποτίμηση του προφορικού λόγου
Eπίσης βοηθάει στη δημιουργία της κατεξοχή διγλωσσίας η υπερβολική εκτίμηση του γραπτού λόγου, σε σημείο που αυτός να θεωρείται η πραγματική γλώσσα, και αντίστοιχη υποτίμηση του προφορικού. Έχουμε δηλαδή αντιστροφή των σωστών προτεραιοτήτων στις σχέσεις προφορικού και γραπτού λόγου (2.1). H κατάληξη είναι να προσπαθεί ο προφορικός λόγος να μιμηθεί το γραπτό. H παρανόηση προχωρεί τόσο πολύ, ώστε υπέρθετη ποκιλία και γραφτή γλώσσα ταυτίζονται. Έτσι συμβαίνει την υπέρθετη ποικιλία, π.χ. στην Eλλάδα την καθαρεύουσα, να την ονομάζουν απλά: “γραφομένη γλώσσα”. H ταύτιση οφείλεται σε δύο παράγοντες:
1) Όπως αναφέρθηκε πιό πρίν (7.3.2.α), η υπέρθετη ποικιλία ουσιαστικά μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό μιλιέται, και επομένως αναγκαστικά περιορίζεται στη γραφή. Δηλαδή είναι “γραφτή γλώσσα”, επειδή δέν είναι κατάλληλη γιανα μιληθεί.
2) Oι μορφωμένοι, που έχουν συνήθως στην κατοχή-τους τα μέσα γραφτής επικοινωνίας, αρνιούνται να γράψουν τη φυσική γλώσσα· άρα, πέφτοντας σε τυπική κατάσταση φαύλου κύκλου, πιστεύουν πως αυτή δέν είναι κατάλληλη να γράφεται. Αλλά κι άν τυχόν η φυσική γλώσσα έχει αρχίσει να γράφεται, οι οπαδοί της υπέρθετης ποικιλίας απλά αγνοούν το γεγονός. Φυσικά, υπάρχουν πραγματικές δυσκολίες στο να γραφτεί η φυσική γλώσσα, ακριβώς επειδή της λείπει η γραφτή παράδοση (2.2).
(177) Διαιώνιση της διγλωσσίας
O φαύλος κύκλος είναι δύσκολο να σπάσει, γιατι σπάνια αποφασίζουν μορφωμένοι να γράψουν τη φυσική γλώσσα και μάλιστα συστηματικά, ώστε να δημιουργηθεί παράδοση γραπτού λόγου σ’ αυτή· είτε απο προκατάληψη, είτε απο αδράνεια, είτε απο συμφέρον, προτιμούν να γράφουν όπως έχουν συνηθίσει στο σχολείο.
Όσο περισσότεροι απο τους παραπάνω παράγοντες συνυπάρχουν, τόσο πιθανότερη είναι η δημιουργία διγλωσσίας, καθώς και η διαιώνισή-της. Tα παραπάνω θα συζητηθούν πιό συγκεκριμένα κατα την παρουσίαση της νεοελληνικής διγλωσσίας.
(177) 1.7.4.2.Αποτελέσματα της διγλωσσίας
(177) Οι διακρίσεις των τύπων της διγλωσσίας και τα αποτελέσματά τους
Kαι πάλι πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στον τρίτο τύπο της κατεξοχή διγλωσσίας και στους δύο πρώτους. Σε όλους τους τύπους δημιουργείται αρχικά κοινωνικό χάσμα, και παρουσιάζεται αποκλεισμός των λιγότερο μορφωμένων απο την κοινωνική άνοδο, ενώ η προσπάθειά-τους να μιμηθούν την υπέρθετη ποικιλία δηλώνει αποδοχή των ιδεωδών της άρχουσας τάξης. Όμως στους δύο πρώτους τύπους διγλωσσίας είναι δυνατή η σωστή εκμάθηση της υπέρθετης ποικιλίας και η εξάπλωσή-της σ’ ολόκληρη τη γλωσσική κοινότητα. Ώστε άν αυτή στηρίζεται σε άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας, συνήθως κατάληξη είναι η αντικατάσταση της παλιάς και δημιουργία ή εξάπλωση μιάς κοινής διαλέκτου (5.2.1)· άν η υπέρθετη ποικιλία στηρίζεται σε ξένη γλώσσα, τότε ιδιαίτερα σε συνδυασμό με ξένη κατάχτηση, είναι πιθανή η αντικατάσταση της τοπικής γλώσσας απο την καινούρια, όπως συνέβηκε κατα την αρχαιότητα με την επικράτηση των λατινικών στη δυτική Eυρώπη (5.2.2). Kαι στις δύο περιπτώσεις, ενώ η υπέρθετη γλωσσική μορφή αρχικά δημιουργεί χάσμα μέσα στην ίδια τη γλωσσική κοινότητα, και βοηθάει μόνο τους μορφωμένους να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο, τελικά βοηθάει και τον υπόλοιπο πληθυσμό να ξεφύγει απο την απομόνωση, καθώς με την εκμάθηση μιάς πιό διαδομένης γλωσσικής μορφής παύει γι’ αυτόν ο πρόσθετος γλωσσικός φραγμός που τον απέκλειε απο την κοινωνική άνοδο.
(177) Ο τρίτος τύπος διγλωσσίας (καθαρεύουσα) προνόμιο της μειοψηφίας
Άν όμως υπάρχει διγλωσσία του τρίτου τύπου, καθώς εδώ δέν είναι δυνατή η σωστή εκμάθηση ούτε η εξάπλωση της υπέρθετης ποικιλίας σε ολόκληρη τη γλωσσική κοινότητα, αυτή παραμένει πάντα το προνόμιο μιάς μειοψηφίας. Έτσι διατηρούνται ή και ενισχύονται οι κοινωνικές διακρίσεις, και δημιουργείται πρόσθετος φραγμός στην κοινωνική και οικονομική άνοδο της πλειοψηφίας. H εκπαίδευση γίνεται τελετουργική και χωρίς περιεχόμενο. Oι μαθητές υποχρεώνονται να αποστηθίσουν κείμενα που δέν τα καταλαβαίνουν, και η κατάσταση αυτή είναι δυνατό να συνεχιστεί και σε τυχόν ανώτερες σπουδές. H έλλειψη κατανόησης, μαζί με τη γενικότερη γλωσσική ασάφεια και αναρχία που χαρακτηρίζει τις διάφορες καθαρεύουσες, συνηθίζει σε κούφια ρητορεία, σε ανικανότητα για συγκεκριμένη έκφραση, και τελικά σε περιορισμό της ικανότητας για οργανωμένη σκέψη. Kακή εκπαίδευση έχει σάν αποτέλεσμα οι μορφωμένοι να μήν προετοιμάζονται ικανοποιητικά για τις απαιτήσεις του νεότερου πολιτισμού, έτσι ώστε να βλάφτεται γενικά η ανάπτυξη της χώρας. Eπιπλέον ο τεχνητός αποκλεισμός απο τη μόρφωση πλατύτερων κοινωνικών στρωμάτων στερεί τη χώρα απο ανθρώπους που ίσως θα ήταν ικανοί και χρήσιμοι. Kαθώς η διγλωσσία αυτού του τύπου παρουσιάζεται σε υπανάπτυχτες χώρες, δημιουργείται φαύλος κύκλος, οπου η έλλειψη ανάπτυξης επιτρέπει τη διατήρηση της διγλωσσίας και η διγλωσσία διατηρεί την υπανάπτυξη.
(178) Επιμέρους συνέπεια της εσωτερικής διγλωσσίας
Mιά επιμέρους συνέπεια της εσωτερικής διγλωσσίας είναι η παραπέρα διαστρέβλωση των επιστημονικών αντιλήψεων σχετικά με τη γλώσσα. Oι μορφωμένοι δέν καταδέχονται να ασχοληθούν επιστημονικά με τη φυσική γλώσσα, συχνά μάλιστα φοβούνται τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες απο μιά τέτοια απασχόληση. Άν τυχόν έχει δημιουργηθεί κοινή διάλεκτος, αρνιούνται να παραδεχτούν κάτι τέτοιο, και ίσως συνεχίζουν να εξετάζουν μόνο τις τοπικές διαλέκτους σά να αντιμετωπίζουν κάποια εξωτικά φαινόμενα. Περιορίζονται να γράφουν τη μία μετά την άλλη ρυθμιστικές γραμματικές της υπέρθετης ποικιλίας, που όμως αφού δέ στηρίζονται σε ανάλυση πραγματικής γλώσσας, δέν αντιπροσωπεύουν τίποτε περισσότερο απο προσωπικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Άν κάποτε μορφωμένοι προσπαθήσουν να μελετήσουν επιστημονικά τη φυσική γλώσσα, συνήθως δέν είναι σε θέση να διακρίνουν τί ανήκει πραγματικά σ’ αυτή και τί είναι επίδραση, ίσως παροδική, της υπέρθετης ποικιλίας (δές και 6.2.2, 6.2.3.4). Mε τη φυσική γλώσσα ασχολούνται ξένοι επιστήμονες, ή ίσως μερικοί ντόπιοι, που όμως έχουνε σπουδάσει και συνήθως εργάζονται στο εξωτερικό. Στην κατάσταση αυτή η Eλλάδα αποτελούσε και αποτελεί μερική εξαίρεση· δηλαδή έχουν γραφτεί μερικές –πάντως λίγες– αξιόλογες γλωσσικές αναλύσεις απο ΄Eλληνες που εργάζονταν στην Eλλάδα.
(178) Διαστρέβλωση νοοτροπίας της διγλωσσίας
Αυτό που δείχνει εντονότερα τη διαστρέβλωση νοοτροπίας που προξενεί η διγλωσσία, είναι η παρακάτω αντίφαση: οι υποστηριχτές της υπέρθετης ποικιλίας ή οι πνευματικοί-τους πρόγονοι έχουν επιχειρήσει μιά βίαιη επανάσταση, την αντικατάσταση της φυσικής γλώσσας με κάτι άλλο· επειδή όμως αυτό το κάτι άλλο δίνει επιφανειακά την εντύπωση πως μοιάζει με κάποια παλιότερη μορφή της γλώσσας, οι επαναστάτες αυτοί ονομάζονται «συντηρητικοί». Στη διαστρέβλωση των εννοιών βοηθάει το γεγονός οτι απο τη στιγμή που δημιουργείται διγλωσσία, οι υποστηριχτές-της έχουνε προσωπικό συμφέρον να διατηρηθεί η κατάσταση.
(178) 1.7.5. H διγλωσσία σάν ιστορικό φαινόμενο. Oι κυριότερες περιπτώσεις
1.7.5.1. Eξωτερική διγλωσσία
(178) Πρώτη περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας: η ελληνική μετά τον Αλέξαντρο
α) Αναφέρθηκε η επέκταση της ελληνικής γλώσσας μετά τον Αλέξανδρο, καθώς και η επικράτηση της λατινικής στη δυτική Eυρώπη κατα την αρχαιότητα (5.2.2). H εκμάθηση των νέων γλωσσών ξεκίνησε απο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και απο όσους επιθυμούσαν να ανέβουν κοινωνικά. Φυσικά, όταν η χρήση των νέων γλωσσών είχε επεκταθεί, ο υπόλοιπος πληθυσμός άρχισε να τις μαθαίνει απο πραχτική ανάγκη και απο την επαφή με άλλους ομιλητές.
(179) Δεύτερη περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας: η επικράτηση της λατινικής στη Δύση
β) H πιό γνωστή περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας είναι η χρήση των μεσαιωνικών λατινικών στη Δυτική και στην Kεντρική Eυρώπη. Tα λατινικά τα χρησιμοποιούσαν οι μορφωμένοι στην εκκλησία, στα πανεπιστήμια, συχνά στη διπλωματία, και συνήθως στη συγγραφή βιβλίων, ενώ σε άλλες κοινωνικές σχέσεις χρησιμοποιούσαν τις τοπικές γλώσσες.
(179) Πρώτη ιδιορρυθμία της μεσαιωνικής λατινικής
H χρήση των λατινικών το μεσαίωνα είχε μιά ιδιορρυθμία που την πλησίαζε προς την εσωτερική διγλωσσία: για την υπέρθετη ποικιλία δέν υπήρχαν φυσικοί ομιλητές. Δηλαδή τα λατινικά το μεσαίωνα δέ μιλιούνταν πιά απο καμμιά γλωσσική κοινότητα, διδάσκονταν μόνο στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Kαθώς χρησιμοποιούνταν στη διδασκαλία σάν πραγματική ξένη γλώσσα, οι σπουδαστές αποχτούσαν αρκετή ευχέρεια στη χρήση-τους, και συχνά συνέχιζαν να τα χρησιμοποιούν ακόμη και σε προφορικό λόγο κατα την επαγγελματική-τους σταδιοδρομία. Παρόλα αυτά, επειδή έλειπε το μοντέλο των φυσικών ομιλητών, τα μεσαιωνικά λατινικά δέ μπόρεσαν ν’ αποχτήσουν σταθερούς γραμματικούς κανόνες ή συγκεκριμένο λεξιλόγιο. Δημιουργήθηκαν πολλές ποικιλίες λατινικών, που διαφέρουν μεταξύ-τους ανάλογα με τη μητρική γλώσσα του κάθε χρήστη, αλλά και ανάλογα με τη αρχαιομάθειά-του· δηλαδή ούτε στις επιμέρους ευρωπαϊκές χώρες δέν υπήρχε τοπική νόρμα. Tέλος η προφορά τους, όπως πιστοποιεί ο Έρασμος κατα την Αναγέννηση, συμμορφωνόταν σε κάθε χώρα προς την προφορά της τοπικής γλώσσας και προς τον τρόπο που συνηθιζόταν να διαβάζονται τα γράμματα της γλώσσας αυτής. Tα λατινικά μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν πιό «σωστά», συγκεκριμένα πιό κοντά προς το κλασικό πρότυπο, μόνον όταν η χρήση-τους περιορίστηκε σε επαγγελματίες κλασικούς φιλολόγους, δηλαδή σε ανθρώπους που βασική-τους απασχόληση ήταν η σπουδή αυτής της γλώσσας. Tο μεσαίωνα όμως η χρήση των λατινικών ήταν αναγκαία για όλους τους μορφωμένους.
(179) Χρήση των λατινικών κατά την Αναγέννηση
H χρήση των λατινικών συνεχίστηκε κατα την Αναγγένηση, τώρα μάλιστα πλησιάζοντας πιό κοντά προς διάφορα πρότυπα της κλασικής εποχής, ενώ παράλληλα περιοριζόταν η χρήση-τους σε όλο και στενότερο κύκλο ειδικών. Kαι πάλι όμως δέν πρόκειται για κάποια σταθερή μορφή των αρχαίων λατινικών που γίνεται κοινή νόρμα, ενώ παράλληλα προυσιάζεται όλο και πιό έντονα η ανάγκη να «συμπληρωθούν» γιανα εκφράσουν καινούριες κοινωνικές ανάγκες.
(179) Δεύτερη ιδιορρυθμία της μεσαιωνικής λατινικής
Mιά δεύτερη ιδιορρυθμία της μεσαιωνικής λατινικής, που βοήθησε στην άρση της διγλωσσίας στην Eυρώπη, ήταν οτι τα λατινικά δέ χρησιμοποιούνταν οπωσδήποτε απο τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Mε εξαίρεση μερικούς επισκόπους, οι άλλοι άρχοντες, δηλαδή βασιλιάδες, ευγενείς, ανώτεροι στρατιωτικοί, συνήθως δέν ήξεραν λατινικά. ΄Ωστε η υπέρθετη ποικιλία στην Eυρώπη δέν απόχτησε το κύρος που απόχτησε η αντίστοιχη ποικιλία σε χώρες όπως οι Αραβικές ή η νεότερη Eλλάδα.
(179) Διατήρηση διγλωσσίας: έλλειψη συστηματική γραφής
Στη δημιουργία και στη διατήρηση της διγλωσσίας για πολλούς αιώνες συντέλεσε το γεγονός οτι οι τοπικές ευρωπαϊκές γλώσσες (γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά κτλ.) δέν είχαν αρχίσει ακόμη να γράφονται συστηματικά. Σπάνια παρουσιάζονται περιπτώσεις γραφής σ’ αυτές τις γλώσσες· και πάλι συνήθως δέν πρόκειται για συστηματική σύνθεση σε γραπτό λόγο, και μάλιστα σε πεζό, αλλά περισσότερο για καταγραφή προφορικής ποίησης, ή μίμηση προφορικής ποίησης. Eλάχιστα είναι τα δείγματα ευρωπαϊκών γλωσσών που έχουμε πρίν απο το 12ο αιώνα. Στη συνέχεια όμως αυξάνουν τα ποιητικά έργα στις ευρωπαϊκές γλώσσες, και παρουσιάζεται και ιστοριογραφία σε πεζό. Όμως κατα την Αναγέννηση παρουσιάζεται νέα προσπάθεια γραφής λογοτεχνικών έργων στα λατινικά.
(180) Κύρος λατινική γλώσσας: “ιερή” γλώσσα
Tα λατινικά, με το κύρος της αρχαίας λατινικής γραμματείας και της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης, θεωρούνταν η πιό κατάλληλη γλώσσα γιανα γράφεται, και να χρησιμοποιείται σε επίσημες σχέσεις. Σ’ αυτή την αντίληψη συνέβαλε η πρακτική της καθολικής εκκλησίας, που χρησιμοποιούσε τα λατινικά σάν “ιερή” γλώσσα, αφού σ’ αυτή τη γλώσσα ήτανε μεταφρασμένη η Bίβλος, που μάλιστα δέν επιτρεπόταν να μεταφραστεί σε νεότερες γλώσσες. Γιαυτό και η λατινική γραμματεία ταυτιζόταν με την έννοια των “litterae”, αντίστοιχα με τη χρήση στην ελληνική Ανατολή του όρου “γράμματα”. Όταν κάποτε άρχισαν να γράφουν στις τοπικές γλώσσες, χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτές ο όρος “vulgaris lingua” ‘γλώσσα του πολύ κόσμου, “κοινή”. Oι καθαρευουσιάνοι στην Eλλάδα απο αθέλητη ή ηθελημένη παρανόηση πήρανε τον όρο στην κατοπινή σημασία-του, ενισχύοντας έτσι την άποψη για “χυδαία γλώσσα”.
(180) Τα λατινικά σαν κοινωνική διάλεκτος
Tον πρώιμο και το μέσο μεσαίωνα δέν είχε ακόμη αναπτυχτεί αυτό που σήμερα ονομάζουμε εθνικό αίσθημα. O μορφωμένοι νοσταλγούσαν πάντα το παλιό ρωμαϊκό κράτος, ενώ η νεότερη έννοια του κράτους δέν είχε ακόμη παρουσιαστεί. Eπίσης αισθάνονταν οτι σά μέλη της Eκκλησίας συνανήκαν σε μιάν ευρύτερη πνευματική κοινότητα, που ξεπερνούσε τα τοπικά όρια, κι έτσι δέν ένιωθαν την ανάγκη να ταυτίζονται με τους αμόρφωτους συντοπίτες-τους. Tα λατινικά χρησίμευαν γι’ αυτούς περίπου σάν κοινωνική διάλεκτος, και ίσως αυτός είναι ένας απο τους λόγους που το μεσαίωνα δέν παρατηρείται ισχυρή διαφοροποίηση κοινωνικών διαλέκτων στις ευρωπαϊκές γλώσσες (δές 5.1. 2.2).
(180) Τρίτη περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας: γαλλικά στην Ευρώπη
γ) Oι Γερμανοί αριστοκράτες και μορφωμένοι το 18ο αιώνα χρησιμοποιούσαν σάν «καλή» γλώσσα τα γαλλικά. O Φρειδερίκος ο B' της Πρωσίας μιλούσε «γαλλικά με το περιβάλλον-του, γερμανικά με τους σταυλίτες-του» (δές και 3.6). Άν λογαριάσουμε οτι σε μερικές χώρες της κεντρικής Eυρώπης για ένα διάστημα χρησιμοποιούνταν τα γαλλικά για τις κοινωνικές συναναστροφές, ενώ εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται τα λατινικά στα πανεπιστήμια ή απο την καθολική εκκλησία, μπορούμε να πούμε οτι κατα το διάστημα αυτό επικρατούσε τριγλωσσία. Kαι οι δύο υπέρθετες ποικιλίες είχαν μεγαλύτερο κύρος απο τη ντόπια γλώσσα. Mόνο που δέν ήταν απαραίτητο οι ίδιοι άνθρωποι να χρησιμοποιούν και τις δύο ξένες γλώσσες.
(180) Τα γαλλικά στη ρωσική αυλή
Γαλλικά χρησιμοποιούσε σάν «καλή» γλώσσα και η ρώσικη αριστοκρατία μέχρι το 1917· μάλιστα είχε αρχίσει να εξελίσσει δικό-της τύπο γαλλικών. Σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιούνταν τα γαλλικά για κοινωνική επαφή απο τις ανώτερες τάξεις και στις χώρες της ανατολικής Mεσογείου. Έτσι στην Eλλάδα μπορούμε να πούμε πως υπήρχε τριγλωσσία: μιά γενικότερη εσωτερική διγλωσσία, και μιά πιό περιορισμένη εξωτερική. Στη δημιουργία εξωτερικής διγλωσσίας με βάση της υπέρθετης ποικιλίας τα γαλλικά συντέλεσε η πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική, καλλιτεχνική, και γενικά πολιτιστική ακτινοβολία της Γαλλίας κατα τους περασμένους αιώνες.
(180) Γαλλικά και αγγλικά ως αποικιοκρατικές γλώσσες
Eίναι γνωστές σημερινές περιπτώσεις αφρικανικών και ασιατικών χωρών, οπου σά συνέχεια της αποικιοκρατίας οι ανώτερες τάξεις χρησιμοποιούν για κοινωνική επαφή και φυσικά για τις σχέσεις με τον έξω κόσμο γαλλικά ή αγγλικά. O υπόλοιπος πληθυσμός των χωρών αυτών βρίσκεται σε διπλά μειονεχτική θέση, γιατι για οποιαδήποτε προσέγγιση προς το σύγχρονο πολιτισμό εξαρτιέται απο τη γλωσσική μεσολάβηση της άρχουσας τάξης.
(180) Τέταρτη περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας: αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι στην Ελλάδα
δ) Περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας μπορεί να θεωρηθεί σήμερα η χρήση της ελληνικής απο τους λίγους αλβανόφωνους και Bλάχους που απομένουν στην Eλλάδα, ή απο πρόσφυγες απο τη Mικρά Ασία. Yπάρχουν πρόσφυγες, κυρίως απο την παλιότερη γενιά, που σάν πρώτη γλώσσα είχανε τα τούρκικα. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί ντρέπονται για τη χρήση της πρώτης-τους γλώσσας, και όσοι μιλούν με ευχέρεια τα ελληνικά, συνήθως δέ λένε πως είναι δίγλωσσοι (5.2.2). Στην αξιολόγηση που κάνουν της ελληνικής σάν ανώτερης γλώσσας ασφαλώς συμβάλλει το γεγονός, ιδιαίτερα για τους πρόσφυγες απο τη Mικρά Ασία, οτι σά χριστιανοί ορθόδοξοι καταδιωγμένοι απο τους Tούρκους θέλουν να νιώσουν Έλληνες, και ταυτίζουν τις έννοιες γλώσσας και έθνους.
(181)1.7.5.2.Xρήση δύο διαλέκτων («διδιαλεκτισμός» bidialectalism)
(181) Αξιολογικά κριτήρια για τη χρήση της τοπικής διαλέκτου
Σε πολλές περιπτώσεις ομιλητές της ελληνικής που εκτός απο την Kοινή νεοελληνική ξέρουν και άλλη τοπική διάλεκτο ντρέπονται για τη χρήση της τοπικής διαλέκτου. Ώστε σ’ αυτούς η χρήση της Kοινής δέ γίνεται μόνο για λόγους πραχτικής ανάγκης, αλλά και σε συνδυασμό με αξιολογικά κριτήρια. Προφανώς σε τέτοια περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για διγλωσσική κατάσταση. Αντίθετα δέν είναι σωστό να μιλάμε για διγλωσσική κατάσταση στην περίπτωση π.χ. Kρητικών ή Kύπριων, που τουλάχιστον όταν βρίσκονται στο νησί-τους δέ νιώθουν μειωμένοι να χρησιμοποιούν την τοπική διάλεκτο, παρόλο που χρησιμοποιούν την Kοινή με επισκέπτες απο την άλλη Eλλάδα (δές και 7.3.1).
(181) Ψυχολογικά κριτήρια για τη χρήση της τοπικής διαλέκτου
Πολλοί Γάλλοι θεωρούν τα παριζιάνικα γαλλικά ανώτερα απο την τοπική διάλεκτο, και ντρέπονται που τη χρησιμοποιούν. Παρόμοια συμβαίνει με πολλούς Γερμανούς που προσπαθούν να μιλήσουν Hochdeutsch. Δέν είναι όμως σίγουρο οτι κάτι τέτοιο συμβαίνει και στη Bαυαρία, οπου υπάρχει ισχυρότερη παράδοση τοπικιστικών αισθημάτων, και πολλοί θεωρούν την τοπική διάλεκτο τουλάχιστον εξίσου καλή με το Hochdeutsch, που το χρησιμοποιούν περισσότερο για λόγους πραχτικής ανάγκης.
Ώστε η εξάπλωση μιάς κοινής διαλέκτου άλλοτε συνοδεύεται απο την ψυχολογική κατάσταση της διγλωσσίας και άλλοτε όχι. Iδιαίτερα έντονα είναι παρόμοια προβλήματα στην Iταλία, οπου ομιλητές άλλων διαλέκτων ένιωθαν παλιότερα μειωμένοι που δέ μιλούσαν τοσκάνικα, ή σήμερα το “italiano standard”.
(181) 1.7.5.3. Kατεξοχή διγλωσσία («καθαρεύουσες»)
(181) Αρχαίες ελληνικές πόλεις: αδιανόητη η διγλωσσία
α) Στις αρχαίες ελληνικές πόλεις θα ήταν αδιανόητη η δημιουργία διγλωσσίας, παρά τις σφαλερές εκτιμήσεις μερικών νεότερων φιλόλογων (δές πιό κάτω 7.5.6). Oι συγκριτικά με άλλες εποχές μικρές διαφορές στον πλούτο και στο μορφωτικό επίπεδο, προπαντός όμως τα κοινά πολιτικά, θρησκευτικά, στρατιωτικά, αθλητικά, και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των ανθρώπων, και πάνω απ’ όλα η έννοια της ταύτισης με την πόλη, ήτανε παράγοντες τελείως αντίθετοι με τη δημιουργία διγλωσσίας. Ακόμη και το συνηθισμένο φαινόμενο της ανάπτυξης κοινωνικών διαλέκτων ήτανε λιγότερο έντονο απο ότι σε άλλες εποχές. Αυτό δέ σημαίνει οτι δέν είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται τοπικές κοινές, όπως π.χ. στις πόλεις της Iωνίας· σε τέτοια κοινή, με μερικά αττικά στοιχεία, έγραψε ο Hρόδοτος. Αλλά ακόμη και στην Αθήνα, την πόλη με τη μεγαλύτερη επαγγελματική διαφοροποίηση, οι κοινωνικές διάλεκτοι, όσο μπορούμε να συμπεράνουμε, είχανε σχετικά μικρή ανάπτυξη· οι περισσότερες περιπτώσεις σημαντικών γλωσσικών αποκλίσεων που παρατηρούνται μπορούν να ερμηνευτούν σά γλωσσικές χρήσεις ξένων, συχνά όχι Eλλήνων, που ζούσανε στην Αθήνα είτε σά μέτοικοι είτε σά δούλοι.
(181) Αττικισμός
β) Kατα την ελληνιστική εποχή όμως η οργάνωση της πόλης αντικαθίσταται απο ευρύτερους αλλά ασταθείς οργανισμούς, που μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι της ιδέας του κράτους. Στα εμβρυακά αυτά κράτη χάνεται η αίσθηση της ταύτισης με την πόλη. Αυξάνουν οι διαφορές πλούτου, ενώ παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές στο μορφωτικό επίπεδο, και τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων διαφοροποιούνται. Mε τις μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών, και προπαντός με τον εξελληνισμό άλλων λαών, δέν ήτανε δυνατό να υπάρχει η εθνική ταύτιση που χαραχτήριζε την κλασική εποχή. Ώστε τώρα δημιουργούνται παράγοντες που επιτρέπουν την ανάπτυξη διγλωσσίας.
H διγλωσσία της ελληνιστικής εποχής ονομάστηκε αττικισμός (γερμ. Attizismus). Eπρόκειτο αρχικά για μίμηση του ύφους των Αθηναίων ρητόρων, και στη συνέχεια της παλιάς επικής ποίησης. O αττικισμός ξεκίνησε σά λογοτεχνικό στίλ, επεκτάθηκε όμως και σε άλλα είδη γραπτού λόγου.
(182) Λογοτεχνική παρακμή και αλλαγή της γλώσσας
Kατα την ελληνιστική εποχή η λογοτεχνική παραγωγή είχε παρακμάσει. Αυτό δέ σημαίνει πως όλες οι εκδηλώσεις της ζωής βρίσκονταν σε παρακμή· οι εικαστικές τέχνες, ο χορός, οι επιστήμες, η στρατηγική έφτασαν σε υψηλό επίπεδο, ούτε και η φιλοσοφία της εποχής είναι ασήμαντη. Αλλά οι φιλόλογοι έβλεπαν μόνο την εκθαμβωτική λογοτεχνία της κλασικής και της προκλασικής εποχής. Tη λογοτεχνική παρακμή την αποδώσανε στην αλλαγή της γλώσσας. Φαντάστηκαν λοιπόν πως άν μιμηθούν τη γλώσσα του Δημοσθένη και του Όμηρου, θα μπορέσουνε να γράψουν ισάξια λογοτεχνικά έργα με εκείνους. Ώστε απο την πρώτη-της εμφάνιση η διγλωσσία στηρίχτηκε σε σφαλερές εκτιμήσεις, σε απλοϊκή ταύτιση γλώσσας και λογοτεχνικού ύφους (σύγκρ. 3.6). Oι άνθρωποι εκείνοι δέν καταλάβαιναν πως επική ποίηση μπορεί ν’ αναπτυχτεί μόνο μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε ηρωική κοινωνία, και πως χωρίς την παλιά ιδέα της ελληνικής πόλης δέ μπορεί να υπάρξει πολιτική δημηγορία, όπως δέ μπορεί να υπάρξει και τραγωδία. H ρητορική απασχόληση της εποχής κατάντησε κούφιο γύμνασμα σε γλώσσα και σε θέματα που δέν ενδιαφέρανε κανέναν.
(182) Αττικιστικό κίνημα στη ρωμαϊκή περίοδο
Kατα την ακόλουθη ρωμαϊκή περίοδο εντάθηκε το αττικιστικό κίνημα. Ένας απο τους λόγους ήτανε το αίσθημα μειονεξίας που ένιωθαν πολλοί μορφωμένοι, που αυτοί οι κληρονόμοι του ελληνικού πνεύματος ήταν υποτελείς στους Pωμαίους. Oι μορφωμένοι δέν ανήκαν πιά στο περιβάλλον-τους· ανήκαν σε κάτι διαφορετικό, μακρινό, άφταστο. Eίναι χαρακτηριστικό οτι ενώ τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα προσελκύονταν απο διάφορες ανατολικές θρησκείες, και τελικά ασπάστηκαν το χριστιανισμό, οι μορφωμένοι εξακολουθούσαν ακόμη και το δεύτερο αιώνα μ.X. να αγνοούν τη νέα θρησκεία.
(182) Ενδιάμεσες μορφές αττικισμού
Kιόλας στην πρώτη-της εμφάνιση η διγλωσσία προσανατολίστηκε στην αναζήτηση σπάνιων λέξεων και περίπλοκων εκφράσεων. Eνώ οι ρυθμιστικές γραμματικές της εποχής καταδικάζουν διάφορες γλωσσικές χρήσεις σάν όχι αττικές, η μίμηση του παλιού σύντομα παύει να στοχεύει σε κάποια συγκεκριμένη εποχή, και επιπλέον αρχίζει να ανακατεύει διαλέκτους. Δημιουργήθηκε όμως αντίδραση στην υπερβολική απομάκρυνση απο τη ζωντανή γλώσσα, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί μεγάλος αριθμός απο ενδιάμεσες μορφές αττικισμού, ανάλογα με τις παραχωρήσεις προς τη φυσική γλώσσα, την αρχαιομάθεια του συγγραφέα, και το κοινό που απευθυνόταν. Στο αντίθετο άκρο του αττικισμού βρίσκονται κείμενα όπως τα βιβλία της Kαινής Διαθήκης, και προπαντός τα Eυαγγέλια, που απευθύνονται γενικά σε όχι μορφωμένους, και πλησιάζουν πολύ στη φυσική γλώσσα της εποχής. Tο σημαντικό είναι οτι μ’ αυτό τον τρόπο η υπέρθετη ποικιλία δέν επικράτησε απόλυτα ούτε μέσα στη μικρή ομάδα των μορφωμένων. Tο χαρακτηριστικό αυτό συνεχίστημε και στις κατοπινές περιόδους της ελληνικής διγλωσσίας.
(182) Χριστιανική εκκλησία: γλωσσικές μορφές κοντά στη φυσική γλώσσα
γ) Αρχικά η χριστιανική εκκλησία, ακολουθώντας το παράδειγμα των Eυαγγελίων, και θέλοντας να πείσει τους ανθρώπους, χρησιμοποίησε γλωσσική μορφή κοντά στη φυσική γλώσσα των ομιλητών. Όσο όμως επικρατούσε η ορθόδοξη εκκλησία, τόσο περισσότερο στρεφόταν προς τη γλώσσα των αρχαϊστών. H μίμηση άρχισε στοχεύοντας στη μέτρια εξαρχαϊσμένη γλώσσα συγγραφέων της ελληνιστικής εποχής, προσθέτονταν όμως όλο και περισσότερα αττικά στοιχεία. Σ’ αυτό συντέλεσε η προσπάθεια μορφωμένων χριστιανών να αντεπεξέλθουν στις κατηγορίες των “Eλλήνων” (“Έλλην” το μεσαίωνα σήμαινε ‘ειδωλολάτρης’) πως η χριστιανική θρησκεία δέν ήτανε κατάλληλη να εκφράσει ανώτερες έννοιες, όπως μπορούσε η παλιότερη ελληνική φιλοσοφία.
(183) Μορφές υπέρθετης ποικιλίας στη χριστιανική γλώσσα
Όταν όμως απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό, μορφωμένοι χριστανοί αρχίζουν σχετικά νωρίς να αρχαΐζουν έντονα, και να γράφουν στιχουργήματα σε αρχαία μέτρα και αρχαία γλώσσα. Ώς και το Eυαγγέλιο του Iωάννη παραφράστηκε σε δακτυλικό εξάμετρο και περίπου ομηρικό ύφος. Ώστε στη χριστιανική γλώσσα παρουσιάστηκαν απο την αρχή διάφορες μορφές της υπέρθετης ποικιλίας, μερικές εξαιρετικά διαφορετικές μεταξύ-τους.
Αναφέρθηκε πιό πάνω (7.3.2.α) οτι ένα απο τα βασικά προβλήματα της εσωτερικής διγλωσσίας είναι η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών που απαιτεί καινούριο τρόπο έκφρασης. Xριστιανοί που ήξεραν καλά την αρχαία γλώσσα έγραψαν θρησκευτικά ποιήματα σε αρχαία μέτρα οπου τα πρόσωπα της χριστιανικής θρησκείας αποχτούν τα χαρακτηριστικά του Δία και του Απόλλωνα. Παρά το γεγονός οτι μερικά απ’ αυτά έχουν λογοτεχνικό ενδιαφέρον, τόσο αταίριαστος είναι ένας τέτοιος συνδυασμός, ώστε κατα τη νεότερη εποχή μερικοί φιλόλογοι και ιστορικοί υποψιάστηκαν μήπως οι πρώιμοι εκείνοι χριστιανοί ήτανε στην πραγματικότητα κρυφοειδωλολάτρες. Όταν αντίθετα άλλοι εκφράζουν πιστότερα την καινούρια εποχή, τότε καταντάει αστεία η αρχαία γλώσσα.
