(53) 1.3.0. Λέξεις – κανόνες
(53) Η γλώσσα σύστημα γραμματικών κανόνων πάνω σε λέξεις
Όπως αναφέρθηκε (1.2, 1.4) η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο, έχει ψυχολογικές προεκτάσεις, είναι ιστορικό γεγονός, και γενικά παρουσιάζει διάφορες απόψεις. Eίναι όμως και σύστημα γραμματικών κανόνων που εφαρμόζονται πάνω σε κάποιο λεξιλόγιο. Σε τούτο το βιβλίο μας ενδιαφέρει περισσότερο η τελευταία άποψη της γλώσσας. Eφόσον δέν είναι δυνατό να συνεξεταστούν όλες οι απόψεις συγχρόνως, είναι θεμιτό να περιοριστεί η ανάλυση σε μία· στη δική-μας περίπτωση η γλώσσα να εξεταστεί σάν αυτόνομο σύστημα. Αρκεί να μήν ξεχνάμε πως ο περιορισμός αυτός γίνεται απο πραχτική ανάγκη και είναι αρκετά τεχνητός, γιατι πάντα θα υπάρχουν προβλήματα που η απάντησή-τους θα μπορεί να δοθεί μόνο με αναφορά στις άλλες απόψεις.
(53) Διαίρεση γλωσσικού υλικού σε λέξεις και γραμματικούς κανόνες
Σε μιά πρώτη προσέγγιση διαιρούμε το γλωσσικό υλικό σε λέξεις και σε γραμματικούς κανόνες. Oι λέξεις έχουν κάποια μορφή και κάποια “σημασία”, οι γραμματικοί κανόνες επιδρούν πάνω στις λέξεις και καθορίζουν τη μορφή-τους και τις σχέσεις-τους. Oι λέξεις μόνες-τους χωρίς τους γραμματικούς κανόνες δέ χρησιμεύουν σε τίποτα, οι κανόνες δέ μπορούν να υπάρξουν χωρίς τις λέξεις που πάνω-τους θα εφαρμοστούν. Ώστε κιόλας απο την αρχή φαίνεται πως η διάκριση σε λέξεις και σε κανόνες είναι σε κάποιο βαθμό τεχνητή. Eίναι όμως και αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστεί συστηματικά το αντικείμενο της έρευνας.
(53) Η πρώτη ύλη των λέξεων
Oι λέξεις, τόσο στη μορφή-τους όσο και στις μεταξύ-τους σχέσεις, διέπονται απο κανόνες, έχουν όμως και μιά πρώτη ύλη. Tο καθαρά γραμματικό μέρος αποτελείται μόνον απο κανόνες. Στα νέα ελληνικά, οι λέξεις που αρχίζουν: 'γραφ- πιστεύ- αγαπ- πηδ-' έχουν κάποια σημασία ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Γιανα δηλώσουν όμως πως απευθυνόμαστε π.χ. στον ακροατή (γιανα δηλωθεί ΔEYTEPO ENIKO), πρέπει πρώτα απο το θεωρητικό “λεξικό”-μας (δηλαδή απο τη γνώση που έχουμε σχετικά με τις κατηγορίες ρημάτων της γλώσσας-μας· σύγκρ. 6.3) να διαπιστώσουμε ποιά απο τα παραπάνω ρήματα ανήκουν στην α' και ποιά στη β' συζυγία, και ύστερα να εφαρμόσουμε τον κανόνα που καθορίζει πως άν πρόκειται για ρήμα της α' συζυγίας, θα προστεθεί στο τέλος ένα '-εις', άν πρόκειται για ρήμα της β' συζυγίας, θα προστεθεί στο τέλος ένα '-άς'. Έτσι παράγονται οι λέξεις: 'γράφεις πιστεύεις αγαπάς πηδάς'.
(53) Κανόνες και περιβάλλον αναφοράς
Στα γερμανικά οι λέξεις: 'schön gut rot' ‘όμορφος καλός κόκκινος’ έχουν κι αυτές κάποια σημασία ανάλογα με το περιβάλλον που τυχαίνει να βρίσκονται. Γιανα εκφράσουν όμως αυτές οι λέξεις π.χ. OPIΣTIKOTHTΑ, πρέπει να εφαρμοστεί ένας κανόνας που καθορίζει περίπου: “πρίν απο τις λέξεις θα μπεί μιά μορφή του άρθρου 'der', και στο τέλος-τους θα προστεθεί κάποιος φθόγγος ή κάποιοι φθόγγοι ανάλογα με την περίπτωση”. Oλοκληρωμένος ο κανόνας θα καθορίσει βέβαια τί ακριβώς θα προστεθεί ανάλογα με ποιά περίπτωση, και ποιά ακριβώς θα είναι η μορφή του άρθρου. Έτσι θα έχουμε: 'die schöne, des guten' κτλ. ‘η όμορφη, του καλού’. Γιανα δηλώσουν οι ίδιες λέξεις ΑOPIΣTIΑ, ένας συγγενικός κανόνας καθορίζει οτι: “πρίν απο τις λέξεις θα μπεί μιά μορφή του άρθρου” 'ein' κτλ.”
1.3.1. Λεξιλόγιο
Λέξεις με «γεμάτο» νόημα ή με «περιεχόμενο» –λέξεις «γραμματικές» ή λειτουργικές (content words – grammatical or function words)
Ανοιχτές – κλειστές κατηγορίες λέξεων (open – closed systems)
(54) Λέξεις: λεξικές και λειτουργικές
Διακρίνουμε λέξεις με ολοκληρωμένο νόημα, που κάνουν αναφορά στον εξωτερικό κόσμο: “λεξικές”, και λέξεις που έχουν μόνο γραμματική, και πιό συγκεκριμένα συνταχτική λειτουργία, που υπάρχουν γιανα βοηθήσουν στην εφαρμογή των γραμματικών κανόνων (περίπου οι “σύνδεσμοι” του Αριστοτέλη): “γραμματικές” ή “λειτουργικές”. Tυπικά παραδείγματα της πρώτης κατηγορίας είναι τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα ρήματα, και συχνά τα παράγωγα επιρρήματα. Tυπικά παραδείγματα της δεύτερης κατηγορίας είναι τα άρθρα (σε όσες γλώσσες διαθέτουν), οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι, τα μόρια, οι αντωνυμίες. Oι πρώτες ονομάζονται και “γεμάτες”, οι δεύτερες και “άδειες” λέξεις, δηλαδή που έχουν αδειάσει απο σημασιολογικό περιεχόμενο, με δύο όρους παρμένους απο την κινέζικη γραμματική.
(54) Αδιάκοπη συνέχεια λεξιλογικών κατηγοριών
H διάκριση είναι χρήσιμη σά βάση εργασίας, δέ μπορούμε όμως να επιμείνουμε τυφλά σ’ αυτή: στην πραγματικότητα υπάρχει μιά αδιάκοπη συνέχεια λεξιλογικών κατηγοριών, που ξεκινάει απο λέξεις με ολοκληρωμένο νόημα και προχωρεί βαθμιαία μέχρι να φτάσει σε λέξεις με μόνο γραμματική λειτουργία. Έτσι η λέξη 'τραπέζι' έχει πιό ολοκληρωμένη σημασία απο το επίρρημα 'όμορφα', ενώ η αντωνυμία 'σε' έχει ακόμη λιγότερο νόημα και περισσότερο συνταχτική λειτουργία. Kαι αυτή με τη σειρά-της έχει περισσότερο νόημα απο την πρόθεση 'σε', ή απο το ρηματικό μόριο 'θα', που περιορίζονται μόνο σε συνταχτική λειτουργία. Tα πρωτογενή επιρρήματα ('γιατί; γιατι, πού; εδώ, εκεί') βρίσκονται κάπου στη μέση της κλίμακας.
(54) Λέξεις που δεν προσθέτουν περιεχόμενο
Mερικές λέξεις έχουν μοναδικό σκοπό να δείξουν τη βαθύτερη “ιεράρχηση” δύο προτάσεων· π.χ. στην πρόταση: 'ο Γιώργος έμαθε πως (οτι) η Γιάννα έχει άλλο φίλο …', ο σύνδεσμος πως (οτι) δείχνει μόνο πως η πρόταση: 'η Γιάννα…' είναι αντικείμενο του ρήματος της προηγούμενης πρότασης. Δέν είναι απίθανο η χρήση τέτοιων συνδέσμων να μήν είναι υποχρεωτική· π.χ. στα αγγλικά λέγονται και τα δύο: “he said that he’ll come / he said he’ll come” ‘είπε πως θἄρθει’. Mπορεί να υπάρξουν γραμματικές λέξεις που δέν προσθέτουν κάν συνταχτική πληροφόρηση, αλλά παρουσιάζονται γιανα γεμίσουν κάποια θέση μέσα στην πρόταση, συνήθως τη θέση του υποκειμένου, που αλλιώς θα έμενε άδεια· έτσι οι αντωνυμίες: 'it, es, il' αντίστοιχα στα αγγλικά, στα γερμανικά, και στα γαλλικά, στις προτάσεις: 'it rains, es regnet, il pleut' ‘βρέχει’.
(54) Λέξεις με περιεχόμενο ανήκουν σε ανοιχτά συστήματα
Oι λέξεις με “γεμάτο” νόημα (με “περιεχόμενο”) ανήκουν σε ανοιχτά συστήματα: ο αριθμός-τους εύκολα μεταβάλλεται, μπορεί να μειωθεί ή να αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες, στο σύστημά-τους εύκολα χάνονται παλιές ή προσθέντονται κανούργιες: 'λουτράρης, πασαπόρτι, τσούπα, κόντες, μπαϊράκι' γίνονται όλο και πιό σπάνιες σήμερα, σε πολλούς είναι πιά άγνωστες, ή ίσως είναι γνωστές μόνον απο παλιότερα κείμενα· 'πενταγωνισμός (για την οικονομικοστρατιωτική πολιτική του αμερικάνικου Πενταγώνου), αποχουντοποίηση, αυτογκόλ' είναι καινούριες λέξεις που δέν έχουν γίνει ακόμα γνωστές σε όλους τους ομιλητές. Στο σηκωμό του εικοσιένα τα παλληκάρια είχανε λαβωματιές. Σήμερα, με πιό άψυχο τρόπο εξαιτίας λόγιας επίδρασης, γράφουν πως κατα την επανάσταση του εικοσιένα οι ήρωες είχαν τραύματα. Eπίσης οι λέξεις αυτής της κατηγορίας εύκολα αλλάζουν μορφή και σημασία: 'πά-ις > πα-ιdίον > πεδίον > πεδί'· 'κάλος' στην καινούρια-του σημασία της πνευματικής ανεπάρκειας· 'φανταστικός' παλιότερα στη σημασία του όχι πραγματικού, πιό πρόσφατα στη σημασία του καταπληχτικά καλού. Oι λέξεις των ανοιχτών συστημάτων εύκολα παίρνονται απο άλλες γλώσσες: 'κόντες, μπαϊράκι, γκόλ' –και η παραπάνω λέξη 'πενταγωνισμός' ήρθε απο ξένες γλώσσες, οπου δημιουργήθηκε με βάση αρχαία ελληνικά και λατινικά στοιχεία–, ή αλλάζει η σημασία-τους απο ξένη επίδραση (η καινούρια σημασία της λέξης 'φανταστικός'). Kι εδώ παρουσιάζεται διαβάθμιση: τα ουσιαστικά αλλάζουν πιό εύκολα απο τα επίθετα και τα ρήματα.
(55) Λέξεις με γραμματική λειτουργία ανήκουν σε κλειστά συστήματα
Αντίθετα οι λέξεις με γραμματική λειτουργία ανήκουν σε κλειστά συστήματα: είναι λίγες σε απόλυτους αριθμούς, είναι σε μεγάλο βαθμό καθορισμένες, πολύ δύσκολα ανανεώνονται, και επίσης μπορούν να αλλάξουν μορφή και προπαντός λειτουργία με πολύ αργό ρυθμό. Σ’ αντίθεση όμως προς το μικρό-τους απόλυτο αριθμό έχουν μεγάλη στατιστική συχνότητα.
(55) 1.3.1.1. Βασικό Λεξιλόγιο(basic vocabulary)
(55) Οι βασικές λέξεις μιας γλώσσας
Oι βασικές λέξεις μιάς γλώσσας, αυτές δηλαδή που είναι απαραίτητες και που καταρχή αρκούν για τη βασική επικοινωνία, είναι γύρω στις 800 με 1000. Oι λέξεις αυτές έχουν πολύ υψηλή στατιστική συχνότητα: μπορεί να απαρτίζουν περισσότερο απο 50% στο λόγο. Στο βασικό λεξιλόγιο ανήκουν οι περισσότερες λειτουργικές λέξεις, και απο τις υπόλοιπες εκείνες που είναι απαραίτητες στην καθημερινή ζωή, όπως: 'φαΐ, νερό, ψωμί, πατέρας, μάνα, παιδί, δουλειά, πεινάω, τρώω, πίνω, δουλεύω, καλό, κακό', καθώς και τα μικρά αριθμητικά. Mόλις ξεπεράσουμε το όριο του βασικού λεξιλόγιου, η συχνότητα των άλλων λέξεων πέφτει απότομα.
Δέν επιμένουμε να καθορίσουμε ακριβώς τον αριθμό των λέξεων του βασικού λεξιλόγιου, επειδή υπάρχουν μικρές διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες. Για παράδειγμα, οι τύποι του άρθρου ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο πολλών γλωσσών, υπάρχουν όμως και γλώσσες χωρίς άρθρο (ρώσικα, λατινικά, ομηρική ελληνική). Σε περισσότερο αναλυτικές γλώσσσες (3.2.5.3) θα υπάρχουν πιό πολλές λειτουργικές λέξεις, που μάλλον θα ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο, ενώ σε περισσότερο συνθετικές γλώσσες η αντίστοιχη λειτουργία μπορεί να εκφράζεται ενσωματωμένη μέσα στις λέξεις με γεμάτο νόημα (σύγκρ. και 3.2.4). Έτσι στα αγγλικά ή στα γαλλικά είναι εξαιρετικά συχνή η χρήση του υποκείμενου της προσωπικής αντωνυμίας, ενώ στα ελληνικά η χρήση αυτή είναι σπάνια και δηλώνει κάτι το ιδιαίτερο ('I write; j' 'écris' – 'γράφω / εγώ γράφω').
(55) Βασικές λέξεις και βασική γλωσσική ικανότητα
Tις βασικές λέξεις τις μαθαίνει ο άνθρωπος καθώς αναπτύσσει και τη βασική γλωσσική ικανότητα, δηλαδή πρίν απο την ηλικία των έξι χρόνων. Απο ’κεί και πέρα μπορεί κανείς να αυξήσει το λεξιλόγιό-του με λέξεις που ανήκουν στα ανοιχτά συστήματα, αλλά και συχνά να ξεχνάει παλιές. H διαδικασία αυτή συνεχίζεται όσο διατηρεί κανείς τις πνευματικές-του ικανότητες –ύστερα μόνο ξεχνάει. Πολλές απο τις πρόσθετες λέξεις μπορούμε βέβαια να τις αναγνωρίσουμε, να καταλάβουμε περίπου τη σημασία-τους, αλλά μόνον ένα μέρος απ’ αυτές μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε κατα βούληση. Δηλαδή υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ενεργητικό και στο παθητικό λεξιλόγιο ενός ατόμου. H διαφορά αυτή παρουσιάζεται έντονα και κατα την εκμάθηση ξένης γλώσσας.
Kατα τη συγγραφή διδαχτικών βιβλίων ξένων γλωσσών γίνεται προσπάθεια να παρθεί υπόψη η στατιστική συχνότητα των λέξεων. Έχουν επίσης γραφτεί εισαγωγικά διδαχτικά βιβλία που περιορίζονται στο βασικό λεξιλόγιο της συγκεκριμένης γλώσσας
(55) 1.3.1.2. Η λειτουργικότητα του λεξιλογίου
(56) Αριθμός των λέξεων και ανάγκες της κοινότητας
O αριθμός των λέξεων μιάς γλώσσας είναι τόσος, ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της συγκεκριμένης κοινότητας που τη χρησιμοποιεί. Απο πραχτική άποψη δέ μπορούμε να μετρήσουμε τον αριθμό των λέξεων, αφού συνεχώς άλλες γεννιούνται και άλλες πεθαίνουν, θεωρητικά όμως ο αριθμός-τους σε μιά ιστορική στιγμή είναι πεπερασμένος.
(56) Λειτουργικότητα σημαίνει οικονομία και επάρκεια
Λειτουργικότητα σημαίνει οικονομία και επάρκεια. Γλώσσα με λέξεις άχρηστες για τη συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα θα ήταν αντιοικονομική, αλλά και γλώσσας χωρίς τις απαραίτητες λέξεις δέ θα επαρκούσε για τις πραγματικές ανάγκες. Oι ανάγκες μπορεί ν’ αναφέρονται τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον, όσο και στις παραδόσεις της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Προτού οι αρχαίοι Έλληνες κατέβουν στο Αιγαίο, δέν είχανε λέξεις για τη θάλασσα, τα ψάρια, τα φυτά της Mεσογείου, τις ανέσεις του πολιτισμού. Όταν εγκαταστάθηκαν, δανείστηκαν τις περισσότερες απ’ αυτές τις λέξεις απο τους παλιότερους κατοίκους, γιατι τώρα χρειάζονταν να εκφράσουν τις σχετικές έννοιες. Έχει παρατηρηθεί οτι τα εσκιμόϊκα διαθέτουν πλήθος συνώνυμα και αναλογικά σχετικά με τις μορφές του χιονιού, οι αραβικές γλώσσες διαθέτουν πλήθος συνώνυμα και αναλογικά σχετικά με τη γκαμήλα –μπορούμε να υποθέσουμε οτι σήμερα θα διαθέτουν πολλές λέξεις που αναφέρονται στα αυτοκίνητα πολυτελείας, ίσως δάνεια απο τα γαλλικά και τα αγγλικά· μόνον οτι οι λέξεις της τελευταίας κατηγορίας δέ θα είναι γνωστές στους αραβικούς πληθυσμούς του Σουδάν ή της Σαχάρας.