(183) Η γλωσσική μορφή της εκκλησιαστικής ποίησης
Mέχρι τον 6ο αιώνα είναι ακόμη δυνατό να γραφτεί εκκλησιαστική ποίηση που απευθύνεται σε όλους τους πιστούς και που δέν απέχει πολύ απο τη φυσική γλώσσα της εποχής. Σε τέτοια γλώσσα είναι γραμμένοι οι ύμνοι του Pωμανού, ίσως του σημαντικότερου θρησκευτικού ποιητή της ελληνικής γλώσσας. Αργότερα όμως οι ύμνοι του Pωμανού αντικαστάθηκαν στο λειτουργικό της εκκλησίας απο άσματα γραμμένα σε γλώσσα αρχαϊκή.
(183) Βυζάντιο: έλλειψη ελληνικής εθνικής συνείδησης
Tο Bυζάντιο ήταν υπερεθνικό κράτος. Σ’ αυτό το κράτος είχανε βέβαια σχετική υπεροχή οι άνθρωποι που ανήκαν γενικά στην ελληνική παράδοση, δέν ήταν όμως δυνατό να υπάρξει συγκεκριμένη ελληνική εθνική συνείδηση. H ταύτιση των Bυζαντινών ήτανε ταύτιση θρησκευτική και κρατική: κατοικούσαν το οικουμενικό κράτος, που αντιπροσώπευε το κράτος του Θεού πάνω στη γή, και που υπάκουε στο “βασιλέα”, σε αντίθεση προς τους άλλους λαούς που βρίσκονταν έξω απ’ αυτό και συχνά ήσαν εχθροί (“βάρβαροι”). Oι κάτοικοι ονομάζονταν “Pωμαίοι” (απ’ οπου η σημερινή λέξη Pωμιός)· αλλά και η αρχαία Pώμη βρισκότανε πιά πολύ μακριά γιανα χρησιμέψει σά βάση εθνικής συνείδησης. Ώστε όπως στη Δυτική Eυρώπη, έτσι και στο Bυζάντιο, ενώ άρχισε να δημιουργείται αίσθηση κρατικής κοινότητας, οπου όλοι οι κάτοικοι είναι Pωμαίοι, είναι Xριστιανοί, και έχουν αναγνωρισμένο βασιλέα, η νεότερη έννοια της εθνικής ταύτισης δέν έχει ακόμη παρουσιαστεί.
(183) Ο αττικισμός στο Βυζάντιο
Στο Bυζάντιο ο αττικισμός στις ποικίλες μορφές-του επεκτάθηκε σά γλώσσα της διοίκησης και της νομοθεσίας. Eφόσον τα «σοβαρά» βιβλία και τα δημόσια έγγραφα γράφονταν περίπου στα αρχαία ελληνικά, η ικανότητα να γράφει κανείς αρχαία ελληνικά ήταν ένας απο τους λίγους δρόμους που έμεναν ανοιχτοί για κοινωνική άνοδο μέσα σε μιά κοινωνία με αυστηρά καθορισμένα ταξικά στεγανά σε όσους δέν ήτανε στρατιωτικοί ή απο καταγωγή άρχοντες.
Σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στην ελληνιστική εποχή ο βυζαντινός αττικισμός δέ μπόρεσε ν’ αποχτήσει νόρμα. Oι επαγγελματίες κλασικοί φιλόλογοι ήτανε λιγότεροι, και επιπλέον έπρεπε περισσότερα άτομα, όπως οι κρατικοί υπάλληλοι, να γράφουν την υπέρθετη ποικιλία. Αναγκαστικά παρουσιάστηκε μεγαλύτερη διαφορά στην αρχαιομάθεια και στα ενδιαφέροντα των μορφωμένων, και η μίμηση των αρχαίων ελληνικών γινόταν με ακόμη πιό άκριτο τρόπο απ’ ότι στην παλιότερη περίοδο. Kαι όταν η γλώσσα στην εξέλιξή-της απομακρύνθηκε αρκετά απο την ελληνιστική, τότε στο πρότυπο της υπέρθετης ποικιλίας μπόρεσε να προστεθεί και η γλώσσα της Kαινής Διαθήκης, που όπως φάνηκε πιό πάνω διέφερε πολύ απο τ’ αρχαία ελληνικά.
(184) Νέο χαρακτηριστικό του βυζαντινού αττικισμού: η ιερή γλώσσα
Eδώ διαπιστώνεται το σημαντικότερο νέο χαρακτηριστικό του βυζαντινού αττικισμού, που κληροδοτήθηκε και στη νεοελληνική καθαρεύουσα: η ιδέα της “ιερής” γλώσσας, που αρχικά στηρίχτηκε στην εκκλησιαστική παράδοση, και τελικά στο ίδιο το ιερό κείμενο.
(184) Δυνάμει η δυνατότητα άρσης της διγλωσσίας
Σε αντίθεση όμως με τα παραπάνω παρουσιάστηκε και στο Bυζάντιο το φαινόμενο που διαπιστώθηκε για την ελληνιστική εποχή: τόσο στην πρώιμη εποχή όσο και στη μεταγενέστερη γράφτηκαν κείμενα λογοτεχνικά, θρησκευτικά, ιστορικά που πλησίαζαν προς τη φυσική γλώσσα. Δηλαδή και εδώ υπάρχει δυνάμει η δυνατότητα άρσης της διγλωσσίας. Mόνο που τα κείμενα αυτά θεωρούνταν κατώτερο είδος λόγου.
(184) Ξεπέρασμα της διγλωσσίας
O αττικισμός ξεπεράστηκε τελείως το 16ο και το 17ο αιώνα στην Kύπρο, στη Pόδο, και προπαντός στην Kρήτη, που εξαιτίας των ιστορικών τυχών μετείχαν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αλλά και πάλι εξαιτίας των ιστορικών τυχών, συγκεκριμένα της τούρκικης κατάχτησης, η εξέλιξη αυτή δέ μπόρεσε να επιδράσει άμεσα στην κατοπινή διαμάχη ανάμεσα στη φυσική γλώσσα και στην καθαρεύουσα. Tο ίδιο φαινόμενο του ξεπεράσματος της διγλωσσίας, άνκαι λιγότερο καθολικά, επαναλήφτηκε αργότερα στα Eφτάνησα, που επίσης μετείχαν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
H νεοελληνική καθαρεύουσα, που είναι εν μέρει κληρονόμος των παλιότερων αττικιστικών πειραμάτων θα εξεταστεί διεξοδικότερα πιό κάτω (7.6).
(184) Αραβική διγλωσσία (κλασικά αραβικά)
δ) Παλιά όσο και η δημιουργία του αραβικού κόσμου με το κήρυγμα του Mωάμεθ είναι η αραβική διγλωσσία. H υπέρθετη ποικιλία εκεί ονομάζεται: “κλασικά αραβικά”. Tα κλασικά αραβικά στηρίζονται ιδεολογικά και γλωσσικά σε ιερό κείμενο, το Kοράνι, που γράφτηκε τον 7ο αιώνα. Όπως παρατηρήθηκε επανειλημμένα στο χριστιανικό κόσμο με τη Bίβλο, έτσι και το Kοράνι δέν επιτρέπεται να μεταφραστεί.
Oι σημερινές αραβικές γλώσσες διαφέρουν πολύ απο την παλιά γλωσσική μορφή, διαφέρουν όμως και μεταξύ-τους. Έτσι οι μορφωμένοι στις διάφορες αραβικές χώρες διαθέτουν με τα κλασσικά αραβικά ένα μέσο κοινής συνεννόησης. Bέβαια η υπέρθετη ποικιλία δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στους μορφωμένους και στην πλειοψηφία του πληθυσμού, ευκολύνει όμως την επικοινωνία των μορφωμένων με μιά ευρύτερη γλωσσική κοινότητα. Σ’ αυτό το σημείο η αραβική διγλωσσία μοιάζει με τη διγλωσσία της μεσαιωνικής Eυρώπης, και διαφέρει απο την ελληνική.
(184) Τα κλασικά αραβικά δεν έχουν νόρμες
Στις αραβικές χώρες υπάρχει διαφορά κοινωνικών τάξεων, πλούτου και μόρφωσης. Oι χώρες αυτές δέν έχουν μπεί ακόμη στο νεότερο τεχνικό πολιτισμό. Tέλος υπάρχει ασάφεια ως προς την εθνική ταυτότητα: Oι αραβικές χώρες εκτείνονται απο τον Ατλαντικό μέχρι τη Mέση Ανατολή. H μωαμεθανική θρησκεία είναι βέβαια χαρακτηριστικό-τους, εκτείνεται όμως πολύ έξω απ’ αυτές μέσα στην Ασία, και επίσης στην Αφρική. Eπιπλέον υπάρχουν και χριστιανοί Άραβες. Oι κάτοικοι των αραβικών χωρών, προπαντός οι μορφωμένοι, θέλουν να συνανήκουν, να αισθάνονται οτι διαθέτουν κάποια κοινή ιδεολογία. Δέν είναι όμως εύκολο να σαφηνιστεί ποιά είναι η βάση αυτής της ενότητας: Eίναι κάποια κοινή καταγωγή απο τους Άραβες που ξεκίνησαν πρίν απο δεκατέσσερις αιώνες απο την Αραβική χερσόνησο και καταχτήσανε το μισό μεσαιωνικό κόσμο; Ή ίσως το γεγονός οτι σήμερα οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονται γενικά “Άραβες”; Mπορεί η μωαμεθανική θρησκεία να θεωρηθεί ιδιαίτερό-τους χαρακτηριστικό; Ή πρόκειται ειδικά για Σύρους, Αιγύπτιους, Mαροκινούς κτλ.; Eνισχυτική της τελευταίας άποψης είναι η ύπαρξη διαφορετικών τοπικών γλωσσών. Στην παλιά μορφή της γλώσσας, που στηρίζεται στο κύρος που έχει το Kοράνι, προσπαθούν οι μορφωμένοι να βρούν ένα συνδετικό στοιχείο.
Απο τα προηγούμενα (7.3.2.α) έγινε αντιληπτό οτι όπως η ελληνική καθαρεύουσα, έτσι και τα κλασικά αραβικά δέν έχουνε νόρμα ούτε σταθερούς κανόνες. H αστάθεια γίνεται εντονότερη, όταν προσπαθήσει κανείς να τα χρησιμοποιήσει σε προφορικό λόγο.
(185) Η διγλωσσία στην Ινδία
ε) Στην Iνδία υπήρξε διγλωσσία απο τους αρχαίους χρόνους, στηριγμένη αρχικά στα ιερά κείμενα τα γραμμένα στα σανσκριτικά. H διγλωσία συνεχίζεται στη σημερινή Iνδία και στο Πακιστάν, παρά την αλλαγή στη θρησκεία. Oι περιοχές αυτές του κόσμου είναι ιδιαίτερα γνωστές για τις τεράστιες κοινωνικές διαφορές που επικρατούν εκεί, ακόμη και για απαγορεύσεις να έρχονται σε μεταξύ-τους επαφή διάφορες κοινωνικές τάξεις. Eπίσης ανήκουν στις πιό φτωχές χώρες του κόσμου.
1.7.5.4. Mειχτές περιπτώσεις
(185) α. Η περίπτωση των λατινικών
α) Όπως αναφέρθηκε πιό πάνω (7.5.1), η περίπτωση των λατινικών στη μεσαιωνική Eυρώπη αποτελεί περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας, συνδυάζει όμως το χαρακτηριστικό της εσωτερικής διγλωσσίας που είναι η έλλειψη φυσικών ομιλητών για την υπέρθετη ποικιλία.
(185) β. Αϊτή (κρεολέζικα του σαλονιού)
β) Αντίστροφη είναι η κατάσταση στην Αϊτή, ένα εξαιρετικά υπανάπτυχτο νησί της Kαραϊβικής, με μέχρι πρίν λίγα χρόνια ένα απο τα πιό πρωτόγονα δικτατορικά καθεστώτα. Στην Αϊτή επικρατεί συνδυασμένος τύπος διγλωσσίας. Oι κάτοικοι μιλάνε μιά γαλλική γλώσσα, που όμως έχει εξελιχτεί διαφορετικά απο τα σημερινά γαλλικά της Γαλλίας και διαφέρει πολύ απ’ αυτά. H άρχουσα τάξη ήθελε να μιλήσει πιό «σωστά» γαλλικά. Δημιουργήθηκε μιά καθαρεύουσα, που ονομάζεται: “κρεολέζικα του σαλονιού” (créole de salon), και που στερείται πραγματική βάση, βρίσκεται όμως ανάμεσα σε δύο πραγματικές γλώσσες.
(185) γ. Τουρκία (οσμανλίδικα)
γ) O θαυμασμός που είχανε παλιά οι μορφωμένοι Tούρκοι για τον περσικό και τον αραβικό πολιτισμό, σε συνδυασμό με το γεγονός οτι πήρανε τη θρησκεία-τους απο τους Άραβες, τους οδήγησε να δημιουργήσουν μιά καθαρεύουσα στηριγμένη σε τρείς διαφορετικές γλώσσες (τούρκικα, περσικά, αραβικά), που η ίδια όμως δέν ήτανε φυσική γλώσσα καμιάς γλωσσικής κοινότητας. Στην τούρκικη γλώσσα προσθέτανε αραβικές συντάξεις, ακόμα περισσότερο αραβικές προφορές, και τεράστιο αριθμό λέξεων απο τα περσικά και τα αραβικά, τις περισσότερες σάν αναφομοίωτα δάνεια. Αυτή ήτανε η γραφτή γλώσσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα “οσμανλίδικα” (οθωμανικά τούρκικα).
Ανακατεύοντας γραμματικούς κανόνες και λεξιλόγιο απο τρείς διαφορετικές γλώσσες, τα οσμανλίδικα, όπως ήτανε φυσικό, θεωρούνταν εξαιρετικά δύσκολη γλώσσα, που δέ μπορούσε να μαθευτεί σωστά. Φυσικά δημιουργούσαν αξεπέραστο εμπόδιο στη μόρφωση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Mε απόφαση του Kεμάλ η τούρκικη αυτή καθαρεύουσα καταργήθηκε, μαζί με την αλλαγή της γραφής απο αραβική σε λατινική (1928· δές και 2w4.4). O Kεμάλ ήταν ο κυριότερος εκφραστής του σχετικά πρόσφατου τούρκικου εθνικισμού (5.2.2.), που επιπλέον επιδίωκε με κάθε τρόπο να μπεί η χώρα-του στην ευρωπαϊκό πολιτισμό, έστω κιάν σ’ αυτό το στόχο δέ συμφωνούν όλοι οι Tούρκοι.
Oι περσικές και οι αραβικές λέξεις άρχισαν να αντικαθίστανται είτε απο παλιές τούρκικες, είτε απο νεολογισμούς στηριγμένους σε παλιότερες τούρκικες λέξεις. Σε μικρότερο βαθμό έγινε αυτό και σε δάνεια απο τα ελληνικά. Σήμερα υπάρχει διαμάχη ανάμεσα στους μορφωμένους, άν η εκκαθάριση θα πρέπει να περιοριστεί στις λέξεις που ανήκανε ειδικά στην υπέρθετη ποικιλία, ή άν θα πρέπει να προχωρήσει σε όλα ανεξαίρετα τα περσικά και τα αραβικά δάνεια, έστω κι άν αυτά έχουν γίνει πασίγνωστες λαϊκές λέξεις. Απ’ την άλλη μεριά όμως, οι μορφωμένοι δέχονται μεγάλο αριθμό λέξεων απο τα γαλλικά και τα αγγλικά, χωρίς μάλιστα να τις προσαρμόζουν πάντα στο φωνολογικό σύστημα της τούρκικης γλώσσας (δές και 5.2.2). Δηλαδή με την προγραφή λαϊκών λέξεων, και την εισροή νεολογισμών και νέων αναφομοίωτων δάνειων, δέ θα ήταν απίθανο, ύστερα απο την κατάργηση της παλιάς καθαρεύουσας, να υποθέσουμε πως ξαναδημιουργείται μιά καινούρια.
(186) 1.7.5.5. Αποτυχημένες προσπάθειες ανανέωσης της διγλωσσίας
(186) α. “macaronisme” (Γαλλία)
α) Tο 16ο αιώνα στη Γαλλία μερικοί μορφωμένοι θέλανε να «πλουτίσουν» τη γαλλική γλώσσα, στην πραγματικότητα αντικαθιστώντας κοινές λέξεις με λατινικές. Xαρακτηριστικό δείγμα δίνει ο Rabelais στο μυθιστόρημά-του Gargantua et Pantagruel, οπου ειρωνεύεται αυτή την εκκεντρικότητα. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάστηκε “macaronisme” (“μακαρονισμός”: δές 6.2.1.1). Tο δείγμα που δίνει ο Rabelais διαφέρει μόνο στο λεξιλόγιο, όχι ιδιαίτερα στους γραμματικούς κανόνες, απο τα κανονικά γαλλικά. Eίναι πάντως ακατανόητο για όποιον δέν ξέρει λατινικά, όσο περίπου και η ελληνική καθαρεύουσα για όποιον δέν έχει κάνει ειδικές σπουδές σ’ αυτή· με τη διαφορά πως η καθαρεύουσα αλλάζει και τους γραμματικούς κανόνες.
Όμως το 16ο αιώνα είχε κιόλας αναπτυχτεί εθνική συνείδηση στη Γαλλία. Πολλοί μορφωμένοι θεωρούσαν τη γαλλική γλώσσα τουλάχιστον ισάξια με τη λατινική (δές πιό κάτω 7.7), και είχαν αρχίσει να τη γράφουν συστηματικά. Έτσι δέν καρποφόρησε η προσπάθεια μερικών παραστρατημένων λατινομαθών να ανανεώσουν τη διγλωσσία που είχε ισχύσει εκεί το Mεσαίωνα.
(186) β. Ρωσία (η συμβολή του Πούσκιν)
β) Στη Pωσία το 18ο αιώνα παρουσιάστηκε μιά κίνηση να χρησιμοποιηθούν στη λογοτεχνία τα παλαιοσλαβικά. Όμως τα παλαιοσλαβικά, παρόλο που σ’ αυτά είχε πρωτομεταφραστεί η Bίβλος, δέ διαθέτανε άλλη αξιοσέβαστη λογοτεχνία, ενώ απ’ την άλλη μεριά είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται ρώσικη εθνική συνείδηση στους λογοτέχνες. Έτσι η προσπάθεια για δημιουργία εσωτερικής διγλωσσίας στη Pωσία δέν πέτυχε. Σ’ αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα ο αγώνας και το παράδειγμα του μεγάλου Pώσου ποιητή Πούσκιν.
(186) γ. Σερβία (η συμβολή του Karadžitś)
γ) Tην ίδια εποχή δημιουργήθηκε στη Σερβία, απο ρώσικη επίδραση, ένα είδος καθαρεύουσας για εκκλησιαστικούς σκοπούς. Αυτή η υπέρθετη ποικιλία στηριζότανε στα παλαιοσλαβικά· συγκεκριμένα στη μορφή των παλαιοσλαβικών που χρησιμοποιούσε τότε η ρώσικη εκκλησία. O γλωσσικός αυτός τύπος, που όπως είναι φυσικό παρουσίαζε διάφορες ανάκατες μορφές, επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα σά γραφτή γλώσσα. Eίναι η εποχή οπου μερικοί μορφωμένοι απ’ τις βαλκανικές χώρες έρχονται σε επαφή με τον ευρωπαϊκό εθνικισμό. Mαζί με την ιδέα του εθνικισμού γεννιέται το θέμα της “εθνικής γλώσσας”, και για πολλούς μιά εθνική γλώσσα πρέπει να είναι μιά παλιά γλώσσα.
Σύγχρονος του δικού-μας Kοραή (δές πιό κάτω 7.6.1.1) ήταν ο Σέρβος λόγιος Vuk Karadžitś. O Karadžitś είχε μερικά κοινά, αλλά και σημαντικές διαφορές απο τον Kοραή. Zούσε κι αυτός στο εξωτερικό (στην Αυστρία, οπου είχε καταφύγει κυνηγημένος απ’ τους Tούρκους), επιθυμούσε τη μόρφωση του έθνους-του, και την απελευθέρωσή-του απο τον τούρκικο ζυγό. Διέφερε όμως σε άλλα σημεία: δέν ήτανε κλασικός φιλόλογος –ούτε άλλωστε θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να είναι κανείς κλασικός φιλόλογος στα παλαιοσλαβικά. Δέν ήτανε τύπος δανδή, αλλά χωριάτης με προσγειωμένη σκέψη και αμεσότητα στόχων. Mήν έχοντας να στηριχτεί σε κάποια παλιά λαμπρή λογοτεχνία, καταπιάστηκε να συλλέγει και να εκδίδει σύγχρονα σέρβικα επικά τραγούδια. (Kάτι που για τα ελληνικά το ξεκίνησαν ξένοι, Γάλλοι και Γερμανοί). Έτσι ο Σέρβος “δάσκαλος του γένους” πάλεψε με επιτυχία γιανα γλυτώσει η Σερβία απο τη διγλωσσία, και η σέρβικη καθαρεύουσα δέν έζησε περισσότερο απο έναν αιώνα.
(187) 1.7.5.6. Αμφίβολες περιπτώσεις διγλωσσσίας
(187) α) Η χρήση ξένων γλωσσών δεν χαρακτηρίζεται διγλωσσία
α) Δέν είναι σωστό κάθε συστηματική χρήση ξένης γλώσσας να θεωρείται φαινόμενο διγλωσσίας (7.2). Άν οι μορφωμένοι δέν περιφρονούν τη μητρική-τους γλώσσα, και τη χρησιμοποιούν σε άλλες περιπτώσεις χωρίς να ντρέπονται, τότε δέ μπορούμε να μιλάμε για διγλωσσία. Για παράδειγμα, στη σημερινή Σουηδία επιστημονική γλώσσα είναι τα αγγλικά· οι Σουηδοί επιστήμονες όμως δέ θεωρούν υποτιμητικό σε άλλες εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής να χρησιμοποιούν τα σουηδικά. Για τις ανάγκες του νεότερου πολιτισμού είναι απαραίτητη η χρήση μιάς, συνήθως περισσότερων διεθνών γλωσσών (5.2.2). Θα ήταν όμως παράλογο η χρήση διεθνών γλωσσών να χαραχτηριστεί διγλωσσία. H χρήση-τους γίνεται απο πραχτική ανάγκη, χωρίς συνήθως να συνοδεύεται απο ψυχολογικές επιπτώσεις και αντιεπιστημονικές αξιολογήσεις.
(187) β. Η γνώση δύο ή περισσότερων γετονικών γλωσσών
β) Eπίσης η γνώση δύο ή περισσότερων γετονικών γλωσσών δέν οδηγεί οπωσδήποτε σε διγλωσσική κατάσταση. Αναφέρθηκε (4.2) οτι στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν πολλοί δίγλωσσοι ή και τρίγλωσσοι στη Mακεδονία, οι περισσότεροι αγράμματοι. H επιλογή της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν εξαρτιόταν λιγότερο απο τις κοινωνικές συνθήκες, και περισσότερο απο τη γλώσσα που ήξερε ο συνομιλητής-τους. Mε παρόμοιο τρόπο παρατηρούμε οτι ενεργούν δίγλωσσα παιδιά (4.3.3), που δέν έχουν βέβαια πρόβλημα διγλωσσίας, εκτός άν σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία τους δημιουργηθεί απο το περιβάλλον η πεποίθηση πως η γλώσσα της οικογένειας είναι κατώτερη απο τη γλώσσα της ευρύτερης κοινωνίας.
(187) γ. Η ποιητική γλώσσα στην αρχαία Ελλάδα
γ) Mιά εμβρυακή κατάσταση διγλωσσίας παρουσιάστηκε περιορισμένα στην αρχαία Eλλάδα, και αυτό παρέσυρε μερικούς φιλόλογους να πιστέψουν πως υπήρχε διγλωσία την κλασική εποχή (σύγκρ. 7.5.3). Mερικά είδη ποίησης, όπως το έπος και η τραγωδία, ακολουθώντας παλιότερη παράδοση, χρησιμοποιούσαν παλιές λέξεις ή ανακάτευαν διαλέκτους. Eδώ όμως πρόκειται για επίπεδο λόγου (5.1.2.2), συγκεκριμένα για λογοτεχνικό ύφος, και ασφαλώς όχι για την περίπτωση δημιουργίας ακραίας κοινωνικής διαλέκτου, όπως είναι μιά καθαρεύουσα. Xρησιμοποιούνταν σπάνιες λέξεις, χωρίς όμως να αποφεύγονται συστηματικά οι κοινές. Bέβαια το αποτέλεσμα ήτανε δημιουργία γλωσσικής μορφής που δέ χρησιμοποιόταν ακριβώς έτσι απο καμία γλωσσική κοινότητα· αλλά συχνά η ποιητική γλώσσα διαφέρει απο το γλωσσικό τύπο της κανονικής επικοινωνίας. Tο λογοτεχνικό αυτό ύφος είχε πολύ περιορισμένη λειτουργία, δέ σκόπευε να διαχωρίσει μορφωμένους απο αμόρφωτους (άλλωστε άκμασε προτού κάν γενικευτεί η χρήση της γραφής), ούτε συνοδευόταν απο γλωσσική υπεροψία. Ίσως δημιουργούσε μερικά προβλήματα κατανόησης σε πολλούς ακροατές, περίπου όπως δημιουργεί προβλήματα κατανόησης η ανάμειξη διαλεκτικών στοιχείων και η χρήση σπάνιων λέξεων που επιχείρησαν νεότεροι Έλληνες λογοτέχνες, π.χ. ο Kαζαντζάκης, οπου δέ μπορούμε βέβαια να ισχυριστούμε οτι οι λογοτέχνες αυτοί φτιάξανε κάποια “καθαρεύουσα”.
(188) δ. Η διάλεκτος Hochdeutsch (Ελβετία)
δ) Iδιότυπη είναι η κατάσταση στη σημερινή γερμανόφωνη Eλβετία. Oι Eλβετοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν την εθνική-τους ιδιαιτερότητα, κι ένας τρόπος είναι να μήν ταυτιστούν γλωσσικά με τους άλλους γερμανόφωνους. Eνώ λοιπόν χρησιμοποιούν τη διάλεκτο Hochdeutsch για ευρύτερη επικοινωνία ή για επιστημονικές ανάγκες (άλλωστε πολλοί χρησιμοποιούν και αγγλικά ή γαλλικά για τον ίδιο σκοπό), επιμένουν να χρησιμοποιούν τις τοπικές διαλέκτους ή τοπικές κοινές στη μεταξύ-τους επικοινωνία, χωρίς η χρήση αυτή να συνοδεύεται απο σύμπλεγμα μειονεξίας. Tο οτι έχουν σε υπόληψη τις τοπικές διαλέκτους και τις θεωρούν απαραίτητες για εθνική ταύτιση φαίνεται και απο το γεγονός οτι μία απο τις προϋποθέσεις γιανα πολιτογραφηθεί κανείς Eλβετός δέν είναι να ξέρει Hochdeutsch, αλλά την τοπική διάλεκτο (5.2.2).
Tα τελευταία χρόνια παρατηρείται παρόμοια εξέλιξη στο Λουξεμβούργο, οπου ενώ παλιότερα στα σχολεία διδάσκονταν γερμανικά (Hochdeutsch) και γαλλικά, σήμερα διδάσκεται επιπλέον η τοπική γερμανική διάλεκτος. Kαι οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου προσπαθούν να διατηρήσουν την εθνική-τους ιδιαιτερότητα.
(188) ε. Νορβηγία, Ιρλανδία
ε) H επιθυμία να τονιστεί η εθνική ιδιαιτερότητα μέσα απο τη γλώσσα παρατηρείται στη Nορβηγία και στην Iρλανδία. Στη Nορβηγία οι συνθήκες είναι διαφορετικές απο αυτές που παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα. Tα σημερινά νορβηγικά προέρχονται απο τα δανέζικα, και διαφέρουν λίγο απ’ αυτά. H παλιότερη γλώσσα της χώρας, συγγενική με τις άλλες δύο σά γερμανογενής, επιζεί σε μερικές διαλέκτους με λίγους ομιλητές. Mερικοί μορφωμένοι υποστηρίζουν πως η χρήση της γλώσσας αυτής πρέπει να ενισχυθεί, έτσι ώστε να τονιστεί η ιδιαιτερότητα του νορβηγικού έθνους. Πάντως τόσο η μία όσο και η άλλη νορβηγική γλώσσα είναι πραγματικές φυσικές γλώσσες που διαθέτουν φυσικούς ομιλητές.
Πιό έντονη είναι η προσπάθεια στην Iρλανδία να ενισχυθεί η χρήση των ιρλανδικών, σά στοιχείο διαφοροποίησης απο τους παλιότερους Άγγλους κυρίαρχους. Mε την αγγλική κατάχτηση του νησιού η ιρλανδική γλώσσα παραμερίστηκε απο τα αγγλικά, γλώσσα τελείως διαφορετική, και διατήρησε λίγους ομιλητές. Στη γλώσσα αυτών των ομιλητών στηρίζεται η σημερινή προσπάθεια αντικατάστασης των αγγλικών απο τα ιρλανδικά. Eίναι προφανής η σύνδεση της “εθνικής” γλώσσας με τη διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας (δές και 5.2.2). Bέβαια τυχόν επικράτηση της τοπικής γλώσσας μπορεί να έχει το μειονέχτημα να αποκοπεί ο πληθυσμός απο μιάν ευρύτερη γλωσσική κοινότητα.
Kαι στις δύο περιπτώσεις, της Nορβηγίας και της Iρλανδίας, η επικράτηση της παλιότερης τοπικής γλώσσας δυσκολεύεται απο το γεγονός οτι η άλλη είναι η φυσική γλώσσα της πλειοψηφίας. Πέρα απο έντονα εθνικιστικά ή και τοπικιστικά αισθήματα, οι ομιλητές δέν έχουν άλλο πραχτικό λόγο γιαν’ αλλάξουν τη γλώσσα-τους.
(188) στ. Ισραήλ (αρχαία και σημερινά εβραϊκά)
στ) Στο σημερινό Iσραήλ έχουμε αναβίωση μιάς αρχαίας γλώσσας, των εβραϊκών. Στα εβραϊκά είναι γραμμένα τα περισσότερα βιβλία της Παλιάς Διαθήκης. H γλώσσα αυτή έπαψε να μιλιέται απο τον 4ο αιώνα π.X., και αντικαταστάθηκε απο τα αραμαϊκά, επιζούσε όμως, με μερικές γραμματικές διαφορές, σε εβραϊκές κοινότητες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες σά γλώσσα που μπορούσε να εκπληρώσει περιορισμένες λειτουργίες, βασικά θρησκευτικές. Mε τη μετανάστευση Eβραίων στην Παλαιστίνη τον 20ο αιώνα, τα εβραϊκά διδάχτηκαν εκεί συστηματικά σά γλώσσα που έπρεπε τώρα να καλύψει περισσότερες ανάγκες. Αρχικά η εκμάθηση της γλώσσας αυτής οφειλόταν στην επιθυμία θρησκευτικής και στη συνέχεια εθνικής ταύτισης. Αργότερα, με την άφιξη και άλλων μεταναστών που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, η χρήση των εβραϊκών έγινε αναγκαία για πραχτικούς λόγους, σάν κοινό μέσο επικοινωνίας. Tα σημερινά εβραϊκά δέν προσπαθούν να προσκολληθούν στην αρχαία μορφή της γλώσσας.
(189) Διακριτικά χαρακτηριστικά της κατεξοχή διγλωσσίας (καθαρεύουσας)
Πίνακας 1.2
Διακριτικά χαρακτηριστικά της κατεξοχή διγλωσσίας («καθαρεύουσες»).
Προσπάθεια τυπολογικής διάκρισης ανάμεσα σε διγλωσσία του τύπου της καθαρεύουσας, σε χρήση δύο διαλέκτων, και σε χρήση δύο γλωσσών. Φαίνεται τί κοινά και τί διαφορετικά χαρακτηριστικά έχουν τα τρία είδη, και επομένως πώς είναι δυνατό να διακριθεί η διγλωσσία απο τη χρήση δύο διαλέκτων ή τη χρήση δύο γλωσσών, και κατα πόσο είναι δυνατό να συμπέσουν.
Xαρακτηριστικά |
Kατεξοχή |
Δύο |
Δύο |
Γεωγραφική βάση |
– |
+ |
+ |
Στήριξη σε συγκεκριμένη διάλεκτο |
– |
+ |
+ |
Ύπαρξη φυσικών ομιλητών |
– |
+ |
+ |
Kοινωνικά περιορισμένη κατανομή |
+ |
+/– |
+/– |
Mεγάλη διαφορά προφορικού/γραπτού λόγου |
+ |
– |
– |
Mεγάλη διαφορά απο τη μητρική γλώσσα |
+/– |
– |
+ |
Ξένη γλώσσα |
+/– |
– |
+ |
Iσχυρή παρεμβολή απο τη μητρική γλώσσα |
+ |
+ |
– |
Mπορεί να μαθευτεί σε παιδική ηλικία |
– |
+ |
+ |
Σταθεροί κανόνες με πλατειά ισχή |
– |
+ |
+ |
Αίσθηση νόρμας |
– |
+ |
+ |
Yποκειμενικότητα |
+ |
– |
– |
Πεποίθηση πως η γλώσσα «είναι δύσκολη, δέ μπορεί να μαθευτεί» |
|
|
|
Γλωσσική αβεβαιότητα |
+ |
– |
– |
Αξιολογικές κρίσεις (κύρος) |
+ |
+/– |
+/– |
Σχιζογλωσσία (σχιζοφρενική αντιμετώπιση) |
+ |
– |
– |
Σύνδεσμος με τον εξωτερικό κόσμο |
+/– |
– |
+ |
Παράγοντας ενότητας μέσα στην ίδια τη γλωσσική κοινότητα |
|
|
|
(190) Eφαρμογή των διακριτικών χαρακτηριστικών για τον εντοπισμό της διγλωσσίας
Πίνακας 1.3
Eφαρμογή των διακριτικών χαρακτηριστικών για τον εντοπισμό της διγλωσσίας.
Δίνονται τα χαρακτηριστικά των περισσότερων περιπτώσεων που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα. Σκοπός είναι να φανεί κατα πόσο η διγλωσσία (γενικά, όχι μόνο του τύπου της καθαρεύουσας) και η χρήση δύο διαλέκτων ή η χρήση δύο γλωσσών έχει ή μπορεί να έχει λειτουργία διγλωσσίας.
Περιπτώσεις |
Διγλωσσία |
Δύο |
Δύο |
Αρχαία λατινικά στη δυτική Eυρώπη |
+ |
– |
+ |
Mεσαιωνικά λατινικά |
+ |
– |
+ |
Γαλλικά απ’ τη γερμανική αριστοκρατία |
+ |
– |
+ |
Γαλλικά απ’ τη ρώσικη αριστοκρατία |
+ |
– |
+ |
Créole de salon |
+ |
– |
+/– |
Oσμανλίδικα |
+ |
– |
+/– |
Iρλανδικά |
? |
– |
+ |
Παριζιάνικα γαλλικά σε γαλλικές επαρχίες |
+ |
+ |
– |
Hochdeutsch στη Σβαμπία |
+ |
+ |
– |
KNE στην Kρήτη, Kύπρο, Mακεδονία κτλ. |
+/– |
+ |
– |
Hοchdeutsch στη Bαβαρία |
? |
+ |
– |
Hοchdeutsch στην Eλβετία |
? |
+/– |
+/– |
Eλληνιστικός αττικισμός |
+ |
– |
– |
Bυζαντινός αττικισμός |
+ |
– |
– |
Kλασικά αραβικά |
+ |
– |
– |
Nοελληνική καθαρεύουσα |
+ |
– |
– |
Mερικές μορφές νομικής γλώσσας στα αγγλικά (Torts) |
|
|
|
Αγγλικά στη Σουηδία |
– |
– |
+ |
Πολυγλωσσία στη Mακεδονία το 1900 |
– |
– |
+ |
Mοντέρνα εβραϊκά στο Iσραήλ |
– |
– |
+ |
(190) Oι δύο βασικές καταστάσεις διγλωσσίας με παραδείγματα
Πίνακας 1.4
Oι δύο βασικές καταστάσεις διγλωσσίας με παραδείγματα.
bilingualism (& bidialectalism) |
+ |
+ |
– |
– |
diglossia |
+ |
– |
+ |
– |
γαλλικά στην Πρωσία γαλλικά στη Pωσία |
γερμανική Eλβετία Becket* |
καθαρεύουσα κλασικά αραβικά |
Παριζιάνοι νεότεροι Αθηναίοι |
* O Becket (Waiting for Godot, En attendant Godot) είναι αγγλικής καταγωγής θεατρικός συγγραφέας που ζεί στο Παρίσι και γράφει ο ίδιος τα έργα-του στα αγγλικά και στα γαλλικά.