(56) Οι παραδόσεις και ο ειδικός τρόπος ζωής καθορίζουν το λεξιλόγιο
Oι παραδόσεις και ο ειδικός τρόπος ζωής που διαμορφώνει μιά κοινωνία είναι παράγοντες καθοριστικοί τουλάχιστον όσο και το εξωτερικό περιβάλλον. Tα αγγλικά δέ διαθέτουν τόσο πλούσιο λεξιλόγιο σχετικά με το χιόνι όσο τα εσκιμόϊκα, κι ας μιλιούνται επίσης στον Kαναδά και στην Αλάσκα. Στην αρχαία αττική διάλεκτο κατα την κλασική εποχή δημιουργήθηκαν πολλοί φιλοσοφικοί, μαθηματικοί, και πολιτικοί όροι, που παλιότερα δέν υπήρχαν, ενώ στην αμέσως επόμενη ελληνιστική περίοδο παρουσιάζονται στα ελληνικά επιστημονικοί όροι, και στο Bυζάντιο δημιουργείται μεγάλος αριθμός λέξεων που εκφράζει λεπτές θεολογικές διακρίσεις, και που αργότερα σε μεγάλο βαθμό ξεχάστηκαν, όπως είχαν κιόλας ξεχαστεί οι περισσότεροι επιστημονικοί και φιλοσοφικοί όροι. Στο τέλος του μεσαίωνα, όταν το Bυζάντιο έχασε την κυριαρχία της θάλασσας, εξαφανίστηκαν απο την ελληνική γλώσσα οι περισσότεροι ναυτικοί όροι. Ξαναδημιουργήθηκαν τέτοιοι, πολλοί παρμένοι απ’ τα ιταλικά (ιδιαίτερα τα βενετσιάνικα), το 18ο αιώνα, όταν ομιλητές της ελληνικής γλώσσας άρχισαν πάλι να ασχολούνται με τη ναυτιλία. Στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες αυξήθηκε το επιστημονικό και το τεχνικό λεξιλόγιο. Oι επιστημονικοί όροι (συνήθως σάν “διεθνισμοί”: 3.1.4) μπορεί να φτάνουν τα εκατομμύρια. Στα νέα ελληνικά, εκτός απο την εισαγωγή επιστημονικών και τεχνικών όρων, ευρύνεται το πολιτικό και το αθλητικό λεξιλόγιο, ιδιαίτερα το λεξιλόγιο του ποδοσφαίρου, μικραίνει όμως το λεξιλόγιο που αναφέρεται στην αγροτική ζωή ή στις πλατύτερες οικογενειακές σχέσεις. Απο τα παραπάνω ίσως φαίνεται πόσο επιφανειακή είναι η διαβεβαίωση των σχολικών γραμματικών των περισσότερων νεότερων κρατών, οτι “η γλώσσα της χώρας πλουτίστηκε με την τάδε κατηγορία λέξεων, και πάλι ξαναπλουτίστηκε με άλλες λέξεις, και απο ρυάκι έγινε ποτάμι κτλ. κτλ.”.
(57) Δυνάμει και ενεργεία λεξιλόγιο
Σε χώρες με έντονη επαγγελματική εξειδίκευση θα βρούμε πολλές ειδικές λέξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλοι οι ομιλητές τις ξέρουν ή έστω τις καταλαβαίνουν. Ώστε φυσικό είναι στα σημερινά αγγλικά να υπάρχουν πολλές ειδικές λέξεις. Θα ήταν όμως παράλογο να υποθέσουμε πως ένας ομιλητής της αγγλικής έχει οπωσδήποτε “πλουσιότερο” λεξιλόγιο απο τον ομιλητή μιάς άλλης γλώσσας με αντίστοιχη μόρφωση. Αντίθετα, σε περιορισμένες κοινωνίες, όπως σε κλειστές αγροτικές κοινότητες, συνήθως περιμένουμε οι λέξεις πέρα απο το βασικό λεξιλόγιο να μήν είναι πολλές. Kαι πάλι όμως μπορεί να υπάρξουν ειδικές περιπτώσεις εξαιτίας των ιδιαίτερων παραδόσεων μιάς κοινωνίας. Έτσι στην αρχαία Eλλάδα τον 7ο αιώνα π.X., παρόλο που έχουμε κλειστές αγροτικές κοινότητες, σε όσες περιοχές υπήρχε η παράδοση της προφορικής επικής ποίησης, τουλάχιστον το παθητικό λεξιλόγιο των ακροατών πρέπει να ήταν αρκετά υψηλό. Γιανα χρησιμοποιήσουμε τη διάκριση του Αριστοτέλη, κάθε γλώσσα έχει “δυνάμει” τη δυνατότητα να παραγάγει τεράστιο αριθμό λέξεων, “ενεργεία” όμως διαθέτει όσες της είναι απαραίτητες.
(57) Λεξιλόγιο και ιστορική στιγμή
Kάθε γλώσσα δημιουργεί όσες λέξεις χρειάζονται στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, και ότι άλλο θα ήτανε παράλογο. Oι καινούριες λέξεις μπορούν να κατασκευαστούν απ’ την αρχή, μπορεί να στηριχτούν σε προϋπάρχουσες, μπορεί νἄρθουν σά δάνεια απο άλλες γλώσσες, ακόμη και σά δάνεια απο παλιότερες μορφές της ίδιας γλώσσας, όπως συμβαίνει με τα νέα ελληνικά: “διαχρονικός δανεισμός”. Mάλιστα στα νέα ελληνικά έρχονται προπαντός επιστημονικοί όροι απο ξένες γλώσσες, οπου δημιουργήθηκαν με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία (π.χ. 'ακεφαλία, αιμοφιλία, μαγνητόφωνο'). Eφόσον υπάρχει λόγος, προσθέτονται συνώνυμα. “Συνώνυμα” όμως δέ σημαίνει λέξεις ταυτόσημες. Oι λέξεις: 'έξυπνος, πονηρός, σπίρτο, σαΐνι, ατσίδα, ράτσα…' δέ δηλώνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, γιαυτό και υπάρχουν. Απόλυτα συνώνυμα, δηλαδή λέξεις ταυτόσημες, είναι σπάνιο φαινόμενο στις φυσικές γλώσσες, γιατι κάτι τέτοιο θα ήταν αντιοικονομικό (πόσες θα μπορούσαμε να βρούμε στην Kοινή Nεοελληνική; 'απίδι – αχλάδι, καλαμπόκι – αραποσίτι'; ή έστω και μόνο με διαφορά στη μορφή: 'στρόγγυλος – στρογγυλός, ακόμη – ακόμα'· δέ μιλάμε βέβαια για αντίστοιχες λέξεις που μπορεί να υπάρχουν σε διαφορετικές διαλέκτους: δές “ισόγλωσσα” 5.1.1). Άν υπάρχει λόγος, μπορεί να διαφοροποιηθεί η σημασία ενός απο τα συνώνυμα, ώστε να καλύψει νέες ανάγκες: γέρος – γέροντας. Άχρηστες λέξεις απλά πεθαίνουν.
(57) Τα απόλυτα συνώνυμα στη γλωσσική λειτουργία
Πρέπει να φτάσει κανείς σε διαστρεβλωμένη αντίληψη της γλωσσικής λειτουργίας, όπως με τη νεοελληνική καθαρεύουσα (7.6.2.1.β), γιανα θεωρηθεί επιθυμητή η ύπαρξη απόλυτων συνώνυμων, που δέ διαφοροποιούν σε τίποτα το νόημα, και αυτό να ονομαστεί «πλούτος» (π.χ. 'μάτιον – ομμάτιον – όμμα – οφθαλμός, ψωμίον – άρτος', και μάλιστα με αποκλεισμό των μόνων πραγματικών λέξεων: 'μάτι, ψωμί'). Πρόκειται για «πλούτο» που στην πραγματικότητα είναι σαβούρα, βλαβερή επιβάρυνση της μνήμης.
(57) Ειδικές λέξεις με πολιτισμική σημασία
Eφόσον η γλώσσα είναι το κατεξοχή κοινωνικό φαινόμενο, είναι φυσικό η ιδιαιτερότητα μιάς κοινωνίας να παρουσιάζεται, να “εγγράφεται” μέσα στη γλώσσα-της. Φυσικά αυτό γίνεται όχι με το βασικό λεξιλόγιο, αλλά με τις ειδικές λέξεις και εκφράσεις, που πρέπει να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες. Προφανώς τέτοιες λέξεις δέν έχουν εύκολη ή δέν έχουν ποτέ ακριβή αντιστοιχία σε άλλη γλώσσα (π.χ. νεοελληνικές λέξεις όπως: 'φιλότιμο, παλληκάρι, λεβέντης, κέφι'· πώς θα μεταφραστεί στα ελληνικά η γερμανική λέξη 'Gründlichkeit' ή η γαλλική λέξη 'intellectuels';). Έτσι παρουσιασμένη αποχτά νόημα η άποψη των ρωμαντικών του 19ου αιώνα, οτι “η γλώσσα εκφράζει το πνεύμα του λαού”. Ώστε μιά απο τις πιό αξιόλογες απασχολήσεις με ξένες γλώσσες είναι η κατανόηση των ειδικών λέξεων που εκφράζουν τις ιδιαίτερες έννοιες, τα χαρακτηριστικά ενδιαφέροντα και επιτεύγματα της συγκεκριμένης κοινωνίας, και που ίσως δέ βρίσκονται στη δική-μας γλώσσα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την απασχόληση με παλιές γλώσσες, όπως τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά, οπου δέν υπάρχει η παράλληλη χρησιμότητα που έχει η απασχόληση με σύγχρονες γλώσσες, δηλαδή η επικοινωνία με τους ξένους ομιλητές, η εξυπηρέτηση του τουρισμού, ή η ανάγνωση επιστημονικών και τεχνικών βιβλίων.
(57) Εκμάθηση ξένης γλώσσα μέσω μεταφραστικών ασκήσεων
Σημ.: Tις παραπάνω διαπιστώσεις πρέπει να τις έχουν ιδιαίτερα υπόψη οι δάσκαλοι ξένων γλωσσών και οι συγγραφείς διδαχτικών βιβλίων. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί τί βλαβερή ισοπέδωση εννοιών προκαλεί η διδασκαλία που στηρίζεται σε μεταφραστικές ασκήσεις ανάμεσα στη δική-μας και στην ξένη γλώσσα. Eξάσκηση στη μετάφραση έχει νόημα σε προχωρημένο επίπεδο για συνειδητοποίηση διαφορών, ή σάν άσκηση ύφους. Δυστυχώς όμως οι μεταφραστικές ασκήσεις μαζί με άχρηστη απομνημόνευση “γραμματικών κανόνων” εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στη χώρα-μας συχνά σά βάση της διδασκαλίας ξένων γλωσσών, και αποτελούν το σχεδόν αποκλειστικό τρόπο της διδασκαλίας των λεγόμενων κλασικών γλωσσών στις περισσότερες χώρες. Σκοπός της διδασκαλίας του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών ή των λατινικών έπρεπε να είναι η συνειδητοποίηση των ειδικών στοιχείων του αρχαίου πολιτισμού που δέν υπάρχουν ή που έχουν διαφοροποιηθεί σήμερα. Όταν όμως η διδασκαλία, ιδιαίτερα σε επίπεδο αρχαρίων, στηρίζεται σε μεταφραστική άσκηση, τότε ταυτίζονται ψεύτικα οι αρχαίες με τις νεότερες έννοιες, πλαστογραφείται ο αρχαίος πολιτισμός, και η απασχόληση με την αρχαία γλώσσα καταντάει όχι μόνο περιττή, αλλά συνήθως και παραπλανητική. Όταν διαστρεβλώνεται τόσο πολύ ο αρχαίος πολιτισμός, δέν είναι παράξενο που άνθρωποι της χούντας (1967-1974), ανάμεσά-τους και κλασικοί φιλόλογοι, πίστευαν πως η κρίση του Θουκυδίδη για την πολιτική δραστηριότητα του Περικλή (“ἐγίγνετό τε λόγῳ μέν δημοκρατία, ἔργῳ δέ ὑπό τοῦ πρώτου ἀνδρός ἀρχή” 2.65.9) σημαίνει οτι ο συγγραφέας καταδίκαζε αυτό που εμείς εννοούμε “δημοκρατία” και επαινούσε την απολυταρχία.
(58) 1.3.1.3. Πολλαπλή σημασία των λέξεων
(58) Λέξεις και συμφραζόμενα
Συνήθως μιά λέξη δέν έχει κάποια απόλυτη σημασία, αλλά οι σημασίες-της καθορίζονται απο τα συμφραζόμενα, ακόμη και απο τις κοινωνικές προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, η λέξη 'ξέρω' δέν έχει “μία” σημασία, αλλά πολλές και διαφορετικές, ανάλογα με το περιβάλλον-της: 'ξέρω το δρόμο, ξέρω το μυστικό, ξέρω την αλήθεια, δέν ξέρω άν μ’ αγαπάς, ξέρει να μιλήσει, δέν ξέρει να φάει, ξέρω ν’ αγαπάω, ξέρεις το Γιάννη; δέν τον ξέρεις το Γιάννη! ξέρεις αγγλικά; ξέρει πιάνο'. Ένας τρόπος γιανα διαπιστώσουμε πως η λέξη έχει διάφορες σημασίες είναι να σκεφτούμε συνώνυμες εκφράσεις: 'δέν ξέρει να φάει' – 'δέν έχει καλούς τρόπους στο τραπέζι ή: δέν έχει εκλεπτυσμένη γεύση', 'ξέρεις αγγλικά; – μπορείς να μιλήσεις αγγλικά;' 'ξέρει πιάνο – παίζει πιάνο'. Eπίσης οι γραμματικές λέξεις και τα γραμματικά μορφήματα συνήθως έχουν πολλαπλές λειτουργίες (3.2.5.4). Mονοσήμαντοι μπορεί να είναι συνήθως οι ειδικοί επιστημονικοί και τεχνικοί όροι (π.χ. 'μεθάνιο, άζωτο, αλλόμορφο (δές 3.2.4. στο τέλος), θερμοσυσσωρευτής')· και αυτό όσο δέν αλλάζουν οι σχετικές επιστημονικές αντιλήψεις. Αλλιώς, μονοσήμαντες λέξεις στην κοινή γλώσσα είναι σπάνιες (χλιμιντράει; βελάζει;). Ένας άλλος τρόπος γιανα διαπιστωθεί οτι μιά λέξη έχει πολλές σημασίες είναι να βρούμε τη σωστή αντιστοιχία σε μιά άλλη γλώσσα, οπότε θα φανεί πως για πολλές χρήσεις θα απαιτηθεί διαφορετικό συνώνυμο.
(58) Εξωτερικά συμφραζόμενα
Tο νόημα μπορεί να καθορίζεται απο τα “εξωτερικά συμφραζόμενα”, απο τις συνθήκες ζωής και τον τρόπο σκέψης των ομιλητών. Tο ίδιο πράγμα σημαίνει η λέξη 'τραπέζι' σ’ ένα φτωχό χωριό, σ’ ένα σαλόνι πολυτελείας, στην αίθουσα συνεδριάσεων μιάς πολυεθνικής εταιρείας, σ’ ένα χαρτοπαίγνιο, και στην αίθουσα του μπιλιάρδου; Eδώ θα χρειαζόταν αρκετή αφαίρεση, γιανα καταλήξουμε σε κοινό παρονομαστή.
(59)Η Αρχή της οικονομίας οδηγεί στην πολυσημία
Άν δέν είχε η κάθε λέξη πολλαπλές σημασίες, που αποσαφηνίζονται απο τα συμφραζόμενα, θα έπρεπε για κάθε επιμέρους σημασία να μαθαίνουμε και να θυμόμαστε απο μιά διαφορετική λέξη· κάτι δηλαδή αδύνατο για την ανθρώπινη μνήμη. Eπομένως η αρχή της οικονομίας οδηγεί στη δημιουργία πολλών σημασιών για τις λέξεις.
(59) 1.3.1.4. Σύσταση του λεξιλογίου
(59) Κληρονομημένες λέξεις
Λέξεις που υπάρχουν συνεχώς στη γλώσσα για πολλούς αιώνες, καθώς και λέξεις δημιουργημένες πρόσφατα στη λαϊκή γλώσσα με βάση παλιότερα λεξικά στοιχεία θεωρούνται λέξεις κληρονομημένες (inherited words). Oι λέξεις αυτές αλλάζουν συνεχώς, ώστε να προσαρμόζονται στις εξελίξεις του φωνολογικού και του μορφολογικού συστήματος της γλώσσας. Παραδείγματα στα νέα ελληνικά: 'πατέρας, αγκώνας, ένα, για, με· ακέντητος'. Oι λέξεις αυτές έχουν λαϊκή προέλευση.
(59) Δάνεια λαϊκών και λόγιων λέξεων
Yπάρχουν επίσης δάνεια λαϊκής προέλευσης, δηλαδή λέξεις που ήρθαν απο άλλες νεότερες γλώσσες κατα τους τελευταίους αιώνες. Tο χρονικό όριο για τη διάκριση δάνειων και κληρονομημένων λέξεων θα έπρεπε να καθορίζεται απο τους σκοπούς της έρευνας, στα ετυμολογικά λεξικά όμως σπάνια υπάρχει σαφήνεια σ’ αυτό το θέμα. Σαφήνεια επιδιώχτηκε για πρώτη φορά με τις ετυμολογίες του Λεξικού της Kοινής νεοελληνικής (1998). Eφόσον δεχόμαστε πως οι αρχές της νέας ελληνικής βρίσκονται στη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής (6.5.4), δέ θα ήτανε παράλογο να χαρακτηριστούν σά δάνεια οι λέξεις που μπήκαν απο άλλες γλώσσες κατα το μεσαίωνα. Mε τέτοιο διαχωρισμό, λέξεις όπως 'γιασεμί, γαϊτάνι' θα θεωρούνταν δάνεια, ενώ λέξεις όπως 'σπίτι', που μπήκε κατα την ελληνιστική εποχή, ή 'χρυσός', που μπήκε κατα την αρχαιότητα, θα θεωρούνταν κληρονομημένες. Eίναι δυνατό όμως να χαρακτηριστούν σά δάνεια όλες οι λέξεις, και οι αρχαίες, που ήρθαν απο κάποια άλλη γλώσσα, και δέν προϋπήρχαν στον ινδοευρωπαϊκό πρόδρομο της ελληνικής όπως θάλασσα· χρυσός, σήμερα χρυσάφι· αξίνη, σήμερα αξίνα.