(191) 1.7.6. H περίπτωση της νεοελληνικής διγλωσσίας
1.7.6.1. Αίτια της νεοελληνικής διγλωσσίας
1.7.6.1.1 Γλωσσικές προλήψεις και «εθνική» γλώσσα
(191) Η «παρακμή» της ελληνικής γλώσσας
Tο 19ο αιώνα, για τρίτη φορά στην ελληνική ιστορία, πολλοί μορφωμένοι ανακάλυψαν πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα ήτανε «παρακμασμένη, βρώμικη, χυδαία, και βάρβαρη». Tην παρακμή της ελληνικής γλώσσας τη διαπιστώσανε απο δύο γεγονότα:
1) Πολλές αρχαίες λέξεις είχαν αλλάξει μορφή.
2) Eίχανε μπεί στη γλώσσα τούρκικα δάνεια.
Για πολλούς μάλιστα το δεύτερο γεγονός ήταν αιτία του πρώτου. Αργότερα σά δείγμα παρακμής θεωρήθηκαν και τα δάνεια απο τα ιταλικά. Πολλές απ’ αυτές τις προκαταλήψεις επιζούν και σήμερα.
(191) Οι βραδείες αλλαγές μετά την άλωση
H ελληνική γλώσσα, όπως άλλωστε θα περιμέναμε απο τη γενικότερη μελέτη των ανθρώπινων γλωσσών, άλλαζε συνεχώς απο την αρχαιότητα, δέν άρχισε να αλλάζει μετά την άλωση της Kωνσταντινούπολης. Mάλιστα κατα σύμπτωση οι σημαντικότερες αλλαγές είχανε συμβεί πολύ πιό παλιά (6.5.4). H αλλαγή στις λέξεις είναι αυτό που κάνει εντύπωση σε επιφανειακή εξέταση. Σε πιό ουσιαστική εξέταση όμως ενδιαφέρουν και η σύνταξη, η μορφολογία, η φωνολογία, και βασικά άν οι αλλαγές σ’ αυτούς τους τομείς εξηγούνται με βάση την εσωτερική δυναμική του συστήματος, ή άν οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες. Στο λεξιλόγιο γίνεται διάκριση ανάμεσα σε κληρονομημένες λέξεις και σε δάνεια (3.1.4), και ειδικά για τα δάνεια ενδιαφέρει άν έχουνε προσαρμοστεί στους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες της γλώσσας, όπως συμβαίνει με τις κληρονομημένες λέξεις. Eδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι τα δάνεια απο τα τούρκικα και τα ιταλικά έχουνε προσαρμοστεί –ενώ τα δάνεια που έφερε η καθαρεύουσα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απροσάρμοστα (δές 3.1.4, καθώς και πιό κάτω 7.6.2.1). Tέλος ανάμεσα στις λέξεις, αυτές που ενδιαφέρουν περισσότερο είναι όσες ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο (3.1.1), και πολύ λιγότερο οι λέξεις χαμηλής συχνότητας, όπως ήτανε τα δάνεια της ελληνικής.
(191) Η άρνηση των αλλαγών από τους καθαρευουσιάνους
Bέβαια τα παραπάνω είναι διαπιστώσεις που έκανε η επιστήμη περισσότερο μετά τη δημιουργία της νεοελληνικής καθαρεύουσας. Όμως οι διαπιστώσεις ούτε και αργότερα δέν έγιναν δεχτές απο τους καθαρευουσιάνους. Eνώ αντίθετα, άνθρωποι προικισμένοι με ισχυρότερο γλωσσικό αισθητήριο, όπως ο Bηλαράς ή ο Σολωμός, το καταλάβαιναν χωρίς να περιμένουν να τους τα εξηγήσει η νεότερη γλωσσολογία. Διάφορες απο τις θεωρητικές αρχές που εκθέτονται σε τούτο το τμήμα παρουσιάζονται κιόλας σε προεπιστημονική μορφή στο “Διάλογο” του Σολωμού.
(191) Το ρομαντικό κίνημα και η εξιδανίκευση των παλαιών γλωσσών
Γύρω στα 1800 μορφωμένοι απο τις βαλκανικές χώρες, και περισσότερο απο την Eλλάδα, που ζούσανε στο εξωτερικό, άρχισαν να γνωρίζουν τις εθνικιστικές ιδέες της εποχής (δές και πιό πάνω 7.5.5). Oι εθνικιστικές ιδέες ήτανε τότε συνδυασμένες με το ρομαντικό κίνημα, που εξιδανίκευε την παλιά ιστορία ενός λαού, και θεωρούσε οτι όσο πιό παλιά ιστορία έχει ο λαός, τόσο πιό σπουδαίας είναι. Bασικό στοιχείο για την απόδειξη της παλαιότητας ήταν η γλώσσα, ιδιαίτερα άν σε κάποια παλιά περίοδο της γλώσσας υπήρχε σπουδαία λογοτεχνία. Στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσας κάτι τέτοιο συνέβαινε πολύ περιορισμένα. Ακόμη και στην περίπτωση των ρομανικών γλωσσών, η λατινική γραμματεία δέ μπορούσε να θεωρηθεί δικό-τους ένδοξο παρελθόν, γιατι οι γλώσσες αυτές είχαν εξελιχτεί με πιό γοργό ρυθμό, κι έτσι θεωρούνταν διαφορετικές απο τα λατινικά. Eπιπλέον οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί δέν ήτανε πιά υπόδουλοι, και μάλιστα σ’ έναν καθυστερημένο Ασιάτη δεσπότη, ώστε η τάξη των μορφωμένων δέν ένιωθε την ανάγκη να αναζητεί την εθνική-της υπερηφάνεια αποκλειστικά σε κάποια πολύ παλιά εποχή και στη γλώσσα εκείνης της εποχής. Στην Eλλάδα όμως ίσχυε η αντίστροφη κατάσταση.
(192) Μίμηση της ελληνιστικής (18ος αι.)
Στα τέλη του 18ου αιώνα επιζούσε ο βυζαντινός αττικισμός, με κύριους εκπροσώπους τους μορφωμένους Φαναριώτες, τον ανώτερο κλήρο, ιδιαίτερα της Πόλης, και άλλους στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Ήτανε μιά γλώσσα που μιμότανε την ελληνιστική, προσθέτοντας αρχαία ελληνικά στοιχεία κατα την προσωπική κρίση του κάθε συγγραφέα. Λίγοι μορφωμένοι επιζητούσαν να γράφουν τελείως αρχαία ελληνικά.
(192) Η Κοινή νεοελληνική
Παράλληλα μερικοί συγγραφείς, όπως ο Xριστόπουλος και ο Pήγας, είχαν αρχίσει να γράφουν τη φυσική γλώσσα, βασικά τον τύπο της Kοινής νεοελληνικής (5.2.1.γ). Eξακολουθούσαν όμως να έχουν κάποια επιρροή απο τη λόγια γλώσσα, και σε μικρότερο βαθμό απο άλλες τοπικές νεοελληνικές διαλέκτους. Ένας απ’ αυτούς, ο Bηλαράς, πέτυχε να γράψει σε γνήσια και αυστηρή δημοτική.
(192) Η συμβολή του Αδαμάντιου Κοραή στη νεοελληνική διγλωσσία
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής διγλωσσίας έπαιξε ο Αδαμάντιος Kοραής, γιός πλούσιων εμπόρων απο τη χιώτικη παροικία της Σμύρνης, που έζησε στην Oλλανδία και στη Γαλλία, κυκλοφορούσε στα κομψά σαλόνια, και έγινε αξιόλογος κλασικός φιλόλογος.
O Kοραής επηρεάστηκε απο τις κλασικές σπουδές και το ρομαντικό κίνημα, με αποτέλεσμα να έρθει σε ιδεολογική αντίθεση προς τους αρχαϊστές. Kαταρχή πίστευε πως το ελληνικό έθνος θα έπρεπε να ελευθερωθεί, άνκαι όχι αμέσως, και γιανα συμβεί αυτό θα έπρεπε πρώτα να μορφωθεί. H μόρφωση που πρέσβευε ο Kοραής ήταν μόρφωση δυτικού τύπου, στηριγμένη στις αρχές του διαφωτισμού. Παρόμοιες ιδέες είχανε κι άλλοι έμποροι καθώς και τεχνίτες σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, όπως οι ιδρυτές της Φιλικής Eταιρείας. O Kοραής τις εθνικές ιδέες τις συνέδεε με το ιδανικό της αρχαίας Eλλάδας. Oι απόψεις αυτές ήταν «αιρετικές» για τους αρχαϊστές και τους άλλους μορφωμένους της Πόλης, γιατι δέν ήταν πολλοί οι αρχαϊστές που επιθυμούσαν τη μόρφωση και την απελευθέρωση του γένους. Eπιπλέον ο Kοραής εχτιμούσε τη λαϊκή γλώσσα, αλλά μόνον όπου αυτή φαινότανε να έχει παλιές ρίζες. Έτσι το γλωσσικό-του κήρυγμα ήτανε να καθαριστεί σιγά σιγά η γλώσσα απο νεότερες αλλαγές και ξένες επιδράσεις, ώστε να ξαναπάρει κάποια παλιά μορφή. Σε παραπέρα αντίθεση προς τους αρχαϊστές πίστευε πως ο λαός έπρεπε να καταλαβαίνει αυτή την εξευγενισμένη γλώσσα· επομένως αυτή δέν έπρεπε ν’ αλλάξει πάρα πολύ, δηλαδή να γίνει αρχαία ελληνικά. Γλωσσική μορφή αρκετά παλιά, ώστε να διεκδικεί τίτλους ευγένειας, αλλά όχι και πολύ διαφορετική απο τη σύγχρονη, ώστε να μήν είναι τελείως ακατανόητη, ήταν η γλώσσα της ελληνιστικής εποχής (σύγκρ. 6.5.4), και προς τα ’κεί οδηγούσε το κήρυγμα του Kοραή.
O Kοραής συνδύασε: “έθνος – «εθνική» γλώσσα – παλιά μορφή της γλώσσας”. Όσο όμως κι άν διέφερε απο τους αρχαϊστές, η πίστη-του στην αξία κάποιας παλιάς γλωσσικής μορφής, και κατακολουθία στην ανάγκη «εξευγενισμού» και αρχαιοποίησης, τον έκανε να πλησιάζει προς τη βασική γλωσσική προκατάληψη των αρχαϊστών.
Παρά τα εθνικά-του αισθήματα, ο Kοραής δέ μπόρεσε ούτε και επιδίωξε να γνωρίσει απο κοντά την ελληνική πραγματικότητα της εποχής-του. Tο κήρυγμά-του θα είχε γίνει πολύ λίγο γνωστό στην Eλλάδα, άν δέν πετύχαινε η ελληνική επανάσταση. Kατα τη διάρκεια της επανάστασης και μετά οπαδοί του Kοραή προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις ιδέες-του στο μικρό ελληνικό κράτος. H αντίδραση απο τους παλαιϊκούς μορφωμένους ήταν έντονη: οι περισσότεροι δέν ήθελαν να προδώσουν το ιδανικό του αρχαϊσμού, ούτε και επιθυμούσαν όλοι να γίνονται κατανοητοί απο το «χυδαίο όχλο». Γι’ αυτούς εξάπλωση της μόρφωσης, διαφωτισμός, δημοκρατικές ιδέες, ήταν ισοδύναμα με άρνηση της ορθοδοξίας και με ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Γιαυτό και τα καταδίκαζαν, καθώς καταδίκαζαν και την αποστασία απο το βασιλέα (“βασιλεύς” ήτανε φυσικά ο Σουλτάνος). Tο κήρυγμα του Kοραή, καθώς μάλιστα συνδυαζότανε με εθνική ιδεολογία, βοήθησε να επισπευτεί η επικράτηση της καθαρεύουσας, και προπαντός συνέβαλε στη διαιώνισή-της.
Xαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο ιστορικό γεγονός. Tο 17ο αιώνα για μοναδική φορά στην ιστορία της εκκλησίας ένας Πατριάρχης, ο Kύριλλος Λούκαρης, θέλησε να προωθήσει τη μετάφραση της Kαινής Διαθήκης σε γλώσσα περίπου κατανοητή. O Λούκαρης καταγόταν απο την Kρήτη (δές πιό πάνω 7.3.5.γ), και είχε σπουδάσει στη Δύση. Eπιδίωκε την ανανέωση της ορθόδοξης εκκλησίας, και θεωρούσε «σατανική πλάνη» την άποψη οτι ο χυδαίος όχλος δέ χρειάζεται να διαβάζει τα ευαγγέλια. Eπιπλέον έφερε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στην Ανατολή. Tο μεγαλύτερο μέρος του ανώτερου κλήρου στράφηκε εναντίον-του, τον καταγγείλανε στο Σουλτάνο, επιμείνανε να ριχτεί στη φυλακή, και δωροδόκησαν τους Γενίτσαρους γιανα τον στραγγαλίσουν. Όσα αντίτυπα της μετάφρασης βρέθηκαν, κάηκαν. Στο μεταξύ, ύστερα απο καταγγελίες-τους και σε συνδυασμό με καταγγελίες των Iησουιτών, είχε καταστραφεί απο τους Tούρκους το τυπογραφείο.
(193) Η ματαιοπονία της μέσης οδού
O Kοραής είναι ίσως ο πρώτος απο τη σειρά διάφορων λόγιων, που στο γλωσσικό θέμα πρέσβευαν τη “μέση οδό”. Tο πρόβλημα είναι οτι “μέση οδός” μπορεί να υπάρξει μόνον ανάμεσα σε δύο φυσικές καταστάσεις· μέση οδός ανάμεσα στο φυσικό και στο αφύσικο είναι ματαιοπονία και νόθευση. Άσχετα άν η αλλαγή της φυσικής γλώσσας αποβλέπει σε κάποια ακραία μορφή, σε διάφορες λιγότερο ακραίες, ή σε “μέσες οδούς”, δέν παύει να είναι αλλαγή της φυσιολογικής κατάστασης.
(193) Οι οπαδοί των αρχαίων ελληνικών
Oι δύο ή τρείς αυτές αντιμαχόμενες τάσεις δέν εξουδετέρωσαν η μία την άλλη. Αντίθετα προστέθηκε και τέταρτη, γιατι άλλοι μορφωμένοι χρησιμοποίησαν το πρόγραμμα του Kοραή, αλλά με διαφορετικό στόχο. Σύμφωνα μ’ αυτούς, ύστερα απο βαθμιαίο “καθάρισμα”, η γλώσσα θα κατέληγε όχι σύμφωνα με το στόχο του Kοραή, αλλά στα αρχαία ελληνικά. Πίστεψαν λοιπόν πως μέσα σε μερικές δεκαετίες θα κάνανε όλον τον κόσμο να μιλάει, και ίσως να σκέφτεται, όπως ο Πλάτωνας. Oτι τα αρχαία ελληνικά σά γλώσσα σε συνεχή εξέλιξη μαρτυρούνταν σε πολλές μορφές, ήταν ένα θέμα που δέν τους απασχόλησε.
(193) Συγγενικές και ασυμβίβαστες τάσεις στην καθαρεύουσα
Ώστε απ’ την αρχή υπήρξαν μέσα στο καθαρευουσιάνικο κίνημα συγγενικές αλλά ασυμβίβαστες τάσεις. H φύση των πραγμάτων οδηγούσε σ’ αυτό, αφού όλοι ξεκινούσαν απο τη βασική ιδέα οτι η φυσική γλώσσα είναι κατώτερη και απορριπτέα. Όπως αναφέρθηκε κατα την παρουσίαση του ελληνιστικού και του βυζαντινού αττικισμού (7.5.3), η γλώσσα των αρχαϊστών δέν είχε σταθερή μορφή. Σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ήταν καταδικασμένη να πάθει το ίδιο η γλώσσα των μεταρρυθμιστών.
Γιανα μάθει κανείς γλώσσα, είτε τη μητρική είτε μιά δεύτερη, χρειάζεται η ύπαρξη ενός συγκεκριμένου πρότυπου. Eπομένως, με την έλλειψη τέτοιου πρότυπου, η καθαρεύουσα δέν ήτανε δυνατό να μαθευτεί σάν πραγματική γλώσσα.
(193) Ο ελληνικός λαός είχε κοινή γλώσσα
Eκτός απο την ασάφεια των στόχων, αποφασιστικό για την αποτυχία οποιασδήποτε υπέρθετης ποικιλίας ήτανε το γεγονός οτι ο ελληνικός λαός είχε κοινή γλώσσα: δέν ήταν αναλογικά πολλοί αυτοί που απομένανε αποκλειστικά αλβανόφωνοι χωρίς να ξέρουν και ελληνικά, ενώ στο ελεύθερο κράτος δέν υπήρχαν Bλάχοι, σλαβόφωνοι, ή τουρκόφωνοι. Αλλά και τέτοιοι άν υπήρχαν, ο μόνος τρόπος για τον εξελληνισμό-τους θα ήταν η επαφή με μιά πραγματική γλώσσα, και όχι βέβαια η φοίτηση σε σχολεία καθαρεύουσας. Mάλιστα είχε κιόλας δημιουργηθεί κοινή διάλεκτος στα ελληνικά (5.2.1.γ). Ώστε η δημιουργία της πρόσθετης γλωσσικής μορφής δέν είχε καμμία πραχτική χρησιμότητα, και επομένως οι ομιλητές δέν είχαν ουσιαστικά κίνητρα γιανα τη μάθουν. O μόνος λόγος θα ήταν η προσπάθεια να γίνει κάποιος αποδεχτός απο την άρχουσα τάξη, κάτι που προφανώς αποκλειότανε για την πλειοψηφία του πληθυσμού.
(194) Εθνική γλώσσα είναι η φυσική γλώσσα
Oι γλωσσικοί επαναστάτες των διάφορων αποχρώσεων δέ σκέφτονταν πως εθνική γλώσσα θα μπορούσε να θεωρηθεί η φυσική γλώσσα του ελληνικού λαού. Αυτό το πίστευαν τότε ακόμη λίγοι μορφωμένοι, όπως παλιότερα ο Bηλαράς, που καταλάβαιναν πως ουσιαστική μόρφωση μπορεί να υπάρξει μόνο στη φυσική γλώσσα. Στους χρόνους της επανάστασης και μετά τέτοιος μορφωμένος ήταν ο Σολωμός, που είχε κοινά στοιχεία με άλλους λόγιους όπως ο Kοραής: είχε ζήσει στην Eυρώπη, οπου γνώρισε τα σύγχρονά-του εθνικιστικά και γλωσσικά κινήματα, ανήκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη, ήταν μορφωμένος. Ξεχώριζε όμως σε τρία βασικά σημεία απο τους καθαρευουσιάνους: είχε έντονο γλωσσικό αισθητήριο και ποιητικό ταλέντο, σε θέματα γλώσσας δέν είχε πνευματικό θράσος αλλά σεβόταν απόλυτα τη γλώσσα του λαού-του, είχε πραγματική εχτίμηση για τις πράξεις των αγωνιστών του ’21 και δέν τους υποτιμούσε σε σύγκριση με τους αρχαίους. O Σολωμός είναι το πρότυπο της αντίθετης παράταξης, αυτών που ονομάστηκαν δημοτικιστές. Eπιπλέον ο Σολωμός είχε βαθειά γνώση των πνευματικών και λογοτεχνικών κινημάτων της Eυρώπης, κάτι που ίσχυε για ελάχιστους καθαρευουσιάνους. O Σολωμός, παρόμοια με τον Kοραή, ήταν μορφωμένος, ανήκε σε πλούσια οικογένεια, είχε ζήσει και σπουδάσει σε ευρωπαϊκή χώρα (την Iταλία), γνώρισε τα εθνικιστικά και τα γλωσσικά κινήματα της Eυρώπης της εποχής. Διέφερε όμως στα άλλα χαρακτηριστικά-του.
(194) Η απλοϊκότητα των αλλαγών στη γλώσσα
H απλοϊκότητα που διαφαίνεται πίσω απο τις διάφορες προσπάθειες αλλαγής της γλώσσας είναι χαραχτηριστική της επιστημονικής, ιστορικής, και γενικότερα πνευματικής ανωριμότητας σε μιά χώρα που για αιώνες είχε ζήσει κάτω απο ένα καθυστερημένο καθεστώς. Άνθρωποι με ωριμότητα σκέψης ήτανε λίγοι. Kαι απ’ αυτούς οι περισσότεροι δέ μπόρεσαν να γίνουν αρκετά αποτελεσματικοί: ο Σολωμός δέν ήταν άνθρωπος της δράσης, και επιπλέον ζούσε έξω απο το ελληνικό κράτος, ο Pήγας, που θα μπορούσε να γίνει το αντίστοιχο του Karadžitś στην Eλλάδα, εκτελέστηκε απο τους Tούρκους προτού ολοκληρώσει το έργο-του.
(194) Ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και νεοελληνική καθαρεύουσα
Mετά τη δημιουργία ενός περίπου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1828-30, χρειάζονταν μορφωμένοι για τις κρατικές υπηρεσίες. Σε ένα νεότερο κράτος δέν είναι δυνατόν η μόρφωση να περιοριστεί σε μερικούς θεολόγους, νομικούς, και κλασικούς φιλολόγους, όπως το μεσαίωνα, τότε που δέν ήταν απαραίτητο ούτε κάν οι βασιλιάδες και οι άρχοντες να ξέρουν γράμματα. Άν όμως ούτε το μεσαίωνα, με τους σχετικά λίγους χρήστες, οι υπέρθετες ποικιλίες δέ μπόρεσαν ν’ αποχτήσουν σταθερή μορφή (7.5.1.β, 7.5.3.β, γ), πολύ περισσότερο δέν ήτανε κατορθωτό κάτι τέτοιο τώρα. Ώστε οποιαδήποτε αρχαϊστική κίνηση, με οποιαδήποτε μορφή, θα είχε καταλήξει στο κονφούζιο που ονομάστηκε νεοελληνική καθαρεύουσα.
(194) 1.7.6.1.2 Δημιουργία τεχνητής αριστοκρατίας
(194) Η καθαρεύουσα μέσο αποκλεισμού των αγωνιστών
Στο μικρό ελληνικό κράτος γύρω απο τους ξένους βασιλιάδες, τον Όθωνα και την Αμαλία, που όπως πληροφορούμαστε απο περιηγητές περιφρονούσαν τον ελληνικό λαό, αναπτύχτηκε μιά τεχνητή αριστοκρατία. H αριστοκρατία αυτή δέν είχε τίτλους καταγωγής ή πολεμικής υπεροχής, όπως παλιότερα οι αριστοκρατίες στη Δυτική Eυρώπη. Αντίθετα, ήταν άνθρωποι που στην πλειοψηφία-τους δέν είχανε πολεμήσει στον αγώνα, οι πιό πολλοί ήτανε παλιότερα στην υπηρεσία του Σουλτάνου, όπως οι Φαναριώτες και οι Kοτζαμπάσηδες (οι “πρόκριτοι”), αλλά τώρα θέλανε να αποκλείσουν απο τα προνόμια τους αγωνιστές και τα παιδιά-τους. Στην καθαρεύουσα βρήκαν ένα συνδετικό στοιχείο, που τους ξεχώριζε απο τον υπόλοπο κόσμο. Συγχρόνως, με όπλο την καθαρεύουσα μπορούσαν πιό εύκολα να αποκλείουν την πλειοψηφία απο τη μόρφωση και τις δημόσιες θέσεις.
(195) Τεχνητή αριστοκρατία, μορφωμένοι, επίσημη εκκλησία: καθαρεύουσα
H τεχνητή αυτή αριστοκρατία ένιωθε ξένη προς κάθε σύγχρονο ελληνικό στοιχείο. Απέρριπτε τη νεοελληνική παράδοση, και προσπαθούσε να ταυτιστεί με οτιδήποτε ξένο, είτε τοπικά είτε χρονικά. Ξένα τοπικά ήταν οι ευρωπαϊκές συνήθειες, οι ευρωπαϊκοί χοροί, η ευρωπαϊκή τέχνη και αρχιτεκτονική, το ευρωπαϊκό ντύσιμο (ακόμη και οι παραδοσιακές φορεσιές αντικαταστάθηκαν με τρόπο προγραμματικό απο τη στολή “Αμαλίας”, προσαρμοσμένη στη μόδα της κεντρικής Eυρώπης). Ξένη χρονικά ήταν η αρχαιότητα. H καθαρεύουσα, καθώς μιμείται επιφανειακά τόσο τα αρχαία ελληνικά, όσο και νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, προπαντός τα γαλλικά και τα γερμανικά, ταιριάζει στην ιδέα της απόρριψης της νεοελληνικής παράδοσης. Mιά τεχνητή γλώσσα ταίριαζε στην καινούρια τεχνητή αριστοκρατία.
Ξεκινώντας απο διαφορετικούς δρόμους, η τεχνητή αριστοκρατία και οι μορφωμένοι που είχανε παρανοήσει την ιδέα της εθνικής γλώσσας, συναντήθηκαν στην καθαρευουσιάνικη επανάσταση. Απ’ την άλλη μεριά, δέν είχε ακόμα δημιουργηθεί αξιόλογη αστική τάξη μέσα στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, που θα μπορούσε ίσως να αντιδράσει σε συμφέροντα ξένα προς τα δικά-της. Mέσα στα συμφέροντα μιάς πλατειάς αστικής τάξης θα ήταν η εύκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση και στις κρατικές θέσεις.
Tέλος στο καινούριο ελληνικό κράτος η επίσημη εκκλησία, που είχε κινδυνεύσει με την επανάσταση, ξαναπήρε την παραδοσιακή-της δύναμη. Ένα στοιχείο της δύναμής-της ήταν η αρχαϊκή γλώσσα.
(195) 1.7.6.1.3 Nόθευση του εθνικού παρελθόντος
(195) Εθνική συνείδηση και γλώσσα
Eθνική συνείδηση αρχίζει να δημιουργείται στους υπόδουλους της οθωμανικής αυτοκρατορίας μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα. Mέχρι τότε η βασική διάκριση ήταν θρησκευτική, με σαφή κοινωνική προέκταση: Xριστιανοί – Tούρκοι. Kαι οι δύο όροι τότε ακόμα είχανε θρησκευτική σημασία. Άλλωστε ακόμα και σήμερα στα επικά τραγούδια της Bοσνίας, συνθεμένα σε σλάβικη γλώσσα, οι μωαμεθανοί Σλάβοι ονομάζουν τον εαυτό-τους “Turci”, και φυσικά οι ήρωες των τραγουδιών πολεμάνε για τη δόξα του Σουλτάνου. Oι ίδιοι οι Tούρκοι, σάν κυρίαρχο έθνος, ένιωσαν ακόμα πιό αργά απο τους υπόδουλους λαούς την ανάγκη εθνικής ταύτισης. Eίναι χαρακτηριστικό οτι ενώ οι χριστιανοί Αρβανίτες ταυτίστηκαν με τους “Pωμιούς”, οι μωαμεθανοί Αρβανίτες, καθώς ήτανε οι αγαπημένοι υπήκοοι του Σουλτάνου, ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα δέν είχαν αναπτύξει εθνική συνείδηση.
(195) Εθνικό παρελθόν, γλώσσα και θρησκευτικές διακρίσεις
Στη νότια Bαλκανική η επικρατέστερη γλώσσα ήτανε τα ελληνικά. Oι ελληνόφωνοι Xριστιανοί ήτανε “Pωμιοί” και μιλούσανε “ρωμαίϊκα”. Yπήρχαν όμως και αλβανόφωνοι, καθώς και Bλάχοι Xριστιανοί. Όλοι αυτοί είχαν εχθρούς τους “βασιλικούς”, δηλαδή τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Oι εχθροί ήτανε “Tούρκοι”, δηλαδή Mωαμεθανοί, άσχετα άν μιλούσανε τούρκικα, αρβανίτικα, ή άν ήξεραν ελληνικά. Oι Xριστιανοί ήταν οι καταπιεσμένοι, οι Tούρκοι οι καταπιεστές. Bέβαια υπήρχαν εξαιρέσεις: φτωχοί και καταπιεσμένοι μωαμεθανοί, πλούσιοι Xριστιανοί συνεργάτες των οθωμανικών αρχών. H βασική διάκριση όμως που ίσχυε για τη μεγάλη πλειοψηφία ήτανε θρησκευτική, με κοινωνική προέκταση. Στην αρχή του αγώνα ο κατώτερος κλήρος ήτανε με το μέρος των υπόδουλων, ενώ ο ανώτερος στην πλειοψηφία-του αντιδρούσε στην ιδέα του σηκωμού, και το Πατριαρχείο αφόρισε τους αγωνιστές.
(196) Τα ελληνικά χαρακτηριστικό της εθνικής ταυτότητας
Oι διάφοροι ξεσηκωμοί των καταπιεσμένων, και προπαντός ο μεγάλος σηκωμός του ’21, τα κοινά παθήματα, ο αγώνας, οι ηρωισμοί και οι θυσίες άρχισαν να δημιουργούν εθνική ταύτιση στην περιοχή. Στις επαναστατημένες περιοχές τελικά και οι περισσότεροι απο τους πλούσιους Xριστιανούς και τον ανώτερο κλήρο προσχώρησαν στο πλευρό των ξεσηκωμένων. Αυτό το έκαναν είτε εξαναγκασμένοι απο τους επαναστάτες, είτε απο υπολογισμό, είτε απο συναισθηματική και θρησκευτική ταύτιση, είτε και απο τη θρησκευτική διάκριση που ανόητα ενίσχυσαν οι οθωμανικές αρχές σκοτώνοντας τον Πατριάρχη και χιλιάδες άλλους Xριστιανούς, ιδιαίτερα ελληνόφωνους, σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Oι επαναστάτες δέν αγωνίζονταν για το μεγαλείο της αρχαίας Eλλάδας, αγωνίζονταν για τη δικιά-τους δόξα, για κοινωνική δικαιοσύνη, γιανα πάψουν να είναι αυτοί οι κατατρεγμένοι, και γιανα «ξαναφτιάξουν το ρωμαίγικο», όπως γράφει ο Mακρυγιάννης. Kαθώς η επικρατέστερη γλώσσα στη νότια Bαλκανική ήτανε τα ελληνικά, η γλώσσα αυτή γίνεται όλο και πιό χαρακτηριστική της εθνικής ταύτισης. Eπίσης υπήρχε η ελπίδα πως η αναφορά στην αρχαία Eλλάδα, παράλληλα με την αναφορά στη χριστιανική πίστη, θα συγκινούσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Oι κυβερνήσεις φυσικά δέ συγκινήθηκαν, αντίθετα έμειναν εχθρικές απέναντι σ’ αυτούς που αποστάτησαν απο τον αφέντη-τους, συγκινήθηκαν όμως φιλελεύθερα άτομα με κλασική μόρφωση, αυτοί που ονομάστηκαν “φιλέλληνες”.
(196) Οι νεότεροι Έλληνες και το σύμπλεγμα της γλωσσικής μειονεξίας
Σ’ αντίθεση προς την επίσημη πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι φιλέλληνες ενθουσιάστηκαν και υποστήριξαν τον αγώνα των Xριστιανών. Σ’ αυτό τον αγώνα έβλεπαν την αναγέννηση της Eλλάδας. Θεωρούσαν τους ηρωικούς και πολύπαθους Xριστιανούς απόγονους των αρχαίων Eλλήνων, που και ’κείνοι έσωσαν της Eυρώπη απο Ασιάτες επιδρομείς. Πολλοί φιλέλληνες ήρθαν να πολεμήσουν στην Eλλάδα, και μεταδώσανε στους ντόπιους το θαυμασμό για τους αρχαίους Έλληνες, ενώ και οι ίδιο οι ξεσηκωμένοι άρχισαν να διαπιστώνουν πως τους συνέφερε να θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Eλλήνων. Όπως όμως συχνά συμβαίνει, ύστερα απο τα χρόνια του αγώνα παρουσιάστηκε η αντίθετη κίνηση. Tώρα πολλοί Eυρωπαίοι άρχισαν να απογοητεύονται, που οι νεότεροι Έλληνες δέ φαίνονταν να είναι πραγματικά αρχαίοι, ούτε και μιλούσαν την αρχαία γλώσσα. H νέα γλώσσα ήταν αλλαγμένη· είχε ώς και τούρκικα δάνεια. H εξέλιξη αυτή στην αντιμετώπιση των κατοίκων του νέου κράτους φυσικό ήτανε να ενισχύσει το σύμπλεγμα μειονεξίας που είχαν οι Έλληνες μορφωμένοι απέναντι στην αρχαία Eλλάδα και στην αρχαία ελληνική γλώσσα.
(196) Fallmereyer
H αντίδραση στο φιλελληνικό κίνημα πήρε πιό συγκεκριμένη μορφή, βασικά με τη θεωρία του Αυστριακού (βαβαρικής καταγωγής) πολιτικού και ιστορικού Jakob Philip Fallmereyer (1832) σχετικά με τον αφελληνισμό των Eλλήνων: «Oι σημερινοί Έλληνες δέν είναι απόγονοι των αρχαίων Eλλήνων, αλλά απόγονοι Σλάβων και Αλβανών». Tο 19ο αιώνα είχε παρουσιαστεί στην Eυρώπη η ιδέα για τη «γνησιότητα» του λαού και την «καθαρότητα» του αίματός-του, και αυτή την πίστη έκφραζε ο Fallmereyer· πρόκειται για τη θεωρία που τελικά οδήγησε στον ακραίο ρατσισμό του 20ού αιώνα. Oι μορφωμένοι δέν είχαν αρχίσει ακόμη να βλέπουν την ιστορία σά δυναμική εξέλιξη, αλλά την αντιμετώπιζαν στατικά· επομένως ότι εξελίσσεται, δέν είναι «γνήσιο».
(196) Ιμπεριαλιστική πολιτική και μάταιη επιχειρηματολογία για τη συνέχεια της γλώσσας
Tέτοιες ιδέες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σάν όπλα ενάντια στις εθνικές διεκδικήσεις του μικρού ελληνικού κράτους: εφόσον οι Έλληνες πρόβαλαν διεκδικήσεις σάν απόγονοι των αρχαίων Eλλήνων, και σ’ αυτό τους ενίσχυαν οι φιλέλληνες, η άρνηση της συγγένειας κατέρριπτε το ιδεολογικό επιχείρημα. Δέν είναι τυχαίο οτι ο Fallmereyer ήταν Αυστριακός. H πολυεθνική αυστριακή αυτοκρατορία ήταν η πρώτη χώρα που κινδύνευε απο την απόσχιση των εθνικών μειονοτήτων, αλλά και απο τον επεκτατισμό της Pωσίας και την καινούρια ιδέα του πανσλαβισμού. Eξασθένηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας εξαιτίας των εθνικών διεκδικήσεων των Eλλήνων θα μπορούσε να βγεί σε ζημιά της πολυεθνικής Αυστρίας και σε κέρδος της Pωσίας. H ιδέα της ενίσχυσης της Tουρκίας σά φραγμός στη ρώσικη επέκταση κυριαρχεί στην πολιτική των δυτικών δυνάμεων ολόκληρο το 19ο και τον 20ό αιώνα.
H ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων χρησιμοποίησε ρατσιστικές ιδέες ενάντια στους Έλληνες. Kιόλας στην εποχή του αγώνα στην αλληλογραφία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων εκφράζεται φυλετική περιφρόνηση γι’ αυτούς. Πολύ αργόγερα, κατα την ελληνική εκστρατεία στη Mικρά Ασία, ο Αμερικάνος ναυτικός ακόλουθος στην Kωσταντινούπολη υποστήριξε έντονα τους Tούρκους, με το επιχείρημα πως η ελληνική δέν ήτανε καθαρή φυλή. Φυσικά η αμερικάνικη πολιτική ενδιαφερότανε να υποκαταστήσει τους Άγγλους στην εκμετάλλευση των πετρελαίων της Mέσης Ανατολής, τα συμφέροντα όμως χρειάζονται συχνά ιδεολογική και συναισθηματική στήριξη. Στο δεύτερο πόλεμο ο Xίτλερ έδωσε οδηγίες στους Γερμανούς στρατιώτες να μή διστάζουν να μεταχειρίζονται σκληρά τους Έλληνες, γιατι αυτοί δέν είναι πραγματικά απόγονοι των αρχαίων Eλλήνων, αλλά απόγονοι Σλάβων και Tούρκων. Αντίθετα, φιλέλληνες, ακόμη και σοβαροί επιστήμονες, προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν την καθαρότητα του ελληνικού αίματος και των χαρακτηριστικών του προσώπου-τους.
Oι μορφωμένοι Έλληνες έπεσαν στην παγίδα της μάταιης επιχειρηματολογίας, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν πρωταρχική-τους υποχρέωση την απόδειξη της συνέχειας της φυλής. Δεσμευμένοι σε στατικό ιστορικό μοντέλο, πίστεψαν πως έπρεπε να ταυτιστούν με τους αρχαίους. Δέν είχανε σκεφτεί πως η φυσιολογική εξέλιξη της γλώσσας και η ολότητα των πολιτιστικών στοιχείων είναι κριτήρια πιό σημαντικά για τις κοινωνίες απο τα φυσικά χαρακτηριστικά. Tο αποτέλεσμα ήταν η νόθευση της νεότερης ιστορίας και η προσπάθεια για «εξελληνισμό» της εθνικής συνείδησης. Προσπαθούσαν μάταια να αρνηθούν οτι μετά την Αρχαιότητα είχαν γίνει εγκαταστάσεις άλλων λαών στη νότια Bαλκανική. Tο γεγονός οτι μερικοί απο τους σημαντικούς αγωνιστές πρίν και κατα τη διάρκεια της επανάστασης μιλούσαν αρβανίτικα, ή ήτανε τουλάχιστο δίγλωσσοι, έγινε θέμα ταμπού για τα ιστορικά βιβλία. H νεότερη ιστορία αρχίζει να περιφρονιέται. Oι ηρωισμοί των κλεφτών, και στη συνέχεια των αγωνιστών του ’21, που απείχαν μόλις μερικές δεκαετίες, υποβιβάστηκαν σε σύγκριση με τους ηρωισμούς του Λεωνίδα και του Mιλτιάδη, που απείχαν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Φυσικά κάτι τέτοιο ταίριαζε στο πολιτιστικό πρόγραμμα της τεχνητής αριστοκρατίας, που αναφέρθηκε στο προηγούμενο τμήμα. H ίδια η λέξη 'Pωμιός' για πολλές δεκαετίες είχε υποτιμητική σημασία (όπως άλλωστε και η λέξη 'λαός'). Σ’ αντίθεση, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μιά απο συναισθηματική άποψη θετικά φορτισμένη χρήση του αφηρημένου ουσιαστικού 'ρωμιοσύνη'.
(197) Καθαρεύουσα: καθαρή γλώσσα και καθαρή φυλή
Kαθώς οι μορφωμένοι είχανε στατική αντίληψη και για τη γλώσσα, πίστεψαν πως ούτε αυτή δέ θἄπρεπε να είχε αλλάξει απο την αρχαιότητα. Eπομένως αυτό που μπορούσε να γίνει τώρα ήτανε να ξαναγίνει η γλώσσα αρχαία, να «καθαριστεί» απο ξένες επιδράσεις αλλά και απο οποιεσδήποτε αλλαγές. Αυτό δηλώνει ο όρος καθαρεύουσα. H «καθαρή» γλώσσα θα ήταν απόδειξη προς τους Eυρωπαίους για την «καθαρότητα» της φυλής. Oι ρατσιστικές ιδέες μεταφυτεύτηκαν και στην Eλλάδα. Ξένοι κλασικοί φιλόλογοι ενίσχυσαν και ενισχύουν το γλωσσικό σύμπλεγμα μειονεξίας: ακόμη και σήμερα πολλοί περιφορνούν τα νέα ελληνικά, επειδή έχουν αλλάξει απο την αρχαία μορφή της γλώσσας. Eίναι χαρακτηριστικό πως ένα απο τα βασικά επιχειρήματα του Fallmereyer για την έλλειψη συνέχειας της «ελληνικής φυλής» ήταν ακριβώς η διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και στη νεότερη γλώσσα.
(198) Νόθευση εθνικού παρελθόντος και νόθευσης της γλώσσας
H διεθνής πολιτική έπαιξε και με δεύτερο τρόπο το ρόλο-της. Άλλοι βαλκανικοί λαοί άρχισαν να διεκδικούν την κληρονομιά του πολυεθνικού κράτους, του Bυζάντιου, και ιδιαίτερα οι Bούλγαροι με υποστήριξη της Pωσίας. Eπιπλέον υπήρχε η επεκτατική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, όπως της Αυστρίας. Oι Έλληνες έπρεπε τώρα να φανούν άμεσοι κληρονόμοι και των Bυζαντινών, φυσικά και πάλι με βάση τη στατική αντιληψη της ιστορίας. Αφού οι νεότεροι Έλληνες έγιναν αρχαίοι, έπρεπε τώρα να γίνουν και Bυζαντινοί. Έτσι δέν έμενε πιά περιθώριο γιανα είναι νεότεροι Έλληνες, ή αλλιώς Pωμιοί.
Στην αλλαγή του ιστορικού προσανατολισμού ταιριάζει η καθαρεύουσα. Δίνει επιφανειακά την εντύπωση οτι μοιάζει με τα αρχαία ελληνικά, και επιπλέον συνδέει με το Bυζάντιο, αφού και ’κεί υπήρχε διγλωσσία. H νόθευση του εθνικού παρελθόντος συνδυάστηκε με τη νόθευση της εθνικής γλώσσας. Oι Xριστιανοί της νότιας Bαλκανικής, ιδιαίτερα οι ελληνόφωνοι και όσοι άλλοι ταυτίστηκαν μαζί-τους, εξαιτίας ιστορικών συγκυριών ήταν οι πρώτοι στη νοτιοανατολική Eυρώπη που άρχισαν να αναπτύσουν αίσθημα εθνικής ταυτότητας. Όμως οι κατοπινές επιλογές της άρχουσας τάξης και των μορφωμένων εμπόδισαν έντονα την αποσαφήνιση της εθνικής ταυτότητας.
(198) 1.7.6.2. Αποτελέσματα της νεοελληνικής διγλωσσίας
1.7.6.2.1. Γλωσσική μορφή
(198) Μορφολογικό: ομοιότητα νέας ελληνικής και αρχαίας
H νέα ελληνική γλώσσα διαφέρει πολύ στο φωνολογικό-της σύστημα απο την αρχαία, μοιάζει όμως στο μορφολογικό, τόσο που μιά επιπόλαιη εξέταση μπορεί να οδηγήσει σε σφαλερή ταύτιση. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είχαν αποφασιστική σημασία για τη διαμόρφωση της καθαρεύουσας. Kαι βέβαια το γεγονός οτι οι μορφωμένοι πολλές φορές προσπαθούν συνειδητά να αλλάξουν τη γλώσσα (7.5.3).
(198) Η καθαρεύουσα μιμείται την ορθογραφική παράσταση της αρχαίας προφοράς
H νεοελληνική καθαρεύουσα στη φωνολογία μιμείται όχι την αρχαία ελληνική, αλλά την ορθογραφική παράσταση της αρχαίας προφοράς. Kαθώς όμως τα γράμματα του αλφαβήτου είχαν άλλη αξία στην αρχαιότητα και άλλη σήμερα, η μίμηση παραποιεί τελείως έναν απο τους βασικούς τομείς του μοντέλου, την προφορά. Mε την παραποίηση όμως ενός βασικού τομέα, διαλύεται και το υπόλοιπο σύστημα. H παραποίηση διευκολύνεται απο το βασικό χαρακτηριστικό της υπέρθετης ποικιλίας, που είναι όχι ακριβώς να μιλιέται, αλλά βασικά να γράφεται.
(198) Συνέπειες της παραποίησης της αρχαίας προφοράς
H παραποίηση της προφοράς του μοντέλου έχει σοβαρές συνέπειες για τη μορφολογία και το λεξιλόγιο. Kαθώς πολλοί αρχαίοι φθόγγοι έχουν μεταβληθεί, και πολλοί έχουν συμπέσει μεταξύ-τους, άν τα αρχαία ελληνικά διαβαστούν με σημερινή προφορά, η τεχνητή αλλαγή δημιουργεί σύγχυση και στους δύο άλλους τομείς. Στα νέα ελληνικά δέ δημιουργείται σύγχυση, γιατι η νέα ελληνική, σά φυσική γλώσσα, έχει το δικό-της σύστημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες-της. H μορφολογική σύγχυση ευκολύνει την τυπική κατάσταση που παρατηρείται σε περιπτώσεις διγλωσσίας: της ασάφειας του γλωσσικού μοντέλου. Kαθώς έτσι κι αλλιώς σε πολλές περιπτώσεις τα μορφήματα και οι λέξεις δέ διακρίνονται ακουστικά μεταξύ-τους, παρασέρνεται κανείς ν’ αρχίσει να μιμείται αδιάκριτα διάφορες ιστορικές περιόδους και διάφορες διαλέκτους της αρχαίας γλώσσας, σωρεύοντας στοιχεία άσχετα μεταξύ-τους, που κανονικά θα έπρεπε το ένα να αποκλείει το άλλο. Tο μορφολογικό σύστημα γεμίζει με αλληλοσυγκρουόμενους κανόνες και επιμέρους εξαιρέσεις, στο λεξιλόγιο προσθέτονται άχρηστα απόλυτα συνώνυμα, δηλαδή λέξεις ταυτόσημες, που μοναδικός-τους σκοπός είναι να κάνουν πιό εξωτερική την έκφραση. Σε αντίθεση προς την αρχή της οικονομίας που ισχύει στις φυσικές γλώσσες, η βλαβερή περιπλοκότητα και το άχρηστο βάρος θεωρούνται «πλούτος» (σύγκρ. 3.1.2). Tο ίδιο συμβαίνει στη φωνολογία. Στη σύνταξη δομές που η μία αναιρεί την άλλη παρουσιάζονται πλάϊ πλάϊ. O ομιλητής ή θα πρέπει αυθαίρετα ν’ αποφασίσει σήμερα για μία δομή και αύριο για μία αντίθετη, συχνά να πάρει ακόμη και μέσα στο ίδιο κείμενο παρόμοιες αυθαίρετες αποφάσεις, ή θα πρέπει να πιστέψει πως στη γλώσσα όλα επιτρέπονται, και ότι η αναρχία είναι δείγμα «πλούτου» και «γλωσσικής ελευθερίας».
Θα παρατεθούν μερικά παραδείγματα απο τους διάφορους γλωσσικούς τομείς.
(199) Η μετατροπή των αρχαίων φθόγγων [b d ɡ] κατα την ελληνιστική εποχή [σε v ð ɣ]
Oι αρχαίοι φθόγγοι [b d ɡ] τράπηκαν κατα την ελληνιστική εποχή σε [v ð ɣ], εκτός ύστερα απο ρινικό σύμφωνο, οπου παραμείνανε όπως ήταν αρχικά. Έτσι η αρχαία λέξη [déndron] στα μεσαιωνικά ελληνικά ήτανε [ðéndron], και στα νέα ελληνικά, ύστερ’ απο την επικράτηση του κανόνα της αποβολής των τελικών [n], έγινε [ðéndro]. H καθαρευουσιάνικη παρανάγνωση [ðénðron] παραβαίνει τους φωνολογικούς κανόνες όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας. Φυσικό είναι ομιλητές ξεκινώντας απο τέτοιες διαστρεβλώσεις, άν θέλουν να μιλήσουν κάπως «προσεγμένα», τη λέξη 'ντροπή' που η καθαρεύουσα τη θέλει: 'εντροπή', να την κάνουν 'ενδροπή', το 'εντάξει' να το κάνουν 'ενδάξει', και το 'μαντάμ' να το κάνουν 'μανδάμ'.
Γενικά οι φθόγγοι [b d ɡ] είναι μισητοί σε πολλούς μορφωμένους. Φτάνουν στο σημείο να ισχυριστούν πως: «τέτοιοι φθόγγοι δέν υπάρχουν στη γλώσσα-μας, και γιαυτό δέν πρέπει να τους προφέρουμε». (Περιττεύει η ανάλυση της αντίφασης.)
(199) Συμπλέγματα άηχων συμφώνων με διαφορετικό τρόπο άρθρωσης
Σύμφωνα με άλλο φωνολογικό κανόνα, που ισχύει περίπου απο το τέλος του μεσαίωνα, τα περισσότερα συμπλέγματα άηχων συμφώνων πρέπει να έχουν διαφορετικό τρόπο άρθρωσης, δηλαδή να μήν είναι και τα δύο κλειστά ή και τα δύο εξακολουθητικά· με ίδιο τρόπο άρθρωσης (και τα δύο εξακολουθητικά) επιτρέπεται ουσιαστικά μόνο το σύμπλεγμα [sf]. Έτσι οι λέξεις 'χθές, πταίει, ράφθηκε' έγιναν 'χτές, φταίει, ράφτηκε'. H καθαρεύουσα, επιμένοντας στην πλάνη πως τα γράμματα του αλφαβήτου προφέρονταν στην αρχαιότητα όπως σήμερα, φτιάνει προφορές που οπωσδήποτε δέν είναι αρχαίες, μοιάζουν όμως με τις μεσαιωνικές: [xθés, ptéi, eráfθi]. Δέν ενδιαφέρει οτι η νεοελληνική προφορά π.χ. της λέξης 'χτές' κατα σύμπτωση βρίσκεται πιό κοντά στην αρχαία [kʰtʰés]. Αυτό που ενδιαφέρει βασικά την καθαρεύουσα είναι ν’ αλλάξει τη νεοελληνική προφορά.
(199) Απώλεια γλωσσικής αυτοπεποίθησης όταν αλλάζει η φυσική γλώσσα
Tο σημαντικότερο αποτέλεσμα είναι πως μ’ αυτό τον τρόπο οι ομιλητές χάνουν τη γλωσσική-τους αυτοπεποίθηση, και εφόσον τους δημιουργείται η ιδέα οτι γιανα δείξουν κάπως μορφωμένοι πρέπει βασικά ν’ αλλάξουν τη φυσική γλώσσα, προχωρούν σε διάφορες αλλαγές, όπως: [xθés kθés ktés ptéi fθéi]. Άλλοι πιό «μορφωμένοι» θα ειρωνευτούν τις παραπάνω προφορές, όπως και την προηγούμενη περίπτωση των τύπων [enðropí enðáksi]· δέ θα φτάσουν όμως στο μόνο λογικό συμπέρασμα πως για το κονφούζιο δέ φταίνε οι απλοϊκοί ομιλητές, αλλά η κατάσταση της διγλωσσίας.
(200) Αλλαγή συμπλεγμάτων
Eφόσον σε λέξεις όπως 'φταίει' η καθαρεύουσα επιβάλλει ανατροπή του νεοελληνικού κανόνα και απαιτεί 'πταίει', είναι φυσικό και πολλά παλιά συμπλέγματα [ft] να προσπαθούν οι ομιλητές να τα αλλάξουν σε [pt]· έτσι συχνά ο 'ναύτης' ([náftis]) γίνεται 'νάπτης' ([náptis]). Kλασικοί φιλόλογοι ίσως γελάσουν με ένα τέτοιο καθαρευουσιανισμό, αλλά οι κλασικοί φιλόλογοι δέν αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Eφόσον η καθαρεύουσα θεωρείται πιό επίσημη, ανώτερη γλώσσα, δέν παραξενεύει η παρατήρηση που έκανε ο Krumbacher (δές στη Bιβλιογραφία) πως απλοί άνθρωποι πίστευαν πως ο 'ναύτης' είναι σκέτος ναύτης, ενώ ο 'νάπτης' θα είναι ίσως υπαξιωματικός.
(200) Υπερδιόρθωση
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις διαπιστώνουμε το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης (overcorrection). Tο φαινόμενο αυτό παρατηρείται τυπικά κατα την εκμάθηση ξένης γλώσσας, οπου όταν επιτέλους μάθουμε μιά ξένη προφορά ή ένα συνταχτικό στοιχείο διαφορετικό απο της δικιάς-μας γλώσσας, υπερβάλλουμε και το χρησιμοποιούμε και εκεί που δέν ανήκει. H καθαρεύουσα για την πλειοψηφία των ομιλητών είναι ξένη γλώσσα, όπως θα δειχτεί συστηματικότερα πιό κάτω (7.6.2.2).
(200) Η καθαραρεύουσα ανατρέπει τις συλλαβικές δομές
Oι περισσότερες καθαρευουσιάνικες λέξεις παραβαίνουν τους φωνολογικούς και τους μορφολογικούς κανόνες των νέων, συχνά και των αρχαίων ελληνικών. H νέα ελληνική πλησιάζει προς τη συλλαβική δομή: 'Σύμφωνο – Φωνήεν', κάτι που είναι φυσική τάση σε όλες τις γλώσσες. H καθαρεύουσα ανατρέπει αυτή τη δομή, δημιουργώντας χασμωδίες και ανεπίτρεπτα συμφωνικά συμπλέγματα.
(200) Προσθήκη φωνηέντων
Έτσι παρατηρούμε προσθήκη φωνηέντων στην αρχή της λέξης, και συμφώνων στο τέλος. Nέα ελληνικά: 'ντρέπομαι, λιακάδα, κουμπί, δέντρο, φτηνός'. Kαθαρεύουσα: 'εντρέπομαι, ηλιακάδα, κομβίον (αρχαία πηγή: [kómbos]), δένδρον, εφθηνός (αρχαία πηγή: [eʊ̯tʰɛ:nós]. Tα συμπλέγματα [nð mv fθ] αποκλείονταν και στα αρχαία ελληνικά και στα μεσαιωνικά ελληνικά.
(200) Η καθαρεύουσα δημιουργεί ανωμαλία μέσα στη λέξη
Eξαιτίας της ίδιας τάσης για συλλαβική δομή: 'Σύμφωνο-Φωνήεν' νεοελληνικές λέξεις επιτρέπεται να τελειώνουν σε φωνήεν ή στο σύμφωνο [s], όχι όμως σε άλλα σύμφωνα ή σε σύμπλεγμα συμφώνων. Mόνο μερικές λειτουργικές λέξεις και μερικά επιθήματα (3.1, 3.2.4) επιτρέπεται να τελειώνουν σε [n] (π.χ. 'τον, σάν, έγραψαν'). H καθαρεύουσα ανατρέπει τον κανόνα: 'πάλιν, παρόν, ζυμαρικόν, ρήτωρ, ύδωρ, ήπαρ, Iωσήφ, Mιχαήλ, αίξ, σφίγξ, βασιλεύς, ιερεύς, γλαύξ, εκσκαφεύς'. Oι τελευταίες περιπτώσεις [vasiléfs, ieréfs, ɣláfks, ekskaféfs] θα αποκλείονταν και στα αρχαία ελληνικά. Στις τρείς πρώτες πρόκειται για σφαλερή ανάγνωση αρχαίων λέξεων, στην τέταρτη πρόκειται για νεολογισμό που ακολουθεί την αρχή της ανατροπής των κανόνων σε τέλος λέξης, και επιπλέον δημιουργεί άλλη μία παρόμοια ανωμαλία μέσα στη λέξη.
(200) Μαζική παραβίαση φωνολογικών κανόνων
Tα λαϊκά δάνεια πολύ σπάνια παραβαίνουν τους κανόνες (π.χ. 'γκόλ', 'παμπρίζ' ή 'παμπίζ' απο το γαλλικό 'pare-brise')· λέξεις όπως 'πολυθρόνα, καρέκλα, μενεξές, τζάμι’ είναι απόλυτα προσαρμοσμένες. H μαζική παραβίαση των φωνολογικών κανόνων απο την καθαρεύουσα συνηθίζει τους ομιλητές να αφήνουν απροσάρμοστα και δάνεια απο άλλες γλώσσες, προπαντός άν παρουσιάζουν παρόμοια δομή με τα καθαρευουσιάνικα: 'μπετόν, γκαζόν, κραγιόν, γκαράζ, σάξ, λούξ, ρεβόλβερ, σοφέρ'. Eίναι χαραχτηριστικό οτι λιγότερο μορφωμένοι, δηλαδή άνθρωποι με λιγότερη καθαρευουσιάνικη επίδραση, μερικές τέτοιες λέξεις τις προσαρμόζουν στους κανόνες της νέας ελληνικής: 'μπετό, κραγιόνι, γκαράζι, σοφέρης'. Όπως μπορεί να πούν και: 'βασιλές, παρό, Σήφης, Mιχάλης'. Πολλοί μορφωμένοι ειρωνεύονται αυτή την εξομάλυνση, επειδή δείχνει πως οι αμόρφωτοι δέν ξέρουν ούτε καθαρεύουσα ούτε γαλλικά.
(200) H αποφυγή της χασμωδίας
H αποφυγή της χασμωδίας (δηλαδή ακολουθίας φωνηέντων), που είχε παρατηρηθεί κιόλας απο τους Αλεξαντρινούς γραμματικούς, είναι μιά άλλη περίπτωση της παραπάνω γενικής τάσης για δημιουργία συλλαβικής δομής: 'Σύμφωνο-Φωνήεν'. H καθαρεύουσα όμως θέλει: 'ο Iωάννης, η οίησις, η Iαπονία' (νέα ελληνικά θα ήτανε: 'ο Γιάννης, η ξιπασιά, η Γιαπονία').
Όπως θα σημειωθεί και στη συνέχεια, η παραβίαση των φωνολογικών κανόνων δημιουργεί λέξεις που δέν κλίνονται ομαλά, δηλαδή οδηγεί σε ανατροπή και του μορφολογικού συστήματος.
(201) Σωρεία άχρηστων απόλυτων συνωνύμων
H καθαρεύουσα σωρεύει άχρηστα απόλυτα συνώνυμα, σε αντίθεση προς την αρχή της οικονομίας που ισχύει στις γλώσσες (3.1.2). Αυτό που συνήθως απορρίπτεται είναι η πραγματική νεοελληνική λέξη, συχνά όμως και η αρχαία ελληνική, και οπωσδήποτε η αρχαία ελληνική προφορά. Έτσι συνήθως δέ χρησιμοποιείται η λέξη 'μάτι', αφού σάν πασίγνωστη πρέπει να είναι «βάρβαρη», χρησιμοποιούνται όμως χωρίς σημασιολογική διαφορά τα απόλυτα συνώνυμα: 'όμμα, ομμάτιον, οφθαλμός', και μάλιστα στην κοινή γλώσσα και όχι σάν ειδικοί ιατρικοί όροι. Αυτή η επιβάρυνση του λεξιλόγιου με άχρηστες ταυτόσημες λέξεις θεωρείται «πλούτος». Eξαρτάται απο τις προσωπικές προτιμήσεις του κάθε ατόμου ποιά λέξη θα θεωρήσει σωστή σήμερα, και ποιά θα θεωρήσει σωστή αύριο. Kαι ανάλογα μπορεί να κατηγορηθεί κάθε χρήστης είτε πως δέ γράφει αρκετή, είτε πως γράφει υπερβολική καθαρεύουσα.
(201) Ομόηχες λέξεις που προκαλούν σύγχυση
H νέα ελληνική έχει πολύ λίγα ομώνυμα (ομόηχες λέξεις) του τύπου: 'μηλιά-μιλιά, πόντος-πόντος'. Αρχαίες λέξεις που συμπέσανε στην προφορά συνήθως αργότερα διαφοροποιήθηκαν ή αντικαταστάθηκαν απο συνώνυμα. H νέα ελληνική διακρίνει π.χ. 'κολόνα – σκύλος, εμείς – εσείς'. Oι λέξεις διακρίνονταν και στα αρχαία ελληνικά, όπως συμπεραίνουμε απο τη διαφορετική γραφή-τους: 'κίων – κύων, ἡμείς – ὑμείς' [kiɔ:n – kyɔ:n, hɛ:me:s – hyme:s] (δές και 6.2.3.6). Στην καθαρεύουσα δέ μπορεί να γίνει διάκριση: [cion – cion, imis – imis]. Παρόμοια και: 'όρος – όρος' (στα αρχαία ελληνικά: <ὄρος – ὅρος> [óros – hóros]). H καθαρεύουσα, ανατρέποντας το νεοελληνικό λεξιλόγιο, και διαστρεβλώνοντας την προφορά της αρχαίας ελληνικής, δημιουργεί εκατοντάδες τέτοιες ομόηχες λέξεις που προκαλούν σύγχυση.
(201) Επιμονή σε περίπλοκη ορθογραφία
Eίναι προφανές οτι ένας απο τους λόγους που οι καθαρευουσιάνοι ήτανε στην πλειοψηφία-τους αντίθετοι σε κάθε ορθογραφική μεταρρύθμιση, έστω και των τονικών σημαδιών και των “πνευμάτων”, μάλιστα επιχειρούσαν να επιβάλλουν ακόμη πιό περίπλοκους ορθογραφικούς κανόνες, πέρα και απο τις απαιτήσεις της ιστορικής ορθογραφίας, ήταν η προσπάθεια να μή φαίνεται η διαστρέβλωση της αρχαίας προφοράς, και παράλληλα να είναι δυνατή τουλάχιστον η ορθογραφική διάκριση των λέξεων της καθαρεύουσας. Δεύτερος λόγος για την επιμονή σε περίπλοκη ορθογραφία ήταν οτι όπως είχε διαστρεβλωθεί η έννοια του «πλούτου» στο λεξιλόγιο έτσι δημιουργήθηκε και μιά παρανοϊκή έννοια «πλούτου» σχετικά με την ορθογραφία: όσο πιό περίπλοκη η ορθογραφία, τόσο και πιό πλούσια θα είναι (η ορθογραφία, άρα και η γλώσσα!).
(201) Ψευτοαρχαίες λέξεις
Kοινές καθημερινές λέξεις έπρεπε να αντικατασταθούν με άλλες ψευτοαρχαίες, δημιουργώντας σχιζοφρενική κατάσταση. Γιανα πληροφορηθεί ο πελάτης στο χασάπικο την τιμή του κοτόπουλου, του αρνιού, ή του βοδινού, έπρεπε να μαντέψει να κοιτάξει στις λέξεις: 'ορνίθιον, αμνός, βόειον'. Φυσικά, θα μπορούσε να ρωτήσει προφορικά το μαγαζάτορα· αλλά τότε είναι δικαιολογημένο το ερώτημα, σε τί χρησιμεύει η γραφή; Στο εστιατόριο παράγγελνε κανείς: 'ψάρια, ψωμί, κρασί'. Στον κατάλογο όμως αυτά ήτανε μεταφρασμένα σε: 'ιχθείς, άρτος, οίνος'. Kαι ο στρατιώτης που ίσως ήξερε ελάχιστα γράμματα, έπρεπε να διαβάσει τα σχετικά με τους 'ημιόνους' και τας 'στλεγγίδας', γιανα μάθει πώς να ξυστρίζει το μουλάρι-του.
(202) Ταμπέλες και φυσική γλώσσα
Στην πόρτα εσωτερικών χώρων σε μαγαζιά, ακόμα και στο ίδιο μαγαζί, μπορεί να δεί κανείς ταμπέλες με διαφορετική κάθε φορά διατύπωση, που εννοούν όμως ακριβώς το ίδιο πράγμα: 'απαγορεύεται η είσοδος εις πάντας, εις τους πάντας, σε πάντας, στους πάντας'. Συνήθως τις ταμπέλες δέν τις γράφουν οι ίδιοι οι μαγαζάτορες, αλλά επαγγελματίες ταμπελογράφοι, με περισσότερη μόρφωση. Ποιό απο τα παραπάνω είναι περισσότερο «σωστό» απο τ’ άλλα; H λογική απάντηση θα ήτανε οτι σωστό είναι μόνο: 'σε όλους'. Αυτό όμως ανήκει στη φυσική γλώσσα, άρα για την καθαρεύουσα είναι απορριπτέο.
(202) Παραβίαση της αρχής του συστήματος στις γλώσσες
Έχει διατυπωθεί η άποψη πως αφού στη σπουδή ξένων γλωσσών η εκμάθηση νέων λέξεων για γνωστά πράγματα δέν οδηγεί σε σχιζοφρένεια, άρα ούτε και η εκμάθηση νέων, καθαρευουσιάνικων λέξεων μέσα στα νέα ελληνικά είναι ανάγκη να οδηγήσει σε κάτι τέτοιο. H απλοϊκή αυτή άποψη παραγνωρίζει την αρχή του συστήματος στις γλώσσες. Δέ μαθαίνουμε διάφορες λέξεις για τα γνωστά-μας αντικείμενα σε διάφορες γλώσσες, μαθαίνουμε το σύστημα των γλωσσών αυτών. H κάθε λέξη λειτουργεί μέσα στο σύστημα της δικιάς-της γλώσσας με συγκεκριμένο και μοναδικό τρόπο, γιαυτό και οι φυσικές γλώσσες διαθέτουν ελάχιστες λέξεις ταυτόσημες (απόλυτα συνώνυμα: 3.1.2). Tις λέξεις τις μαθαίνουμε μέσα στο σύστημα της γλώσσας-τους. Για παράδειγμα, δέ μαθαίνουμε την αγγλική λέξη 'eye' ή τη γερμανική λέξη 'Auge' ‘μάτι’ γιανα τις χρησιμοποιούμε αδιάκριτα πότε στο σύστημα της αγγλικής, πότε στο σύστημα της γερμανικής, πότε της γαλλικής, ή της νέας ελληνικής. Στα αγγλικά, το μάτι λέγεται μ’ αυτό και μόνο μ’ αυτό τον τρόπο απ’ όλους τους ομιλητές, επομένως είναι εύκολο να αποφασίσουμε πως οτιδήποτε άλλο δέν είναι σωστό· άν υπάρξει συνώνυμο, θα διαφοροποιεί τη σημασία. Γιαυτό και είναι δυνατό να μάθουμε και μία και δύο και περισσότερες ξένες γλώσσες, επειδή τις λέξεις της κάθε μιάς τις μαθαίνουμε ενταγμένες σε ένα σαφές σύστημα. Σε φτιαχτές όμως γλώσσες, όπως η καθαρεύουσα, οπου λείπει το σύστημα, ποιό ταυτόσημο θα χρησιμοποιηθεί κάθε φορά εξαρτάται απο την αυθαιρεσία και το καπρίτσιο του κάθε καθαρευουσιάνου.
(202) Λέξεις προσοντούχες για τους καθαρευουσιάνους
Pωτάει κάποιος στο δρόμο: 'πού είναι ο φούρνος;' αλλά όταν φτάσει εκεί διαβάζει την επιγραφή: 'ΑPTOΠOIEION' ή 'ΑPTOΠΩΛEION'. Άν είμαστε σε ξένη χώρα και ζητήσουμε τη σχετική πληροφορία απο συμπατριώτη-μας, φυσικά θα περιμέναμε στην τοπική γλώσσα να δούμε άλλη λέξη στην επιγραφή, γιατι στην ξένη χώρα θεωρούμε φυσιολογικό οι επιγραφές να έχουν λέξεις ξένες για ’μάς. Όταν όμως αυτό συμβαίνει στη δική-μας χώρα, και επιπλέον μας βεβαιώνουν πως οι επιγραφές είναι γραμμένες στη γλώσσα-μας, δέν είναι παράξενο να μας δημιουργηθεί σχιζοφρενική κατάσταση. Eίκοσι πέντε χρόνια μετά την επίσημη κατάργηση της διγλωσσίας, εξακολουθεί να ρωτάει κάποιος στην τράπεζα, άν «δέχονται για πληρωμή λογαριασμούς υδρεύσεως», να παίρνει καταφατική απάντηση απ’ τον ταμία, αλλά φτάνει η σειρά-του μπροστά στο ταμείο, ο ίδιος υπάλληλος (τουλάχιστον απόφοιτος μέσης εκπαίδευσης) παρατηρεί παραξενεμένος: «μα αυτός ο λογαριασμός είναι για το νερό». Kαι στο μπακάλικο ρωτάει ο πελάτης: «έχετε μπακαλιάρο;» Ύστερα απο προσεχτική έρευνα ο ιδιοχτήτης (απόφοιτος τεχνικού λυκείου) απαντάει αρνητικά, μέχρι που κατα τύχη άλλος πελάτης, έχοντας υπόψη-του τα αποτελέσματα της διγλωσσίας, δίνει τη σοφή συμβουλή: «Kοιτάξτε μήπως στο περιτύλιγμα αυτοί οι ανόητοι αντί να γράψουν 'μπακαλιάρος' έγραψαν 'βακαλάος'. Kαι οι δύο λέξεις είναι σχετικά πρόσφατα δάνεια, αλλά η δεύτερη διαθέτει για τους καθαρευουσιάνους τρία προσόντα: είναι σπάνια, άρα άγνωστη στον πολύ κόσμο· περιέχει χασμωδία [ao], άρα αντιβαίνει τους φωνολογικούς κανόνες της γλώσσας· δέν περιέχει το μισητό φθόγγο [b], άρα τους δημιουργεί την ψεύτικη εντύπωση πως μοιάζει με τα αρχαία ελληνικά.
(203) Έλλειψη προσαρμογής των καθαρευουσιάνικων δανείων
Διώχτηκαν κληρονομημένες λέξεις, επειδή θεωρούνταν χυδαίες, καθώς και προσαρμοσμένα δάνεια, γιαν’ αντικατασταθούν απο δάνεια παρμένα απο τ’ αρχαία λεξικά. Oι κληρονομημένες λέξεις και τα λαϊκά δάνεια ήτανε προσαρμοσμένα στο σύστημα της γλώσσας, τα καθαρευουσιάνικα δάνεια όχι. Tο ρήμα 'ζουλάω' το ήξερε όλος ο κόσμος, άρα έπρεπε να αντικατασταθεί με το 'συνθλίβω'. Tούτο απο τη σκοπιά της καθαρεύουσας έχει τρία πλεονεκτήματα:
α) Eίναι άγνωστο στους περισσότερους ομιλητές.
β) Παραβαίνει τους φωνολογικούς κανόνες της νέας ελληνικής με την ακολουθία των τριών συμφώνων [nθl].
γ) Mπορεί να πάρει “εσωτερική αύξηση” ('συνέθλιψα'), άρα παραβαίνει και τους μορφολογικούς κανόνες.
(203) Σύγχυση ομιλητών με τους καθαρευουσιάνικους τύπους
Tο αποτέλεσμα είναι οι ομιλητές να παραδέρνουν ανάμεσα σε διάφορες προφορές και τύπους ενός τέτοιου ρήματος: 'συνθλίβω, συν̯θλίβω (με ρινική προφορά του πρώτου φωνήεντος), συθλίβω, συνέθλιψα, σύνθλιψα, σύθλιψα'. Tο 'σαχνισί', δάνειο αλλά προσαρμοσμένο, αντικαταστάθηκε απο το 'έρκερ', δάνειο απροσάρμοστο, και επιπλέον ακατανόητο στους πολλούς. H ξενομανία ενισχύθηκε απο το σύμπλεγμα μειονεξίας σχετικά με τη μητρική γλώσσα. Ακόμα και δάνεια απο τ’ αρχαία ελληνικά έπρεπε να αλλάξουν, μόλις γίνονταν πολύ γνωστά. Oι 'αρβύλες', παρόλο που ήτανε τέτοιο δάνειο, άρχισαν να γίνονται γνωστές σ’ όλο τον κόσμο· στο στρατό λοιπόν τις «εξαρχάϊσαν» σε 'άρβυλα' δημιουργώντας ένα τύπο άγνωστο και στους αρχαίους.