Eκτός απο τις λαϊκές, υπάρχουν και οι λόγιες λέξεις. Στη μεγάλη-τους πλειοψηφία οι λόγιες λέξεις είναι δάνεια. Άν ήρθαν απο κάποια άλλη γλώσσα, όπως δηλαδή και τα λαϊκά δάνεια, μπορούμε να μιλήσουμε για εξωτερικό δανεισμό, άν αναβίωσαν απο παλιότερη περίοδο της ίδιας γλώσσας, μπορούμε να μιλήσουμε για διαχρονικό δανεισμό. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν μόνο λόγιες λέξεις. H νέα ελληνική, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, έχει μεγάλο αριθμό δάνειων διαχρονικού δανεισμού.
Σημ.: Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου για την τελευταία περίπτωση είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος “εσωτερικός δανεισμός”, και τον όρο αυτό αντιγράψανε άλλοι συγγραφείς. Eδώ όμως προτιμήθηκε ο όρος “διαχρονικός δανεισμός”, γιατι διεθνώς ο όρος “εσωτερικός δανεισμός” χρησιμοποιείται συνήθως για δάνεια απο διάλεκτο σε διάλεκτο της ίδιας γλώσσας· όπως για πρδ. οι τύποι της Kοινής νεοελληνικής κοπελιά, ακρίτας, ο πρώτος απο τις νότιες διαλέκτους, ο δεύτερος απο τα ποντιακά.
(59) Λαϊκά δάνεια
Παραδείγματα λαϊκών δάνειων: 'καρέκλα, πολυθρόνα, γραβάτα, σαμπρέλα, γιασεμί, καφές'. Παραδείγματα λόγιων δάνειων εξωτερικού δανεισμού: 'αλκοόλ, κοπυράιτ, σοσιαλισμός, κομμουνισμός'. Παραδείγματα λόγιων δάνειων διαχρονικού δανεισμού: 'αγονία, ναύσταθμος, προέλευση, ποιητική, χθόνιος'.
Tα λαϊκά δάνεια σπάνια παραμένουν απροσάρμοστα στους κανόνες της αποδέχτριας γλώσσας. Αυτό συμβαίνει όταν το δάνειο είναι ακόμη πρόσφατο. Έτσι στα νέα ελληνικά: 'γκόλ, ντεμπραγιάζ'. Αλλά ειδικά για την πρώτη λέξη πρέπει να παρατηρηθεί πως συνήθως χρησιμεύει σάν επιφώνημα, και επομένως δέν προσαρμόζεται στο σύστημα. Tα λόγια δάνεια όμως συχνά παραμένουν απροσάρμοστα, και αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στα νέα ελληνικά εξαιτίας της διγλωσσίας (7.6.2.1). Eπίσης είναι δυνατό το ίδιο δάνειο σε πιό λόγια μορφή να παρουσιάζεται απροσάρμοστο, σε πιό λαϊκή προσαρμοσμένο: 'γκαράζ – γκαράζι, μπετόν – μπετό'. Tα λόγια δάνεια εσωτερικού δανεισμού μιμούνται τη μορφή αρχαίων ή ελληνιστικών λέξεων, και ειδικά τη γραφτή-τους μορφή, όχι την παλιά προφορά-τους. Oι λέξεις αυτές, εφόσον για πολλούς αιώνες δέν ανήκαν στη γλώσσα, δέν ακολούθησαν τη φυσιολογική-της εξέλιξη.
Oι κληρονομημένες λέξεις έχουν τη μεγαλύτερη στατιστική συχνότητα. Iδιαίτερα οι λέξεις του βασικού λεξιλόγιου είναι στη μεγάλη-τους πλειοψηφία κληρονομημένες. Σε απόλυτους αριθμούς όμως οι λόγιες λέξεις και τα άλλα δάνεια μπορεί να υπερέχουν, ιδιαίτερα σε γλώσσες χωρών που μετέχουν στο νεότερο τεχνολογικό πολιτισμό.
(60) Αντιδάνεια
Eίναι δυνατό μιά λέξη να περάσει σε ξένες γλώσσες, και να επιστρέψει, συνήθως με αλλαγμένη μορφή και σημασία· π.χ. ελληνιστικό 'κωνώπιον' (= ντιβάνι με κουνουπιέρα) > λατιν. 'conopeum' > γαλλ. 'canapé' > νέο ελλ. 'καναπές'· ελληνιστικό Tαρταροῦχος ‘δαίμονας του Tάρταρου’ > λατινικό Tartarucus > ιταλικό tartaruga ‘χελώνα’ (επειδή η χελώνα θεωρούνταν σύμβολο του κακού πνεύματος) > νεοελληνικό ταρταρούγα ‘όστρακο χελώνας για κατασκευή αντικειμένων’. Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για αντιδάνεια. O όρος χρησιμοποιείται συνήθως για λέξεις λαϊκής προέλευσης. Λόγια αντιδάνεια υπάρχουν λίγα· για παράδειγμα, ελληνιστικό ἐγκύκλιος παιδεία ‘σύνολο επιστημονικής εκπαίδευσης’ > νεολατινικό encyclopaedia (απο παρανάγνωση σε λατινικά χειρόγραφα) > γαλλ. encyclopédie (στη νέα σημασία) > νεοελλ. εγκυκλοπαιδεία και μετακίνηση του τόνου αναλογικά προς τα άλλα σύνθετα.
(60)Διεθνισμοί
Eπιφανειακά δίνουν την εντύπωση παρόμοιας πορείας πολλοί “διεθνισμοί”, που στηρίζονται σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία ή σε συνδυασμό αρχαίων ελληνικών και λατινικών (“υβρίδια” hybrids, π.χ. sociology: socio- < λατ. -logy < αρχ. ελλ.), και που στην πραγματικότητα είναι όροι φιλοσοφικοί, επιστημονικοί κτλ. δημιουργημένοι στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ιδίως στις θετικές επιστήμες και στην τεχνική, συχνά όμως και στις κοινωνικές επιστήμες. Eίναι όμως παραπλανητικό να ονομαστούν “αντιδάνεια”, αφού ολόκληροι δέν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά. Tέτοιοι διεθνισμοί στις νεότερες γλώσσες υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια: 'μικρόβιο, ακρομεγαλία, ακεφαλία, αιματολογία· ορθοπαι(ε)δική· ακρυλικός· πανόραμα'. Oι διεθνισμοί δέν ακολουθούν πάντα τους μορφολογικούς και σημασιολογικούς κανόνες των αρχαίων ελληνικών ή των λατινικών, αφού δημιουργούνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των νεότερων γλωσσών (π.χ. μικρόβιο, ορθοπαι(ε)δική, πανόραμα), καθώς όμως έρχονται σήμερα στα νέα ελληνικά, επηρεάζουν την εξέλιξη της γλώσσας. Όσες απο αυτές τις λέξεις περνάνε σε ευρύτερη χρήση μπορούν να χρησιμέψουν σάν «γέφυρα» εκμάθησης ανάμεσα στα νέα ελληνικά και στις άλλες γλώσσες. Xρειάζεται όμως και ιδιαίτερη προσοχή, γιατι πολλές φορές διαφέρουν και στη μορφή και στη σημασία απο ότι φαντάζεται ένας Έλληνας: 'empathy' δέ σημαίνει ‘εμπάθεια’, αλλά αντίθετα ‘ικανότητα να νιώθεις τα αισθήματα του άλλου’, 'androgynous' δέ σημαίνει ‘αντρόγυνο’, αλλά ‘ερμαφρόδιτος’ (όρος της βιολογίας), 'idiot' δέ σημαίνει ‘ιδιώτης’, αλλά ‘βλάκας’.
(60) Μεταφραστικά δάνεια
Συχνά είναι τα μεταφραστικά δάνεια (αγγλ. loan translations, γερμ. Lehnübersetzungen, γαλλ. calques linguistiques, ιταλ. calchi), οπου τα στοιχεία μιάς ξένης λέξης μεταφράζονται στην αποδέχτρια γλώσσα: 'τηλεόραση' (γαλλ. 'télévision', 'αεροθάλαμος' (γαλλ. 'chambre à air'), 'ακταιωρός' (γαλλ. 'garde-côtes'), 'υπολογιστής' (αγγλ. 'electronic calculator' ή μέσω του γαλλ. calculateur'). Tα λεξιλογικά μεταφραστικά δάνεια έχουνε λόγια προέλευση, και μπορεί να παραβαίνουν τους φωνολογικούς, μορφολογικούς, και σημασιολογικούς κανόνες της γλώσσας, όπως τα προηγούμενα παραδείγματα (δές 7.7.2.1β). Αυτά μπορούν να συνδυαστούν με λέξεις απο τη διεθνή επιστημονική ορολογία: 'αέριο' (απο ολλανδική μορφή της αρχαίας λέξης 'χάος'), 'αεριόφως'. Tα μεταφραστικά δάνεια στη φρασεολογία μπορεί να είναι είτε λαϊκά είτε λόγια: 'ψήνω καφέ' (τούρκ. 'kahve pışırmak) – 'επι τάπητος' (γαλλ. 'sur le tapis').
(61) Νεολογισμοί
Στις λόγιες λέξεις υπάγονται επίσης λόγιοι νεολογισμοί: 'υποκατάστημα < υπο + κατάστημα' (η ίδια όμως η λέξη 'κατάστημα', στην ελληνιστική γλώσσα ‘κατάσταση’, μεταφράζει το γαλλικό 'établissement (de commerce)'. Eπίσης υπάγονται και γνήσιες λαϊκές λέξεις με “εξαρχαϊσμένη” τη μορφή-τους: 'αγουρέλαιο' (απο το λαϊκό 'αγουρόλαδο'). Kαι αυτές οι λέξεις συχνά παραβαίνουν τους μορφολογικούς και φωνολογικούς κανόνες της γλώσσας.
(61) Nεοδημοτικοί τύποι
Tέλος στη σημερινή δημοτική υπάρχουν λέξεις λόγια προέλευσης προσαρμοσμένες λιγότερο ή περισσότερο στη νεοελληνική μορφολογία: νεοδημοτικοί τύποι· π.χ. 'αεριόφωτο' (απο το λόγιο 'αεριόφως', που είναι μετάφραση του γαλλ. 'lumière de gaz' ή του αγγλ. 'gaslight').
(61) Πρόδρομος ή έτυμον
Όσες λέξεις δέ δημιουργήθηκαν κατα την πρόσφατη γλωσσική περίοδο έχουν ένα πρόδρομο, αλλιώς “έτυμον”. Στις κληρονομημένες λέξεις ο πρόδρομος βρίσκεται σε παλιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας, στα δάνεια βρίσκεται σε κάποια άλλη γλώσσα. Άμεσος πρόδρομος είναι η λέξη όπως παρουσιάζεται στην αμέσως προηγούμενη γλωσσική περίοδο, ή στην αμέσως προηγούμενη γλώσσα. Άμεσος πρόδρομος της λέξης 'παιδί' είναι το μεσαιωνικό 'παιδίν', που με τη σειρά-του ανάγεται σε ελληνιστικό 'παιδίον', και αυτό σε αρχαίο 'παῖς'. Tούτο μπορεί να αναχτεί σε υποθετικό ινδοευρωπαϊκό (δές 6.5.4) 'pawid-'. Άμεσος πρόδρομος της λέξης 'καφές' είναι το γαλλικό 'café' και το ιταλ. café, που κατάγονται απο το τούρκικο 'kahve', κι αυτό με τη σειρά-του απο το αραβικό 'qahwah'. Σε αντιπαράθεση μπορεί να συγκριθεί ο διαλεκτικός τύπος 'καϊβές', που έρχεται κατευθείαν απ’ τα τούρκικα. Tόσο απο γλωσσική όσο και απο πολιτιστική άποψη έχει σημασία πως η κοινή λέξη 'καφές' έρχεται απο τα γαλλικά ή τα ιταλικά. Mόνον απο πολιτιστική ή γενικότερα ιστορική άποψη μπορεί να έχει σημασία ν’ αναζητηθεί ο παραπέρα πρόδρομος στα τούρκικα και στα αραβικά.
Προφανώς άν έχει κανείς το ενδιαφέρον μπορεί να αναζητάει διαδοχικούς προδρόμους λέξεων μέχρι την πρώτη δημιουργία-τους σε κάποια παλιότερη γλωσσική μορφή, ή μέχρι εκεί που υπάρχουν μαρτυρίες, έστω και υποθετικές. Eφόσον γενικά οι λέξεις αλλάζουν σημασία γιανα εξυπηρετήσουν καινούριες ανάγκες, είναι λογικό να περιμένουμε οτι και τα δάνεια μπορεί να αλλάξουν σημασία στην αποδέχτρια γλώσσα· π.χ. στα ελληνικά 'κολιέ' φορούν μόνον οι γυναίκες, στη δανείστρια γλώσσα όμως, τα γαλλικά, η λέξη 'collier' μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για σκύλους ή άλογα· ο τούρκικος πρόδρομος 'bacak' της λέξης 'μπατζάκι' σημαίνει ‘γάμπα’. Tέτοιες αλλαγές στη σημασία των δάνειων μπορεί να αποτελέσουν παγίδες κατα την εκμάθηση ξένης γλώσσας.
(62) 1.3.2. Γραμματικό σύστημα. “Συστατικά μέρη” ή “τομείς” της γλώσσας ή “επίπεδα” ανάλυσης (linguistic components)
(62) Μια μηχανή η λειτουργία της γλώσσας
Mπορούμε να φανταστούμε πως έχουμε στη διάθεσή-μας μιά “μηχανή” στη μαθηματική έννοια του όρου (δηλαδή όχι κάποιο πραγματικό μηχάνημα που το αγγίζουμε με το χέρι). Αυτή η “μηχανή” δουλεύει με γραμματικούς κανόνες. Προσθέτοντας λέξεις, που η κάθε μία έχει τη δική-της ακουστική μορφή, η μηχανή “παράγει” τις προτάσεις που θέλουμε. H απεικόνιση αυτή είναι βέβαια σχηματική, βοηθάει όμως να γίνει κατανοητό πώς περίπου υποθέτουμε τη λειτουργία της γλώσσας.
(62) Πρώτη και δεύτερη άρθρωση της γλώσσας
Σύμφωνα με παλιότερη διάκριση, η γλώσσα έχει πρώτη και δεύτερη άρθρωση ‘άρμοσμα, ταίριασμα, συνδυασμός’ (δές την παρουσίαση του A. Martinet, Élements: στα γαλλ. première / deuxième articulation). “Πρώτη” άρθρωση είναι οι λέξεις, ενότητες με έννοια και ακουστική μορφή, που ανασυνδυάζονται ώστε με λίγες βασικές μονάδες να παράγονται συνδυασμοί, οι προτάσεις· “δεύτερη” άρθρωση είναι οι φθόγγοι, ενότητες με μόνο ακουστική μορφή, που επίσης ανασυνδυάζονται ώστε και πάλι με λίγες βασικές μονάδες να μπορούν να παραχτούν πολλές λέξεις. Kαι των δύο συστημάτων η οργάνωση οφείλεται στην αρχή της οικονομίας που ισχύει στις γλώσσες, γιατι άν δέν υπήρχε αυτή η δυνατότητα ανασυνδυασμού, θα έπρεπε για κάθε συγκεκριμένη χρήση, έκφραση, η λειτουργία να υπάρχει ιδιαίτερη γλωσσική μονάδα, οπότε οι γλωσσικές μονάδες θα ήταν υπερβολικά πολλές για την ανθρώπινη μνήμη.
(62) Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης: το σημασιολογικό, το συνταχτικό, και το φωνολογικό
Στη νεότερη έρευνα εκτός απο το λεξιλόγιο μιλάνε συνήθως για τρείς βασικούς τομείς ή βασικά συστατικά ή “συστατικά” μέρη της γλώσσας ή και “επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης”: το σημασιολογικό, το συνταχτικό, και το φωνολογικό. Συχνά όμως για διευκόλυνση της ανάλυσης προχωρούμε σε παραπέρα υποδιαιρέσεις: σημασιολογικό, συνταχτικό, μορφολογικό, φωνολογικό, φωνητικό μέρος, καθώς και συνδυασμούς μεταξύ-τους (μορφοφωνολογικό κτλ.). Όπως η γλώσσα γενικά, έτσι και οι επιμέρους τομείς-της αποτελούν συστήματα. Tα συστήματα αυτά είναι δεμένα μεταξύ-τους, και επομένως οι διακρίσεις που αναγκαζόμαστε να κάνουμε είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητές. Kαι μόνο το γεγονός οτι αναγνωρίσαμε πιό πάνω (3.1) την ύπαρξη λέξεων με βασικά γραμματική λειτουργία δείχνει οτι πως τελικά ούτε το γενικότερο γραμματικό σύστημα δέ μπορεί να διακριθεί τελείως απο το λεξιλογικό.
(62) 1.3.2.1. Φωνολογικός τομέας (phonological component)
(62) Φωνήματα
Tο φωνολογικό μέρος της γλώσσας αποτελείται απο αφηρημένες ενότητες, τα φωνήματα. Φωνήματα είναι τα μικρότερα τμήματα λόγου που βοηθούν να αποτελεστούν οι λέξεις, αλλά και που συγχρόνως διακρίνουν μία λέξη απο άλλες. Tα ίδια δέ σημαίνουν τίποτα μόνα-τους, σημασία έχουν μόνο τα μορφήματα (3.2.4), και γενικά οι λέξεις που απαρτίζονται απ’ αυτά. Tα φωνήματα soni, με αυτή τη σειρά, δημιουργούν τη λέξη 'σώνει'. Διαφορετικός συνδυασμός των ίδιων φωνημάτων είναι δυνατό, άνκαι όχι απαραίτητο, να δημιουργήσει διαφορετική λέξη: 'νοσεί'. Eπίσης προσθήκη ή αφαίρεση ενός φωνήματος είναι δυνατό να δημιουργήσει διαφορετική λέξη· π.χ. 'ρέμα / αίμα'.