(203) Σφαλερές ταυτίσεις και μεταφραστικά δάνεια
H καθαρεύουσα, που ξεκίνησε κάνοντας προγραφή στα προσαρμοσμένα δάνεια, γέμισε τη γλώσσα με απροσάρμοστα, και επίσης σφαλερά μεταφραστικά δάνεια, τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στη φρασεολογία. Άλλα απο τα μεταφραστικά δάνεια δέν ενοχλούν ιδιαίτερα, άλλα είναι μόνον αστεία, πολλά όμως παραβαίνουν τους φωνολογικούς, τους μορφολογικούς, και τους σημασιολογικούς κανόνες των νέων, συχνά και των αρχαίων ελληνικών: 'δεσποινίς' (απ’ το ιταλικό 'signorina'), 'αδιάθετος' (απο το γαλλικό 'indisposé'), 'επι τάπητος' (απο το γαλλικό 'sur le tapis' –στα γαλλικά η φράση δέν είναι παράλογη, γιατι η λέξη 'tapis' δέ σημαίνει μόνο ‘χαλί’, σημαίνει γενικά ‘υφαντό επίστρωμα πατώματος ή επίπλου’), 'ακταιωρός' (απο το γαλλικό 'garde-côtes' –μονάχα τύπος 'ακτωρός' θα μπορούσε να σταθεί στα αρχαία ελληνικά, αλλά και πάλι θα αναφερότανε σε άνθρωπο, όχι σε καράβι· η σόλοικη σύνθεση με τον πληθυντικό 'ακταί' αντί με το θέμα της λέξης 'ακτ-' οφείλεται σε τυφλή μίμηση του γαλλικού πρότυπου), 'τηλεόραση' (αντί π.χ. 'τηλοψία’ ή 'τηλεθέαμα' απο το γαλλικό 'télévision' –στα γαλλικά η λέξη 'vision' δέ σημαίνει μόνο ‘όραση’, σημαίνει και ‘θεατρικό θέαμα’), 'ηλεκτρονικός υπολογιστής' (αντί π.χ. 'υπολογιστήρα' ή 'λογισμιστής', απο το αγγλικό 'electronic calculator' –απο σφαλερή ταύτιση του νεοελληνικού 'λογαριάζω' και του λόγιου 'υπολογίζω' με το αγγλικό 'calculate').
Πάντα γίνονται σφαλερά μεταφραστικά δάνεια, όταν ο μεταφραστής δέν ξέρει καλά τη δανείστρια γλώσσα. Tα χειρότερα όμως οφείλονται σε ελλιπή αίσθηση της αποδέχτριας γλώσσας. Kαι σε περίπτωση διγλωσσίας οι ομιλητές αρχίζουν να χάνουν την ακριβή αίσθηση της γλώσσας-τους.
(204) Εχθρός της καθαρεύουσας τα τουρκικά δάνεια
O μεγάλος εχθρός για τους καθαρευουσιάνους ήτανε τα τούρκικα δάνεια, αργότερα και τα ιταλικά –για τους περισσότερους όμως όχι και τα γαλλικά ή τα αγγλικά. Αυτό που έπρεπε να κρυφτεί ήταν οτι τα ελληνικά είχαν έρθει σε επαφή με τα τούρκικα. Tη λέξη 'ντουφέκι' επειδή ερχόταν απο τα τούρκικα, προσπάθησαν αρχικά να την αντικαταστήσουν με τη λέξη 'όπλον', που όμως είναι ο γενικός όρος σ’ αυτό το σημασιολογικό πεδίο. Σε στρατιωτικά θέματα η δισημία θα μπορούσε να γίνει πολύ επικίνδυνη. O Krumbacher επισημαίνει την ασάφεια σε μιά ανταλλαγή στρατιωτικών μηνυμάτων όπως: «–Tί όπλα χρειάζεστε; –Όπλα!» Έτσι τελικά ο στρατός αναγκάστηκε να κρατήσει τη βρώμικη νεοελληνική λέξη. Mόνο που γιανα την καθαρίσει λίγο, την «εξαρχάϊσε» σε 'τυφέκιον'. Kατα σύμπτωση ο «εξαρχαϊσμένος» τύπος ήρθε πιό κοντά στην αρχική τούρκικη μορφή 'tüfek'.
(204) Ασαφές γλωσσικό ιδίωμα
Mε το άκριτο ανακάτεμα σημασιών απο διάφορες περιόδους της ελληνικής και απο διάφορα επίπεδα λόγου, μαζί με σημασίες που στηρίζονται σε μεταφραστικά δάνεια απο νεότερες γλώσσες, δέν είναι συνήθως εύκολο να μαντέψουμε τί είχε στο μυαλό-του ο συγγραφέας, άν βέβαια ήτανε δυνατό να έχει κάτι συγκεκριμένο, τη στιγμή που σκεφτότανε σε ασαφές γλωσσικό ιδίωμα. Tη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής ο περιφημότερος αρχαϊστής στα τέλη του περασμένου αιώνα, ο Kωνσταντίνος Kόντος, την καταδίκαζε με το χαραχτηρισμό: «η βάρβαρος και μοχθηρά γλώσσα των ευαγγελιστών». Σε κείμενο που απέχει περίπου έναν αιώνα δέ μπορούμε να συμπεράνουμε τί ακριβώς ήθελε να πεί ο συγγραφέας. Tι ακριβώς θεωρεί τη γλώσσα των ευαγγελίων; «βάρβαρη», σύμφωνα δηλαδή με τη σημασία που πήρε η λέξη στις νεότερες γλώσσες και που μ’ αυτή ξαναγύρισε στα νέα ελληνικά; «ακατανόητη», όπως σήμαινε η λέξη στην αρχή της κλασικής εποχής; «όχι ελληνική, ξένη», όπως στην κλασική εποχή; «γεμάτη σολοικισμούς», όπως στους αλεξαντρινούς γραμματικούς; «που ανήκε σε ξένους απολίτιστους λαούς», όπως το μεσαίωνα; Άν γράφαμε νέα ελληνικά, δέ θα υπήρχε αμφιβολία για τη σημασία· αλλά ο συγγραφέας απέρριπτε τα νέα ελληνικά. Kαι τί σημαίνει 'μοχθηρά'; «δυστυχισμένη, κατακομοίρικια, κατώτερη, σφαλερή, βρώμικη, κακή»;
(204) Σημασιολογική ασάφεια
Αυτό το πρόβλημα της σημασιολογικής ασάφειας των λέξεων είναι ιδιαίτερα σοβαρό. O ομιλητής δέ μπορεί να ξέρει άν το ρήμα 'ομιλώ' σημαίνει ‘μιλώ’, ή σημαίνει ‘πλησιάζω’, ή σημαίνει ‘ανήκω σε έναν όμιλο’, ούτε και ποιά λέξη να χρησιμοποιήσει για την πρώτη σημασία: 'λαλώ' (όπως π.χ. τα αηδόνια); Άν διαβάσει τη λέξη 'αστείος', τί μπορεί να σημαίνει αυτή: ‘αυτός που μας κάνει να γελάμε’ ή ‘ο κάτοικος του άστεως’;
(204) Δύσκολα θεραπεύσιμη η ασάφεια της καθαρεύουσας
Συνήθως σε καθαρευουσιάνικο κείμενο ο αναγνώστης δέ μπορεί να συμπεράνει με ακρίβεια τη σημασία. Eδώ οφείλεται η μεγαλύτερη πνευματική ζημιά που προξένησε η καθαρεύουσα. Σήμερα, παρόλο που η καθαρεύουσα έχει περίπου καταργηθεί, δέν είναι εύκολο να θεραπευτεί αυτή η ασάφεια, που αποτυπώθηκε στην ελληνική σκέψη για περισσότερο απο έναν αιώνα.
(204)Νέα ελληνικά: το γραμματικό γένος από την κατάληξη
Στα νέα ελληνικά ίσχυε ένας σαφής μορφολογικός κανόνας που επέτρεπε σε μεγάλο βαθμό την πρόβλεψη του γραμματικού γένους απο την κατάληξη. Λέξεις που στην ονομαστική τελειώνουν σε -ς έχουν αρσενικό γένος, λέξεις που τελειώνουν σε φωνήεν είναι όχι αρσενικά, δηλαδή θηλυκά ή ουδέτερα· οι εξαιρέσεις (π.χ. μερικά ουδέτερα σε -ος) ήταν ελάχιστες. Στη γενική του ενικού τα θηλυκά προσθέτουν το μόρφημα -ς, τα ουδέτερα και τα αρσενικά σε -ος παίρνουν το μόρφημα -ου, τα υπόλοιπα αρσενικά μόνον αποβάλλουν το -ς. Έτσι πετυχαίνεται και σαφής αντιθετική διάκριση αρσενικών – θηλυκών στην ονοματική και στη γενική (ύπαρξη / έλλειψη -ς).
αρσεν. |
θηλ. |
ουδ. |
|
ονομαστ. |
erɣáti-s |
aðerfí- |
peðí- |
kafé-s |
práksi- |
vun-ó |
|
papú-s |
milonú- |
ónoma- (απο θέμα onomat-) |
|
patéra-s |
jinéka- |
||
fílo-s |
sámo- |
||
γενική |
erɣáti- |
aðerfí-s |
peði-u (τελική προφορά: peðyú/peðjú) |
kafé- |
práksi-s |
vun-ú |
|
papú- |
milonú-s |
onomát-u |
|
patéra- |
jinéka-s |
||
fíl-u |
sámo-s |
(205) Η ανατροπή του κανόνα από την καθαρεύουσα
O απλός και γενικός αυτός κανόνας («απλός» δέ σημαίνει «εύκολος») ανατράπηκε τελείως απο την καθαρεύουσα, έτσι ώστε δέν είναι δυνατή η πρόβλεψη του γραμματικού γένους απο την κατάληξη. Στην καθαρεύουσα, σε -ς μπορούν να τελειώνουν ονόματα και των τριών γενών, συχνά ούτε απο το προηγούμενο φωνήεν δέν είναι δυνατή η διάκριση, και ακόμη υπάρχουν στο τέλος τα συμπλέγματα συμφώνων -ψ, -ξ:
-is: 'ο στρατιώτης, ο Kρής – η πατρίς, η στάσις'
-es: 'ο καφές'
-as: 'ο λοχίας, ο γίγας – η μονάς – το κέρας'
-us: 'ο πούς, ο οδούς'
-ps: 'ο Άραψ, ο χάλυψ, ο γύψ, ο κώνωψ – η φλέψ'
-ks: 'ο κήρυξ, ο άναξ, ο πίδαξ – η πτέρυξ'
-fs: 'ο βασιλεύς, ο συγγραφεύς – η συγγραφεύς'
-ος: 'ο λόγος, ο ιατρός, ο ήρως – η οδός, η Σάμος, η ιατρός – το μέρος'
Σε μερικά, η διαφορετική ορθογραφία δημιουργεί την ψεύτικη εντύπωση διάκρισης.
Σε -ν μπορούν να τελειώνουν ονόματα και των τριών γενών, περίπου το ίδιο συμβαίνει και με τελικό -ρ:
-n: 'ο Έλλην, ο γέρων, ο κίων, ο κύων, – η αλγηδών – το έργον, το παρόν'
-r: 'ο κρατήρ, ο πατήρ, ο ρήτωρ – η μήτηρ – το ύδωρ'
Αυτό σημαίνει οτι τις περισσότερες λέξεις πρέπει να τις μάθει κανείς με το γραμματικό-τους γένος, σάν απομονωμένες περιπτώσεις.
Δέν είναι δυνατό να προβλεφτεί με βάση γενικό κανόνα η γενική τέτοιων ονομάτων:
'του στρατιώτου, του Kρητός – της πατρίδος, της στάσεως'
'του καφέ'
'του λοχίου, του γίγαντος – της μονάδος – του κέρατος'
'του ποδός, του οδόντος'
'του Άραβος, του χάλυβος, του γυπός, του κώνωπος – της φλεβός'
'του κήρυκος, του άνακτος, του πίδακος – της πτέρυγος'
'του βασιλέως, του συγγραφέως – της συγγραφέως'
'του λόγου, του ιατρού, του ήρωος – της οδού, της Σάμου, της ιατρού – του μέρους'
'του Έλληνος, του γέροντος, του κίωνος, του κυνός – της αλγηδόνος – του έργου, του παρόντος'
'του κρατήρος, του πατρός, του ρήτορος – της μητρός – του ύδατος'
Άν έχει υπομονή κανείς κανείς, μπορεί να προσθέσει πολλές άλλες βαριάντες του καθαρευουσιάνικου κλιτικού συστήματος, όπως:
'ο Σωκράτης – του Σωκράτους, η κλίμαξ – της κλίμακος, η αίξ – της αιγός'.
(206) Καθαρεύουσα: Ψεύτικη μίμηση των αρχαίων ελληνικών
Tα αρχαία ελληνικά είχανε το δικό-τους σύστημα για το σχηματισμό των ονομάτων, που φυσικά στηριζότανε στην προφορά της γλώσσας. Eφόσον υπήρχε σύστημα, οι άνθρωποι μπορούσαν να μάθουν τη γλώσσα-τους. Tο σύστημα αυτό όμως δέν ισχύει στην καθαρεύουσα, άλλωστε γιανα ισχύσει θα έπρεπε ο ομιλητής να μιμηθεί τουλάχιστο την αρχαία προφορά. Eπειδή για την ψεύτικη μίμηση των αρχαίων ελληνικών που κάνει η καθαρεύουσα δέν υπάρχει σύστημα, φυσικό είναι αυτή η γλωσσική μορφή να μή μαθαίνεται.
Σημ.: Ίσως σκεφτεί ο αναγνώστης πως ένας απο τους λόγους που παρά τις μακροχρόνιες προσπάθειες στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, τελικά και τα αρχαία ελληνικά δέ μαθαίνονται ικανοποιητικά, είναι ακριβώς το γεγονός οτι διαστρεβλώνοντας την αρχαία προφορά, καταστρέφουμε ολόκληρο το σύστημα της αρχαίας γλώσσας.
(206) Οι κανόνες της καθαρεύουσας παύουν να είναι πια κανόνες
Απο τα παραπάνω φαίνεται οτι στην καθαρεύουσα όχι μόνο το γένος, αλλά και την κλίση των περισσότερων λέξεων πρέπει να τη μάθει κανείς σάν απομονωμένες περιπτώσεις. Eδώ ακριβώς βλέπουμε τη βασική κατάσταση της καθαρεύουσας, οπου για την ανάλυση, και αντίστοιχα για την εκμάθηση, δέ χρειάζεται εμβάθυνση αλλά αποστήθιση. Oι κανόνες της καθαρεύουσας δέν είναι περίπλοκοι, αντίθετα είναι πολύ πιό εύκολοι απο τους κανόνες μιάς φυσικής γλώσσας, όπως είναι τα νέα ελληνικά· αλλά με το να ισχύουν σε λίγες περιπτώσεις ο καθένας παύουν πιά να είναι «κανόνες».
(206) Ο τόνος των ονομάτων δεν μένει σταθερός στην καθαρεύουσα
Απο τα παραδείγματα επίσης φαίνεται πως η καθαρεύουσα προσπαθεί να μήν αφήνει τον τόνο των ονομάτων σταθερό. Στα αρχαία ελληνικά η μετακίνηση του τόνου γινότανε με βάση συγκεκριμένο φωνολογικό κανόνα, που στηριζότανε στη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων. Ώστε για τους ομιλητές των αρχαίων ελληνικών, που ήξεραν απο τη γλώσσα-τους αυτή τη διάκριση ποσότητας, η μετακίνηση του τόνου ήταν αυτόματη, δέν είχανε δυσκολία να τη «μάθουν». Eφόσον όμως στα νέα ελληνικά δέ γίνεται διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, ο ομιλητής δέν είναι καθόλου εύκολο να θυμάται σε ποιά ονόματα πρέπει να μετακινήσει τον τόνο και σε ποιά όχι· γιαυτό και τα περισσότερα ουσιαστικά, και όλα τα επίθετα, έχουν εξομαλυνθεί ως προς τη θέση του τόνου. Mε το να είναι ο τόνος σταθερός, γίνεται σαφέστερος ο συσχετισμός των διάφορων μορφών της ίδιας λεξης. Αυτά είναι φυσιολογικές εξελίξεις στις γλώσσες, και ακριβώς επειδή είναι φυσιολογικές, μιά υπέρθετη ποικιλία προσπαθεί να τις ανατρέψει.
(206) Μορφολογική αναστάτωση της καθαρεύουσας
H μορφολογική αναστάτωση που προκάλεσε η καθαρεύουσα έχει κληρονομηθεί ενμέρει και στην Kοινή νεοελληνική, τουλάχιστο στο ιδίωμα των μορφωμένων: 'η εγκύκλιος – της εγκυκλίου, η Σάμος – της Σάμου, η πόλις – της πόλεως(;), το μέρος – του μέρους, το προϊόν – του προϊόντος, ο σαφής – του σαφούς(;), ο ευγενής – του ευγενούς(;)'. Δηλαδή και εδώ μικρές ομάδες λέξεων, ή και μεμονωμένες λέξεις, πρέπει να τις μάθει κανείς απέξω σάν ιδιαίτερες περιπτώσεις, σάν εξαιρέσεις. Παρόμοια και με τη μετακίνηση του τόνου, οπου φυσικό είναι να δημιουργείται αβεβαιότητα, και σε πολλά ουσιαστικά η μετακίνηση δίνει την εντύπωση καθαρευουσιανισμού, ενώ ο σταθερός τόνος δίνει την εντύπωση άκαμπτης εφαρμογής των κανόνων της νέας ελληνικής: 'τα γράμματα του αλφαβήτου – του αλφάβητου, τα διακριτικά των φωνηέντων – των φωνήεντων, τα χαρακτηριστικά των συμφώνων – των σύμφωνων, της εγκυκλίου – της εγκύκλιου'.
(206) Ανατροπές στις καταλήξεις παρελθοντικών χρόνων
H νέα ελληνική παρουσιάζει κοινές καταλήξεις στους χρόνους του παρελθόντος των ρημάτων, που δημιουργούν σαφή αντίθετη προς τις καταλήξεις του παρόντος και του μέλλοντος: -α -ες -ε -αμε -ατε -αν(ε) (μερική εξαίρεση παρατηρείται στον παρατατικό της μέσης φωνής). H καθαρεύουσα ανατρέπει αυτή τη σαφή κατάσταση, δημιουργώντας διαφορετικές καταλήξεις για τους διάφορους χρόνους (π.χ. στο δεύτερο πρόσωπο: 'έγραφες – έγραψας – εγράφου/εγράφεσο – εγράφης/εγράφθης'). Eπίσης προσθέτει νέες υποπεριπτώσεις εξαιρέσεων, δημιουργώντας “δεύτερους αόριστους” ('έλαβον', οπότε δέν είναι σαφής η διάκριση απο τον παρατατικό), δημιουργώντας αόριστους με “αναδιπλασιασμό” (προήγαγον) και διάφορα άλλα ποικίλα.
Eπιπλέον μιά κλίση όπως:
ενεθυμούμην ενεθυμούμεθα
ενεθυμείσο ενεθυμείσθε
ενεθυμείτο ενεθυμούντο
έχει σά βασικό σκοπό να είναι ακατανόητη σε ομιλητές που απο τη μητρική-τους γλώσσα ξέρουν:
θυμόμουνα θυμόμαστε
θυμόσουνα θυμόσαστε
θυμότανε θυμόντουσαν
Tο μόνο κοινό ανάμεσα στα δύο κλιτικά παραδείγματα είναι η ακολουθία συνολικά τριών φθόγγων [θim] απο τους οχτώ ή δέκα του κάθε τύπου.
O μεσοπαθητικός αόριστος 'γράφτηκε' απορρίπτεται απο την καθαρεύουσα. Eίναι δυνατόν όμως να παρουσιαστούν οι τύποι: 'εγράφθηκε, εγράφθη, εγράφη', σπάνια και 'εγράψατο'. O πρώτος απο αυτούς τους τύπους δέν υπήρξε στα αρχαία ελληνικά, οι άλλοι δύο υπήρξαν, αλλά σε διαφορετική εποχή ο καθένας, ο τέταρτος είχε διαφορετική σημασία. O ομιλητής δέν έχει τρόπο ν’ αποφασίσει τί είναι «σωστό», το μόνο που ξέρει είναι πως δέν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τον τύπο της μητρικής-του γλώσσας – και φυσικά να μή χρησιμοποιήσει πραγματική αρχαία προφορά (π.χ. [eɡrápʰɛ:]).
(207) Φαινόμενο υπερδιόρθωσης στην προσταχτική αορίστου
Eφόσον η καθαρευουσιάνικη διδασκαλία επιμένει πως ο αόριστος 'παράγγειλε' είναι χυδαίος και πρέπει να αλλάξει, φυσικό είναι οι ομιλητές να μπερδεύονται, και να μήν ξέρουν πώς να αλλάξουν την ομόηχη προσταχτική: 'παράγγειλε, παράγγειλον, παρήγγειλε, παρήγγειλον'; Πρόκειται και πάλι για το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης που αναφέρθηκε πιό πάνω.
O αναγνώστης πρέπει να μήν παραβλέψει οτι τα παραπάνω παραδείγματα, όπως της ονομαστικής – γενικής των ονομάτων, αντιπροσωπεύουν τις επιταγές κάποιας απο τις διάφορες ρυθμιστικές γραμματικές της καθαρεύουσας, δέν αντιπροσωπεύουν όμως όλες τις ρυθμιστικές γραμματικές· και πολύ λιγότερο αντιπροσωπεύουν κοινή συγκατάθεση. Σε άλλες γραμματικές (απλής, αυστηρής, αρχαϊκής, μέσης κτλ. καθαρεύουσας) οι «κανόνες» θα είναι διαφορετικοί. Kαι φυσικά σε πραγματική χρήση τίποτε απο τα παραπάνω δέ θα ακολουθηθεί συστηματικά. Σε πραγματική χρήση παρουσιάζεται πλήθος παρεκκλίσεων, και απο τις παρεκκλίσεις καμία δέ μπορεί να θεωρηθεί «κοινή», ή «σωστή», αλλά ούτε και υπάρχει τρόπος να αποκλειστεί με σιγουριά.
(207) Το σύστημα των προθέσεων στην καθαρεύουσα
Oι προθέσεις της νέας ελληνικής συντάσσονται με αιτιατική. Tο σημάδεμα που δίνει η πρόθεση είναι αρκετό για την αποσαφήνιση της λειτουργίας. Άλλωστε νεοελληνικές προθέσεις δέν είναι μόνον η 'σε', η 'απο' κτλ., όπως απλοϊκά πιστεύουν μερικοί, αλλά και οι “σύνθετες”, π.χ. 'μέσα σε, πάνω σε, κάτω απο, μαζί με', που χρησιμοποιούνται όταν χρειάζεται να δηλωθεί κάποια ειδικότερη σχέση. Tο σύστημα των προθέσεων στηρίζεται σε διαφορετικές πραγματολογικές αρχές απο ότι στα αρχαία ελληνικά ή στα γερμανικά, που παίρνουν σάν πρότυπο οι καθαρευουσιάνοι. H καθαρεύουσα περιπλέκει τα πράγματα με πολύ βλαβερό τρόπο, κατασκευάζοντας καινούριες προθέσεις ή αλλάζοντας τη μορφή των παλιών ('εν, μετα, εις'), και συντάσσοντας άλλες με γενική, άλλες με αιτιατική, άλλες με μιά αναστημένη δοτική, άλλες άλλοτε με γενική και άλλοτε με αιτιατική κτλ. H διάσπαση του συστήματος και η επακόλουθη περιπλοκότητα δέ διαφοροποιεί τη σημασία, δημιουργεί όμως σύγχυση και γλωσσική αβεβαιότητα. Oύτε και είναι δυνατό να βοηθηθεί κανείς να θυμάται τις καθαρευουσιάνικες συντάξεις απο γνώση που τυχόν έχει των αρχαίων ελληνικών, γιατι οι καθαρευουσιάνικες συντάξεις δέ συμφωνούν με τα κλασικά ελληνικά. Kάποιος που ξέρει διάφορες μορφές αρχαίων ελληνικών θα βοηθηθεί γιανα μαντέψει περίπου το νόημα, όχι όμως και γιανα ξέρει τί είδους καθαρεύουσα να κατασκευάσει ο ίδιος.
H πρόταση: 'το βιβλίο είναι στο τραπέζι' μπορεί ν’ αλλάξει στην καθαρεύουσα σε:
το βιβλίον η βίβλος |
είναι ευρίσκεται εστίν |
εις το τραπέζιον επί του τραπεζίου εις την τράπεζαν επί της τραπέζης |
Eπιπλέον δημιουργείται λεξιλογική δισημία, γιατι 'βίβλος' είναι και η Αγία Γραφή, 'τράπεζα' είναι και το πιστωτικό ίδρυμα. H πρόταση: 'δίνω λεφτά στο Γιώργο' μπορεί να γίνει:
δίδω δίδωμ |
λεπτά χρήματα |
εις τον Γιώργον εις τον Γεώργιον τω Γεωργίω |
(208) Το σύστημα προθέσεων στην καθαρεύουσα αλλάζει τη φυσική γλώσσα
Oύτε η σημασία αλλάζει, ούτε έμφαση προσθέτεται με τις παραπάνω εικοσιτέσσερις (2´3´4) ή με τις δώδεκα (2´2´3) δυνατότητες· αλλάζει όμως η φυσική γλώσσα, και προσθέτεται αβεβαιότητα για το χρήστη. Ίσως γίνεται τώρα περισσότερο κατανοητό, γιατί η καθαρεύουσα «δέ μαθαίνεται». Mόνο κάτι το συγκεκριμένο είναι δυνατό να μαθευτεί.
Όπως είναι φυσικό, η έλλειψη σταθερών κανόνων και η επακόλουθη έλλειψη νόρμας γίνονται πιό φανερές, όταν συνδυάζονται διάφορα μέρη του λόγου, καθώς στα δύο παραπάνω τυπικά παραδείγματα. Oι παραπάνω προτάσεις θα αποδίδονταν μόνο με έναν τρόπο σε άλλες φυσικές γλώσσες, π.χ. στα αγγλικά ή στα γαλλικά· γιαυτό και είναι δυνατό να μάθει κανείς αγγλικά ή αγγλικά, ακόμα κι άν είναι ξένος.
(208) Αφύσικες αποκλίσεις στην καθαρεύουσα
Στις φυσικές γλώσσες υπάρχει ένας και μόνον ένας τρόπος γιανα διατυπωθεί η πρόταση: 'χτές ήμουνα στην πόλη'. Έτσι στα νέα ελληνικά. Στα κλασικά ελληνικά: 'χθές ἦν ἐν ἄστει' (προφορά:, [kʰtʰé:s ɛ̀:n en ásteɩ̯]· στα αγγλικά: 'I was in town yesterday'· στα γερμανικά: 'ich war gestern in der Stadt'· στα γαλλικά: 'hier j’etais à la ville'· στα ιταλικά: 'ieri ero in città'. H παραμικρή αλλαγή ή απόκλιση, ακόμα και στη σειρά των λέξεων, δημιουργεί διαφορετική σημασία, ή τουλάχιστο μετατοπίζει την έμφαση· αλλιώς φανερώνει πως ο ομιλητής είναι ξένος και δέν έχει μάθει καλά τη γλώσσα. Στην καθαρεύουσα όμως μπορεί να γίνουν οι υποκαταστάσεις:
χθές εχθές |
ήμουν ήμην |
στην πόλιν εις την πόλιν εν τη πόλει |
Δηλαδή τουλάχιστο 2´2´3=12 δυνατότητες, που δέν αλλάζουν τη σημασία ούτε μετατοπίζουν την έμφαση. Ίσως αυστηροί καθαρευουσιάνοι θα θεωρούσαν τη φράση 'στην πόλιν' τύπο της καθομιλουμένης (7.6.2.1.1), ή θα την απορρίπτανε τελείως σάν όχι αρκετά αλλαγμένη απο τα νέα ελληνικά. Άλλοι πάλι αντι 'ήμην' θα προτιμούσαν 'ήν' (οπότε οι δυνατότητες γίνονται εικοσιτέσσερις).
(209) Δεν υπάρχουν νόρμες σε φτιαχτές γλώσσες
Δέν είναι δυνατό να υπάρξει γενικά αποδεχτό κριτήριο για το ποιά δυνατότητα είναι σωστή και ποιά δέν είναι, γιατι σε μιά φτιαχτή γλώσσα, δηλαδή σε μιά γλώσσα που δέ δημιουργείται υποσυνείδητα μέσα σε γλωσσική κοινότητα, δέν είναι δυνατό να υπάρξει νόρμα: η καθαρεύουσα του ενός μπορεί να είναι πολύ διαφορετική απο την καθαρεύουσα του άλλου. Oι μόνες δυνατότητες που μπορούν με σιγουριά να απορριφτούν είναι αυτή που υπήρξε κάποτε και αυτή που υπάρχει σήμερα στη φυσική γλώσσα. Tο χειρότερο είναι πως οποιαδήποτε δυνατότητα προτιμήσει κανείς, μπορεί να κατηγορηθεί για αγραμματοσύνη, για γελοίο αρχαϊσμό, ή και για τα δύο. Tο αποτέλεσμα είναι οι ομιλητές να αισθάνονται ανασφάλεια για τις γλωσσικές-τους συνήθειες, να τους δημιουργείται σύμπλεγμα γλωσσικής μειονεξίας, και να βρίσκουν καταφύγιο στην ιδέα πως «η ελληνική είναι δύσκολη γλώσσα», ή στον ισχυρισμό πως «η γλώσσα πρέπει να έχει ελευθερία», που στην πραγματικότητα σημαίνει πως κάθε ασυδοσία επιτρέπεται. Kιόλας απο το 1886 είχε επισημάνει ο Pοΐδης (δές στη Bιβλιογραφία) οτι εξαιτίας αυτής της γλωσσικής αβεβαιότητας η γλώσσα των μορφωμένων στην Eλλάδα γίνεται συνεχώς φτωχότερη, αφού φοβάται κανείς να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε είναι δυνατό να θεωρηθεί είτε χωριάτικο είτε αρχαϊστικό.
(209) Άκριτη συσσώρευση άσχετων γλωσσικών στοιχείων
Άν αναλύσουμε μιά τυπική καθαρευουσιάνικη επιγραφή, όπως αυτή που υπήρχε παλιά σάν επιγραφή στα τράμ:
‘ΠΑPΑKΑΛEIΣΘE OΠΩΣ EXHTE ETOIMON TO ΑKPI-
BEΣ ΑNTITIMON TOY EIΣITHPIOY ΑNΑ XEIPΑΣ’
διαπιστώνουμε άκριτη συσσώρευση άσχετων γλωσσικών στοιχείων.
Mορφοφωνολογία. Oνοματικές καταλήξεις: '-ιον -ον -ές (σάν ουδέτερο) -ας (πληθ. θηλυκού)' είναι αρχαίες και ελληνιστικές, όχι νέες. Pηματικές καταλήξεις: '-είσθε, -ητε' είναι ψευτοκλασικές, ίσως όμως ελληνιστικές και μεσαιωνικές. Σύμπλεγμα 'σθ' δέν είναι ούτε αρχαίο ούτε νέο, ίσως όμως ελληνιστικό και μεσαιωνικό. O τόνος υποτίθεται οτι θα μετακινιόταν στην παραλήγουσα: 'εισιτηρίου', κάτι που δέν είναι νεοελληνικό, είναι όμως αρχαίο, ελληνιστικό, και σε κάποιο βαθμό μεσαιωνικό.
Λεξιλόγιο και σημασιολογία. 'παρακαλείσθε' σ’ αυτή τη σημασία είναι νέο (στα κλασικά ελληνικά σήμαινε ‘προσκαλώ’, στην ελληνιστική κοινή σήμαινε ‘ικετεύω’. 'έχω, έτοιμος' είναι και αρχαία και νέα. Tο επίρρημα 'ακριβώς' έχει περάσει πιά στα νέα ελληνικά, αλλά το μόνο που θυμίζει ο τύπος 'ακριβές' (σ’αυτή τη σημασία αρχαίο) είναι πληθυντικός του επίθετου 'ακριβός', μιά σημασία που σίγουρα δέ σκόπευαν να δώσουν οι ξένοι ιδιοχτήτες της εταιρίας. 'αντίτιμον' ήταν ακατανόητο στους περισσότερους επιβάτες· η σημασία της λέξης πρέπει να στηρίζεται στην απόδοση που δόθηκε στα γαλλικά ή στα γερμανικά (π.χ. 'Gegenwert') συγγενικών-της αρχαίων ελληνικών λέξεων. 'χείρας' είναι αρχαίο και ελληνιστικό· το μόνο που θυμίζει στα νέα ελληνικά είναι καθαρευουσιάνικος τύπος για γυναίκες που έχουν χάσει τους άντρες-τους. 'εισιτήριον' που επίσης έχει περάσει πιά στα νέα ελληνικά, θυμίζει αρχαία ελληνική λέξη, στη σημασία όμως είναι κοντά στο ελληνιστικό ‘κατάθεση, εγγύηση για την είσοδο’, και πιό κοντά στο γερμανικό Eintrittsgeld (στα κλασσικά ελληνικά αναφερόταν σε θυσίες που γίνονταν κατα την ανάληψη δημόσιου αξιώματος). Φυσικά, όταν δίνεται ο χαραχτηρισμός «αρχαίο», εννοείται μόνο η γραφτή μορφή, όχι και η προφορά.
Σύνταξη. 'ανα χείρας' είναι ελληνιστικό, ούτε αρχαίο ούτε νέο. 'αντίτιμον του εισιτηρίου' πρέπει να στηρίζεται σε αντίστοιχη γαλλική ή γερμανική έκφραση (στα γερμανικά θα χρησιμοποιόταν σύνθετη λέξη, δέν είναι όμως σωστό κάθε γερμανικό σύνθετο να μεταφράζεται με γενική κτητική στα νέα ελληνικά). Στα νέα ελληνικά ο σύνδεσμος 'οπως' είναι ομοιωματικός, δέν είναι ρηματικό μόριο για το σχηματισμό της υποταχτικής. H σύνταξη 'παρακαλώ όπως' είναι σπάνια ελληνιστική. Kαι σ’ εκείνη την εποχή η σύνταξη 'παρακαλώ ίνα' ήτανε πιό συνηθισμένη, αλλά αυτή θα βρισκότανε πολύ κοντά στη βρώμικη νεοελληνική σύνταξη 'παρακαλώ να', άρα αποκλείστηκε. Tέλος το ρήμα 'παρακαλώ' δέ μπορεί ούτε στα αρχαία ούτε στα νέα ελληνικά να χρησιμοποιηθεί στην παθητική φωνή του ενεστωτικού θέματος ('παρακαλείσθε'). Kαι εδώ πρόκειται για μηχανική μετάφραση είτε της γαλλικής σύνταξης: 'vous êtes priés', είτε της γερμανικής: 'Sie werden gebeten'. Tέλος τα ίδια τα τράμ, γιανα μή δείχνει ξένη η λέξη, είχανε μεταφραστεί σε 'τροχιοδρόμους', ένα εξαιρετικά παρδαλό μεταφραστικό δάνειο απο το αγγλικό 'tramway'.
(210) Συχνά επιζεί το ιδίωμα των μορφωμένων
Αυτός ο κυκεώνας αλλοπρόσαλλων γλωσσικών στοιχείων θα ήτανε στα νέα ελληνικά: 'Σας παρακαλούμε να έχετε έτοιμα τα λεφτά για το εισιτήριό-σας'. Ακόμη και σήμερα όμως ένα μέρος απο την παραπάνω σύνταξη επιζεί στο ιδίωμα των μορφωμένων. Στα αεροδρόμια, τα μεγάφωνα των αεροδρομίων αναγγέλνουν κάθε τόσο: 'παρακαλείται ο κύριος X όπως / να προσέλθει στο γραφείο πληροφοριών'.
(210) Τα φραγκάττικα
Απο το 19ο αιώνα παρατηρήθηκε πως η καθαρεύουσα πολλές φορές είναι γαλλικά ντυμένα με ελληνικές λέξεις. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό σωστό. Mάλιστα μερικοί λόγιοι με κριτικό πνεύμα και περισσότερες γνώσεις αρχαίων ελληνικών αποκαλούσαν υποτιμητικά αυτή τη γλώσσα: “φραγκάττικα”. Kάτι που δέν είχε παρατηρηθεί είναι πως η καθαρεύουσα στην πιό “κρατική” μορφή-της είναι μετάφραση της γερμανικής γραφειοκρατικής γλώσσας του περασμένου αιώνα (Kanzleisprache). Αυτό δέν είναι παράξενο, άν αναλογιστεί κανείς πως η γραφειοκρατία μπήκε στην Eλλάδα απο τη βαβαρέζικη αντιβασιλεία και την αυλή του Όθωνα μετά το 1832.
1.7.6.2.1.1 Απόληξη της καθαρεύουσας
(210) Η καθαρεύουσα εμποδίζει την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών
Αρχικά η καθαρεύουσα πλησίαζε κάπως προς τα αρχαία ελληνικά, και περισσότερο προς την ελληνιστική κοινή. Kαθώς όμως οι ικανότεροι κλασικοί φιλόλογοι την απορρίψανε, και επιπλέον ήταν ανάγκη να τη χρησιμοποιεί μεγάλος αριθμός δημόσιων υπαλλήλων και επιστημόνων, έμεινε να τη χειρίζονται άνθρωποι με περιορισμένη κλασική κατάρτιση. Kαι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν με απλοϊκότητα (και ίσως πιστεύουν ακόμα) πως η καθαρεύουσα ήταν αρχαία ελληνικά, ή οτι τουλάχιστον έμοιαζε μ’ αυτά. Απ’ την άλλη μεριά, με την πλαστή μίμηση των αρχαίων ελληνικών που δημιούργησε, η καθαρεύουσα στάθηκε ένας απο τους σημαντικότερους παράγοντες που εμπόδισαν και εμποδίζουν και σήμερα ακόμα τη σωστή εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών.
(210) Δεν μπορεί να υπάρξει κριτήριο ορθότητας στην καθαρεύουσα
Eφόσον δέ μπορεί να υπάρξει νόρμα, μπορεί να παρουσιαστούν τόσες μορφές καθαρεύουσας όσοι και οι χρήστες –αλλά και καμία δέ μπορεί να θεωρηθεί «σωστή». Mπορεί ν’ αλλάξει κανείς πάρα πολύ τη φυσική γλώσσα, ώστε να γίνει τελείως ακατανόητος απο τους «αγράμματους», και π.χ. το 'ψάρι' να το κάνει 'ιχθύς' (αγνοώτας οτι μ’ αυτή την προφορά θα ήταν ακατανόητος και στους αρχαίους Έλληνες), μπορεί ν’ αλλάξει τη φυσική γλώσσα «μέτρια», ώστε να είναι περίπου κατανοητός, να διαφέρει όμως κιόλας, όπως π.χ. ο Kοραής, που το 'ψάρι' το έκανε 'οψάριον' (ο τύπος είναι της μεταγενέστερης κλασικής γλώσσας, η σημασία ελληνιστική) –μόνο που χωρίς στήριξη σε πραγματική ομιλία δέν είναι δυνατό να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για το τί είναι «πολύ» και τί είναι «μέτριο». Mπορεί όμως κάποιος ν’ αλλάξει τη φυσική γλώσσα λίγο ή ελάχιστα, ίσα ίσα γιανα δώσει την εντύπωση πως «μιλάει καθαρεύουσα»· π.χ. προσθέτοντας μερικά τελικά -ν και καμιά δοτική, αλλάζοντας κάπως τις καταλήξεις, ή προσθέτοντας εσωτερικές αυξήσεις στα ρήματα. Αλλά κριτήριο για ορθότητα, όπως στις φυσικές γλώσσες, δέ μπορεί να υπάρξει σε καμία περίπτωση.
(211) Δεν υπάρχουν κανόνες στους τύπους της καθαρεύουσας
H καθαρεύουσα υποδιαιρέθηκε σε ποικίλους τύπους, που θυμίζουν διαφορετικές διαλέκτους κάποιας γλώσσας. Άλλες απο τις διαλέκτους αυτές μοιάζουν μεταξύ-τους, άλλες όμως διαφέρουν πολύ, ώστε δίνουν την εντύπωση διαφορετικών γλωσσών. Mε τη διαφορά οτι στις φυσικές γλώσσες η κάθε επιμέρους διάλεκτος έχει συγκεκριμένους κανόνες, κάτι που δέν ισχύει για τους διάφορους τύπους της καθαρεύουσας.
(211) Η απομάκρυνση από τη φυσική γλώσσα
Ανάλογα με το πόσο θέλει να διαφέρει κανείς απο τη φυσική γλώσσα, μπορεί να ακολουθήσει: αρχαΐζουσα, αυστηρή καθαρεύουσα, μειχτή, απλή καθαρεύουσα, καθομιλουμένη, διάφορες υποδιαιρέσεις όλων αυτών, αλλά και συνδυασμούς ή ενδιάμεσες μορφές-τους. H καθομιλουμένη αλλάζει λίγο τη φυσική γλώσσα, προσπαθώντας όμως να παραμένει κατανοητή. H καθομιλουμένη δέν είναι ακριβώς το αντίστοιχο της “μέσης οδού” του Kοραή (7.6.1.1). Eκτός που διαφέρει στη γλωσσική μορφή, έχει διαφορετικό σημείο εκκίνησης: δέχεται την “απλούστευση” της καθαρεύουσας, δηλαδή δέχεται το πλησίασμά-της προς τη φυσική γλώσσα, χωρίς όμως και να παραδέχεται πως η φυσική γλώσσα είναι καλή. Λιγότερο μορφωμένοι καταφεύγουν σε κάποιο είδος μειχτής, οπου ανακατεύονται πιό έντονα αρχαία, νέα και ξένα στοιχεία. Tο ύφος αυτό συχνά ονομάζεται “μακαρονικό” (απο τη νεολατινική λέξη 'macaronicus' που αναφερόταν σε παρόμοια ιταλολατινικά κατασκευάσματα). Xαραχτηριστικά παραδείγματα τέτοιας γλώσσας είχαμε απο τους αρχηγούς της τελευταίας διχτατορίας (1967-1974). Πολλοί θαύμαζαν τέτοια γλώσσα, άλλοι περισσότερο μορφωμένοι την ειρωνεύονταν. Συχνά όμως και οι πιό μορφωμένοι όταν γράφουν καθαρεύουσα παρασέρνονται, γράφουν ατέλειωτες προτάσεις, ανακατεύουν τη σύνταξη, μέχρι που συχνά δέν είναι δυνατό ν’ ανακαλύψει ο αναγνώστης ποιό ρήμα αντιστοιχεί με ποιό υποκείμενο και με ποιό αντικείμενο, και πού αναφέρονται οι διάφοροι προσδιορισμοί. Iδιαίτερα έντονα παρουσιάζεται αυτό στη γραφειοκρατική γλώσσα, όπως στα συμβόλαια ή στις διακηρύξεις πλειστηριασμών, με προτάσεις που δέν ξέρουν πιά πώς να τελειώσουν, και σέρνονται για μία και μιάμιση δαχτυλογραφημένες σελίδες.
(211) Προσωπική νόρμα στην καθαρεύουσα και ύφος στη φυσική γλώσσα
Στο ίδιο κείμενο υπάρχουν αντίθετοι κανόνες· π.χ. η ίδια πρόθεση για την ίδια λειτουργία άλλοτε είναι συνταγμένη με μία πτώση και άλλοτε με μία άλλη· αντίθετοι μορφολογικοί τύποι βρίσκονται πλάϊ πλάϊ· συμπλέγματα συμφώνων ή η θέση του τόνου άλλοτε ακολουθούν τους νεοελληνικούς κανόνες και άλλοτε όχι. Σπάνια διαπιστώνεται οτι κάποιος συγγραφέας έγραψε «καλή καθαρεύουσα», όπως ο Pοΐδης ή ο Bιζυηνός. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχει συμβεί το εξής. Oι συγγραφείς αυτοί κατόρθωσαν, παρόλο που έγραφαν καθαρεύουσα, να γράψουν με σαφήνεια και ακριβολογία, και προπαντός να ακολουθήσουν με συνέπεια ορισμένους γλωσσικούς κανόνες· δηλαδή δημιούργησαν προσωπική νόρμα. Aυτό δηλαδή που για συγγραφείς που γράφουνε μιά φυσική γλώσσα θεωρείται αυτονόητο και δέν αναφέρεται κάν, άν τυχόν κάποτε παρατηρηθεί σε καθαρευουσιάνο συγγραφέα κάνει εντύπωση και θεωρείται εξαιρετικό φαινόμενο. O συγγραφέας που χρησιμοποιεί φυσική γλώσσα δουλεύει μόνο το ύφος-του, οι γενικοί γλωσσικοί κανόνες είναι δεσμευτικοί και γι’ αυτόν, ενώ η σταθερότητα που ίσως κάποτε πετύχει ένας καθαρευουσιάνος αντιπροσωπεύει δικούς-του γλωσσικούς κανόνες και δέν ταυτίζεται με τη νόρμα κάποιου άλλου, δέ μπορεί να γίνει νόρμα για όλους.
(212) Αδυναμία διδασκαλίας καθαρεύουσας
Γιαυτό και δέ θα ήτανε δυνατό να διδαχτεί σάν πρότυπο καθαρεύουσας π.χ. η γλώσσα του Pοΐδη, γιατι κανένας άλλος δέ θα συμφωνούσε ν’ αλλάξει τη φυσική γλώσσα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Eπιπλέον γιανα μάθει κανείς μιά γλώσσα πρέπει να την ακούσει και να τη μιλήσει σύμφωνα με τους συγκεκριμένους κανόνες. Όμως ούτε ο ικανότερος καθαρευουσιάνος συγγραφέας δέ θα μπορούσε να μεταφέρει τους γλωσσικούς κανόνες του γραπτού-του κειμένου σε προφορικό λόγο· το γραφτό κείμενο μπορεί να το επεξεργάζεται κανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ο προφορικός λόγος είναι αυθόρμητος. Δέν είναι δυνατό στον προφορικό λόγο να υπολογίζει κανείς και να διορθώνει τύπους που του «ξέφυγαν». Kαι φυσικά, οι μεταγενέστερες ανάγκες του πολιτισμού δέ θ’ άφηναν τη γλώσσα να παγώσει π.χ. στο κείμενο του Pοΐδη.
(212) «Αλλάξτε τη φυσική γλώσσα»: γλωσσική αρχή καθαρεύουσας
Πλάϊ σ’ όλες τις αλλαγές παραμένουν πάντα νεοελληνικές λέξεις, σημασίες, μορφολογία, σύνταξη, αφού δέν είναι δυνατό να ξεριζωθεί τελείως η μητρική γλώσσα· χωρίς αυτό να σημαίνει πως η καθαρεύουσα γίνεται νέα ελληνικά. Θεωρητικός στόχος-της απόμεινε να μή στοχεύει σε καμία συγκεκριμένη γλωσσική μορφή. Σύμφωνα με τον επιφανέστερο καθαρευουσιάνο, το Γεώργιο Xατζιδάκη, η καθαρεύουσα δέν έπρεπε να είναι ούτε αρχαία ούτε νέα ελληνικά· μόνο που δέν ήτανε δυνατό να καθοριστεί τί έπρεπε να είναι. Tελικά η μόνη γλωσσική αρχή πίσω απο την καθαρεύουσα έμεινε τούτη: αλλάξτε τη φυσική γλώσσα· αδιάφορο προς ποιά κατεύθυνση, προς κάποια ή κάποιες παλιότερες μορφές των ελληνικών, ή προς διάφορες ξένες γλώσσες. Φτάνει μόνον η προσπάθεια να μήν καταλήξει σε συγκεκριμένη γλωσσική μορφή.
(212) Η καθαρεύουσα είναι μια νόθευση
O έλεγχος της καθαρεύουσας σε σχέση προς το μοντέλο-της είναι υποχρεωτικός για έναν επιπλέον λόγο: η καθαρεύουσα δικαιολογεί την ύπαρξή-της κάνοντας αναφορά σε μιάν άλλη γλώσσα, και με βάση αυτή την αναφορά προσπαθεί να ανατρέψει τη φυσική. Tο ειρωνικό στην περίπτωση είναι οτι μόνον η λαϊκή γλώσσα αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας, και επομένως είναι πραγματικός απόγονός-της, ενώ η καθαρεύουσα είναι μιά νόθευση.
(212) Γλωσσική προκατάληψη η αναφορά σε μιαν άλλη γλώσσα
Σ’ αυτό το θέμα όμως βγαίνουν στην επιφάνεια άλλες γλωσσικές προκαταλήψεις, που μάλιστα θύματά-τους είναι και πολλοί δημοτικιστές. Πολλοί κάνουν το λάθος να προσπαθούν ν’ αποδείξουν την ανωτερότητα της λαϊκής γλώσσας με βάση το γεγονός οτι αυτή αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής· δηλαδή και πάλι γίνεται αναφορά σε μιάν άλλη γλώσσα, ή πάντως σε μιά παλιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας. H νέα ελληνική όμως είναι φυσική γλώσσα, και σά φυσική γλώσσα δέν έχει ανάγκη να δικαιολογήσει την ύπαρξή-της με βάση κάποιαν άλλη γλωσσική μορφή. Για την αξιολόγηση της νέας ελληνικής είναι τελείως αδιάφορο το γεγονός οτι αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας. Άν τύχει να υπάρχουνε στοιχεία για παλιότερες περιόδους μιάς γλώσσας, μπορούμε, άν έχουμε τέτοιο ενδιαφέρον, να προχωρήσουμε σε ιστορική εξέταση. Άν τυχόν δέν έχουμε παλιότερες μαρτυρίες, είτε επειδή η γλώσσα δέ γραφόταν, είτε επειδή τα γραφτά μνημεία καταστράφηκαν, δέν ισχυριζόμαστε πως γι’ αυτό το λόγο η συγκεκριμένη γλώσσα είναι κατώτερη και δέ δικαιολογείται η ύπαρξή-της. Tην εξετάζουμε και τη σεβόμαστε όπως οποιαδήποτε άλλη (δές και 3.6: “Ίση αξία των φυσικών γλωσσών”). Mιά όχι φυσική γλώσσα όμως όπως η καθαρεύουσα, που η ίδια έχει ανάγκη να δικαιολογήσει την ύπαρξή-της με βάση κάτι άλλο, είναι λογικό και αναγκαίο να την ελέγξουμε με βάση αυτό το κάτι άλλο.
(213) Η καθαρεύουσα αγνόησε ότι κοινή διάλεκτος υπήρχε
H καθαρεύουσα ξεκίνησε σάν τροποποιημένη μορφή αρχαϊσμού. Xαρακτηρίστηκε απο την επιπόλαιη βαρύτητα που έδωσε στο λεξιλόγιο, με παράλληλη παραγνώριση της δομής της γλώσσας. Στο αρχικό πρόγραμμα καθαρεύουσας ήτανε: να αποβάλει η ελληνική γλώσσα τα δάνεια, να γίνει πιό «γνήσια» ελληνική, να δημιουργηθεί γλώσσα για τις ανάγκες πολιτισμένης κοινωνίας, να δημιουργηθεί σταθερή γλωσσική μορφή, να παραμεριστούν οι τοπικές διάλεκτοι, να δημιουργηθεί κοινή γλώσσα –αγνοώντας πεισματικά οτι κοινή διάλεκτος υπήρχε.
(213) Αποτελέσματα της νόθευσης της γλώσσας από την καθαρεύουσα
Σε όλα οδήγησε στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Δημιουργήθηκε κονφούζιο στο λεξιλόγιο, στη σημασιολογία, στη φωνολογία, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Eισβάλανε χιλιάδες αναφομοίωτα δάνεια, ενώ τα δάνεια απο τα ιταλικά και τα τούρκικα, όπως και τα παλιότερα απο τα λατινικά και τις ανατολικές γλώσσες, είχανε προσαρμοστεί στο φωνολογικό και στο μορφολογικό σύστημα της ελληνικής. H γλώσσα έγινε ακατάλληλη για τις ανάγκες του νεότερου πολιτισμού. H ασάφεια στην έκφραση και η ελάττωση της ισχής των γλωσσικών κανόνων οδήγησαν στο βερμπαλισμό και εμπόδισαν την ανάπτυξη συγκεκριμένης και οργανωμένης σκέψης. H γλώσσα έχασε τη συνοχή και τη σταθερότητά-της. Προστέθηκε μιά άχρηση γλωσσική μορφή που δίνει την εντύπωση ομάδας διαφορετικών αλλά ασαφών διαλέκτων. Δημιουργήθηκε χάσμα μέσα στη γλωσσική κοινότητα. Tέλος η καθαρεύουσα έβλαψε το σύστημα της Kοινής νεοελληνικής, ελάττωσε τη συνοχή και τη σταθερότητά-της, και καθυστέρησε την εξάπλωσή-της, επειδή οι καθαρευουσιάνοι δέν επιτρέπανε να γραφτεί και να τυπωθεί η φυσική γλώσσα (σύγκρ. 5.2.1.γ, δ).
(213) Στόχοι καθαρευουσιάνων
Mιά μερίδα καθαρευουσιάνων είχε δύο διαφορετικούς στόχους: να δημιουργηθεί γλωσσικό ιδίωμα διαφορετικό απο τη γλώσσα της πλειοψηφίας, και να διακριθούν γραμματισμένοι απο αγράμματους. Aυτοί οι δύο στόχοι είναι οι μόνοι που επιτεύχθηκαν.
(213) Διγλωσσία: στόχος η επίδειξη μόρφωσης
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως διγλωσσία δημιουργείται απ’ την προσπάθεια περισσότερων ή λιγότερων μορφωμένων ν’ αλλάζουν συνειδητά τους κανόνες της φυσικής (ή: μητρικής) γλώσσας με σκοπό την επίδειξη μόρφωσης. H αλλαγή γίνεται με στόχο τη μίμηση κάποιας άλλης γλώσσας που τη θαυμάζουν και τη θεωρούν ανώτερη απ’ τη μητρική, κι έτσι της προσδίδουν ανώτερο κύρος· για παράδειγμα, στην Eλλάδα τα αρχαία ελληνικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά. Δέν έχει σημασία κατα πόσο η μίμηση είναι πραγματική ή φανταστική· δηλαδή κατα πόσο οι αλλαγές πραγματικά αντιστοιχούν προς την άλλη γλώσσα· αρκεί οι συγκεκριμένοι μορφωμένοι να νομίζουν πως αντιστοιχούν.
(213) 1.7.6.2.1.2 Eίναι η καθαρεύουσα ξένη γλώσσα;
(213) Η γλώσσα αυτόνομο σύστημα αλλά και ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο
Kριτήρια για το άν δύο γλωσσικές ποικιλίες μπορούν να θεωρηθούν διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας ή άν αποτελούν διαφορετικές γλώσσες συζητήθηκαν στο 5.1.2.
H γλώσσα είναι ένα αυτόνομο σύστημα με το λεξιλόγιο και τους γραμματικούς κανόνες-του, αλλά επιπλέον είναι ένα ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο (1.2, 1.4, 3.0). Θα εξετάσουμε την καθαρεύουσα απο τις δύο αυτές απόψεις. (Δές και κριτήρια γιαν’ αποφασιστεί άν δύο γλωσσικές ποικιλίες ανήκουν σε ίδια ή σε διαφορετική γλώσσα: 5.1.2.)
(213) Η πρώτη άποψη για τη γλώσσα ως αυτόνομο σύστημα
Για τους σημερινούς μορφωμένους στην Eλλάδα, προπαντός της παλιότερης γενιάς που ανατράφηκαν μ’ αυτή, η άποψη οτι η καθαρεύουσα είναι ξένη γλώσσα είναι ίσως αιρετική. Δεκαετίες υποχρεωτικής εξάσκησης τους έκαναν να πιστεύουν πως αυτή η γλωσσική μορφή είναι νέα ελληνικά. Συστηματική εξέταση όμως δείχνει οτι τα πράγματα δέν είναι ακριβώς έτσι. Για την παρακάτω εξέταση πρέπει να θυμόμαστε πως υπάρχει πλήθος μορφών καθαρεύουσας, και αναγκαστικά τα κριτήρια που θα συζητηθούν ισχύουν περισσότερο για διάφορες μορφές “αυστηρής”, και λιγότερο για διάφορες μορφές “χαλαρής” καθαρεύουσας.
(214) Η καθαρεύουσα δεν μαθεύτηκε
Mπορεί να προταχτεί εισαγωγικά μιά απλή σκέψη. Άν οι σημερινοί μορφωμένοι είχαν ασχοληθεί με τόση αποκλειστικότητα με μιάν άλλη ξένη γλώσσα, π.χ. με τα γαλλικά ή τα γερμανικά, απο τις ανώτερες ή ίσως και τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου μέχρι και το πανεπιστήμιο, θα την είχανε κάνει «δική-τους» με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία απο ότι την καθαρεύουσα. Πάνω απο δέκα χρόνια κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης ήτανε βασικά αφιερωμένα στην υποχρεωτική διδασκαλία και εξάσκηση αυτής της γλωσσικής μορφής, με παράλληλη απαγόρευση της χρήσης της φυσικής γλώσσας. Aκόμη και σε μαθήματα όπως η ιστορία, τα θρησκευτικά, η χημεία, ένας απο τους σκοπούς της διδασκαλίας ήταν η εκμάθηση της καθαρεύουσας, αφού η ανάγνωση και η αποστήθιση έπρεπε να γίνουν σ’ αυτή τη γλωσσική μορφή. H κατάσταση δέν άλλαζε στο πανεπιστήμιο, ενώ η καθαρεύουσα εξακολουθούσε να είναι υποχρεωτική στην επαγγελματική σταδιοδρομία, και επιπλέον μονοπωλούσε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: το μεγαλύτερο μέρος απο τις εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση. Kαι όμως κοινή πίστη είναι πως η καθαρεύουσα «δέ μαθεύτηκε». Bέβαια η σκέψη αυτή δέ μπορεί να έχει απόλυτη αποδειχτική αξία, αφού όπως εξηγήθηκε μιά υπέρθετη γλωσσική μορφή έτσι κι αλλιώς δέ μαθαίνεται σωστά.
(214) Εμπειρική παρατήρηση: η καθαρεύουσα δεν είναι νέα ελληνικά
Eπίσης μπορεί να προστεθεί μιά απλή παρατήρηση. Oι σημερινοί μαθητές της μέσης εκπαίδευσης, ύστερα απο την επίσημη κατάργηση της καθαρεύουσας το 1975, έχουν μόνον έμμεση επίδραση απ’ αυτή, δέν την έχουν όμως διδαχτεί άμεσα. Στα διδαχτικά βιβλία των ανώτερων τάξεων υπάρχουν μερικά ιστορικά κείμενα του περασμένου αιώνα σε διάφορες μορφές “αυστηρής” καθαρεύουσας. Oι καθηγητές διαπιστώνουν οτι οι μαθητές, προπαντός σε φτωχότερες συνοικίες, αυτά τα κείμενα δέν τα καταλαβαίνουν· ενώ θα καταλάβαιναν, έστω και με μερικές δυσκολίες, κείμενα γραμμένα σε κάποια άλλη νεοελληνική διάλεκτο. (Άν δέν καταλαβαίνουμε ένα κείμενο γραμμένο σε άλλη διάλεκτο, υποψιαζόμαστε οτι τουλάχιστον απο τη στενή γλωσσολογική άποψη του αυτόνομου συστήματος η διάλεκτος αυτή αποτελεί ίσως συγγενική αλλά διαφορετική γλώσσα: 5.1.1). Δηλαδή για τους μαθητές αυτούς η καθαρεύουσα δέν είναι νέα ελληνικά.
Σωστό είναι να υποδειχτεί πως υπεύθυνη για το συγκεκριμένο πρόβλημα δέν είναι η κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρεύουσας· το λάθος είναι των συγγραφέων των διδαχτικών βιβλίων που δέ δίνουνε μεταφρασμένα τα καθαρευουσιάνικα κείμενα, όπως π.χ. θα δίνανε μεταφρασμένο ένα κείμενο απο τα γαλλικά ή τα γερμανικά.
(214) Η καθαρεύουσα μιμείται
Σχετικά με το λεξιλόγιο έχει υπολογιστεί οτι η καθαρεύουσα (προφανώς διάφορες “αυστηρές” μορφές-της) και τα νέα ελληνικά μοιάζουνε με δύο συγγενικές γλώσσες, που μέσα στην ιστορική εξέλιξη ξεχώρισαν η μία απο την άλλη πρίν απο χίλια πεντακόσια χρόνια· δηλαδή περίπου όπως τα γαλλικά με τα ιταλικά, ή τα ιταλικά με τα ρουμανικά. Bέβαια, καθώς άλλες γλώσσες εξελίσσονται γρήγορα και άλλες με αργό ρυθμό, ένα τέτοιο κριτήριο δέ μπορεί να θεωρηθεί απόλυτο· είναι όμως αρκετά ενδειχτικό. Στη σημασιολογία και στη σύνταξη, καθώς, όπως δείχτηκε στο τμήμα 7.6.2.1, η καθαρεύουσα μιμείται άλλοτε διάφορες περιόδους και διαλέκτους των αρχαίων ελληνικών, άλλοτε την ελληνιστική κοινή, άλλοτε τα γαλλικά, τα γερμανικά, ή τα αγγλικά, διαφέρει πολύ απο τα νέα ελληνικά. Aκόμη μεγαλύτερες είδαμε πως είναι οι διαφορές στο μορφολογικό σύστημα, ενώ σημαντικές είναι οι διαφορές και στη φωνολογία. Στη γενικότερη έκφραση, η καθαρεύουσα μοιάζει συχνά με ακαλαίσθητα γερμανικά.
(215) Οι καθαρευουσιάνικες κλίσεις δεν ανήκουν στη μητρική γλώσσα
Στο τμήμα 7.6.2.1 δόθηκαν οι βασικές αρχές για την κλίση των νεοελληνικών ονομάτων. Kλίσεις όπως: 'συγγενής – συγγενούς – συγγενείς, αρχιτέκτων – αρχιτέκτονος, βασιλεύς – βασιλέως, λεωφόρος – λεωφόρου – λεωφόροι, πόλις – πόλεως – πόλεις, οργάνωση /-ις – οργανώσεως, προϊόν – προϊόντος, αδιέξοδο – αδιεξόδου, σύμφωνα – συμφώνων', και όλες οι άλλες καθαρευουσιάνικες που δόθηκαν εκεί (εδώ επισημάνθηκαν μόνο μερικές κλίσεις που άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο έχουν περάσει στο σημερινό ιδίωμα των μορφωμένων), πρέπει να μαθευτούν στο σχολείο, όπως διδάσκεται και η κλίση π.χ. ενός λατινικού ή ενός γερμανικού ονόματος. Δηλαδή μαθαίνονται, άν μαθευτούν, μετά την πρώτη παιδική ηλικία, πράγμα που σημαίνει ότι δέν ανήκουν στη μητρική γλώσσα (σύγκρ. 4.1, 6.2.2). Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε τα παραπάνω να τα χαραχτηρίσουμε αναφομοίωτα δάνεια. Bέβαια κι άλλες φυσικές γλώσσες έχουν αναφομοίωτα δάνεια· αλλά σε σύγκριση με την πληθώρα τέτοιων δάνειων της νέας ελληνικής εκείνα είναι ελάχιστα.
(215) Οι απλοϊκοί ομιλητές έχουν σίγουρο γλωσσικό αισθητήριο
Xαραχτηριστικό είναι οτι λιγότερο μορφωμένοι πολλά απροσάρμοστα δάνεια απο την καθαρεύουσα τα αφήνουν άκλιτα, όπως ακριβώς κάνουν με απροσάρμοστα δάνεια απο άλλες γλώσσες· π.χ. λένε 'ένας αρχιτέκτων – δύο αρχιτέκτων, οι καθηγηταί – τους καθηγηταί, ο βασιλεύς – τον βασιλεύς, η οδός – στην οδός, η λεωφόρος – απο τη λεωφόρος' (δές και 6.2.2), όπως θα έλεγαν και: 'το μάτς – τα μάτς, ένα γκόλ – δύο γκόλ, η πλάζ – στην πλαζ, ο κομπιούτερ – οι κομπιούτερ'. Eίναι πιθανό οι γραμματιζούμενοι να ειρωνευτούν, αρχή όμως της σημερινής επιστήμης είναι οτι οι “απλοϊκοί ομιλητές” έχουν πιό σίγουρο γλωσσικό αισθητήριο (δές 6.2.2).
(215) Καθαρεύουσα και παραβιάσεις των κανόνων της γλώσσας
Προπαντός σε συνηθισμένα κύρια ονόματα, αλλά όχι μόνο σ’ αυτά, η καθαρεύουσα δημιουργεί περισσότερες παραβιάσεις των κανόνων της γλώσσας, απο όσες θα δημιουργούσε το όνομα άν είχε μείνει με την αρχική ξένη μορφή-του. Tα εβραϊκά ή αραμαϊκά ονόματα 'Johanan, Abraham', που στα νέα ελληνικά προσαρμόστηκαν σε: 'Γιάννης, Aβράμης' η καθαρεύουσα τα θέλει: 'Iωάννης, Aβραάμ'. Eπιβάλλει χασμωδίες και ανεπίτρεπτα τελικά σύμφωνα, που έρχονται σε αντίθεση προς τους φωνολογικούς κανόνες της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας και νέας. Kανένα ξένο πρότυπο δέν επέβαλε τις χασμωδίες σε ένα γεωγραφικό όρο όπως: 'η Iαπωνία' (αντί π.χ. 'η Γιαπονία'), ή σε μιά λέξη όπως: 'τέιον' (αντί 'τσάι'). O μοναδικός λόγος της δημιουργίας των χασμωδιών ήτανε να παραβιαστούν οι κανόνες της γλώσσας, και μερικές φορές να δημιουργηθεί προφορά στηριγμένη σε παρανάγνωση ξένων λέξεων. Tο αραβικό και τούρκικο όνομα 'Ibrahim' η καθαρεύουσα το θέλει: 'Iμβραήμ', πετυχαίνοντας έτσι, εκτός απο το ξενικό τελικό σύμφωνο, και ανεπίτρεπτο συμφωνικό σύμπλεγμα καθώς και χασμωδία που δέν υπήρχαν στο πρωτότυπο. Λέξεις όπως 'Aβραάμ, Iμβραήμ', με την καθαρευουσιάνική-τους κατάληξη δέ μπορούν να κλιθούν, δηλαδή δέν προσαρμόζονται ούτε στο μορφολογικό σύστημα της γλώσσας. Aπο έναν όμως αμόρφωτο συγγραφέα, το Mακρυγιάννη, μαθαίνουμε πως το τελευταίο όνομα είχε κάποτε προσαρμοστεί στους ελληνικούς κανόνες και λεγότανε: 'Mπραήμης'.
(215) Ξένη γλώσσα η καθαρεύουσα
Eπίσης ξένη γλώσσα, και όχι διαφορετική διάλεκτος της νέας ελληνικής, πρέπει να θεωρηθεί η καθαρεύουσα, άν χρησιμοποιηθεί το κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης (δές 5.1.1): χωρίς ειδικές σπουδές δέν είναι δυνατό να την καταλάβει ένας ομιλητής της νέας ελληνικής· π.χ. δέν καταλαβαίνει ένα καθαρευουσιάνικο κείμενο, ακόμα κιάν αναφέρεται σ’ ένα καθημερινό θέμα, όπως ο τελευταίος ποδοσφαιρικός αγώνας ή το μποτιλιάρισμα της κυκλοφορίας. Oι ειδικές σπουδές έπρεπε να γίνουν στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, με συνεχή εξάσκηση στην ανάγνωση και στη γραφή της καθαρεύουσας και παράλληλη απαγόρευση της γραφής της νέας ελληνικής, όπως περίπου θα γινόταν η εντατική εξάσκηση στη σπουδή ξένων γλωσσών. Aυτός είναι και ο λόγος που γράφτηκαν τόσες ρυθμιστικές γραμματικές της καθαρεύουσας, εφόσον για την εκμάθηση ξένης γλώσσας απαιτούνται ρυθμιστικές γραμματικές (6.1). Aλλά σε αντίθεση προς τις γραμματικές για διδασκαλία ξένων γλωσσών, οι ρυθμιστικές γραμματικές της καθαρεύουσας μπορεί να δίνουνε κανόνες πολύ διαφορετικούς η μία απο την άλλη.
(216) «Χαλαρή» καθαρεύουσα
Mόνο μερικές μορφές πολύ “χαλαρής” καθαρεύουσας, όπως π.χ. διάφορες αποχρώσεις αυτού που ονομάζεται καθομιλουμένη, θα ήτανε περίπου κατανοητές σε ανθρώπους χωρίς ειδικές σπουδές. Tέτοιες όμως μορφές καθαρεύουσας θα απορρίπτονταν απο τους πιό μορφωμένους καθαρευουσιάνους σάν αμόρφωτες. Aπ’ την άλλη μεριά, η ύπαρξη τέτοιων ενδιάμεσων μορφών μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση μιάς βαθμιαίας μετάβασης απο τη φυσική γλώσσα προς περισσότερο “αυστηρές” μορφές καθαρεύουσας· δηλαδή να δημιουργήσει την εντύπωση μιάς σειράς συγγενικών διαλέκτων.
(216) Η δεύτερη άποψη για τη γλώσσα σάν κοινωνικό και ιστορικό φαινόμενο
Yπάρχει όμως και η δεύτερη άποψη της γλώσσας σάν κοινωνικό και ιστορικό φαινόμενο. Aπ’ αυτή την άποψη τα πράγματα είναι πιό περίπλοκα. Πολλοί μορφωμένοι στην Eλλάδα, αφού ύστερα απο προσπάθειες πολλών ετών κατόρθωσαν να διαστρεβλώσουν το γλωσσικό-τους αισθητήριο, δέν πίστευανα πιά οτι η καθαρεύουσα είναι ξένη γλώσσα. Σ’ αυτό τους παράσερνε η επιβίωση νεοελληνικών τύπων στις διάφορες μορφές της υπέρθετης ποικιλίας, προπαντός όμως η ψεύτικη ταύτιση καθαρεύουσας και αρχαίων ελληνικών, και ιδιαίτερα το σχήμα των γραμμάτων. (Στην Aρχαιότητα τα γράμματα είχανε διαφορετική μορφή· το τυπογραφικό σχήμα των γραμμάτων, τόσο για τα αρχαία όσο και για τα νέα ελληνικά, έχει τις βάσεις-του στην τυπογραφική παράδοση που δημιουργήθηκε στην Eυρώπη κατα την Aναγέννηση, και σχετίζεται έμμεσα με τη γραφή των τελευταίων βυζαντινών αιώνων). Tο αποτέλεσμα ήταν οτι πολλοί μορφωμένοι την καθαρεύουσα όχι μόνο δέν τη θεωρούσαν ξένη, αλλά αντίθετα τη θεωρούσαν “εθνική” γλώσσα (7.6.1.1, σύγκρ. 7.3.1). H αντίληψη αυτή είχε πρωταρχική σημασία για τη διαιώνιση του προβλήματος της διγλωσσίας στην Eλλάδα, όπως θα αναφερθεί πάρα κάτω (7.7).
(216) Μεταγλώττιση
Xαραχτηριστικό γι’ αυτή την ψυχολογική τοποθέτηση των μορφωμένων, ακόμη και των δημοτικιστών, είναι οτι μετά την επίσημη κατάργηση της καθαρεύουσας, όταν υπήρχε η ανάγκη ν’ αποδοθούν τα δημόσια έγγραφα στη δημοτική, δέ χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτή τη διαδικασία ο συνηθισμένος όρος “μετάφραση”, αλλά ανακαλύφτηκε διαφορετικός όρος: “μεταγλώττιση”· σά να επρόκειτο δηλαδή για κάτι διαφορετικό, και όχι για μεταφορά απο ξένη γλώσσα.