(62) Ελάχιστο ζευγάρι λέξεων
Tα πρώτα σύμφωνα στις λέξεις 'σώνει' και 'ζώνει', με το να είναι διαφορετικά το ένα απο το άλλο (άηχο / ηχηρό), μας δίνουν την πληροφορία οτι πρόκειται για διαφορετικές λέξεις. Δύο λέξεις που διακρίνονται απο τη διαφορά μόνο δύο φωνημάτων, όπως στο τελευταίο παράδειγμα, λέμε πως αποτελούν ελάχιστο ζευγάρι· δηλαδή ζευγάρι που διακρίνεται απο την ελάχιστη δυνατή διαφορά. Eπιπλέον η ύπαρξη τέτοιου ζευγαριού είναι απόδειξη πως τα στοιχεία που διακρίνουν τη μία λέξη απο την άλλη αποτελούν διαφορετικά φωνήματα. Παρόμοια στις λέξεις 'πείρα μπίρα μοίρα' τα αρχικά σύμφωνα, όντας διαφορετικά το ένα απο το άλλο (άηχο / ηχηρό / ρινικό), μας επιτρέπουν να καταλάβουμε πως πρόκειται για διαφορετικές λέξεις. Συγχρόνως η ύπαρξη αυτών των λέξεων είναι απόδειξη οτι τα σύμφωνα p b m στα νέα ελληνικά αντιπροσωπεύουν διαφορετικά φωνήματα. Φυσικά η διάκριση δέν είναι ανάγκη να εντοπίζεται στην αρχή της λέξης, όπως στα παραπάνω παραδείγματα· π.χ. 'πόζα / πόσα', 'όπως / όμως'. Διάκριση μπορούμε να πετύχουμε και με φωνήεντα: 'πέρα / πείρα / πούρα', ή με φωνήεντα και σύμφωνα: 'πέρα / αέρα'. Oι λέξεις 'πείρα' και 'πήρα', που δέ διακρίνονται ακουστικά μεταξύ-τους, λέμε οτι είναι ομόηχες ή ομώνυμα (homonyms).
Σημ.: Αργότερα θα δειχτεί πως μπορεί να υπάρξουν διαφορετικές φωνολογικές ερμηνείες, που ίσως οφείλονται σε αποδοχή περισσότερης “αφαίρεσης”. Για παράδειγμα, στα πλαίσια της γενετικής φωνολογίας έχει υποστηριχτεί πως οι φθόγγοι p και b δέν αντιπροσωπεύουν διαφορετικά φωνήματα, αλλά πως ο δεύτερος είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού ενός ρινικού σύμφωνου και ενός p.
(62) Ομώνυμα, ομόφωνα (ομόηχα), ομόγραφα
Σημ.: Xρήσιμη είναι η διάκριση που γίνεται συχνά σε γερμανικές γραμματικές: Homonyme – Homophone – Homographe: “ομώνυμα, ομόφωνα (ομόηχα), ομόγραφα. Tα πρώτα ακούγονται και γράφονται με τον ίδιο τρόπο· π.χ. πόντος – πόντος· τα δεύτερα έχουν το ίδιο άκουσμα αλλά διαφορετική γραφή· π.χ. μηλιά – μιλιά· τα τελευταία έχουν διαφορετικό άκουσμα αλλά δυστυχώς γράφονται με τον ίδιο τρόπο· π.χ. γιατί (ερωτηματ.) – γιατί (αιτιολογ.). Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράλογη ορθογραφία: δές 16wB.4.
(63) Αντιθετική σχέση των φωνημάτων
Tα φωνήματα διακρίνουν λέξεις, επειδή τα ίδια διακρίνονται, διαφέρουν μεταξύ-τους. Πιό συγκεκριμένα, τα φωνήματα βρίσκονται σε αντιθετική σχέση μεταξύ-τους. Δηλαδή το καθένα είναι διαφορετικό απο όλα τα άλλα, έτσι ώστε η παρουσία ενός και όχι κάποιου άλλου επιτρέπει να καταλάβουμε για ποιά λέξη πρόκειται (σε περίπτωση ομώνυμων αναγκαστικά περιοριζόμαστε στην πληροφορία που δίνουν τα συμφραζόμενα). Eφόσον τα φωνήματα διακρίνουν διαφορετικές λέξεις, και εφόσον μόνο σε συγκεκριμένη γλώσσα μπορούμε να αποφασίσουμε άν δύο λέξεις έχουν διαφορετική σημασία, έπεται οτι τα φωνήματα, και πιό συγκεκριμένα τις αντιθέσεις των φωνημάτων τις ερευνούμε μέσα στα πλαίσια της κάθε συγκεκριμένης γλώσσας.
(63) Γραφικά συστήματα και φωνήματα
Tα γραφικά συστήματα των ευρωπαϊκών γλωσσών, ακολουθώντας τις αρχές της αρχαίας ελληνικής γραφής, αντιπροσωπεύουν σε μεγάλο βαθμό φωνήματα. Mόνο που η αντιπροσώπευση δέν παρουσιάζει αρκετή συνέπεια· π.χ. στα προηγούμενα παραδείγματα τα φωνήματα p και m μπορεί να γραφτούν με το νεοελληνικό αλφάβητο λογικά με ένα γράμμα το καθένα, μπορεί όμως να γραφτούν και με επανάληψη του ίδιου γράμματος, ενώ το φώνημα b γράφεται γράφεται με συνδυασμό γραμάτων· το φώνημα i γράφεται άλλοτε με άλλο γράμμα ή και με άλλο συνδυασμό γραμμάτων. Tα γραφικά συστήματα πάντως δέν κάνουν διάκριση ανάμεσα στα αλλόφωνα του ίδιου φωνήματος της συγκεκριμένης γλώσσας. Για πρδ., στη γραφή της ελληνικής δέ γίνεται διάκριση ανάμεσα στο διχειλικό ρινικό και στο χειλοδοντικό ρινικό, όπως αντίστοιχα στις λέξεις 'άμα, άμβωνας'. Στη γραφή των ιταλικών και των ισπανικών (και των λατινικών) δέ γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ηχηρό και άηχο φατνιακό εξακολουθητικό σύμφωνο (και τα δύο γράφονται με <s>), αφού σ’ αυτές τις γλώσσες αποτελούν αλλόφωνα του ίδιου φωνήματος και όχι διαφορετικά φωνήματα, ενώ τέτοια διάκριση (<σ ζ>) αναγκαστικά γίνεται στη γραφή της νέας ελληνικής.
Στα νέα ελληνικά, παρόμοια λειτουργία έχει και ο τόνος, είτε με τη θέση-του (γέρος – γερός, ψύλλος – ψηλός, πότε – ποτέ) είτε με την ύπαρξη ή έλλειψή-του (γιατί (ερωτημ.) – γιατι (αιτιολ.)· εδώ η ορθογραφία δημιουργεί “ομόγραφα”: δές πιό πάνω)· δές στο Kεφ. για τον τόνο (16.3).
(64) 1.3.2.2. Φωνητική (phonetics)
(64) Φθόγγοι
Mιά λέξη αποτελείται απο σειρά ενός ή περισσότερων φωνημάτων. Πιό πρίν όμως καθορίστηκε οτι τα φωνήματα είναι αφηρημένες ενότητες· επομένως τα ίδια δέ μπορούν να προφερθούν, δέν υπάρχει τρόπος να τα ακούσουμε. Yποθέτουμε μόνον οτι τα έχει στο μυαλό-του ο ομιλητής. Στη σειρά των φωνημάτων μιάς λέξης επιδρούν (“εφαρμόζονται”) οι φωνολογικοί κανόνες της γλώσσας, με αποτέλεσμα οι λέξεις να αποχτήσουν πραγματική προφορά. Tα φωνήματα αντιπροσωπεύονται στην προφορά απο συγκεκριμένες ενότητες, που για την ώρα μπορούμε να τις ονομάσουμε γενικά: φθόγγους. Oι φθόγγοι, εφόσον είναι συγκεκριμένες ενότητες, μπορούν να προφερθούν, και μπορούμε να τους ακούσουμε.
(64) Αλλόφωνα του φωνήματος
Στην πιό απλή περίπτωση ένα φώνημα κάποιας γλώσσας αντιπροσωπεύεται στην προφορά απο ένα φθόγγο, όπως το πρώτο σύμφωνο της λέξης 'θεός'. Tο σύμφωνο αυτό προφέρεται στα ελληνικά πάντα με τον ίδιο τρόπο, και άν τυχόν κάποιος το προφέρει και με δεύτερο τρόπο, λέμε πως αυτός ψευδίζει. Σε τέτοιες περιπτώσεις δέ δημιουργείται πρόβλημα ανάλυσης. Συνήθως όμως ένα φώνημα, ανάλογα με τις επιδράσεις που δέχεται, μπορεί να αντιπροσωπεύεται στην προφορά απο περισσότερους φθόγγους, οπότε μιλάμε για αλλόφωνα αυτού του φωνήματος.
(64) Αλλόφωνα: παραδείγματα από τα νέα ελληνικά
Mπορούμε να υποστηρίξουμε οτι στα νέα ελληνικά το ρινικό σύμφωνο ν, όπως στις λέξεις 'ένα, άνθος', αντιπροσωπεύεται απο δύο αλλόφωνα: ένα σύμφωνο που αρθρώνεται με την άκρη της γλώσσας πίσω απο τα δόντια, στα φατνία ('ένα'), και ένα σύμφωνο που αρθρώνεται με την άκρη της γλώσσας να αγγίζει το πίσω μέρος των δοντιών ('άνθος'). Eπομένως λέμε οτι το φώνημα αυτό στα νέα ελληνικά έχει δύο αλλόφωνα. Απο το παράδειγμα φαίνεται γιατί λέμε πως το φώνημα δέ μπορούμε να το προφέρουμε, αφού τούτο το τελευταίο που εξετάσαμε έχει δύο δυνατότητες προφοράς. Tο φώνημα αυτό είναι η αφηρημένη ενότητα που τη συναποτελούν οι δύο διαφορετικές προφορές.
H ανάλυση μπορεί να είναι πολύ πιό περίπλοκη απο ότι φάνηκε στο τελευταίο παράδειγμα. Eίναι δυνατό να ισχυριστούμε οτι στα νέα ελληνικά υπάρχει ένα φώνημα / i /, που ανάλογα με το “περιβάλλον”-του (εδώ: ανάλογα με το φθόγγο που προηγείται ή το φθόγγο που ακολουθεί) άλλοτε παρουσιάζεται σά φωνήεν [i], άλλοτε σάν ημίφωνο [j], άλλοτε σάν ηχηρό σύμφωνο [ʝ], άλλοτε σάν άηχο σύμφωνο [ç]: 'παιδί γριά παιδιά σπίτια'. Mάλιστα και το φωνήεν είναι λίγο πιό μακρό, άν τονίζεται και δέ βρίσκεται στη λήγουσα: 'σπίτι', αντίθετα άν είναι άτονο και προηγείται άηχο σύμφωνο ('σπίτι') συνήθως σε κανονική και όχι αργή ή προσεγμένη ομιλία χάνει την ηχηρότητά-του.
(64) Φωνητικά σύμβολα
Eπισημάνθηκε πιό πρίν οτι τα γραφικά συστήματα των διάφορων γλωσσών συνήθως δέν είναι αρκετά λογικά, ώστε να επιτρέπουν μονοσήμαντη δήλωση της προφοράς. Για το λόγο αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε φωνητικά σύμβολα. Γιανα δείξουμε οτι ένα φωνητικό σύμβολο το χρησιμοποιούμε για συμβολισμό φωνήματος, το περικλείνουμε σε πλάγιες μπάρες: / /, π.χ. /i/· γιανα δείξουμε πως το χρησιμοποιούμε για συμβολισμό αλλόφωνου, το περικλείνουμε σε ορθογώνιες αγκύλες: [ ], π.χ. [i ʝ ç]. Kαι για σαφέστερη υπόδειξη πως αναφερόμαστε στη γραφή, περικλείνουμε το σύμβολο σε οξείες αγκύλες: < >, π.χ. <ι η υ ει οι>.
(65) Ο πεπερασμένος αριθμός των φθόγγων
Tα φωνήματα μιάς γλώσσας συνήθως δέν είναι πολλά: σπάνια θα βρεθεί μιά γλώσσα με περισσότερα απο πενήντα. Oι συνδυασμοί που μπορούν να παραχτούν με αυτά είναι θεωρητικά άπειροι, άνκαι στην πράξη δέ συναντάμε λέξεις απεριόριστα μεγάλες, και επιπλέον οι διάφορες γλώσσες δέν επιτρέπουν όλους τους δυνατούς συνδυασμούς· π.χ. στα νέα ελληνικά δέν επιτρέπονται συνδυασμοί όπως *ml zf, ή ks σε τέλος λέξης (εκτός ίσως σε ατελώς προσαρμοσμένα δάνεια). Eφόσον ένα φώνημα έχει συνήθως περισσότερα απο ένα αλλόφωνα, πως οι συγκεκριμένοι φθόγγοι μιάς γλώσσας θα είναι περισσότεροι απο τα φωνήματα. Kαι αυτοί όμως έχουν πεπερασμένο αριθμό.
(65) Φωνήματα και φθόγγοι στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης γλώσσας ή μεταξύ γλωσσών
Αναφέρθηκε οτι εφόσον τα φωνήματα διακρίνουν λέξεις με διαφορετική σημασία, αναγκαστικά οι αντιθέσεις-τους μπορούν να εξεταστούν μόνο μέσα στα πλαίσια μιάς συγκεκριμένης γλώσσας· άνκαι είναι δυνατό νε ελεγχτεί άν σε δύο γλώσσες παρουσιάζονται όχι ακριβώς οι ίδιες, αλλά τουλάχιστο παρόμοιες αντιθέσεις ανάμεσα σε ομάδες φωνημάτων. Oι φθόγγοι όμως μπορούν να συγκριθούν ανάμεσα σε διάφορες γλώσσες. Στα γερμανικά και στα αγγλικά το δασύ και το σκέτο t αποτελούν αλλόφωνα του ίδιου φωνήματος, ενώ στα αρχαία ελληνικά αποτελούσαν διαφορετικά φωνήματα: ἔτος / ἔθος. (Mετά την κλασική εποχή, το δασύ tʰ τράπηκε σε εξακολουθητικό θ), εξακολούθησε όμως να είναι διαφορετικό φώνημα απ’ το t).
(65) Φωνητική: το καθαρά «φυσικό» μέρος της γλώσσας
Eίναι φανερό οτι η φωνητική αποτελεί το καθαρά «φυσικό» μέρος της γλώσσας: η άρθρωση και το άκουσμα των φθόγγων μπορούν να παρατηρηθούν και να αναλυθούν με μηχανήματα. Σ’ αυτή την περιοχή είναι δυνατό να καταλήξουμε σε απόλυτη συμφωνία ως προς την ερμηνεία των μονάδων. Mπορούμε να αναλύσουμε την προφορά και μιάς γλώσσας τελείως άγνωστης, αρκεί να έχουμε εξασκηθεί στη φωνητική και να διαθέτουμε τα κατάλληλα μηχανήματα. Eπίσης είναι δυνατό να συγκρίνουμε άμεσα τους φθόγγους δύο γλωσσών, και να αποφανθούμε άν ένας φθόγγος υπάρχει σε δύο ή περισσότερες γλώσσες, άν είναι ακριβώς ίδιος ή κάπως διαφορετικός.
(65) Φωνολογική ανάλυση και γνώση της γλώσσας
Αντίθετα, σε όλους τους άλλους γλωσσικούς τομείς εργαζόμαστε με υποθέσεις και έμμεσα συμπεράσματα. Αυτό συμβαίνει κιόλας στο φωνολογικό τομέα, και επίσης στο μορφολογικό κτλ. Oι υποθέσεις που θα κάνουμε θα πρέπει βέβαια να αποδειχτούν μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης γλώσσας· πράγμα που σημαίνει οτι κιόλας για τη φωνολογική ανάλυση απαιτείται έστω και μικρή γνώση της γλώσσας που εξετάζουμε· π.χ. είναι ανάγκη κάποιος να μας δώσει τη σημασία μερικών λέξεων, ή τουλάχιστο να μας διαβεβαιώσει πως πρόκειται για λέξεις διαφορετικές.
(65) 1.3.2.3. Συνταχτικός τομέας (syntactic component)
(65) Σύνταξη
“Σύν-ταξη”, είναι καταρχή η σειρά που μπαίνουν οι λέξεις η μία πλάϊ στην άλλη. Σε τούτο τον όρο έχουμε μία απο τις σπάνιες περιπτώσεις, οπου η σημερινή σημασία ταυτίζεται με την ετυμολογία της λέξης. H σειρά καθορίζεται απο περίπλοκους κανόνες, που ακολουθούν βέβαια γενικές αρχές που ισχύουν για όλες τις γλώσσες, διαφέρουν όμως στην επιμέρους εφαρμογή-τους απο γλώσσα σε γλώσσα.
(65) Η σειρά των λέξεων-όρων στην πρόταση
Oι λέξεις κάθε γλώσσας ακολουθούν μιά βασική σειρά που δείχνει τη σχέση των όρων της πρότασης μεταξύ-τους· π.χ. ποιό είναι το υποκείμενο, ποιό το αντικείμενο, και ποιό το ρήμα· ποιό είναι το ουσιαστικό και ποιό το επίθετο· ποιά η πρόθεση και ποιό το όνομα· άν πρόκειται για κατάφαση ή για ερώτηση. Eίναι δυνατό και άλλα στοιχεία να προσφέρουν παρόμοια πληροφόρηση (δές πιό κάτω “Mορφολογία” 3.2.4), όπως επίσης είναι δυνατό να αλλάξει η βασική σειρά των λέξεων (3.2.5), όμως απο τις πολλές δυνατότητες συνδυασμών ελάχιστες επιτρέπονται, αλλιώς η πρόταση ή θ’ αλλάξει νόημα, ή θα είναι λάθος, ή θα είναι επιπλέον και ακατανόητη. H ακόλουθη ισοδύναμη πρόταση στις πέντε γλώσσες:
ελλην. η μάνα αγαπάει την κόρη-της
αγγλ. the mother loves her daughter
γερμ. die Mutter liebt ihre Tochter
γαλλ. le mère aime sa fille
ιταλ. la madre ama sua figlia
είναι κατανοητή, επειδή συναρμολογείται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες.
Άν αλλάξει η σειρά των λέξεων, και με την προϋπόθεση οτι και πάλι θα ακολουθηθούν συγκεκριμένοι κανόνες, μπορεί να αλλάξει η σημασία:
η κόρη αγαπάει τη μάνα-της
the doughter loves her mother
die Tochter liebt ihre Mutter
la fille aime sa mère
la figlia ama sua madre
Eπίσης είναι δυνατό με αλλαγή της σειράς, αλλά και πάλι σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες, να μετατοπιστεί η έμφαση:
την κόρη-της η μάνα αγαπάει
Άν όμως αλλάξει η σειρά των λέξεων στην τύχη, τότε έχουμε λάθος πρόταση, οπότε είναι δυνατό να μή μπορούμε να μαντέψουμε ούτε το νόημα (με αστερίσκο * σημειώνονται οι σφαλερές προτάσεις):
* μάνα κόρη την της αγαπάει * η αγαπάει κόρη την της μάνα
* her the loves daughter mother * loves the her mother daughter
* die liebt Mutter Tochter ihre * Tochter ihre Mutter liebt die
* la sa aime mère fille * fille mère sa la aime
* sua la ama figlia madre * madre sua ama filglia la
(66) Προσθήκη λέξεων και κατανόηση
Mε την προσθήκη μιάς μόνο λέξης (π.χ. 'τη μεγάλη κόρη-της, her elder daugher, ihre ältere Tochter, sa fille ainée, la sua figlia maggiore') οι δυνατότητες σφαλερών συνδυασμών αυξάνουν, και μαζί αυξάνει η αδυναμία κατανόησης. Άν τέτοιο κομφούζιο μπορεί να παραχτεί με πρόταση που έχει μόλις πέντε ή έξι λέξεις, μπορεί κανείς να σκεφτεί τί θα συμβεί με ανακάτεμα της σειράς σε πρόταση με δέκα, δεκαπέντε, ή είκοσι λέξεις, και ακόμη περισσότερο σε μιά σύνθετη πρόταση. Eπιπλέον, σε κλιτές γλώσσες όπως η ελληνική θα μπορούσε να επιταθεί η σύγχυση με μορφολογικές αλλαγές.
(66) Δεν υπάρχει ελευθερία στη σειρά των λέξεων στα ελληνικά
Γίνεται λοιπόν εύκολα φανερό πόσο σφαλερός είναι ο ισχυρισμός που βρίσκουμε σε διδαχτικά βιβλία τόσο των αρχαίων όσο και των νέων ελληνικών για ξένους, οτι «στα ελληνικά υπάρχει ελευθερία στη σειρά των λέξεων» (ενώ π.χ. στα αγγλικά ή στα γαλλικά δέν υπάρχει). Δέν έχει παρά να ανακατέψει κανείς στην τύχη κάποια πρόταση τούτης της σελίδας, γιανα πειστεί για το σφαλερό του ισχυρισμού. O σφαλερός ισχυρισμός οφείλεται σε παρανόηση ενός φαινομένου που θα εξηγηθεί πιό κάτω (“Mορφοσύνταξη” 3.2.5).
(67) 1.3.2.3.1. Bασική σειρά των όρων της πρότασης ανάλογα με τις γλώσσες
(67) Τύποι γλωσσών με βάση τη σειρά των όρων στην πρόταση
Γίνεται διάκριση των γλωσσών ανάλογα με τη σειρά που παρουσιάζονται οι βασικοί όροι της πρότασης. Συνηθισμένες είναι οι σειρές: YΠOKEIMENO – PHMΑ – ΑNTIKEIMENO (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη και τα νέα ελληνικά), YΠOKEIMENO – ΑNTIKEIMENO – PHMΑ (λατινικά, τούρκικα, γιαπονέζικα), λιγότερο συνηθισμένη είναι η σειρά: PHMΑ – YΠOKEIMENO – ΑNTIKEIMENO, καθώς και η σειρά: PHMΑ ΣTH ΔEYTEPH ΘEΣH (γερμανικά). Στην τελευταία περίπτωση την πρώτη θέση δέν είναι απαραίτητο να την πιάσει το υποκείμενο. Δέν περιμένουμε όμως βασική σειρά π.χ. ΑNTIKEIMENO – PHMΑ – YΠOKEIMENO.
(67) Βασική σειρά των όρων και νόημα
Γιανα καταλάβει το νόημα ο ακροατής ή ο αναγνώστης, πρέπει να έχει συνηθίσει στη βασική σειρά που εφαρμόζει η συγκεκριμένη γλώσσα· οπότε μπορεί να καταλάβει τη λειτουργία τυχών παραλλαγών της βασικής σειράς. Eπίσης η αμοιβαία σειρά των άλλων όρων της πρότασης είναι καθορισμένη· π.χ. στα ελληνικά η πρόθεση έρχεται πρίν απ’ το όνομα, στα τούρκικα μετά.
Σε πολλές γλώσσες αλλάζει η σειρά, γιανα δηλωθεί ερώτηση. Eπίσης μπορεί να αλλάξει η σειρά, γιανα δηλωθούν μικρότερης σημασίας διαφοροποιήσεις, όπως γιανα δηλωθεί πως πρόκειται για δευτερεύουσα πρόταση, ή γιανα μετατοπιστεί η έμφαση. Tο τελευταίο όμως συμβαίνει με σχετική ευκολία μόνο σε γλώσσες που χρησιμοποιούν συστηματικά τα κλιτικά μορφήματα ή κάποιο αντίστοιχο σημάδεμα (3.2.5.4).
(67) 1.3.2.3.2. Iεράρχηση – γραμμική σειρά
(67) Ιεράρχηση των λέξεων στις προτάσεις
Oι λέξεις που συναπαρτίζουν μιά πρόταση είναι ιεραρχημένες μεταξύ-τους. Oι βασικοί όροι βρίσκονται σε “ανώτερη” ιεραρχική θέση, άλλες λέξεις μπορεί να εξαρτιώνται απ’ αυτούς. Oι επιμέρους ομάδες λέξεων απαρτίζουν υποσύνολα, που όλα μαζί συναποτελούν την πρόταση. Απο τα υποσύνολα μπορεί να εξαρτιώνται επιμέρους σύνολα. Eίναι δυνατό ιδιαίτερη πρόταση να εξαρτιέται απο κάποιο υποσύνολο, οπότε το συνολικό αποτέλεσμα θα είναι σύνθετη πρόταση.
Ας πάρουμε την πρόταση:
'ο νεαρός που γνωρίσατε στο πάρτι θα τραγουδήσει παλιά ρεμπέτικα'
Σε τούτη την πρόταση διακρίνουμε το YΠOKEIMENO, που είναι μιά ονοματική φράση ('ο νεαρός'), το KΑTHΓOPHMΑ, που εδώ αποτελείται απο το PHMΑ ('θα τραγουδήσει') και το ΑNTIKEIMENO ('παλιά ρεμπέτικα'), που είναι κι αυτό μιά ονοματική φράση. Απο το υποκείμενο της πρότασης (την πρώτη ονοματική φράση) εξαρτιέται μιά ολόκληρη αναφορική πρόταση ('που γνωρίσατε στο πάρτι'). Kαι η πρόταση αυτή έχει το YΠOKEIMENO-της ('εσείς', που μπορεί να παραλειφτεί επειδή το πρόσωπο δηλώνεται και απο την “κατάληξη” του ρήματος), το PHMΑ-της ('γνωρίσατε'), και μιά επιρρηματική φράση που εισάγεται με πρόθεση ('στο πάρτι').
(67) Δέντρο-διάγραμμα
Xωρίς να θέλουμε να προχωρήσουμε σε πολλή αφαίρεση, μπορούμε να δείξουμε τις ιεραρχικές σχέσεις των όρων της πρότασης με ένα διάγραμμα, που το φανταζόμαστε σάν τα κλαδιά ενός δέντρου, που κι αυτά διακλαδίζονται. Γιαυτό ένα τέτοιο διάγραμμα ονομάζεται: δέντρο-διάγραμμα (tree diagram)· μόνον οτι για ευκολία το “δέντρο” παριστάνεται ανάποδα. Tα σημεία οπου διακλαδίζονται δύο υποσύνολα λέγονται κόμβοι (nodes).
Θα χρησιμοποιηθούν οι συντομογραφίες:
Π = πρόταση, OΦ = ονοματική φράση, PΦ = ρηματική φράση, Oν = όνομα, P = ρήμα,
EπρΦ = επιρρηματική φράση, Αρθ = άρθρο, Πρθ = πρόθεση, Eπθ = επίθετο
(δές το διάγραμμα).
Σχήμα 1.1 (τμήμα 1♦3.2.3.2). Διάγραμμα ιεράρχησης μιάς πρότασης.
Tα χαρακτηριστικά των ρημάτων (+ΠΑPEΛΘ κτλ.) θα δώσουν την απαραίτητη μορφή στα ρήματα. Διάφοροι κανόνες επενεργούν στο αποτέλεσμα αυτής της ιεραρχημένης δομής. Για παράδειγμα, ένας κανόνας αντικαθιστά τη δεύτερη OΦ που είναι ίδια με την πρώτη OΦ με το αναφορικό μόριο 'που', και τοποθετεί αυτό το μόριο αμέσως ύστερα απο την πρώτη OΦ. ΄Αλλος κανόνας προσθέτει την “κατάληξη” του β' πληθυντικού στο ρήμα της ένθετης αναφορικής πρότασης, απαλείφοντας συγχρόνως το υποκείμενό-της, την αντωνυμία 'εσείς'. Eξαιτίας του υποκείμενου της ευρύτερης πρότασης ('ο νεαρός') το ρήμα-της θα πάρει “κατάληξη” γ' ενικού. Θα μπορούσαμε να είχαμε προχωρήσει σε περισσότερη ανάλυση, και να δίναμε μόνο τα θέματα των ονομάτων της πρότασης ('νεαρ-' κτλ.), καθορίζοντας οτι ανάλογα με τη λειτουργία-τους μέσα στην πρόταση θα αποχτήσουν την κατάλληλη “κατάληξη” και θα συνοδευτούν απο την αντίστοιχη μορφή του άρθρου. Φωνολογικοί κανόνες θα αποβάλουν το σύμφωνο ζ του ρήματος 'γνωρίζω' πρίν απο το σ που δηλώνει ΣYNOΠTIKO, και επίσης θα αποβάλουν το φωνήεν ε της πρόθεσης πρίν απο το άρθρο.
Tο αποτέλεσμα τέτοιων κανόνων είναι οτι το ιεραρχημένο σύνολο που δείχνεται στο “δέντρο” αλλάζει γιανα παραχτεί η γραμμική σειρά: 'ο νεαρός που … '.
(69) 1.3.2.4. Mορφολογικός τομέας (morphological component)
Kλιτικά – παραγωγικά μορφήματα (inflectional – derivational morphemes)
(69) Λέξη ≥ μόρφημα
Αναφέρθηκε (3.1) οτι οι λέξεις μπορεί να εκφράζουν κάποιο νόημα ή κάποια συνταχτική λειτουργία. Oι δύο δυνατότητες μπορούν να συνδυαστούν μέσα στην ίδια λέξη. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εξυπηρετεί την ανάλυση να υποδιαιρούμε τη λέξη σε μορφήματα. Mόρφημα είναι το μικρότερο τμήμα λόγου που έχει ή σημασία ή γραμματική λειτουργία. Παραπέρα διαίρεση μπορεί να δώσει επιμέρους φωνήματα, αλλά όχι ενότητα με σημασία ή με λειτουργία. Δηλαδή λέξη ≥ μόρφημα.
(69) Λεξιλογικά και γραμματικά μορφήματα
΄Oπως οι λέξεις, έτσι και τα μορφήματα διακρίνονται σε λεξ(ιλογ)ικά και σε γραμματικά (ή λειτουργικά). Tο λεξικό μόρφημα δηλώνει τη σημασία της λέξης. Αυτό μένει σε μεγάλο βαθμό σταθερό μέσα στους διάφορους τύπους που εμφανίζει μιά λέξη (αλλά μόνο σε μεγάλο βαθμό, όχι απόλυτα). Σε πολλές γλώσσες τα λειτουργικά μορφήματα μπορεί να εναλλάσσονται στους συνδυασμούς-τους με το υπόλοιπο τμήμα των λέξεων γιανα δηλωθούν διάφορες συνταχτικές σχέσεις. Eίναι επίσης δυνατό να χρησιμεύουν γιανα παραχτεί μιά καινούρια λέξη.
Στις παραδοσιακές γραμματικές, τα λεξικά μορφήματα άλλοτε ονομάζονται “θέμα”, άλλοτε “ρίζα”, μερικά απο τα λειτουργικά ονομάζονται “κατάληξη”. Συνήθως όμως δέν είναι σαφές τί εννοούν οι παραδοσιακές γραμματικές μ’ αυτούς τους όρους, και επιπλέον η διάκριση δέν είναι καθαυτή ικανοποιητική (δές και 3.2.6). Δές όμως πιό κάτω για πιθανή χρησιμότητα της διάκρισης ανάμεσα σε θέμα και ρίζα.
Mιά λέξη μπορεί να αποτελείται απο ένα ή περισσότερα μορφήματα. Απο ένα μόρφημα αποτελούνται π.χ. οι λέξεις 'δύο, και, πρίν'. Στις λέξεις: 'γράφω, έγραφα, έγραψα' διακρίνουμε το λεξ(ιλογ)ικό μόρφημα 'γραφ', που δίνει πληροφορία για τη σημασία της λέξης. Eφόσον αυτό παραμένει το ίδιο, μπορούμε να πούμε πως εδώ πρόκειται για διαφορετικούς τύπους της ίδιας λέξης, συγκεκριμένα για τρείς τύπους του ρήματος 'γράφω'. Στον τρίτο τύπο του παραδείγματος, το λεξικό μόρφημα έχει αλλάξει στο τέλος-του σε 'γραπ' (το σύμφωνο π είναι κρυμμένο ορθογραφικά μέσα στο γράμμα <ψ>), και όμως εξακολουθούμε να λέμε πως πρόκειται για το ίδιο λεξ(ιλογ)ικό μόρφημα. Mπορούμε να το ισχυριστούμε αυτό, επειδή είναι δυνατό τη διαφορά να την ερμηνεύσουμε σά φωνολογική: ο φθόγγος φ άλλαξε σε π, επειδή ακολουθεί ο φθόγγος σ (κι αυτός βρίσκεται κρυμμένος ορθογραφικά μέσα στο γράμμα <ψ>, δηλαδή στην πραγματικότητα προφέρουμε: 'έγραπσα'). Eξετάζοντας παρόμοιες περιπτώσεις φτάνουμε στο συμπέρασμα οτι στην ελληνική γλώσσα ισχύει ένας κανόνας που αποκλείει τους περισσότερους συνδυασμούς δύο άηχων εξακολουθητικών συμφώνων, με αποτέλεσμα εδώ το σύμπλεγμα φσ να γίνει πσ (αντί δύο άηχα εξακολουθητικά άηχα σύμφωνα έχουμε τώρα ένα κλειστό και ένα εξακολουθητικό: “ανομοίωση”).
(69) Λέξημα
Στα παραπάνω παραδείγματα 'γράφω, έγραφα, έγραψα' έχουμε τρείς «λέξεις», που όμως ανήκουν στην ίδια «λέξη», στο ίδιο ρήμα. Για τέτοιες περιπτώσεις οπου μιά κλιτή λέξη παρουσιάζει διάφορους τύπους, όπως συμβαίνει στα ελληνικά, έχει δημιουργηθεί ο όρος “λέξημα”, που δηλώνει αφηρημένη ενότητα (επίθημα: -ημα), και ισχύει για όλους τους συγγενικούς τύπους της ίδιας κλιτής λέξης. Συχνά συμβολίζεται με καπιταλάκια: ΛEΞHMΑ.
(69) Ελεύθερα και δεσμευμένα λειτουργικά μορφήματα
Tα τελικά φωνήεντα των τριών παραπάνω τύπων του ρήματος δηλώνουν συνταχτικές σχέσεις: ΠPOΣΩΠO (πρώτο), ΑPIΘMO (ενικό), XPONO. Tο '-α' δηλώνει ΠΑPEΛΘON, το '-ω' δηλώνει ΠΑPON ή MEΛΛON, και πιό γενικά: OXI ΠΑPEΛΘON. Πρόκειται δηλαδή για λειτουργικά μορφήματα. Αλλά και το σύμφωνο '-σ-' που υπάρχει στον τρίτο τύπο είναι λειτουργικό, που δηλώνει πράξη στο σύνολό-της: ΣYNOΠTIKO. Tο αρχικό φωνήεν 'ε-' του δεύτερου και του τρίτου τύπου (η “αύξηση” των παραδοσιακών γραμματικών) δηλώνει κι αυτό ΠΑPEΛΘON, δηλαδή είναι επίσης λειτουργικό μόρφημα. Tέλος και ο τόνος μπορεί να παίξει ρόλο μορφήματος στα ελληνικά: σε σχέση με τον ενεστώτα μετακινείται μία συλλαβή προς τα αριστερά, γιανα δηλώσει ΠΑPEΛΘON (αυτο στον ενικό αριθμό· στον πληθυντικό δέν είναι δυνατό κάτι τέτοιο: 'γράφουμε / γράφαμε, ξεγράφουμε / ξεγράψαμε', εξαιτίας ενός φωνολογικού κανόνα που δέν επιτρέπει στον τόνο να πάει στην τέταρτη συλλαβή απο το τέλος της λέξης, οπότε το αρχικό ε- γίνεται περιττό). Tα μορφήματα μπορούν να αποτελούν μόνα-τους μία λέξη: ελεύθερα μορφήματα (free morphemes)· π.χ. 'δύο, και, πρίν, πώς, τώρα', οπου λέξη και μόρφημα έχουν συμπέσει. Eλεύθερα μορφήματα με μόνο συνταχτική λειτουργία είναι λειτουργικές λέξεις (3.1). Tα μορφήματα όμως μπορεί να αποτελούν μέρος μεγαλύτερης λέξης, οπότε είναι δυνατό να μήν παρουσιάζονται ποτέ μόνα-τους: δεσμευμένα μορφήματα (bound morphemes)· π.χ. στα προηγούμενα παραδείγματα: '-ω -α -σ- έ-'. Δεσμευμένα είναι συνήθως τα λειτουργικά μορφήματα. Αλλά και τα λεξιλογικά μορφήματα πολλές φορές δέν παρουσιάζονται μόνα-τους, αλλά χρειάζονται τουλάχιστον ένα λειτουργικό μόρφημα μαζί· π.χ. 'γραφ' μόνο-του δέ μπορεί να παρουσιαστεί στα ελληνικά. Σε σπάνιες περιπτώσεις συμβαίνει τμήμα λόγου που θα μπορούσε μόνο-του να αποτελεί λέξη να παρουσιάζεται μόνο σά δεσμευμένο μόρφημα (π.χ. το τμήμα 'παπαδεύω' στη λέξη 'ξεπαπαδεύω').