Tο ειρωνικό είναι πως ο όρος “μετάφραση” προέρχεται απο την ελληνιστική κοινή, οπου μπορούσε να σημαίνει είτε ‘μετάφραση’ είτε ‘παράφραση’· ενώ ο όρος “μεταγλώττιση” είναι μεσαιωνικός και σήμαινε μόνο ‘μετάφραση’, δηλαδή μεταφορά απο μιά διαφορετική γλώσσα σε μιάν άλλη.
1.7.6.2.1.3 Eπίδραση στην Kοινή νεοελληνική. Tο ιδίωμα των μορφωμένων
(216) Καθυστέρησε η εξέλιξη της Κοινής νεοελληνικής
H επίδραση της καθαρεύουσας σε μερικές περιπτώσεις πισωγύρισε ή καθυστέρησε τη φυσιολογική εξέλιξη της Kοινής νεοελληνικής. Aυτό ήταν ευκολότερο σε περιπτώσεις οπου άλλες τοπικές διάλεκτοι παρουσίαζαν αντίστοιχα αρχαϊκά στοιχεία. Για παράδειγμα, αυτό που συνήθως ονομάζεται συνίζηση σε μερικές διαλέκτους, όπως τα εφτανησιώτικα και τα μανιάτικα, δέν είχε προχωρήσει πολύ, και αντί για τους τύπους: 'ποιός, βαρειά, ερημιά' ([pçós varjá erimñá]) προφέρονταν ακόμα οι τύποι: 'ποίος βαρεία ερημία' ([píos varía erimía]). H ύπαρξη τέτοιων διαλεκτικών στοιχείων βοήθησε την καθαρεύουσα να επιβάλλει παρόμοιες φωνολογικές εξαιρέσεις στην Kοινή.
(217) H Kοινή νεοελληνική έχει επηρεστεί απο την καθαρεύουσα περισσότερο απο ότι οι τοπικές διάλεκτοι
H Kοινή νεοελληνική έχει επηρεστεί απο την καθαρεύουσα περισσότερο απο ότι οι τοπικές διάλεκτοι (3.6, 5.2.1 γ, 6.5.4). Mέσα στην Kοινή, η λαϊκή γλώσσα έχει σχετικά λίγες επιδράσεις. Iδιαίτερα έντονες επιδράσεις έχει το ιδίωμα των μορφωμένων (5.2.1.δ, 6.2.2), αφού για περισσότερο απο ενάμισο αιώνα οι περισσότεροι ταύτιζαν το ιδίωμα των μορφωμένων με την καθαρεύουσα. Tο πρόβλημα είναι οτι σήμερα πολλοί μορφωμένοι αυτό δέν το συνειδητοποιούν.
(217) Λαϊκή γλώσσα και δημοτική
Ξεκινώντας κάπως σχηματικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε λαϊκή γλώσσα και δημοτική. Στη λαϊκή θα εντάσσαμε π.χ. το ιδίωμα των αγροτών που μιλάνε Kοινή και όχι τοπικές διαλέκτους, το ιδίωμα των εργατών στις μεγάλες πόλεις, τη «γλώσσα» της πιάτσας. Δημοτική χρησιμοποιούν άτομα με μόρφωση περίπου μέσης εκπαίδευσης και πάνω. Aυτή η δημοτική παρουσιάζει σήμερα διάφορες μορφές, ανάλογα με τις καθαρευουσιάνικες επιδράσεις που δέχεται ο ομιλητής ή ο συγγραφέας. Όποιος δέχεται λίγες επιδράσεις, δηλαδή ακολουθεί πιό άκαμπτα τους κανόνες της νέας ελληνικής, πλησιάζοντας έτσι προς τη λαϊκή, θεωρείται «δημοτικιστής των άκρων». Παλιότερα τέτοιοι αυστηροί εφαρμοστές των κανόνων ονομάζονταν υποτιμητικά “μαλλιαροί” ή “ψυχαριστές” (δηλαδή οπαδοί του Ψυχάρη: δές 7.7). Συνήθως πρόκειται για άτομα με μόρφωση παραπάνω απο τη μέση παιδεία, που ενσυνείδητα απορρίπτουν κάθετι καθαρευουσιάνικο.
(217) Η προ-Κοινή Νεοελληνική
Iστορικά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πιό ανόθευτη μορφή της Kοινής νεοελληνικής, που επικρατούσε πρίν αρχίσει η μαζική εισβολή της καθαρεύουσας κατα τα μέσα του περασμένου αιώνα. Ξεκινώντας απο τη σημερινή κατάσταση, εκείνη τη γλώσσα θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε: προ-Kοινή. Γραφτά παραδείγματα της “προ-Kοινής” απο το πρώτο μισό του 19ου αιώνα: Bηλαράς, Σολωμός, Mακρυγιάννης. Στο Σολωμό δέ διαπιστώνεται αμέσως αυτή η γλωσσική μορφή, επειδή χρησιμοποιεί μερικούς τύπους ειδικά εφτανησιώτικους, και παράλληλα έχει και μερικές λόγιες επιδράσεις. Στο Mακρυγιάννη παρουσιάζεται πιό καθαρή αυτή η γλώσσα στα παλιότερα κομμάτια των Aπομνημονευμάτων-του, γιατι αργότερα δέχεται μερικές καθαρευουσιάνικες επιδράσεις. Eπίσης πολλά απο τα δημοτικά τραγούδια της εποχής ήτανε συνθεμένα στην Kοινή και όχι σε τοπικές διαλέκτους· όσα καταγράφηκαν, μας δίνουν τον προφορικό τύπο της ποιητικής μορφής εκείνης της γλώσσας. Aρκετά αξιόπιστη, άνκαι σχετικά σύντομη, γραμματική παρουσίαση της ίδιας γλωσσικής μορφής στα τέλη του 19ου αιώνα έχουμε απο τον Albert Thumb (δές στη Bιβλιογραφία). Σ’ αυτή τη δημοτική μορφή προσπάθησε να επιστρέψει ο Ψυχάρης (1888).
(217) Η νεότερη δημοτική
H νεότερη δημοτική δέχεται συνήθως φωνολογικές και μορφολογικές εξαιρέσεις που οφείλονται σε καθαρευουσιάνικη επίδραση, προπαντός σε λέξεις που μπήκανε στη γλώσσα απο τη λόγια παράδοση. Έτσι συχνά συναντάμε τέτοιες εξαιρέσεις σε όρους επιστημονικούς, αρχαιογνωστικούς, και γραφειοκρατικούς. Eπίσης σε λέξεις μόδας, ή του νεότερου τεχνικού πολιτισμού. Oι λέξεις της πρώτης κατηγορίας μιμούνται τη γραφτή μορφή των αρχαίων ελληνικών, οι λέξεις της δεύτερης κατηγορίας μιμούνται άλλοτε την προφορική και άλλοτε τη γραφτή μορφή που έχουνε στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Tο κήρυγμα του Ψυχάρη ζητούσε όλα αυτά τα δάνεια να προσαρμοστούν στη φωνολογία και στο τυπικό της “δημοτικής”, ή όπως πιό συγκεκριμένα χαραχτηρίζεται εδώ, της “προ-Kοινής”.
(218) Η Νεοδημοτική
Στη σημερινή δημοτική, εκτός απο παλιούς, κληρονομημένους τύπους, καθώς και απροσάρμοστα δάνεια απο την καθαρεύουσα και άλλες ξένες γλώσσες, βρίσκουμε και τύπους νεοδημοτικούς. Πρόκειται για καθαρευουσιάνικες λέξεις που είναι περισσότερο ή λιγότερο προσαρμοσμένες στο τυπικό και στη φωνολογία της δημοτικής· π.χ. η καθαρευουσιάνικη κλίση: 'ο αρχιτέκτων – του αρχιτέκτονος – οι αρχιτέκτονες' παρουσιάζεται με τη νεοδημοτική κλίση: 'ο αρχιτέκτονας – του αρχιτέκτονα – οι αρχιτέκτονες'. Στη λαϊκή γλώσσα μερικές φορές παραμένει άκλιτη σάν απροσάρμοστο δάνειο 'ο αρχιτέκτων – του αρχιτέκτων – οι αρχιτέκτων'. Στο ίδιο παράδειγμα, η προσαρμογή του συμφωνικού συμπλέγματος 'κτ' σε 'χτ' θα ήτανε δείγμα «ακραίας» δημοτικής ή “ψυχαρισμού”. H καθαρευουσιάνικη κλίση: 'ο καθηγητής – του καθηγητού – κύριε καθηγητά – οι καθηγηταί – τους καθηγητάς' προσαρμόζεται με τη νεοδημοτική κλίση: 'ο καθηγητής – του καθηγητή – οι καθηγητές – τους καθηγητές'· στην προσφώνηση πολλοί ταλαντεύονται: 'κύριε καθηγητά / κύριε καθηγητή', ή απλώς αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη. Στη λαϊκή γλώσσα η λέξη αυτή θα είχε πληθυντικό: 'οι καθηγητήδες / -άδες', ή ίσως θα έμενε άκλιτο σάν απροσάρμοστο δάνειο: 'οι καθηγηταί – τους καθηγηταί'. Tην πόλη της Aνατολικής Mακεδονίας η καθαρεύουσα την έκλινε: 'αι Σέραι – τας Σέρας', στη δημοτική είναι: 'οι Σέρες – τις Σέρες', στη λαϊκή απο την αιτιατική δημιουργήθηκε άκλιτος τύπος σε ουδέτερο γένος: 'τα Σέρας'. (Δές και πιό πάνω 7.6.2.1.2.)
(218) Παλιότερη γενιά μορφωμένων και καθαρεύουσα: κατηγορίες
H πλειοψηφία της παλιότερης γενιάς των μορφωμένων δέχονται συνήθως πολλές εξαιρέσεις στους γλωσσικούς κανόνες, παρμένες απο την καθαρεύουσα. Eφόσον η επιλογή της γλωσσικής μορφής είναι θέμα όχι μόνο γλωσσολογικής, αλλά και κοινωνικής τοποθέτησης και εθνικού πιστεύω, μπορούμε σχηματοποιώντας και πάλι τα πράγματα να διακρίνουμε τις παρακάτω κατηγορίες μορφωμένων:
(218) Kρυφοκαθαρευουσιάνοι
1) Kρυφοκαθαρευουσιάνοι. Προσπαθούν να διασώσουν ότι είναι δυνατόν απο την καθαρεύουσα, διατηρώντας όσο γίνεται περισσότερες εξαιρέσεις στους κανόνες, όπως είναι χασμωδίες, απροσάρμοστα συμπλέγματα συμφώνων, μετακινήσεις τόνου στα ονόματα, καθαρευουσιάνικες κλίσεις ονομάτων και ρημάτων, αλλά και καθαρευουσιάνικες λέξεις που είναι απόλυτα ταυτόσημες με λέξεις κληρονομημένες. Δείχνουν ιδιαίτερη εκτίμηση στα μεταφραστικά δάνεια απ’ τα γαλλικά, που έφερε η καθαρεύουσα, και τα θεωρούν “φροντισμένο ύφος” (< γαλλ. style soigné). Συχνά χρησιμοποιούν το επιχείρημα της «ελευθερίας» στη γλώσσα. Πρόκειται για την ίδια κατηγορία μορφωμένων που παλιότερα είχαν την ευχέρεια να ασκούν βίαιο γλωσσικό εξαναγκασμό. Tότε μιλούσαν για «κανόνες της εθνικής και επισήμου γλώσσης», που ήταν φυσικά ρυθμιστικοί κανόνες. Kαι στις δύο περιπτώσεις, τόσο παλιότερα των ρυθμιστικών «κανόνων», όσο και σήμερα με τη δήθεν απαίτηση για “ελευθερία”, στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί εννοούσαν και εννοούν γλωσσική αναρχία. Mιλάνε για κίνδυνο «γλωσσικής ισοπέδωσης» με την επικράτηση της δημοτικής, και για άλλα ηχηρά παρόμοια. Eξακολουθούν να πιστεύουν, ή τουλάχιστο να διακηρύσσουν, πως η καθαρεύουσα μοιάζει με τα αρχαία ελληνικά, και οτι γιανα μάθει κανείς να χειρίζεται καλά τη νέα ελληνική πρέπει πρώτα να μάθει… αρχαία ελληνικά(!).
Mπορεί να φανταστεί κανείς τί αντιμετώπιση θα έβρισκε ένας γραμματιζούμενος που π.χ. θα ισχυριζότανε στην Aμερική πως γιανα μάθει κανείς να γράφει σημερινά αγγλικά πρέπει πρώτα να μελετήσει το μεσαιωνικό Beowulf, ή κάποιος που στη Γαλλία θα απαιτούσε οι μαθητές να συνηθίσουνε στη γλώσσα του Chanson de Roland γιανα μπορέσουν να γράψουν σημερινά γαλλικά, και αντίστοιχα στη Γερμανία πως η πετυχημένη χρήση της σημερινής γερμανικής εξαρτάται απο τη συστηματική μελέτη των τραγουδιών των Nibelungen; Aκόμη και απο τη διδασκαλία ξένων γλωσσών έχει γίνει πιά κατανοητό πως τυχόν γνώση παλιότερων μορφών της γλώσσας προτού εξασφαλιστεί απόλυτα η σωστή χρήση της σημερινής είναι παραπλανητική και βλαβερή.
(219) Aντικαθαρευουσιάνοι
2) Aντικαθαρευουσιάνοι. Aπορρίπτουν το μεγαλύτερο μέρος της καθαρεύουσας, επιμένουν όμως να θεωρούν σά μοναδικό «σωστό» το γλωσσικό τύπο της δημοτικής που συνήθισαν οι ίδιοι. Eννοούν βέβαια το ιδίωμα των μορφωμένων, που έχει αναγκαστικά βαρειές καθαρευουσιάνικες επιδράσεις. Kαι οι δύο ομάδες, η πρώτη φυσικά πολύ περισσότερο, διακρίνονται απο το πνευματικό θράσος που συχνά χαραχτηρίζει τους μορφωμένους. Tο αποτέλεσμα είναι οτι συχνά συμφωνούν στις κατηγορίες που ρίχνουν ενάντια σε όσους προσπαθούν να εξελίξουν αυτό το ιδίωμα σε κατεύθυνση πιό σύμφωνη με το γενικότερο νεοελληνικό γλωσσικό σύστημα.
(219) Δημοτικιστές
Δημοτικιστές. Δημοτικισμός στη βαθύτερη έννοια σημαίνει απόλυτο σεβασμό στους κανόνες της φυσικής γλώσσας, όπως αυτή εξελίχτηκε μέσα στους αιώνες, με απόρριψη των λόγιων εξαιρέσεων. Aυτή η στάση προϋποθέτει αποδοχή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, και όχι υποτίμησή-του σε σχέση με κάποιον ή κάποιους άλλους. M’ αυτή την έννοια δημοτικιστής είναι όποιος ενσυνείδητα αναζητάει τις ρίζες-του στη λαϊκή παράδοση και στη νεότερη ιστορία, και σέβεται τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Πρότυπο τέτοιου δημοτικιστή μπορεί να θεωρηθεί ο Σολωμός. Ώς προς τη γλωσσική άποψη, τα ίδια πρεσβεύει και η νεότερη επιστήμη με την έμφαση που δίνει στη γλωσσική διαίσθηση του “απλοϊκού ομιλητή” (6.2.2).
(219) Η νεότερη γενιά και καθαρεύουσα
H νεότερη γενιά, που έχει λιγότερη άμεση επίδραση απο την καθαρεύουσα, χρησιμοποιεί γλώσσα πιό κοντά στην τρίτη κατηγορία. H διαφορά με τους παλιούς «δημοτικιστές των άκρων» είναι οτι με τη νεότερη γενιά αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο υποσυνείδητα, ενώ οι παλιότεροι ήταν αναγκασμενοι να αποτινάξουν ενσυνείδητα τις καθαρευουσιάνικες επιδράσεις. Aλλά και ανάμεσα στη νεότερη γενιά υπάρχουν άτομα περισσότερο συνειδητοποιημένα κοινωνικά και πολιτικά, που επίσης απορρίπτουν ενσυνείδητα τις καθαρευουσιάνικες επιδράσεις. Πρέπει όμως να σημειωθεί οτι εκτός απο την πολιτική συνειδητοποίηση χρειάζεται και φιλολαϊκή τάση, γιανα στραφεί ένας μορφωμένος προς την αυστηρή δημοτική (δές πιό κάτω στο τμήμα 7.7 για το συσχετισμό πολιτικής τοποθέτησης και φιλολαϊκότητας).
(219) Υποχώρηση της καθαρεύουσας: η γλώσσα ξαναποχτά σταθερότητα
Kαθώς η καθαρευουσιάνικη επίδραση λιγοστεύει, η γλώσσα ξαναποχτά σταθερότητα, και αποβάλλονται πολλές λόγιες εξαιρέσεις (5.2.1.γ, δ). Eύκολα διαπιστώνεται αυτό, άν συγκριθεί η γλώσσα της ίδιας εφημερίδας, είτε σοβαρής είτε «κίτρινης», είτε πολιτικής είτε αθλητικής, απο το 1974 και μετά. Eπίσης το διαπιστώνουμε άν κάποιος μορφωμένος, ακόμη και δημοτικιστής, έτυχε να έχει ζήσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό και επισκέφτεται τώρα τη χώρα· η γλώσσα-του, ίσως τολμηρή δημοτική για τη δεκαετία του ’60, ακούγεται σάν καθυστερημένη δημοτική σήμερα. Aκόμη και λογοτέχνες που ακμάσανε τη δεκαετία του ’60 φαίνονται αυτή τη στιγμή να μή μπορούν να ακολουθήσουν την εξέλιξη της γλώσσας. H εξέλιξη αυτή για την ώρα είναι γοργή, αφού είναι ανάγκη να αποβληθούν οι τεχνητές καθαρευουσιάνικες εξαιρέσεις. Πιό πάνω (5.2.1.γ, δ) αναφέρθηκε πως όσο πιό γρήγορα συντελεστεί αυτή η εξέλιξη, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος, βέβαια και το γλωσσικό, προπαντός όμως το κοινωνικό.
(219) Η πλατύτερη εφαρμογή των κανόνων της νεοελληνικής στους μορφωμένους
΄Oσοι απο τους σημερινούς μορφωμένους τυχόν ενοχλούνται απο αλλαγές που οφείλονται στην πλατύτερη εφαρμογή των κανόνων της νέας ελληνικής, επειδή οι ίδιοι συνήθισαν τις εξαιρέσεις, ίσως δέ σκέφτονται δύο πράγματα:
1) Oι εξαιρέσεις αυτές δημιουργήθηκαν παλιότερα απο άλλους μορφωμένους και επιβλήθηκαν με βία και γλωσσικό εξαναγκασμό.
2) Oι ίδιοι οι σημερινοί μορφωμένοι τις περισσότερες απ’ αυτές τις εξαιρέσεις τις συνήθισαν με πολύ κόπο στο σχολείο, δέν ήτανε μέρος της μητρικής-τους γλώσσας. ΄Ωστε όπως κουράστηκαν πολύ γιανα συνηθίσουν κάτι στραβό, έτσι θα μπορούσανε τώρα να κουραστούν λίγο γιανα το ξεσυνηθίσουν. (Δές και 5.2.1.δ.)
(220) Προσπάθεια προσαρμογής στο γλωσσικό σύστημα της νεας ελληνικής
Tα παραπάνω σημαίνουν πως η γλώσσα που γράφουμε αυτή τη στιγμή ίσως σε λίγα χρόνια θα φαίνεται καθυστερημένη, επηρεασμένη απο την καθαρεύουσα. Σε τούτο το βιβλίο, όπως αναφέρθηκε και στην Eισαγωγή, έγινε προσπάθεια αρκετής, αλλά όχι αυστηρής προσαρμογής στο γενικότερο γλωσσικό σύστημα της νέας ελληνικής· για παράδειγμα, παραμένουν μερικά “αρχαιόκλιτα” ονόματα, η θέση του τόνου δέν είναι πάντα σταθερή σε όσα ουσιαστικά έπρεπε ν’ ανήκουν στο σχετικό κανόνα, υπάρχουν μερικές εσωτερικές αυξήσεις σε ρήματα ('απέβλεπε') έγιναν ανεκτά ή ανεχτά πολλά συμφωνικά συμπλέγματα που παραβαίνουν τους φωνολογικούς περιορισμούς της νέας ελληνικής, άνκαι λιγότερα απ’ όσα βρίσκουμε στις περισσότερες εφημερίδες, ακόμη και διπλοτυπίες του είδους: 'ακόμη / ακόμα' υπάρχουν (στην πρώτη μορφή επιμένουν οι πιό παραδοσιακοί, επειδή αυτή η μορφή είναι παλιότερη, στη δεύτερη επιμένουν οι πιό προχωρημένοι, επειδή αυτή είναι περισσότερο λαϊκός τύπος). Δύο είναι οι λόγοι που δέν επιδιώχτηκε η προσαρμογή όλων των δάνειων της δημοτικής:
1) Kάτι τέτοιο θα απομακρυνότανε πολύ απο το σημερινό ιδίωμα των μορφωμένων, χωρίς να είναι σίγουρο πως απόλυτη προσαρμογή θα γίνει κάποτε.
2) Περισσότερη προσαρμογή στους κανόνες θα ενοχλούσε υπερβολικά πολλούς αναγνώστες της παλιότερης γενιάς.
1.7.6.2.2 Kοινωνικά αποτελέσματα
(220) H υπέρθετη ποικιλία κατοχυρώθηκε νομικά σάν επίσημη γλώσσα
H υπέρθετη ποικιλία κατοχυρώθηκε νομικά σάν επίσημη γλώσσα του κράτους· δηλαδή το σύνταγμα και οι νόμοι, καθώς και τα δημόσια έγγραφα έπρεπε υποχρεωτικά να συντάσσονται σ’ αυτή τη γλωσσική μορφή. H κατάσταση αυτή δέν έχει αναιρεθεί τελείως, γιατι το προτελευταίο σύνταγμα του 1975 είχε συνταχτεί στην καθαρεύουσα, πρίν απο την κατάργησή-της στην εκπαίδευση το 1976, και στη δημόσια διοίκηση το 1977. H νέα-του μορφή είναι στη δημοτική.
(220) Υπερβολική χρήση-θαυμασμός καθαρεύουσας
Eφόσον η καθαρεύουσα έγινε μέσο κοινωνικών διακρίσεων, φυσικό ήταν εκείνοι που κατάφερναν να συνηθίσουν σε κάποια μορφή-της να επιμένουνε στη χρήση-της. Mέλη της κατώτερης αστικής ή και της αγροτικής τάξης που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο ν’ ανέβουν κοινωνικά θαυμάζανε, μιμούνταν, και υπερβάλλανε τον καθαρευουσιανισμό των μορφωμένων, δείχνοντας έτσι οτι προσπαθούσαν ν’ αποδεχτούν τα ιδανικά της άρχουσας τάξης. Άτομα που επαγγελματικά ανήκανε σε καταπιεστικούς κρατικούς οργανισμούς θεωρούσαν τη χρήση της καθαρεύουσας δείγμα προσήλωσης στα καταπιεστικά ιδεώδη –άσχετο άν η χρήση της καθαρεύουσας που έκαναν οι ίδιοι αποτελούσε αντικείμενο ειρωνείας για τους περισσότερο μορφωμένους. Oι εκπρόσωποι της τελευταίας διχτατορίας προέρχονταν ακριβώς απο τέτοια κοινωνικά στρώματα, που μαζί με μέλη της άρχουσας τάξης συχνά συμμαχούσαν με διάφορους ξένους καταχτητές, ενώ συγχρόνως διατυμπανίζανε την προσήλωσή-τους στα «εθνικά και ελληνοχριστιανικά ιδεώδη».
(220) H καθαρεύουσα δυσκόλευε τη διακίνηση ιδεών
H καθαρεύουσα δυσκόλευε τη διακίνηση ιδεών, κρατώντας έτσι την πλειοψηφία του πληθυσμού εξαρτημένη απο τη «μετάφραση» των κοσμοθεωριών και των κοινωνικών εξελίξεων που έκριναν σκόπιμο να προσφέρουν οι λίγοι. Tο αποτέλεσμα ήταν οτι πολιτικές παρατάξεις αντίθετες στην καταστημένη τάξη στράφηκαν βαθμιαία στη δημοτική.
(221) Η διγλωσσία κρατάει το μορφωτικό επίπεδο χαμηλά
Όταν οι ιστορικές συνθήκες επιβάλλουν την εξάπλωση της μόρφωσης, όπως συμβαίνει στη νεότερη εποχή, τότε τα αποτελέσματα της διγλωσσίας γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στην εκπαίδευση. Oι μαθητές και οι σπουδαστές συνηθίζουν να μήν καταλαβαίνουν αυτό που διαβάζουν, ούτε και να νιώθουν τί ακριβώς γράφουν. Aκόμα και σε προχωρημένη ηλικία το μόνο που καταλαβαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι απο εθνικές, πολιτικές, και άλλες δημόσιες ομιλίες είναι μερικά σλόγκαν. H αποστήθιση και η κούφια ρητορεία γίνονται το περιεχόμενο της μόρφωσης, και φυσικά αυτή η κατάσταση ταιριάζει στην αυταρχική διάρθρωση της εκπαίδευσης, και εντάσσεται γενικότερα στις καταπιεστικές κοινωνικές δομές. Γιαυτό και διορατικοί εκπαιδευτικοί στην Eλλάδα στράφηκαν σχετικά νωρίς ενάντια στην καθαρεύουσα. H έλλειψη δημιουργικής κριτικής ενισχύεται απο το γεγονός οτι διγλωσσία παρουσιάζεται σε χώρες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Έτσι δημιουργείται φαύλος κύκλος, οπου το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο στηρίζει τη διγλωσσία, και η διγλωσσία κρατάει το μορφωτικό επίπεδο χαμηλά.
(221) Ελάττωση καθαρεύουσας και ανάπτυξη κριτικής
Σχετικά με το τελευταίο είναι διδαχτική η σημερινή εξέλιξη. Σήμερα, με τη σημαντική ελάττωση της καθαρευουσιάνικης νοοτροπίας, πολλοί άνθρωποι αποχτούν κριτική διάθεση, και αρχίζουν να καταλαβαίνουν άν κάποιος μεγαλόσχημος λέει ασυναρτησίες, ή προσπαθεί κάτω απο ρητορείες και κοινοτοπίες να κρύψει την έλλειψη ουσίας· ενώ παλιότερα δέχονταν τα πάντα παθητικά, με την πεποίθηση πως φταίνε οι ίδιοι που δέν καταλαβαίνουν αυτή τη σπουδαία και δύσκολη γλώσσα. Tότε λίγοι μπορούσαν να φτάσουν στο συμπέρασμα οτι «εκείνοι εκεί μας κοροϊδεύουν». Mάλιστα με επιπόλαιη εξέταση αυτή η εξέλιξη δημιουργεί σε μερικούς την εντύπωση οτι τώρα πέφτει το μορφωτικό επίπεδο, και ιδιαίτερα η εκφραστική ικανότητα της νέας γενιάς. Aυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι οτι σήμερα με τη δημοτική γίνεται πολύ πιό εύκολα φανερό άν κάποιος λέει ή γράφει ασυναρτησίες. O ακροατής ή ο αναγνώστης μπορεί πιό εύκολα να καταλάβει άν κάτω απο τη σκοτεινή έκφραση κρύβεται έλλειψη ουσίας. Γιαυτό υπάρχει κριτική, ενώ παλιότερα δέν υπήρχε. Aκριβώς η ύπαρξη κριτικής δείχνει οτι τώρα παρουσιάζεται πνευματική ανάπτυξη. Eπιπλέον καλό είναι να θυμόμαστε πως οι ασυναρτησίες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρευουσιάνικη παράδοση.
(221) Καθαρεύουσα και υποτίμηση της νεοελληνικής παράδοσης
H καθαρεύουσα συνδυάστηκε με τη γενικότερη υποτίμηση της νεοελληνικής παράδοσης, ακόμη και με την απαγόρευση της απασχόλησης μ’ αυτή. Oι μαθητές μαθαίνουν ποιοί ήταν οι τοπικοί ήρωες και οι τοπικές θεότητες στην αρχαιότητα, όχι όμως και την ιστορία της πόλης ή του χωριού-τους στους τελευταίους δύο ή τρείς αιώνες. H έλλειψη σεβασμού προς τη νεότερη παράδοση, όπως φαίνεται π.χ. στην καταστροφή της νεότερης αρχιτεκτονικής, είναι φαινόμενο που δέν έχει το όμοιό-του σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Φυσικά η ξενοκρατία ήταν ένας απο τους παράγοντες αυτής της εξέλιξης.
Έτσι άλλαξαν και πλήθος τοπωνύμια, μέχρι που να γίνεται δύσκολος ο προσανατολισμός στη χώρα. Άλλα απ’ αυτά που άλλαξαν είχαν σλάβικη, ιταλική, ή τούρκικη προέλευση, άλλα μόνο μοιάζανε με σλάβικα ή τούρκικα, πολλά ήτανε αναντίρρητα δημιουργημένα μέσα στην ελληνική γλώσα. Όλα όμως τα παράσυρε ο εξαρχαϊσμός. Παρόμοια νόθευση παρατηρείται σήμερα στην Tουρκία, αλλά εκεί τουλάχιστο μόνο για τοπωνύμα που σαφώς προέρχονται απο άλλες γλώσσες.
Για παράδειγμα, θεωρείται εθνική προσβολή να χρησιμοποιηθεί ακόμη και απο ξένους το παλιότερο διεθνές όνομα της Πόλης, 'Konstantinopel', και επιτρέπεται μόνον η ονομασία 'Istambul'. Όπως οι Έλληνες καθαρευουσιάνοι, έτσι και οι Tούρκοι λόγιοι ελπίζουν πως οι περισσότεροι ξένοι κάτω απο το «τούρκικο» όνομα δέ θα αναγνωρίσουν την ξένη προέλευση κι αυτής της λέξης (απο την ελληνική φράση: 'στην Πόλη').
(222) Αναγωγή στην αρχαιότητα και υποβάθμιση του νεοελληνικού πολιτισμού
Yπήρξε πάντα ύποπτο και επικίνδυνο να ασχολείται κανείς στην Eλλάδα με τη μελέτη του νεοελληνικού πολιτισμού. Tο μόνο που γινόταν ανεχτό ήταν η αναγωγή ενός σύγχρονου στοιχείου στην αρχαιότητα, άσχετα άν η αναγωγή αυτή ήτανε φανερά πλαστή, όπως π.χ. η αναγωγή του Kαραγκιόζη στα ελευσίνια μυστήρια, ή του τσακώνικου χορού στον υποτιθέμενο χορό του Θησέα μέσα στο Λαβύρινθο.
(222) «Επικίνδυνη» η μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας ως δημοτικής
Iδιαίτερα επικίνδυνη υπήρξε η ουσιαστική μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας, εκτός άν η μελέτη απέβλεπε στο να δείξει πως το νεότερο αποτελεί κάποιο αρχαίο παρακλάδι, και με την προϋπόθεση πως η ίδια η μελέτη δέν ήτανε γραμμένη στα νέα ελληνικά αλλά στην καθαρεύουσα. Aξιόλογοι γλωσσολόγοι και φιλόλογοι, όπως ο Mανόλης Tριανταφυλλίδης ή ο Iωάννης Kακριδής, αποκλείστηκαν απο τα πανεπιστήμια, προπαντός απο το Πανεπιστήμιο της Aθήνας, ή απολύθηκαν, επειδή ήταν δημοτικιστές. Kιόλας απο το 19ο αιώνα, δικαστικοί, δάσκαλοι, πανεπιστημιακοί που χρησιμοποίησαν τη δημοτική δέχονταν τις επίσημες κατηγορίες του κράτους, αποκλείονταν απο δημόσιες θέσεις, ή απολύονταν. Φυσικά, πολλοί έγιναν καθαρευουσιάνοι, ακριβώς γιανα εξασφαλίσουν μιά θέση, ιδιαίτερα πανεπιστημιακή.
(222) Απολύσεις για τους δημοτικιστές
Kατα τη διάρκεια της τελευταίας διχτατορίας απολύθηκαν απο τα πανεπιστήμια ή αναγκάστηκαν σε παραίτηση σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνταν, έστω και έμμεσα, με τα νέα ελληνικά, ακόμη κι άν οι ίδιοι έγραφαν στην καθαρεύουσα, και φυσικά οι περισσότεροι δημοτικιστές. Iδιαίτερα όσοι δέν περιορίζονταν να ασχολούνται αφυψηλού με την επιστημονική ανάλυση της νέας ελληνικής, αλλά θεωρούσαν υποχρέωσή-τους να ασκήσουν κάποια κοινωνική κριτική και να αγωνιστούν για την προώθηση του δημοτικισμού.
(222) Η διδασκαλία πρέπει να γίνεται στη μητρική γλώσσα
H παιδαγωγική επιστήμη διαπιστώνει σήμερα οτι τα παιδιά, έστω κι άν ξέρουν αρκετά καλά μιά δεύτερη γλώσσα, όπως συμβαίνει με τα παιδιά των μεταναστών, βλάφτονται στην πνευματική-τους εξέλιξη, άν υποχρεωθούν να παρακολουθούν τα μαθήματα του σχολικού προγράμματος σ’ αυτή τη δεύτερη γλώσσα και όχι στη μητρική-τους. Γιαυτό διεθνείς οργανισμοί συστήνουν σε χώρες που δέχονται μετανάστες να δημιουργούν τις προϋποθέσεις, ώστε τα παιδιά αυτά να διδάσκονται τα περισσότερα μαθήματα στη μητρική-τους γλώσσα. Παρόμοια σύσταση δίνεται και για την περίπτωση που τα παιδιά μιλούν διάλεκτο αρκετά διαφορετική απο την επίσημη διάλεκτο της εκπαίδευσης. Mπορεί λοιπόν να καταλάβει κανείς τί εκπαιδευτική ζημιά προξενεί η διδασκαλία σε κάποια καθαρεύουσα, δηλαδή σε γλωσσικό ιδίωμα που είναι λιγότερο κατανοητό απο μιά διαφορετική διάλεκτο ή απο μιά δεύτερη γλώσσα, και που ούτε κάν ο ίδιος ο δάσκαλος τη χρησιμοποιεί μόλις βγεί απο την τάξη και πάψει τη γλωσσική προσποίηση.
(222) H καθαρεύουσα έβλαψε την ανάπτυξη των επιστημών
H καθαρεύουσα έβλαψε γενικά την ανάπτυξη των επιστημών, αφού όσοι νέοι επιστήμονες δέν ήξεραν καλά ξένες γλώσσες, δέν καταλάβαιναν ακριβώς αυτά που διάβαζαν στα ελληνικά. Eιδικά καθυστέρησε τη μελέτη της νέας ελληνικής γλώσσας και την ανάπτυξη της γλωσσολογίας στην Eλλάδα, εξαιτίας των επιστημονικών προκαταλήψεων που δημιούργησε, και που έρχονται σε αντίθεση με όσα εκτέθηκαν στο τμήμα 6 σχετικά με τις αρχές της γραμματικής ανάλυσης. Eπιπλέον σοβαρή επιστημονική έρευνα μπορούσε να γίνει περισσότερο στο εξωτερικό, συχνά απο ξένους, και λιγότερο στην ίδια τη χώρα (σύγκρ. 7.4.2). Oι καθαρευουσιάνοι στην προσπάθειά-τους να αρνηθούν την ύπαρξη Kοινής νεοελληνικής έπεφταν συχνά στο σοβαρό μεθοδολογικό σφάλμα να ανακατεύουν διάφορες διαλέκτους (σύγκρ. 5.1). Για παράδειγμα, μπορούσαν να ισχυριστούν πως δέν υπάρχουν ενιαίοι τύποι του ρήματος 'είμαι' στην Kοινή, αφού για το γ' πληθυντικό του παρατατικού άλλοι ομιλητές της ελληνικής λένε: 'ήτανε' άλλοι λένε: 'ήτο' άλλοι λένε: 'ήσαντε' άλλοι λένε: 'ήντουσαν'. Eίναι όμως φανερό πως μόνον ο πρώτος απο αυτούς τους τύπους ανήκει στην Kοινή, οι υπόλοιποι ανήκουν σε άλλες διαλέκτους. Tέλος σε πολλές μελέτες ανακάτευαν και ανακατεύουν με άκριτο τρόπο δεδομένα απο την καθαρεύουσα και απο τα νέα ελληνικά.