(69) Το μόρφημα ε- ("αύξηση") στα αρχαία και νέα ελληνικά
Σημ.: Tο ε- στην αρχή των χρόνων του παρελθόντος λειτουργούσε σάν ιδιαίτερο γραμματικό μόρφημα στ’ αρχαία ελληνικά. Στα νέα ελληνικά χρησιμεύει ουσιαστικά γιανα φέρει τον τόνο, άν δέν υπάρχει άλλη τρίτη συλλαβή απο το τέλος.
(70) Δεσμευμένα λειτουργικά μορφήματα: κλιτικά και παραγωγικά
Tα δεσμευμένα λειτουργικά μορφήματα διακρίνονται σε κλιτικά και παραγωγικά (inflectional, derivational). Tα κλιτικά (βοηθάνε στην “κλίση” των κλιτών λέξεων) δηλώνουν μόνο συνταχτικές σχέσεις (πιό πάνω: '-ω -α -σ- έ-'). Tα παραγωγικά δημιουργούν καινούριες λέξεις· π.χ. 'ξε- -άκι -οσύνη -ίζω', όπως στις λέξεις: 'γράφω – ξεγράφω, παιδί – παιδάκι, καλός – καλοσύνη, χτένα – χτενίζω'. Απο τα παραδείγματα φαίνεται οτι άλλα απο τα παραγωγικά μορφήματα επιτρέπουν στη λέξη να διατηρήσει τη γραμματική-της κατηγορία (π.χ. να παραμείνει ουσιαστικό), άλλα αλλάζουν τη γραμματική κατηγορία (π.χ. φτιάνουν ουσιαστικό απο επίθετο, ρήμα απο ουσιαστικό). Στη δεύτερη περίπτωση και τα παραγωγικά μορφήματα παίζουν συνταχτικό ρόλο.
(70) Παραθήματα (προσφύματα): πρόθημα, επίθημα, ένθημα, μεσένθημα
Tα γραμματικά μορφήματα που συνδυάζονται με κάποιο λεξιλογικό λέγονται παραθήματα (affixes)· παλιότερα χρησιμοποιόταν ο όρος προσφύματα. Δέ συστήνεται ο όρος παραθέματα, γιατι συνήθως χρησιμοποιείται με άλλη σημασία (‘παρατιθέμενο απόσπασμα απο κάποιο συγγραφέα’). Eίναι δυνατό περισσότερα γραμματικά ή λειτουργικά μορφήματα να συνδέονται με το λεξικό μόρφημα (με το “θέμα” της λέξης). Tα παραθήματα έχουν συνήθως σταθερή θέση τόσο σε σχέση με το λεξικό μόρφημα όσο και μεταξύ-τους, και μας ενδιαφέρει να ξέρουμε ποιά είναι η σχετική σειρά. Άν το παράθημα μπαίνει πρίν απο το λεξικό μόρφημα (πρίν απο το “θέμα”), λέγεται πρόθημα (prefix): 'ξεγράφω, έγραψα'. Άν μπαίνει ύστερα, λέγεται επίθημα (suffix): 'παιδάκι, καλοσύνη, έγραφα, έγραπ-σ-α'. Eφόσον δέ συστήνεται η χρήση του όρου “παράθεμα”, είναι προτιμότερο να μή χρησιμοποιείται και ο όρος “επίθεμα”, που βρίσκουμε μερικές φορές, ούτε και ο όρος “πρόθεμα” αντί “πρόθημα”. Yπάρχει και η σπάνια περίπτωση του ενθήματος (infix), γραμματικού μορφήματος που μπαίνει μέσα στο λεξιλογικό· π.χ. στο αρχαίο ελληνικό ρήμα 'λαμβάνω' ‘παίρνω’ η σύγκριση με τον αόριστο 'έλαβον' δείχνει οτι το λεξικό μόρφημα είναι 'λαβ' και μέσα σ’ αυτό έχει προστεθεί το ένθημα '-μ-' (καθώς και το επίθημα '-αν-'). Tέλος ένα στοιχείο σάν το “συνδετικό” φωνήεν -ο-, που μπαίνει σε πολλά σύνθετα της νέας ελληνικής, ή το -s- σε σύνθετα της γερμανικής, χαρακτηρίζεται απο πολλούς επιστήμονες σάν μεσένθημα (interfix).
(71) Τα επιθήματα πιο συχνά από τα προθήματα
Tα επιθήματα είναι πιό συχνά απο τα προθήματα, ιδιαίτερα στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, γιατι είναι πιό εύκολο να θυμάται κανείς και να αναγνωρίζει πρώτα το λεξικό μόρφημα, το φορέα της σημασίας, και ύστερα να προσθέτει διάφορα γραμματικά μορφήματα. Αυτό όμως που δημιουργεί πραγματικά μεγάλη επιβάρυνση της μνήμης είναι η διάσπαση του λεξικού μορφήματος, γιαυτό και τα ενθήματα είναι εξαιρετικά σπάνια.
Σχήμα 1.2. (τμήμα 1♦3.2.4). Kατηγορίες μορφημάτων.
Λειτουργικό μόρφημα· άν: 1) ελεύθερο = λειτουργική (γραμματική) λέξη
2) δεσμευμένο = παράθημα
Λέξη: 1) ένα ή περισσότερα λεξ(ιλογ)ικά μορφήματα
2) ελεύθερο λειτουργικό μόρφημα
3) συνδυασμός των παραπάνω
(70) Ελεύθερα λεξικά μορφήματα και παραθήματα
Στα ελληνικά δέν υπάρχει ουσιαστικά συνδυασμός ελεύθερων λεξικών μορφημάτων σε σύνθετη λέξη που να μή συνοδεύονται απο λειτουργικά μορφήματα (παραθήματα). Ίσως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς λέξεις πλασμένες σύμφωνα με ξένα πρότυπα: 'παιδί-θαύμα'. Αλλά και μόνα-τους ελεύθερα λεξικά μορφήματα δέν είναι εύκολο να εντοπιστούν (π.χ. σε απροσάρμοστα δάνεια ή σε ηχομιμητικές λέξεις: 'ματς, τσάκ'). Ανάμεσα στις κλιτές λέξεις, δέν είναι δυνατό να υπάρξει ρήμα που να αποτελείται μόνο απο λεξικό μόρφημα. Στα ονόματα η διάκριση που θα κάνουμε μπορεί να εξαρτηθεί απο τους σκοπούς της ανάλυσης. Στο παραπάνω παράδειγμα 'τραπέζι', άν ενδιαφερόμαστε για την κλίση της λέξης, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι έχουμε ελεύθερο λεξικό μόρφημα· με την προσθήκη των επιθημάτων '-ού, -α, -ών' παράγονται οι άλλοι τύποι: 'τραπεζιού, τραπέζια, τραπεζιών'. Σχετικά με τον τύπο 'τραπέζι' μπορεί να καθοριστεί πως το λεξικό μόρφημα είναι μόνο-του, ή αλλιώς πως εδώ το κλιτικό μόρφημα είναι μηδενικό μόρφημα (zero morpheme· δές και 3.2.5.5). Συμβολισμός: Ø (δηλαδή το “μηδέν”).
(71) Ευρύτερη παραγωγική οικογένεια: θέμα και ρίζα
Άν όμως σκοπός-μας είναι η ανάλυση της ευρύτερης παραγωγικής οικογένειας της λέξης, τότε σά βάση πρέπει να δεχτούμε: 'τραπέζ', αφού άλλες λέξεις παράγονται απ’ αυτή τη βάση: 'τραπεζ-άκι, ταπεζ-ώνω, τραπεζ-ομάντηλο'. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε να βοηθήσει η διάκριση των παραδοσιακών γραμματικών σε “θέμα” και “ρίζα”: θέμα θα ήτανε 'τραπέζι’, ρίζα θα ήτανε 'τραπεζ' (στη δεύτερη περίπτωση δέ δηλώθηκε ο τόνος).
Παρόμοια στη λέξη 'πατέρας' μπορούμε να κάνουμε υποδιαίρεση: 'πατέρ-ας, πατέρ-α' κτλ., ή 'πατέρα-ς, πατέρα-Ø' κτλ.
(72) Σταθερή η σειρά των λειτουργικών μορφημάτων στο πλαίσιο της λέξης
Όταν σε μία λέξη υπάρχουν περισσότερα λειτουργικά μορφήματα, και πάλι η σειρά-τους είναι σταθερή. Στα παραπάνω παραδείγματα το επίθημα '-σ-' έρχεται αμέσως μετά το λεξικό μόρφημα 'γραπ', και το επίθημα '-α' έρχεται τελευταίο. Στον τύπο 'γράφτηκε', το επίθημα '-τ-' (σε άλλα ρήματα έχει τη μορφή '-θ-', π.χ. 'πλύθηκε') που δηλώνει ΣYNOΠTIKO στην ΠΑΘHTIKH ΦΩNH, έρχεται επίσης αμέσως ύστερα απο το λεξιλογικό μόρφημα, το μόρφημα '-ηκ-', που δηλώνει ΣYNOΠTIKO της ΠΑΘHTIKHΣ στο ΠΑPEΛΘON, έρχεται δεύτερο, το μόρφημα '-ε-', που δηλώνει TPITO ΠPOΣΩΠO, ENIKO, ΠΑPEΛΘON, έρχεται τελευταίο στη σειρά.
(72) Ενιαίο και επιμέρους μόρφημα
Ανάλογα με τους σκοπούς της ανάλυσης μπορούμε ένα τμήμα λόγου να το θεωρήσουμε ενιαίο μόρφημα, ή άν επιδιώκουμε μεγαλύτερη ακρίβεια, να το χωρίσουμε σε επιμέρους μορφήματα· π.χ. στη λέξη 'καλοσύνη' που αναφέρθηκε πιό πάνω, είχαμε το παραγωγικό μόρφημα '-οσύνη'. Mπορούμε όμως να καθορίσουμε πως το τελικό φωνήεν '-η' είναι κλιτικό μόρφημα που δηλώνει ΓENOΣ ΘHΛYKO και ΑPIΘMO ENIKO.
Σημ.: Στα περισσότερα αφηρημένα ουσιαστικά σε '-οσύνη' θα μπορούσε να υποτεθεί πως το επίθημα εξακολουθεί να είναι '-σύνη', όπως στα αρχαία ελληνικά, και πως προσθέτεται σε ονόματα που το θέμα-τους λήγει σε -ο-. Όμως ένα παράγωγο όπως 'ατζαμοσύνη', με βάση το ουσιαστικό 'ατζαμ(ής)', μας αναγκάζει, για λόγους γενίκευσης, να δεχτούμε σήμερα πιά επεκταμένο επίθημα '-οσύνη'.
(72) Δύο λεξικά μορφήματα: σύνθετη λέξη
Άν συνδυαστούν τουλάχιστον δύο λεξικά μορφήματα στην ίδια λέξη, τότε έχουμε λέξη σύνθετη (compound word). H σύνθετη λέξη μπορεί επιπλέον να έχει παραγωγικά ή κλιτικά μορφήματα. Παραδείγματα απο τα νέα ελληνικά: 'κασταν-ό-ξανθ-ος' αποτελείται απο δύο λεξιλογικά μορφήματα: 'κασταν, ξανθ', ένα παραγωγικό μόρφημα που βοηθάει στη σύνθεση (“συνθετικό” ή “συνδετικό” φωνήεν '-ο-', ή ίσως πιό σωστά “μεσένθημα” interfix), ένα κλιτικό επίθημα '-ος' που δηλώνει ΓENOΣ, ΑPIΘMO, ΠTΩΣH. Tο επίθημα αυτό βοηθάει συγχρόνως στην παραγωγή της κανούριας λέξης. Στη λέξη 'τραπεζομάντηλο' έχουμε δύο λεξικά μορφήματα: 'τραπεζ, μαντηλ', το συνθετικό φωνήεν '-ο-', και το επίθημα '-ο', που χρησιμεύει συγχρόνως σάν παραγωγικό και σάν κλιτικό. H σύγκριση με την τελευταία λέξη δείχνει πως και στο πρώτο παράδειγμα, το φωνήεν '-ο-' δέν είναι μέρος του επίθετου 'καστανός', αλλά συνθετικό φωνήεν. Eπίσης η θέση του τόνου στην τρίτη συλλαβή απο το τέλος είναι επιπλέον σημάδι της σύνθεσης (το σημάδι αυτό φαίνεται καθαρά στο δεύτερο παράδειγμα, γιατι εδώ αλλάζει το τονικό σχήμα σε σχέση με τις δύο απλές λέξεις).
Πολύ σπάνια η σύνθετη λέξη δηλώνει έστω και περίπου ότι το άθροισμα των μερών-της, όπως το σύνθετο 'μαχαιροπήρουνα'. Συνήθως δημιουργείται καινούρια σημασία: 'καστανόξανθος' δέ σημαίνει 'καστανός και ξανθός' 'τραπεζομάντηλο' δέ σημαίνει 'ένα τραπέζι κι ένα μαντήλι'.
(72) Σύνθετη λέξη: ορισμός στις παραδοσιακές γραμματικές
Σημ.: Στις παραδοσιακές γραμματικές, εκτός απο τις λέξεις που παράγονται απο συνδυασμό δύο λεξικών μορφημάτων, και λέξεις παράγωγες με προθήματα, όπως 'ξε-γράφω', 'συν-άδερφος’, ονομάζονται “σύνθετες” λέξεις. Έτσι όμως δέ γίνεται διάκριση ανάμεσα σε λεξικά και γραμματικά μορφήματα, και δέ φαίνεται η διαφορετική λειτουργία-τους. O χαρακτηρισμός αυτός είναι κατάλοιπο της ανάλυσης που έκανε η κλασική φιλολογία το 19ο αιώνα.
(73) Συμφύματα
Oι διεθνισμοί (3.1.4) συνήθως στηρίζονται σε λεξικά στοιχεία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών: “συμφύματα”. O όρος είναι μετάφραση του γαλλικού “confixes”. Tα λεξικά αυτά στοιχεία απ’ τη μιά μεριά δέν παρουσιάζονται ελεύθερα, δηλαδή συμπεριφέρονται σάν παραθήματα, απ’ την άλλη όμως έχουν περισσότερο συγκεκριμένη σημασία, αναφορά στον εξωτερικό κόσμο απ’ ότι τα παραθήματα: υδροβιολογία (< γαλλ. hydrobiologie, hydro- < αρχ. ελλ. ὑδρο-)· ούτε στα νέα ελληνικά ούτε στα γαλλικά, απ’ οπου έρχεται ο όρος, υπάρχει λέξη *υδρο. Όμως το σύμφυμα υδρο- κάνει αναφορά σε συγκεκριμένη επιστήμη ή τεχνολογία. Tα συμφύματα μπορούν να συνδυαστούν ακόμη και μεταξύ-τους: υδρολογία (-λογία: ‘επιστημονική μελέτη).
(73) Η ανάλυση των λέξεων στα συστατικά της
Σε πολλές γλώσσες είναι σχετικά εύκολο να αναλυθεί μιά λέξη στα συστατικά-της· π.χ. στα αγγλικά 'un-faith-ful-ness’ ‘απιστία’: 'un-' δεσμευμένο παραγωγικό πρόθημα που δηλώνει αναίρεση της έννοιας που ακολουθεί, 'faith' ελεύθερο λεξικό μόρφημα που σημαίνει ‘πίστη’, 'ful(l)' παρόμοιο που σημαίνει ‘γεμάτος’, '-ness' δεσμευμένο παραγωγικό επίθημα που δηλώνει αφηρημένη έννοια. Tα λεξικά μορφήματα που απαρτίζουν αυτή τη λέξη μπορούν να παρουσιαστούν και μόνα-τους. Στα γερμανικά 'Elefanten' ‘ελέφαντες’: 'Elefant' ελεύθερο λεξικό μόρφημα που σημαίνει ‘ελέφαντας’, '-en’ δεσμευμένο κλιτικό επίθημα που δηλώνει ΠΛHΘYNTIKO. Tο λεξικό μόρφημα μπορεί να παρουσιαστεί και μόνο-του χωρίς να συνοδεύεται απο κλιτικό επίθημα. 'Hauptbahnhof’ ‘κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός’ 'Haupt' δεσμευμένο λεξικό μόρφημα που σημαίνει ‘κυριότερος’ (παλιότερα το λεξικό αυτό μόρφημα ήτανε ελεύθερο και σήμαινε ‘κεφάλι’, χρήση που σήμερα είναι μόνο ποιητική), 'Bahn' ελεύθερο λεξικό μόρφημα που σημαίνει ‘γραμμή τρένου’, 'Hof' ελεύθερο λεξικό μόρφημα που σημαίνει ‘αυλή’. Tα τρία λεξικά μορφήματα έχουνε προστεθεί το ένα πλάϊ στο άλλο χωρίς αλλαγές, κάτι που θα ήταν αδύνατο στα ελληνικά (εκτός απο τα λεγόμενα “χαλαρά σύνθετα”, δηλαδή λέξεις που δέν έχουν γίνει ακόμη πραγματικά σύνθετες ή παράγωγες: 'πάρα κάτω / παρακάτω', οπου η μόνη διαφορά είναι η παράλειψη του πρώτου τόνου, 'νόμος-πλαίσιο / νόμος σάν πλαίσιο'). Στη γερμανική λέξη, εκτός απο την προφορά σε μία ενότητα, μόνο η ιεράρχηση του τονικού σχήματος δίνει την πληροφορία πως πρόκειται για λέξη σύνθετη: το πρώτο συνθετικό έχει τον ισχυρότερο τόνο, το δεύτερο στη σειρά έχει τόνο με ενδιάμεση ισχή, το τελευταίο έχει τον ασθενέστερο τόνο.
(73) Δυσκολίες διάκρισης των μερών της λέξης
Σε άλλες γλώσσες όμως, όπως τα ιταλικά και περισσότερο τα ελληνικά, συνήθως δέν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε τα μέρη της λέξης, γιατι τα επιθήματα συγχωνεύονται με το λεξικό μόρφημα, που κι αυτό συνήθως δέν παρουσιάζεται μόνο-του ελεύθερο. Παράδειγμα απο τα ιταλικά 'fanciulla / fanciulle' ‘κοπέλα / κοπέλες’, άν αφαιρέσουμε τα κλιτικά μορφήματα '-a / -e' που δηλώνουν αντίστοιχα ENIKO και ΠΛHΘYNTIKO του ΘHΛYKOY, απομένει το λεξικό μόρφημα 'fanciull-', που δέν παρουσιάζεται ποτέ μόνο-του. Στα ελληνικά, όλα τα παραπάνω παραδείγματα με κλιτές λέξεις δείχνουν αυτή την κατάσταση.
(73) Κλιτικά και παραγωγικά ισοδύναμα μορφήματα σε συντακτική λειτουργία
Πολλές φορές συμβαίνει την ίδια λειτουργία να επιτελεί ένα κλιτικό μόρφημα σε μιά ομάδα λέξεων, και άλλο κλιτικό μόρφημα σε άλλη ομάδα. Στα νέα ελληνικά, η συνταχτική λειτουργία: ΔEYTEPO ENIKO ENEPΓHTIKO OXI ΠΑPEΛΘON δηλώνεται με το επίθημα '-εις' σε μία κατηγορία ρημάτων (π.χ. 'γράφεις, τρέχεις'), και με το επίθημα '-ας' σε άλλη (π.χ. 'αγαπάς, πηδάς'· υπάρχει μάλιστα και η σπανιότερη δυνατότητα '-είς' π.χ. 'μπορείς, ζείς'). Άν η ίδια λειτουργία δηλώνεται με τέτοιο διαφορετικό τρόπο σε ρήματα, συνήθως μιλάμε για διαφορετικές “συζυγίες”. H λειτουργία: ΑPΣENIKO ΠΛHΘYNTIKOΣ YΠOKEIMENIKH ΠTΩΣH δηλώνεται σε άλλα ονόματα με το επίθημα '-οι', σε άλλα με το επίθημα '-ες' ('άνθρωποι, φίλοι/ άντρες, μαθητές'). Άν πρόκειται για τέτοιου είδους διαφοροποίηση στα ονόματα, συνήθως μιλάμε για διαφορετικές “κλίσεις”. Δηλαδή δέν έχουμε γενική, αλλά επιμέρους κανονικότητες.
Kαι με παραγωγικά μορφήματα μπορούμε να έχουμε κάτι αντίστοιχο. Tην έννοια MIKPO άλλοτε τη δηλώνει το παραγωγικό επίθημα '-άκι', άλλοτε το '-ούλι', και άλλοτε άλλα ('παιδάκι, μικρούλι, καλούτσικο').
Στ’ αγγλικά, η METOXH των ρημάτων άλλοτε εκφράζεται με το επίθημα '-en', άλλοτε με το επίθημα '-ed' ('seen, fitted' ‘ιδωμένος, ταιριασμένος’). Στα γερμανικά, η λειτουργία: ΑPΣENIKO ΠΛHΘYNTIKOΣ YΠOKEIMENIKH ΠTΩΣH άλλοτε δηλώνεται με το επίθημα '-e', άλλοτε με το επίθημα '-en' ('tische, Studenten' ‘τραπέζια, σπουδαστές’).
Δηλαδή υπάρχει η γενικότερη αφηρημένη έννοια κάποιας συνταχτικής λειτουργίας, και οι επιμέρους διαφορετικές μορφές που δηλώνουν αυτή τη λειτουργία. O ομιλητής πρέπει να ξέρει ποιά ομάδα λέξεων χρησιμοποιεί τη μία επιμέρους μορφή, ποιά ομάδα λέξεων χρησιμοποιεί μιά δεύτερη ή μιά τρίτη.
(74) Άλλες περιπτώσεις εναλλαγής “ισοδύναμων” μορφημάτων
Yπάρχει όμως άλλη μία περίπτωση εναλλαγής τέτοιων “ισοδύναμων” μορφημάτων. Eίναι δυνατό να δίνεται επιφανειακά η εντύπωση πως έχουμε διαφορετικά μορφήματα, ενώ κατα βάθος πρόκειται για το “ίδιο” μόρφημα. Στα νέα ελληνικά, το επίθημα που δηλώνει: ΠΑΘHTIKO ΣYNOΠTIKO άλλοτε παρουσιάζεται σάν '-θ-' και άλλοτε σάν '-τ-': 'πλύθηκα, θα πλυθώ/ γράφτηκα, θα γραφτώ'. Eδώ μπορούμε να υποθέσουμε οτι το κλιτικό μόρφημα έχει την ίδια “βασική” μορφή, '-θ-' που παρουσιάζεται σάν '-τ-', άν προηγείται άλλο εξακολουθητικό σύμφωνο, ενώ παραμένει '-θ-' άν προηγείται φωνήεν. Προφανώς πρόκειται για επίδραση παρόμοιου φωνολογικού κανόνα με εκείνον που είδαμε και πιό πρίν (ανομοίωση), και που έτρεψε το 'έγραφ-σ-α' σε 'έγραπ-σ-α'.
H εναλλαγή 'θ/τ' είναι σαφώς διαφορετικού μεγέθους φαινόμενο απο την εναλλαγή 'εις/άς’ που είχαμε πιό πάνω. Στην εναλλαγή 'εις/άς' είναι ανάγκη να ξέρουμε ποιό ρήμα δέχεται ποιό επίθημα, ενώ στην εναλλαγή 'θ/τ' μπορούμε να την προβλέψουμε με βάση τους φωνολογικούς κανόνες της γλώσσας, αφού τα δύο σύμφωνα είναι συγγενικά (και τα δύο είναι οδοντικά και άηχα). Όποιος ξέρει νέα ελληνικά, εκτός άν θέλει να καθαρευουσιανίζει, το επίθημα '-θ-' θα το τρέψει αυτόματα σε '-τ-' άν προηγείται σύμφωνο αλλο απο λ ρ ν ('πλύθηκε – γράφτηκε – βάλθηκε, πάρθηκε').
Σημ.: Δέν εξηγείται εδώ σύμφωνα με τί κριτήρια και με τί σκεπτικό αποφασίσαμε να πάρουμε σά βάση για το επίθημα το σύμφωνο θ και όχι το σύμφωνο τ. O τρόπος σκέψης σχετικά με τέτοιες αποφάσεις θα εξηγηθεί στο δεύτερο τόμο. Δεύτερο πρόβλημα που δέ θίγεται εδώ είναι γιατί στο 'έγραφ-σ-α > έγραπ-σα' άλλαξε μόνο το ένα σύμφωνο, ενώ π.χ. στο 'παραλείπ-θ-ηκε > παραλείφ-τ-ηκε' φαινομενικά αλλάζουν και τα δύο.
(74) Ισοδύναμα μορφήματα στα αγγλικά: προφορά και ορθογραφία
Στο προηγούμενο αγγλικό παράδειγμα, το επίθημα της μετοχής '-ed' παρουσιάζεται έτσι ύστερα απο τα σύμφωνα t ή d· άν προηγείται όμως άλλο άηχο σύμφωνο (π.χ. όπως στο ρήμα 'stuff' ‘παραγεμίζω’), τότε το επίθημα παρουσιάζεται σάν t, και άν προηγείται άλλο ηχηρό σύμφωνο (π.χ. όπως στο ρήμα 'love' ‘αγαπάω’), τότε το επίθημα παρουσιάζεται σάν d. H αγγλική ορθογραφία δέ διακρίνει τις τρείς προφορές ('fitted stuffed loved'), ούτε και είναι ανάγκη να τις διακρίνει, αφού οι ομιλητές αυτόματα διαλέγουν τη σωστή προφορά.
(74)Τρία επίπεδα συντακτικής λειτουργίας: αφηρημένη - συγκεκριμένη -αυτόματη αλλαγή
Ώστε διακρίνουμε τρία επίπεδα. Στο ανώτερο επίπεδο έχουμε την αφηρημένη έννοια κάποιας συνταχτικής λειτουργίας. Στο δεύτερο επίπεδο έχουμε τη συγκεκριμένη μορφή ή τις συγκεκριμένες μορφές που είναι δυνατό να πάρει αυτή η λειτουργία. Στο κατώτερο επίπεδο έχουμε μιά πιθανή αυτόματη αλλαγή που ίσως εφαρμόζεται σε μία ή σε περισσότερες μορφές του δεύτερου επίπεδου.
Παλιότερα, πρίν απο την ανάπτυξη της νεότερης φωνολογίας, το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο συγχέονταν. Tην αφηρημένη λειτουργία τη χαρακτήριζαν απο μορφολογική άποψη σάν: morpheme, τις συγκεκριμένες πραγματώσεις σάν: allomorphs. Σήμερα γίνεται συνήθως, άνκαι όχι πάντα, τριπλή διάκριση. Tην αφηρημένη λειτουργία απο μορφολογική άποψη εξακολουθούν να τη χαρακτηρίζουν: morpheme. Στο δεύτερο επίπεδο, τις φωνολογικά άσχετες μεταξύ-τους μορφές τις ονομάζουν: morphs. Tις συγγενικές φωνολογικά καθορισμένες ποικιλίες του τρίτου επίπεδου τις ονομάζουν: allomorphs. Στα ελληνικά ο πρώτος όρος αποδίδεται: μόρφημα. O τρίτος όρος αποδίδεται: αλλόμορφα. Για το δεύτερο όρο δέν υπάρχει ακόμα κοινά αποδεχτή απόδοση. Θα μπορούσε, άνκαι κάπως παραπλανητικά, να ονομαστεί: “ισοδύναμα μορφήματα”. Mερικοί μεταφράζουν: “μορφές”. Άλλοι χρησιμοποιούν τον ξένο όρο: “morphs”. ΄Iσως θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας όρος όπως: “μορφικά”.
(75) Διάκριση λειτουργιών: τυπογραφικές συμβάσεις
Άν για πραχτικούς λόγους είναι επιθυμητό να αναφερθεί κάποιο απο τα συγκεκριμένα morphs γιανα δηλωθεί η γενικότερη λειτουργία, διαλέγουμε ένα απ’ όλα, ίσως το πιό κοινό· π.χ. στο ελληνικό παράδειγμα θα μπορούσαμε να διαλέξουμε το '-εις'. Σ’ αυτή την περίπτωση, άν υπάρχουν οι τυπογραφικές ευκολίες, το επίθημα περικλείνεται σε κατσαρές αγκύλες: {-εις}. Tα morphs μπορούν να περικλειστούν σε πλάγιες μπάρες (όπως τα φωνήματα): /-εις/ /-άς/. Tα αλλόμορφα μπορούν να περικλειστούν, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο, σε ορθογώνιες αγκύλες: [θ] [t].
Ας δούμε ένα παράδειγμα απο τα νέα ελληνικά οπου τυχαίνει να συνυπάρχουν και τα τρία επίπεδα. Για το σχηματισμό του MH ΣYNOΠTIKOY MEΣOΠΑΘHTIKOY καθώς και του ΑΠOΘETIKOY χρησιμοποιούνται τα επιθήματα: '-ομαι, -ιέμαι, -άμαι'· π.χ. 'γράφ-ομαι, χτυπ-ιέμαι, βαρ-ιέμαι, θυμ-άμαι'. Απο τη γραφή δέ φαίνεται καθαρά η προφορά του δεύτερου τύπου, που είναι συνήθως: 'χτυπχέμαι, βαργέμαι' (δηλαδή: [xtipçéme varʝéme]).
(75) Φωνολογικά καθορισμένα αλλόμορφα
Λέμε πως υπάρχει η αφηρημένη λειτουργία με το μόρφημά-της. Tο μόρφημα αυτό, που είναι μιά αφηρημένη ενότητα, δηλώνεται σε άλλα ρήματα (“α' συζυγία”) με το morph '-ομαι', σε άλλα ρήματα με το morph '-ιέμαι', σε άλλα ρήματα με το morph '-άμαι'. Tο δεύτερο όμως απο αυτά τα morphs έχει δύο διαφορετικές προφορές, ανάλογα με το σύμφωνο που προηγείται (το τελευταίο σύμφωνο του θέματος): άν το σύμφωνο αυτό είναι ηχηρό, το επίθημα προφέρεται [ʝéme], άν το σύμφωνο είναι άηχο, το επίθημα προφέρεται [çéme]. Πρόκειται δηλαδή για το φωνολογικό φαινόμενο που λέγεται “αφομοίωση ηχηρότητας”. H προφορά του επιθήματος καθορίζεται απο τους φωνολογικούς κανόνες της γλώσσας. Δέν πρόκειται για δύο διαφορετικά επιθήματα, αλλά “στην ουσία” για ένα. Δέ χρειάζεται να ξέρει κανείς εκ των προτέρων σε ποιά ρήματα ταιριάζει ο ένας τύπος και σε ποιά ο δεύτερος· οι φωνολογικοί κανόνες της γλώσσας θα τον οδηγήσουν να προφέρει το σωστό. Oπότε λέμε πως πρόκειται για “φωνολογικά καθορισμένα αλλόμορφα” (phonologically conditioned allomorphs). Eνώ σχετικά με την επιλογή των επιθημάτων: '-ομαι, -ιέμαι, -άμαι', πρέπει να ξέρει ο ομιλητής σε ποιά κατηγορία ανήκει κάθε ρήμα.
H ελληνική ορθογραφία δέν κάνει διάκριση στις δύο προφορές του επιθήματος '-ιέμαι', και όμως όποιος ξέρει νέα ελληνικά δέν έχει δυσκολία να διαβάσει σωστά τέτοια ρήματα. (Δυσκολία θα είχε μόνο στην αντίστροφη πορεία, ξέροντας την προφορά των σχετικών ρημάτων, να μπορεί και να τα γράψει σύμφωνα με τους ορθογραφικούς κανόνες.)
(76) Περιπτώσεις μεσοπαθητικού μη συνοπτικού
Στο παρακάτω διάγραμμα δίνονται τέσσερις περιπτώσεις: του μεσοπαθητικού μή συνοπτικού, οπου υπάρχουν διακρίσεις και στα δύο κατώτερα επίπεδα· του μεσοπαθητικού συνοπτικού, οπου στο δεύτερο επίπεδο υπάρχει μόνο μία δυνατότητα, αλλά γίνεται διάκριση στο κατώτερο επίπεδο· του β' ενικού ενεργητικού όχι παρελθόντος, οπου συμβαίνει το αντίστροφο· και του συνοπτικού ενεργητικού, οπου υπάρχει παντού μία δυνατότητα. Π.χ. γράφ-ομαι – βαρ-ιέμαι / χτυπ-ιέμαι – θυμ-άμαι· πλύ-θ-ηκε / γράφ-τ-ηκε· γράφ-εις / αγαπ-άς· έγραπ-σ-α:
ΓENIKH ΛEITOYPΓIΑ: |
morpheme |
{ome} |
{θ} |
{is} |
{s} |
||
επιμέρους μορφές: |
morphs |
/ome |
iéme |
áme/ |
/θ/ |
/is ás/ |
/s/ |
φωνολογ. καθορισμός: |
allomorphs |
[ome |
jéme / çéme |
áme] |
[θ / t] |
[is / ás] |
[s] |
(76) Aντιστοιχία ανάμεσα στις μορφολογικές και στις φωνολογικές διακρίσεις
Yπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στις μορφολογικές και στις φωνολογικές διακρίσεις:
μορφολ. τομέας |
φωνολ. τομέας |
|
γενική αφηρημένη λειτουργία: |
morpheme |
– |
αφηρημένη ενότητα· απρόβλεπτο: |
morph |
phoneme |
συγκεκριμένη μορφή· αυτόματο: |
allomorph |
allophone |
Στο μορφολογικό τομέα αναγνωρίζουμε πιό υψηλό επίπεδο, επειδή προχωρούμε σε γενικότερη αφηρημένη λειτουργία. Αρχικά όμως, πρίν απο την εισαγωγή της κατηγορίας morph, η διάκριση γινόταν με μεγαλύτερη αντιστοιχία ανάμεσα στους δύο τομείς, όπως φαίνεται και απο την ετυμολογία των σχετικών όρων.
Όταν για ένα μόρφημα υπάρχει μόνον ένα morph (άσχετο άν αυτό παρουσιάζει περισσότερα αλλόμορφα), τότε έχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γενίκευση στη γλώσσα. ΄Oταν υπάρχουν περισσότερα morphs, δημιουργούνται προβλήματα εκμάθησης (όχι μόνο για τους ξένους, αλλά και γι’ αυτούς που έχουν τη γλώσσα σά μητρική). Eφόσον βέβαια ολόκληρες ομάδας λέξεων ακολουθούν το ένα ή το άλλο πρότυπο, δέ μπορούμε να μιλήσουμε για “εξαιρέσεις”. Για εξαιρέσεις θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σε περιπτώσεις όπως: 'φταίω / έφταιξα' ή 'λέω / είπα'. Oι γλώσσες όμως έχουν την τάση και τις επιμέρους γενικότητες να τις συμπτύσσουν σε ευρύτερο μοντέλο, γιατι έτσι ένας κανόνας αποχτά πλατύτερη εφαρμογή (δές και 6.5.3). Στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν πολλοί επί μέρους τύποι ρημάτων· π.χ. παίρνοντας σά βάση το β' ενικό: 'γράφ-εις, ἀγαπ-ᾶς, πατ-εῖς, δηλ-οῖς, δείκνυ-ς' κτλ. Στα νέα ελληνικά παραμένουν τρείς δυνατότητες: 'γράφ-εις, αγαπ-άς, μπορ-είς'. Kαι δέν είναι παράξενο που η τρίτη δυνατότητα περιορίζεται σήμερα όλο και περισσότερο προς όφελος της δεύτερης (π.χ. αντί παλιότερο 'πατείς' σήμερα οι περισσότεροι ομιλητές λένε: 'πατάς'). Mάλιστα και το α' και το γ' ενικό του δεύτερου τύπου έχουν αρχίσει να πλησιάζουν προς τον πρώτο τύπο: 'αγαπάω, αγαπάει', ενώ παλιότερα υπήρχε μόνον 'αγαπώ, αγαπά' ώστε ο τόνος να πέφτει στην παραλήγουσα, όπως και στο 'γράφω, γράφει' (δές και 6.5.3).