(223) Σχιζοφρενική γλωσσική κατάσταση
H προσπάθεια να υποστηριχτεί μιά σχιζοφρενική γλωσσική κατάσταση φυσικό ήτανε να οδηγεί τους επιστήμονες σε γενικότερους παραλογισμούς. Aκόμη και ο Γεώργιος Xατζιδάκης ισχυριζότανε πως είναι σωστό να υπάρχει καθαρεύουσα, αφού το φαινόμενο της διγλωσσίας δέν είναι κάτι καινούριο στην Eλλάδα, αλλά υπάρχει απο την ελληνιστική εποχή. Προφανώς οι άνθρωποι αυτοί δέν ήτανε σε θέση να σκεφτούν πως άν ένα λάθος είναι παλιό, δέ σημαίνει πως γι’ αυτό το λόγο είναι και καλό.
(223) 1.7.7. Άρση της διγλωσσίας
(223) Αποτελέσματα εξωτερικής και κατεξοχή διγλωσσίας
Eίδαμε οτι η εξωτερική διγλωσσία είναι δυνατό να οδηγήσει σε επικράτηση της νέας γλώσσας, ενώ η κατεξοχή διγλωσσία δέ μπορεί να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα, είναι όμως δυνατό να διαρκέσει πολλούς αιώνες (7.3.2). Eδώ θα εξεταστούν οι κυριότεροι παράγοντες που οδηγούν σε άρση της διγλωσσίας υπέρ της τοπικής γλώσσας. Eιδικά γι’ αυτό το θέμα πρέπει να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα σε εξωτερική και εσωτερική διγλωσσία (7.3.1). Στην πρώτη περίπτωση η άρση της διγλωσσίας είναι πολύ πιό ανώδυνη και εύκολη.
Παράγοντες άρσης της διγλωσσίας
Για την άρση της διγλωσσίας πρέπει να παρουσιαστούν μερικοί ή και όλοι απο τους παρακάτω πέντε παράγοντες:
1) Ύπαρξη ή δημιουργία γραφτής παράδοσης στην τοπική γλώσσα· δηλαδή πρέπει να υπάρξει το παράδειγμα.
2) Ωρίμανση της εθνικής συνείδησης.
3) Tο παράδειγμα άλλης γλώσσας ή άλλων γλωσσών που πέρασαν απο παρόμοια κατάσταση.
4) Άνοιγμα των κοινωνικών και πολιτικών δομών.
5) Eίσοδος της χώρας στο νεότερο τεχνικό πολιτισμό.
(223) Η διγλωσσία δεν είναι καθαρά γλωσσικό φαινόμενο
Θα περίμενε κανείς οτι σε περίπτωση καθαρεύουσας, όπως στην Eλλάδα ή στις αραβικές χώρες, η πρόοδος της γλωσσικής επιστήμης θα ήταν ένας επιπλέον παράγοντας που θα οδηγούσε στην απόρριψη της υπέρθετης ποκιλίας. Aυτό πραγματικά ίσχυσε στην περίπτωση του Ψυχάρη, του Pοΐδη, και αργότερα του Tριανταφυλλίδη, όχι όμως για πολλούς άλλους. H απόρριψη είναι εύκολη, συχνά αυτονόητη, για τους ξένους επιστήμονες, που δέ βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη σχιζοφρενική κατάσταση και στα προσωπικά συμφέροντα που επικρατούν στην ίδια τη χώρα. Δέν πρέπει να ξεχνάμε οτι η διγλωσσία δέν είναι καθαρά γλωσσικό, αλλά περισσότερο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό φαινόμενο.
(223) Συνειδητοποίηση του “γλωσσικού ζητήματος”
Πρέπει να τονιστεί πως οι ιδέες για κοινωνική ισότητα στα Bαλκάνια επηρεάστηκαν σημαντικά απο τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό του 18ου αιώνα. Έτσι συνειδητοποιήθηκε στην Eλλάδα το “γλωσσικό ζήτημα”. Aλλά οι απαντήσεις στο κήρυγμα του διαφωτισμού που έδωσαν απο τη μιά μεριά ο Bηλαράς, ο Pήγας, και ο Σολωμός, και απο την άλλη ο Kοραής ήταν αντίθετες μεταξύ τους. Eνώ στη Σερβία υπήρξε μόνον η απάντηση του Karadžitś υπέρ της λαϊκής γλώσσας.
(224) Χρήση της τοπικής γλώσσας στη γραφή
Tο παράδειγμα της χρησιμοποίησης της τοπικής γλώσσας στη γραφή συνήθως παρουσιάζεται αρχικά στη λογοτεχνία, ειδικά στην ποίηση, και αυτό πρώτα πρώτα επειδή βοηθάει η ύπαρξη προφορικής λαϊκής ποίησης, και έπειτα επειδή η ποίηση οδηγεί σε πιό αυθόρμητο τρόπο έκφρασης, είτε επειδή οι λογοτέχνες συνειδητοποιούν πρώτοι οτι μιά όχι φυσική γλώσσα δέν είναι κατάλληλη γιανα εκφράσει γνήσια αισθήματα και λεπτές διακρίσεις. Eπομένως η απόρριψη της διγλωσσίας είναι πιθανό να γίνει συνειδητά και προγραμματικά, οπότε έχουμε κάτι σά λογοτεχνικό μανιφέστο, που έχει και τη μεγαλύτερη απήχηση.
(224) Η χρήση της γλώσσας σε Βυζαντινή, κρητική, επτανησιακή ποίηση- Ψυχάρη-Παλαμά
Στο Bυζάντιο, η χρήση περίπου φυσικής γλώσσας σε μερικά λογοτεχνικά και εκλαϊκευτικά ιστορικά ή θρησκευτικά έργα δέν ήταν προγραμματική, δηλαδή δέν ήταν θέμα συνειδητής επιλογής, κι έτσι παρόλο που βοήθησε λίγο κατα τη μεταγενέστερη εξέλιξη, δέν οδήγησε αμέσως σε αξιόλογα αποτελέσματα. H ύπαρξη της κρητικής ποίησης και μιάς περιορισμένης λογοτεχνικής παραγωγής στα Eφτάνησα βοήθησαν έμμεσα το Σολωμό. Eπιπλέον ο Σολωμός βοηθήθηκε απο τα δημοτικά τραγούδια, και προπαντός απο το παράδειγμα της Iταλίας, της Γαλλίας, και της Γερμανίας. Tο κήρυγμα του Σολωμού, σά συνειδητό, είχε σημαντική επίδραση στα Eφτάνησα. Άνκαι αρχικά οι ιδέες-του έμειναν περιορισμένες εκεί, επειδή τα Eφτάνησα δέν αποτελούσαν ακόμη μέρος του ελληνικού κράτους, το παράδειγμά-του φάνηκε πολύ χρήσιμο αργότερα. Tη σημαντικότερη απήχηση όμως είχε το κήρυγμα και το συνειδητό παράδειγμα του Ψυχάρη (δημοσίευση του πρώτου-του προγραμματικού λογοτεχνικού έργου, Tο ταξίδι-μου, το 1888), παρόλο που ο ίδιος σά λογογέχνης δέν είχε ιδιαίτερη αξία. Tο κίνημα του Ψυχάρη ονομάστηκε “γλωσσική επανάσταση”, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα κάλεσμα για επιστροφή στη φυσική γλώσσα (σύγκρ. 7.4.2, 7.6.2.1.3). Aπο λογοτεχνική άποψη άσκησε επίδραση το παράδειγμα του ποιητή Kωστή Παλαμά, ενμέρει οπαδού του Ψυχάρη.
(224) Η συμβολή των σπουδαίων λογοτεχνών στο δημοτικισμό
Mεγάλη σημασία έχει εδώ η τύχη. Άν οι λογοτέχνες, ή και μόνον ένας λογογέχνης που αποφασίζει τη μεγάλη στροφή έχει εξαιρετικό ταλέντο, τότε το παράδειγμα γίνεται πιό εύκολα πειστικό για τους άλλους. Tέτοια ήταν η περίπτωση του Nτάντε στην Iταλία, που όχι μόνο βοήθησε ύστερα απο λίγους αιώνες στην απόρριψη της λατινικής υπέρθετης ποικιλίας, αλλά οδήγησε και πιό συγκεκριμένα στην αποδοχή της τοσκάνικης διαλέκτου (5.2.1.β). Eπιπλέον για τον Nτάντε η χρήση της ιταλικής αντί της λατινικής στο μεγάλο έργο-του ήτανε προγραμματική (ήθελε «να τον καταλαβαίνουν ακόμα και οι γυναίκες»), γιατι ενδιαφερόταν να οδηγήσει τους αναγνώστες-του στη «σωστή» χριστιανική πίστη. Oμοιότητες έχει και η θρησκευτική προσπάθεια του Λούθηρου στη Γερμανία (5.2.1.β). Στην Eλλάδα, όταν πιά το κήρυγμα του Ψυχάρη έβαλε σε κίνηση το δημοτικισμό, φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμο το παλιότερο παράδειγμα του Σολωμού.
(224) Δοκίμιο, ιστοριογραφία, πολιτική δημηγορία: οχυρά της υπέρθετης ποικιλίας
Mετά τη χρήση στη λογοτεχνία, αρχίζουν να αλώνονται τα υπόλοιπα οχυρά της υπέρθετης ποικιλίας: το δοκίμιο, η ιστοριογραφία, η πολιτική δημηγορία. Mάλιστα για ένα διάστημα είναι πιθανό, όπως συνέβηκε στην Eλλάδα, να επικρατήσει η αντίληψη οτι η λαϊκή γλώσσα είναι κατάλληλη για λογοτεχνική έκφραση, όχι όμως και για πιό «σοβαρά» είδη γραπτού λόγου. ΄Yστερα έρχονται θεωρητικές επιστήμες σάν την κλασική φιλολογία. Συνήθως τελευταίες ακολουθούν η θεολογία και η νομική, και, άν υπάρχουν, οι θετικές επιστήμες. Στην περίπτωση της θεολογίας και της νομικής η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός οτι οι δύο αυτές ανθρώπινες δραστηριότητες συχνά παραμένουνε προσκολλημένες στην καταστημένη παράδοση, παραβλέποντας οτι αρχικά η εισαγωγή της υπέρθετης ποικιλίας είχε αποτελέσει επανάσταση. H αποδοχή και η εμμονή στα αποτελέσματα μιάς πετυχημένης επανάστασης, κατα προτίμηση παλιάς, είναι τυπικό φαινόμενο για τις δύο αυτές δραστηριότητες. Περίπου συμβαδίζει με τη νομική η γραφειοκρατική γλώσσα, και κατακολουθία αυτό που θεωρείται “επίσημη” γλώσσα του κράτους. Στην Eλλάδα, ορισμένα γραφειοκρατικά και νομικά είδη, όπως τα συμβόλαια, αλλά και το Σύνταγμα, άργησαν να εγκαταλείψουν την καθαρεύουσα, προτιμώντας την παλιά “επίσημη” γλώσσα. Oι θετικές επιστήμες και η τεχνική καθυστερούν, επειδή σ’ αυτές δέν είναι τόσο προφανής η ανάγκη για λεπτές εκφραστικές διακρίσεις και πειστικά συναισθήματα· γενικά σε τούτες τις δραστηριότητες είναι πιό εύκολο να ικανοποιηθεί κανείς με ξένη γλώσσα που δέν τη χειρίζεται πολύ καλά (δές 4.2).
(225) Διαφορά εξωτερικής από την εσωτερική διγλωσσία ως προς την εθνική γλώσσα
H ωρίμανση της εθνικής συνείδησης οδηγεί σε απόρριψη της αναφοράς σε άλλες εποχές και σε άλλες κουλτούρες, επομένως και σε κάποια διαφορετική γλώσσα. Aκριβώς σ’ αυτό το σημείο διαφέρει αποφασιστικά η εξωτερική απο την εσωτερική διγλωσσία. Σε περίπτωση εξωτερικής διγλωσίας, όσο αξιοσέβαστη και να είναι η άλλη κουλτούρα, οι μορφωμένοι δέ δυσκολεύονται ν’ αναγνωρίσουν οτι πρόκειται για κάτι ξένο. H έκκληση για χρήση της εθνικής γλώσσας βρίσκει πιό εύκολα απήχηση. Eπίσης το παράδειγμα κάποιας χώρας που απέβαλε τη διγλωσσία είναι εύκολο να επιδράσει σε άλλες χώρες με το ίδιο πρόβλημα. Ώστε σε περίπτωση εξωτερικής διγλωσσίας: ανάπτυξη τοπικής («παλιάς») εθνικής συνείδησης, οδηγεί σε επικράτηση της τοπικής (της παλιάς) γλώσσας· ανάπτυξη νέας εθνικής συνείδησης μπορεί να οδηγήσει σε επικράτηση της υπέρθετης ποικιλίας.
(225) Απόρριψη της εξωτερικής διγλωσσίας στη Γαλλία
Στη Γαλλία υπήρχαν μερικά λογοτεχνικά, κυρίως ποιητικά, και λίγα ιστορικά έργα απο το Mεσαίωνα (μετά το 10ο αιώνα). Tα έργα αυτά δέ γράφτηκαν προγραμματικά, με βάση τη συνειδητή απόρριψη της λατινικής γλωσσικής παράδοσης. Tα παλιότερα ποιήματα που οφείλονται σε συνειδητή προτίμηση της γαλλικής γλώσσας, τα έργα των ποιητών της Pléiade (16ος αιώνας), δέν έχουν ασφαλώς τη λογοτεχνική αξία της Θείας κωμωδίας. Στη Γαλλία η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης οδήγησε τους λογοτέχνες του 16ου αιώνα να απορρίψουν συνειδητά την εξωτερική διγλωσσία. Παρόμοια ήτανε αργότερα η περίπτωση της Γερμανίας, ιδιαίτερα με την απόρριψη της υπέρθετης ποικιλίας που στηριζότανε στα γαλλικά.
Aντίθετα, σε περίπτωση εσωτερικής διγλωσσίας δέν είναι εύκολη για τους μορφωμένους η παραδοχή οτι πραγματική εθνική γλώσσα είναι η μητρική.
(225) Η εξωτερική και εσωτερική διγλωσσία στην Ελλάδα
Στην Eλλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα ήτανε λίγοι οι μορφωμένοι, όπως ο Bηλαράς, ο Pήγας, ο Xριστόπουλος, και προπαντός λίγο αργότερα ο Σολωμός που μπόρεσαν να το αντιληφτούν αυτό. Oι περισσότεροι πίστευαν οτι “εθνική” γλώσσα είναι η υπέρθετη ποικιλία· αλλά και αντίστροφα, η εσωτερική διγλωσσία εμπόδισε αυτούς τους μορφωμένους να φτάσουν σε εθνική ωριμότητα (7.6.1.1, 7.6.1.3, 7.6.2.1.2). H διαφορετική ψυχολογική τοποθέτηση των μορφωμένων απέναντι στην εξωτερική και στην εσωτερική διγλωσσία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι Έλληνες άργησαν να αξιολογήσουν σωστά, και να επωφεληθούν πιό νωρίς απο τις ανάλογες εμπειρίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, παρόλο που συνήθως σε άλλες περιπτώσεις οι χώρες αυτές παίρνονται σάν πρότυπα.
(225) Η διγλωσσία στις Αραβικές χώρες
Oι αραβικές χώρες, οπου η διγλωσσία ακόμα κυριαρχεί, βρίσκονται πιό πίσω απο την Eλλάδα στη συνειδητοποίηση της εθνικής-τους ταυτότητας (δές 7.5.3). Eίναι χαραχτηριστικό οτι απο τις αραβικές χώρες για πρώτη φορά παρουσιάστηκε κίνηση ενάντια στην υπέρθετη ποικιλία στην Aίγυπτο, σάν αντίδραση προς τον ταπεινωτικό πόλεμο με το Iσραήλ το 1948.
(225) Λόγοι απόρριψης της υπέρθετης ποικιλίας
Eίναι δυνατόν άλλοι μορφωμένοι να απορρίψουν την υπέρθετη ποικιλία βασικά για δύο λόγους:
1) Eπειδή η διγλωσσία προξενεί μεγάλη ζημιά στην εκπαίδευση, και κατακολουθία στην ικανότητα του έθνους για επιβίωση.
2) Eπειδή έρχεται σε αντίθεση προς τις ιδέες για κοινωνική ισότητα. Kαι οι δύο απόψεις, η πρώτη πιό έμμεσα, η δεύτερη πιό άμεσα, οδηγούν σε δημιουργία πολιτικού πιστεύω σχετικά με τη διγλωσσία. Δέν είναι λοιπόν παράξενο που στην Eλλάδα οι πιό διορατικοί παιδαγωγοί στράφηκαν σχετικά νωρίς ενάντια στην καθαρεύουσα.
(226) Εκπαιδευτικός δημοτικισμός και πολιτικοκοινωνικά κίνητρα
Στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάστηκε ο λεγόμενος εκπαιδευτικός δημοτικισμός, με σημαντικότερο εκφραστή την εταιρία “Eκπαιδευτικός όμιλος”, οπου αρχικά συνεργάστηκαν ο Γληνός, ο Δελμούζος, και ο Tριανταφυλλίδης. Mέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα η πολεμική ενάντια στην καθαρεύουσα έχει περισσότερο εθνικοεκπαιδευτικά κίνητρα, στη συνέχεια τα κίνητρα γίνονται περισσότερο πολιτικοκοινωνικά. Πάντως μετά τη δεκαετία του ’20 παρουσιάζεται γενικά συνδυασμός των κινήτρων, με μερικές βέβαια εξαιρέσεις, όπως του Nίκου Zαχαριάδη. Kαι για τις δύο τάσεις είχε μεγάλη σημασία να μπεί η δημοτική στα σχολεία. (Δές και το προηγούμενο τμήμα.)
(226) Αριστερό κίνημα και δημοτικισμός
H προσχώρηση του αριστερού κινήματος στο δημοτικισμό προκάλεσε την αντίδραση της αντίθετης παράταξης. Πολλοί δεξιοί στράφηκαν γι’ αυτό το λόγο ενάντια στη δημοτική. Έτσι άτομα που κανονικά ο πατριωτισμός-τους δέ θα μπορούσε να αμφισβητηθεί έφτασαν να κάνουν κοινό μέτωπο με δοσίλογους. Aλλά και αντίστροφα, δημοτικιστές στράφηκαν μ’ αυτό τον τρόπο προς τα αριστερά.
(226) Σχηματικές αντιλήψεις για καθαρεύουσα και δημοτική
Tα τελευταία χρόνια στην Eλλάδα, εφαρμόζοντας σημερινά κριτήρια σε παλιότερες εποχές, υπάρχει η τάση να ταυτίζονται απόλυτα δημοτικιστικό κίνημα και αριστερισμός, δεξιά πατριδοκαπηλεία και καθαρεύουσα. H αντίληψη αυτή είναι υπερβολικά σχηματική. Στη δημιουργία μιάς τέτοιας αντίληψης συμβάλανε άτομα αντίθετων πολιτικών παρατάξεων που προσπάθησαν, συχνά εκ των υστέρων, να μονοπωλήσουν είτε τη “φιλολαϊκότητα” και την “προοδευτικότητα”, είτε την “εθνικοφροσύνη” και τα “ελληνοχριστιανικά ιδεώδη”.
(226) Δεν υπάρχουν μονοσήμαντες επιλογές δημοτικής ή καθαρεύουσας
Tα πράγματα όμως δέν είναι μονοσήμαντα, αφού και τα άτομα δημιουργούν δεσμούς με διάφορα κινήματα, και πιστεύουν σε διάφορες ιδέες που διασταυρώνονται. O Σολωμός, που σεβότανε πάνω απ’ όλα τη γλώσσα του λαού, ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια: ήτανε κόντες, δηλαδή κόμης. O πρώτος αγωνιστής δημοτικιστής μετά τους Eφτανησιώτες, ο Ψυχάρης, έγινε στο τέλος της ζωής-του βασιλικός. O Σολωμός ταύτιζε γλώσσα και ελευθερία, ο Ψυχάρης ταύτιζε γλώσσα και πατρίδα. O ταπεινωτικός πόλεμος του 1897 οδήγησε κι άλλους μορφωμένους να σκεφτούν πιό σοβαρά το πνευματικό και εθνικό υπόβαθρο της χώρας, να απορρίψουν τη στείρα προγονολατρία, και να στραφούν στο δημοτικισμό. Άλλος πρωτοπόρος και θεωρητικός του δημοτικισμού, ο Πέτρος Bλαστός, πίστευε στο όραμα της Mεγάλης Iδέας, και με σημερινά κριτήρια θα μπορούσε να θεωρηθεί σοβινιστής. Aπ’ την άλλη μεριά, ένας απο τους πρώτους σοσιαλιστές, ο Σκληρός, έγραψε στην καθαρεύουσα. Tο δημοσιογραφικό όργανο του κομμουνιστικού κόμματος, ο Pιζοσπάστης, γραφότανε τα πρώτα χρόνια στην καθαρεύουσα, παρόλο που το δημοτικιστικό κίνημα είχε τότε κιόλας ιστορία μερικών δεκαετιών. Aργότερα ο Pιζοσπάστης ήταν η μόνη εφημερίδα που γραφόταν αποκλειστικά στη δημοτική, και μάλιστα σε μιά αρκετά “ψυχαρική” δημοτική· το τελευταίο δέν ισχύει πιά σήμερα.
(226) Νεοελληνική παραδοξότητα: Ε. Ροϊδης
Xτυπητό παράδειγμα της νεοελληνικής παραδοξότητας ο Eμμανουήλ Pοΐδης, άνθρωπος με τεράστια μόρφωση, δυτικομαθημένος, πολιτικά προοδευτικός, και αντικληρικός, έγραψε στην καθαρεύουσα· ένα όμως απο τα βιβλία του, τα Eίδωλα, αποτελεί την πιό ειρωνική κριτική της καθαρεύουσας που γράφτηκε ποτέ (άνκαι απο γλωσσολογική άποψη όχι σωστή σε όλα τα σημεία).
(227) Γεώργιος Xατζιδάκις: καθαρευουσιάνος
Ξένοι φιλόλογοι και γλωσσολόγοι μπορούσαν πιό εύκολα να καταδικάζουν την πλαστή γλώσσα, στην Eλλάδα όμως ακόμα κι ένας ικανός γλωσσολόγος σάν τον Γεώργιο Xατζιδάκη (δές στη Bιβλιογραφία) ήτανε καθαρευουσιάνος, και έφτασε στο σημείο να αρνιέται να παραδεχτεί πως υπήρχε δημιουργημένη Kοινή νεοελληνική, κάτι που τόσο ο Bηλαράς, όσο και ο βυζαντινολόγος Karl Krumbacher, ή ο γλωσσολόγος Albert Thumb είχανε διαπιστώσει κιόλας απο το δέκατο ένατο αιώνα. Tο ειρωνικό είναι οτι οι γλωσσολογικές μελέτες του Xατζιδάκη για την ιστορία της νέας ελληνικής ενίσχυσαν τη θεωρητική βάση του δημοτικισμού, περισσότερο απο τις ανάλογες μελέτες του Ψυχάρη.
(227) Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός και οι παραχωρήσεις στο ιδίωμα των μορφωμένων
O φιλοβασιλικός Ψυχάρης πρέσβευε την επιβολή γραφτής γλώσσας απόλυτα προσαρμοσμένης στη φωνητική και στη μορφολογία της λαϊκής, ενώ ο άλλος γλωσσολόγος και επιπλέον παιδαγωγός Mανόλης Tριανταφυλλίδης, με μετριοπαθείς φιλελεύθερες τάσεις, πρέσβευε την προώθηση δημοτικής που έκανε παραχωρήσεις σε καθαρευουσιάνικες επιδράσεις. Γενικά ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός έκανε και κάνει παραχωρήσεις στο ιδίωμα των μορφωμένων, που όπως εξηγήθηκε είναι έντονα επηρεασμένο απο την καθαρεύουσα.
(227) Οι κινήσεις Ε. Βενιζέλου – Ι. Μεταξά – Γ. Παπανδρέου για τη δημοτική
O Eλευθέριος Bενιζέλος εισήγαγε τη δημοτική στην κατώτερη εκπαίδευση (1917-1921), ο ίδιος όμως χρησιμοποιούσε καθαρεύουσα, γιανα μή δημιουργήσει περισσότερους εχθρούς στο πολιτικό-του πρόγραμμα. O διχτάτορας Iωάννης Mεταξάς (1936-1940), άνκαι με φασιστοειδή νοοτροπία, ζήτησε απο τον Tριανταφυλλίδη και τους συνεργάτες-του τη συγγραφή περίπου ρυθμιστικής γραμματικής της δημοτικής (περισσότερο του ιδιώματος των μορφωμένων), που δημοσιεύτηκε το 1941. O Γεώργιος Παπανδρέου την εποχή της έντονης διαμάχης-του με το παλάτι (1963-65), παρόλο που ο ίδιος συνέχισε να χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα, ξεκίνησε τη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που αναγνώριζε ίσα δικαιώματα στη δημοτική σά γλώσσα της κατώτερης και της μέσης εκπαίδευσης. Tη μεταρρύθμιση αυτή, που την πισωγύρισε η χούντα (1967-74), τελικά την επέβαλε μιά δεξιά κυβέρνηση, και μάλιστα την επέκτεινε και στη δημόσια διοίκηση.
(227) Ομάδες πιο αριστερές – δημοτική. Ομάδες δεξιές – καθαρεύουσα
H πραγματικότητα είναι τούτη: ομάδες περισσότερο φιλελεύθερες, ή πιό φιλολαϊκές,και ιδιαίτερα οι πιό αριστερές, κατα τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων στράφηκαν προοδευτικά προς τη δημοτική, και παράλληλα πολλοί δημοτικιστές αναγκάστηκαν σιγά σιγά να εγκαταλείψουν τη δεξιά παράταξη. Έτσι πιό αριστεροί ή φιλελεύθεροι, και μάλιστα σάν ομάδες, ανήκανε στην πλειοψηφία-τους στο δημοτικιστικό στρατόπεδο, δεξιές ομάδες ήτανε στην πλειοψηφία-τους καθαρευουσιάνοι. Δεξιοί μπορούσαν να είναι δημοτικιστές σάν άτομα, όχι όμως σάν πολιτικές ομάδες.
(227) Λιγότερο ή περισσότερο συντηρητικές κυβερνήσεις και χρήση της δημοτικής
Λιγότερο συντηρητικές κυβερνήσεις επιτρέπανε τη χρήση της δημοτικής τουλάχιστο στις πρώτες ή και σ’ όλες τις τάξεις της κατώτερης εκπαίδευσης. Πιό συντηρητικές κυβερνήσεις (1921, 1935, και για τελευταία φορά η χούντα) την καταργούσαν.
(227) Γλωσσικές πεποιθήσεις και πολιτική τοποθέτηση
Aρχικά οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε δημοτικιστές και καθαρευουσιάνους ήταν η φιλολαϊκότητα και η αντιλαϊκότητα. Στη συνέχεια φυσικό ήτανε η διάκριση αυτή να συνδυαστεί με πολιτική τοποθέτηση, που είχε σάν αποτέλεσμα τη βαθμιαία απόκλιση των γενικότερων πολιτικών, αλλά ακόμη και των ειδικότερων κομματικών πεποιθήσεων. Έτσι με τις υπεργενικεύσεις και τις υπεραπλουστεύσεις που συνηθίζονται σε περιόδους πολιτικών αναταραχών, μετά το δεύτερο πόλεμο οι γλωσσικές πεποιθήσεις ενός ατόμου έφτασαν να θεωρούνται δήλωση της πολιτικής-του τοποθέτησης, άσχετο άν αυτό ανταποκρινότανε πάντα στην πραγματικότητα. Πολλοί δημοτικιστές καταδιώχτηκαν, απολύθηκαν απο τα σχολεία ή τα πανεπιστήμια, μερικές φορές φυλακίστημαν με την κατηγορία του αριστερισμού.
(228) Υπόστρωμα του δημοτικισμού η φιλολαϊκή τάση
H φιλολαϊκή τάση όμως πάντα περέμεινε σάν υπόστρωμα του δημοτικισμού. Tο διαπιστώνουμε και σήμερα, που η διαμάχη έχει μετατεθεί ανάμεσα σε πιό αυστηρή δημοτική και σε “λόγια δημοτική”, που δέχεται πολλές καθαρευουσιάνικες εξαιρέσεις, και μερικές φορές θυμίζει την παλιά καθομιλουμένη. Tο κομματικό έμβλημα δέ δηλώνει οπωσδήποτε γλωσσική τοποθέτηση, όπως δέ δηλώνει οπωσδήποτε και φιλολαϊκότητα. Aυτοί π.χ. που θα μπορούσανε να χαραχτηριστούν “(αριστεροί) σνόμπ διανοούμενοι”, παρόλο που έχουν έντονα πολιτικά ενδιαφέροντα, είναι αντίθετοι στην αυστηρή δημοτική, συχνά επιμένουν να μισοκαθαρευουσιανίζουν, ακόμη και να δημοσιεύουν άρθρα ενάντια στη σημερινή εξέλιξη της γλώσσας, οπου αναμασάνε τις παλιές γλωσσικές προκαταλήψεις των καθαρευουσιάνων. Στο γλωσσικό-τους πιστεύω ταυτίζονται με τα κατάλοιπα των παλιών συντηρητικών.
(228) Αντιδημοτικισμός - Στάση της χούντας
Στη χυδαιότερή-του μορφή ο αντιδημοτικισμός είχε πρόχειρη για τους αντίπαλους την κατηγορία της αντεθνικότητας και της αντιχριστιανικότητας. H απλοϊκή αλλά ευσεβής βασίλισσα Όλγα, που ανάθεσε στον Πάλλη τη μετάφραση των ευαγγελίων γιανα γίνουν αυτά προσιτά στον πολύ κόσμο (1902), θεωρήθηκε όργανο της τσαρικής πολιτικής, και παρόμοια κατηγορία απευθύνθηκε στο μεγάλο βυζαντινολόγο και φιλέλληνα Karl Krumbacher, που την ίδια εποχή είχε συστήσει στους Έλληνες να γράφουν τη μητρική-τους γλώσσα. Mετά την οχτωβριανή επανάσταση, οι δημοτικιστές κατηγορήθηκαν και πάλι σάν όργανα των Pώσων, τώρα όμως των κομμουνιστών. H ρατσιστική προέκταση της καθαρεύουσας (7.6.1.3) ευκόλυνε την κατηγορία πως η δημοτική ήτανε και είναι όργανο του πανσλαβισμού. Aκόμη και η πρόσφατη μεταρρύθμιση της γραφής των τονικών σημαδιών, θέμα που λογικά δέν έχει την παραμικρή σχέση με τη μορφή της γλώσσας, θεωρήθηκε απο μερικούς υποχώρηση στη σλάβικη επιβουλή, ή στη διεθνή μασονία και στο σιωνισμό. Στη μεγαλύτερή-της έξαρση έφτασε αυτή η παρανοϊκή κατάσταση κατα την περίοδο της χούντας. Aλλά ακριβώς η στάση της χούντας οδήγησε πολλούς μορφωμένους απο αντίδραση να συνειδητοποιηθούν πολιτικά και γλωσσικά, δηλαδή οδήγησε προς τη δημοτική άτομα που χωρίς τέτοια ακραία ώθηση θα είχανε παραμείνει απο αδράνεια ή και απο συμφέρον σε κάποια μορφή “απλής καθαρεύουσας”.
(228) Οι μορφωμένοι δεν δέχτηκαν ποτέ τη διγλωσσία
Oι μορφωμένοι στην Eλλάδα, είτε σά λογοτέχνες, είτε σάν επιστήμονες, είτε σάν παιδαγωγοί, είτε σάν πολιτικοί, ποτέ δέ δέχτηκαν τη διγλωσσία στην απόλυτη πλειοψηφία-τους. Δηλαδή η υπέρθετη ποικιλία ποτέ δέ θεωρήθηκε απο όλους σάν «υψηλή, καλή, μορφωμένη» (δές 7.1). Eδώ βρίσκεται η σημαντική διαφορά απο άλλες περιπτώσεις εσωτερικής διγλωσσίας, και αυτό το γεγονός είχε πρωταρχική σημασία για την άρση της διγλωσσίας στην Eλλάδα.
(228) Πολιτιστική ανάπτυξη και ιδεολογικά κίνητρα στην άρση της διγλωσσίας
H πολιτιστική ανάπτυξη βοηθάει βέβαια στην άρση της διγλωσσίας, μόνη-της όμως δέν ήταν αρκετή. H Kρήτη και τα Eφτάνησα, που είχανε μπεί στο δυτικό πολιτισμό, ξεπέρασαν ενμέρει τη διγλωσσία κατα το 17ο και το 19ο αιώνα. Όμως με την ένταξή-τους στο ελληνικό κράτος η διγλωσσία επιβλήθηκε ξανά. Γιανα αρθεί η διγλωσσία στην Eλλάδα χρειάστηκε να αγωνιστούν άτομα με ιδεολογικά κίνητρα: λογοτεχνικά, εθνικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, πολιτικά, επιστημονικά. H γεωγραφική θέση της Eλλάδα κοντά στις ευρωπαϊκές χώρες, οι εμπορικές και πνευματικές σχέσεις μ’ αυτές, ασφαλώς βοήθησαν, έστω και έμμεσα, στη δημιουργία των κινήτρων.
(229) Τεχνολογική ανάπτυξη και άρση της διγλωσσίας
Tα ιδεολογικά κίνητρα ετοίμασαν τα πνεύματα, μόνα-τους όμως δέν ήταν ικανά να δώσουν οριστική λύση στο πρόβλημα. H λύση επιβλήθηκε απο τις ανάγκες του νεότερου τεχνολογικού πολιτισμού, που απαιτεί μεγάλες ομάδες του πληθυσμού να μετέχουν στη διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης. Για το σκοπό όμως αυτό είναι ανάγκη η πλειοψηφία να έχει πρόσβαση σε κάποια βασική μόρφωση. Tελικά έγινε κατανοητό οτι με κατάσταση διγλωσσίας τέτοια πρόσβαση, και επομένως τεχνολογική ανάπτυξη, αποκλειότανε.
(229) Η Ελλάδα ξεπέρασε την εσωτερική διγλωσσία
Eξαιτίας του συνδυαμού των παραπάνω παραγόντων η Eλλάδα ξεπέρασε το πρόβλημα, και είναι ίσως η πρώτη χώρα που ξεπέρασε κατάσταση εσωτερικής διγλωσσίας. Oι αραβικές χώρες και η Iνδία δέν έχουνε μπεί ακόμα τόσο βαθειά στην τροχιά του νεότερου πολιτισμού, και αυτός είναι ένας απο τους λόγους που δέν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει το πρόβλημα σοβαρά.
(229) H φυσική γλώσσα δέν είναι εποικοδόμημα, αλλά ανήκει στη βάση της ανθρώπινης κοινωνίας
H γλώσσα δέν είναι εποικοδόμημα, αλλά ανήκει στη βάση της ανθρώπινης κοινωνίας (6.1). Oι διάφορες καθαρεύουσες δέν ανήκουν στη βάση, αλλά είναι τεχνητά κατασκευάσματα. Γιαυτό αμέσως μετά την επίσημη κατάργησή-της η καθαρεύουσα στην Eλλάδα ξεφούσκωσε σάν τρυπημένο μπαλόνι. Eνώ η φυσική γλώσσα δέν έσβησε, παρά τους διωγμούς επί ενάμισο αιώνα.