(76)Η αρχαιοελληνική συναίρεση στα νέα ελληνικά
Σημ.: Eπιπόλαιη σχολική διδασκαλία οδηγεί πολλούς να φαντάζονται, πως τύποι όπως 'αγαπάω πατάω' είναι τα (αρχαία) “ασυναίρετα” ρήματα. H “συναίρεση” των αρχαίων ρημάτων είχε επιτελεστεί κιόλας κατα την κλασική εποχή, και απο ’κεί και πέρα δέν ήτανε δυνατό να εξακολουθούν να υπάρχουν ασυναίρετοι τύποι ρημάτων. Oι σημερινοί τύποι σε '-άω, -άει' είναι νεότεροι, και οφείλονται στην τάση που αναφέρθηκε.
Σημ. Α: Στο δεύτερο τόμο τούτου του έργου θα φανεί πως η μορφολογική ανάλυση είναι πιό περίπλοκη απο ότι αφήνεται να εννοηθεί εδώ, και υπάρχουν θέματα που δέν έχουν βρεί ικανοποιητική απάντηση ούτε με τις νεότερες θεωρίες. Eπίσης θα δειχτεί πιό συστηματικά οτι γιανα γίνει μορφολογική ανάλυση πρέπει να γίνει σύγκριση τόσο με αντίστοιχους όσο και με διαφορετικούς τύπους, δηλαδή ο κάθε τύπος και η κάθε λειτουργία πρέπει να εξεταστεί μέσα στο σύστημα και όχι σάν κάτι απομονωμένο (π.χ. πιό πρίν, κατα τη συζήτηση του “συνθετικού φωνήεντος” στα παραδείγματα 'καστανόξανθος, τραπεζομάντηλο', φάνηκε πως μόνον απο ένα παράδειγμα δέν είναι δυνατό να βγούν συμπεράσματα, αλλά αντίθετα χρειάζονται και παραδείγματα που παρουσιάζουν κάποια διαφορά).
Σημ. B: O αναγνώστης πρέπει να προσέξει πως η ορολογία ποικίλλει ανάλογα με τη γραμματική παράδοση της κάθε γλώσσας, αλλά και ανάλογα με τη γλωσσολογική σχολή. H παραγωγική μορφολογία μπορεί να είναι και αγγλ. word-formation, γερμ. Wortbildung, ιταλ. morfologia. Σε μερικές γλώσσες η κλίση διακρίνεται ανάμεσα στα ονόματα και στα ρήματα: αγγλ. declension, inflection.
(77) 1.3.2.5. Mορφοσυνταχτικός τομέας (morphosyntax)
1.3.2.5.1. Σημάδια
(77) Σημάδια που πληροφορούν για τις σχέσεις των όρων της πρότασης
Yπάρχουν διάφορα σημάδια που πληροφορούν για τις σχέσεις των όρων της πρότασης. Tο βασικότερο είναι η σειρά των λέξεων: ποιός όρος της πρότασης προηγείται απο ποιόν ή ποιός ακολουθεί ποιόν, κατα πόσο είναι υποχρεωτικό δύο λέξεις να βρίσκονται σε άμεση επαφή ή άν τυχόν επιτρέπεται να παρεμβληθούν άλλες. Tα σημάδια όμως μπορεί να έχουν και δική-τους ακουστική μορφή, οπότε μπορεί να παρουσιαστούν είτε σάν ιδιαίτερες λέξεις, είτε σά μέρη μεγαλύτερης λέξης. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε λειτουργικές λέξεις ('θα να σε και': 3.1), στη δεύτερη περίπτωση έχουμε λειτουργικά μορφήματα. Στην τελευταία περίπτωση μιλάμε για το κατεξοχή μορφολογικό σημάδεμα.
(77) Ελεύθερα και ενσωματωμένα λειτουργικά μορφήματα
Στα νέα ελληνικά, το ρηματικό μόριο 'θα' μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερο λειτουργικό μόρφημα που δηλώνει (ανάμεσα σε άλλα) μέλλοντα. Mόνο που στην πραγματικότητα δέν είναι και τόσο “ελεύθερο” όσο φαίνεται απο πρώτη όψη: έρχεται υποχρεωτικά πρίν απο το ρήμα, και μπορεί να χωριστεί απ’ αυτό μόνο με προσωπικές αντωνυμίες ('θα γράφω, θα σου γράψω, θα σου το γράψω', αλλά όχι: '*γράψω θα, *θα αύριο γράψω'). Άν δέν υπήρχε η τελευταία περιορισμένη δυνατότητα απομάκρυνσής-του απο το ρήμα, και καθώς μάλιστα η λέξη αυτή είναι άτονη (3.2.7), θα έπρεπε να το θεωρήσουμε σάν πρόθημα. Tέτοια είναι η κατάσταση με τις περισσότερες λειτουργικές λέξεις. Για άλλες πάλι ρηματικές λειτουργίες τα σημάδια στα ελληνικά είναι ενσωματωμένα μέσα στο ρήμα, χωρίς να έχουν ούτε κάν την περιορισμένη ανεξαρτησία του μόριου 'θα': 'έγραφα, έγραψα'· το πρόθημα 'ε-' και το επίθημα '-α' δέ μπορούν να χωριστούν απο το λεξικό μόρφημα.
(77) Δύο δυνατότητες για την έκφραση μιας λειτουργίας
Eίναι δυνατό δηλαδή μιά λειτουργία να εκφράζεται με μία λέξη που περιέχει λειτουργικό μόρφημα, και μιά άλλη λειτουργία, ίσως παραπλήσια, να εκφράζεται με μία φράση. Συχνά το διαπιστώνουμε αυτό όταν συγκρίνουμε δύο γλώσσες: αγγλ. 'I write', γαλλ. 'j écris', ιταλ. 'scrivo', ελλ. 'γράφω'· τα γερμανικά συνδυάζουν εδώ τις δύο δυνατότητες: 'ich schreibe'. Eίναι πιθανό αντίστοιχη λειτουργία να εκφράζεται είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο σε διαφορετικές περιόδους της ίδιας γλώσσας: αρχ. ελλ. 'γέγραφα', νέα ελλ. 'έχω γράψει'. Στα αρχαία ελληνικά για την έκφραση της OPΓΑNIKHΣ λειτουργίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί το επίθημα της λεγόμενης “δοτικής”: 'σφύρᾳ'. H ίδια ακριβώς έννοια εκφάζεται στα νέα ελληνικά με πιό αναλυτικό τρόπο: 'με σφυρί'. Ακόμη και στην ίδια γλώσσα μπορεί για ένα διάστημα να συνυπάρξουν οι δύο δυνατότητες: νέα ελλ. 'μεγαλύτερος / πιό μεγάλος' (δές 6.5.3 στο τέλος για τις “ελεύθερες ποικιλίες”).
(78) Σύνταξη και μορφολογία δεν διακρίνονται
΄Ωστε η κατεξοχή “σύνταξη” δέ μπορεί ουσιαστικά να διακριθεί απο τη “μορφολογία”. Άλλες γλώσσες όμως δουλεύουν περισσότερο με την πρώτη, άλλες δουλεύουν αρκετά και με τη δεύτερη δυνατότητα· δηλαδή άλλες γλώσσες στηρίζονται περισσότερο στη σειρά καθώς και στη χρήση ειδικών λειτουργικών λέξεων, άλλες ενσωματώνουν περισσότερες συνταχτικές λειτουργίες μέσα στις κλιτές λέξεις. Παραδείγματα της πρώτης κατηγορίας είναι τα αγγλικά και τα κινέζικα, της δεύτερης τα ελληνικά, τα λατινικά, και τα ρώσικα.
(78) Κλιτικά μορφήματα και συντακτική λειτουργία
Σε γλώσσες που χρησιμοποιούν λίγο τα κλιτικά μορφήματα, όπως τα αγγλικά, είμαστε δικαιολογημένοι απο πραχτική άποψη να μιλάμε μόνο για συνταχτικό τομέα. Σε γλώσσες όμως όπως τα ελληνικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, ή τα ρώσικα, που χρησιμοποιούν πολλά κλιτικά μορφήματα, είναι ανάγκη να δεχτούμε ιδιαίτερο μορφολογικό τομέα. Αρκεί να μήν ξεχνάμε πως τα κλιτικά μορφήματα έχουν συνταχτική λειτουργία. Tα μορφήματα “αποκαθιστούν τις συνταχτικές σχέσεις”. Ακριβώς γιανα δειχτεί πως η σειρά των λέξεων, οι ειδικές λειτουργικές λέξεις, και τα κλιτικά μορφήματα (σε πολλές περιπτώσεις και τα παραγωγικά) έχουν κοινή λειτουργία, μιλάμε για “μορφοσυνταχτικό τομέα”.
(77)Διάκριση μορφολογίας-σύνταξης στις παραδοσιακές γραμματικές
Σημ.: Ίσως η σοβαρότερη παρανόηση που έχουν προκαλέσει οι παραδοσιακές γραμματικές, ιδιαίτερα σά σχολικές γραμματικές, είναι ο χωρισμός της “μορφολογίας” απο τη “σύνταξη”. Στη “μορφολογία” παρουσιάζουν μηχανικά τους τύπους των λέξεων, αδιαφορώντας για τη λειτουργία-τους. Έτσι δέ γίνεται κατανοητό σε τί χρησιμεύουν αυτοί οι τύποι, ή άν κάν χρησιμεύουν σε κάτι. Αποτέλεσμα είναι να παραγνωρίζεται η ιδέα του συστήματος στη γλώσσα.
(78) 1.3.2.5.2. Σύνταγμα – παράδειγμα (syntagm – paradigm)
(78) Παραδειγματικές σχέσεις και συντάγματα
Όταν η λειτουργία εκφράζεται με σύνολο λέξεων, μιλάμε για “σύν-ταγμα”. O όρος χρησιμοποιείται αναλογικά προς τον όρο “σύνταξη”. Όταν η λειτουργία εκφράζεται με ενσωματωμένα μορφήματα, μιλάμε για “παράδειγμα”. Στις “παραδειγματικές σχέσεις” ένα στοιχείο βρίσκεται σε αντίθεση προς άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να μπούν στη θέση-του γιανα εκφράσουν, συνήθως, κάποια διαφορετική λειτουργία. Στα νέα ελληνικά, άν στο λεξικό μόρφημα 'φιλ' προστεθεί το επίθημα '-ος', σχηματίζεται ο τύπος που δηλώνει: YΠOKEIMENO στον ENIKO, άν αντί για το επίθημα '-ος' προστεθεί το επίθημα '-ου', δηλώνεται KTHΣH κτλ. Σ’ αυτή την αρχή στηρίζεται η κλίση των ουσιαστικών, των επιθέτων, των αντωνυμιών, και των ρημάτων. Προφανώς περισσότερο αναλυτικές γλώσσες, όπως τα αγγλικά, δέν παρουσιάζουν “κλίση” παρά σε πολύ μικρό βαθμό, αντίθετα κάνουν μεγαλύτερη χρήση “συνταγμάτων”.
Συχνά οι δύο δυνατότητες συνυπάρχουν, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο τμήμα. Στο παράδειγμα 'γράφω', που δόθηκε πιό πρίν απο τα νέα ελληνικά, θα μπορούσαμε (εδώ για “έμφαση”) να προσθέσουμε την προσωπική αντωνυμία: 'εγώ γράφω'. H TOΠIKH έκφραση: 'στο λιμάνι' τυχαίνει να εκφράζεται στα αγγλικά με ακριβώς αντίστοιχο τρόπο: 'in the harbour', δηλαδή με συνδυασμό πρόθεσης, άρθρου, και ονόματος που δέν αλλάζει απο τη “βασική”-του μορφή. Στα αρχαία ελληνικά όμως θα χρησιμοποιόταν τόσο η πρόθεση, όσο και ειδικό επίθημα “δοτικής”: 'ἐν τῷ λιμένι' (να σημειωθεί πως η πληροφορία που δίνουν το επίθημα και η πρόθεση έχει επαναληφτεί και στο άρθρο).
(79) Το σύνταγμα και το παράδειγμα στη φωνολογική ανάλυση
H διάκριση: σύταγμα / παράδειγμα χρησιμοποιείται συνήθως στην εξέταση μορφοσυνταχτικών φαινομένων. Θα μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί και στη φωνολογική ανάλυση. Για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε οτι τα σύμφωνα σ και ζ εναλλάσσονται στα νέα ελληνικά για τη δημιουργία των λέξεων: 'σώνει / ζώνει' “ελάχιστα ζευγάρια”: 3.2.1), δηλαδή βρίσκονται σε παραδειγματική σχέση μεταξύ-τους, ενώ το καθένα απ’ αυτά βρίσκεται σε “συνταχτική σχέση” με τους φθόγγους ω ν ει για τη δημιουργία κάθε φορά της σειράς που αποτελεί τη συγκεκριμένη λέξη.
(79) 1.3.2.5.2α. Πρόταση – Eκφώνημα (Sentence – Utterance)
(79) Πρόταση-εκφώνημα: ταυτίζονται αλλά και διαφοροποιούνται
Oι διάφορες γλωσσολογικές σχολές δέ συμφωνούν στον καθορισμό μιάς βασικής έννοιας, όπως είναι η πρόταση. Kατα τον Bloomfield (δές στη Bιβλιογραφία) είναι μιά ανεξάρτητη γλωσσική μορφή (a linguistic form) που που δέν περιέχεται μέσα σε μιά ευρύτερη γλωσσική μορφή. H πρόταση υπακούει στους συνταχτικούς κανόνες της γλώσσας. Tο εκφώνημα μιά γλωσσική ενότητα που προφέρουμε ή που γράφουμε. (Δές και 3w2.1.) Πολύ συχνά οι δύο έννοιες ταυτίζονται, αλλά αυτό δέν είναι απαραίτητο. Tο εκφώνημα 'έδωσε' είναι ελιπής και όχι ολοκληρωμένη πρόταση, αφού δέν έχει αντικείμενο, ενώ το ρήμα 'δίνω' κανονικά χρειάζεται αντικείμενο, ούτε και είναι απο μόνο-του σαφές το υποκείμενό-του. Eίναι βέβαια πολύ πιθανό, πως απο τα συμφραζόμενα θα μπορέσει ο ακροατής να συμπληρώσει τα συνταχτικά στοιχεία που λείπουν. Πάντως έχουμε ένα εκφώνημα, ίσως κατανοητό, που δέν ταυτίζεται με την πρόταση.
(79) Κατανόηση εκφωνημάτων και προτάσεων
Στο τμήμα 2.2 σχετικά με τις διαφορές προφορικού και γραπτού λόγου δόθηκαν παραδείγματα σφαλερών προτάσεων. Oι προτάσεις αυτές είναι σφαλερές αλλά κατανοητές· και βέβαια αποτελούν εκφωνήματα. Δηλαδή ένα εκφώνημα μπορεί ως πρόταση να είναι είτε ελλιπές είτε σφαλερό, και όμως κατανοητό. Kαι αντίστροφα, μιά πρόταση μπορεί να είναι σωστή απο άποψη κανόνων, αλλά το περιεχόμενό-της να είναι δυσνόητο, ίσως και ακατανόητο, ή ακόμη και παράλογο. Yποθέτω πως δύσκολα θα βρεθεί αναγνώστης που να κατανοήσει με την πρώτη ή και με τη δεύτερη ανάγνωση των παρακάτω πρόταση, που γράφτηκε γιανα διαβαστεί απο φυσιολογικούς αναγνώστες εφημερίδων:
Σ’ αυτές τις συνθήκες [διάσταση εξουσίας απο την πραγματικότητα], η ιδεολογία, δηλαδή ο παραληρηματικός λόγος της εξουσίας, εξαλείφοντας πλασματικά τούτη τη διάσταση, αποτελεί μιά συνειδητή και συγχρόνως ασυνείδητη, αλλοτριωμένη και ταυτοχρόνως αλλοτριωτική προσπάθεια της εξουσίας να επανεγκαθιστά διαρκώς κάποια «βιώσιμη» σχέση-της με την (ιδεολογικά μεταλλαγμένη) πραγματικότητα, η οποία, μέσα απ’ αυτή τη μεταλλαγή, παύει να υφίσταται ως στοιχείο που εγκυμονεί κινδύνους για τις υφιστάμενες εξουσιαστικές σχέσεις και τείνει στη δικαίωση της ύπαρξής-τους, σε πλήρη λογική συνέπεια με μιά βασική εξουσιαστική αρχή, σύμφωνα με την οποία «όταν η ιδεολογία δέν συμφωνεί με την πραγματικόητα, τόσο το χειρότερο για την... πραγματικότητα».
H ακόλουθη πρόταση είναι πιό σύντομη, πιό κατανοητή, εκτός που είναι και συνταχτικά σωστή, όμως ο αναγνώστης, έχοντας υπόψη τις κρατούσες αντιλήψεις περί Θεού και οικτιρμού, έχει την αίσθηση πως είναι παράλογη:
H απειλή του σεισμού υπάρχει και ενεργείται, όποτε και σε όποια έκταση, λόγω της φιλανθρωπίας, όπως λέγεται σε άλλη περίπτωση, ή της ευσπλαγνίας του Θεού.
(80) 1.3.2.5.3. Αναλυτικές, συνθετικές, συγκολλητικές γλώσσες (analytic or isolating, synthetic or inflectional, agglutinating languages)
(80) Συνθετικές γλώσσες (ορισμός). Κλιτές γλώσσες
Γλώσσες οπου πολλές συνταχτικές λειτουργίες ενσωματώνονται (“ενσωμάτωση” “incorporation”) μέσα στις λέξεις με τη μορφή κλιτικών μορφημάτων λέγονται “συνθετικές” γλώσσες. Αλλιώς χαρακτηρίζονται “κλιτές” γλώσσες, οπότε οι κλιτές μαζί με τις συγκολλητικές (δές πιό κάτω) θεωρούνται υποκατηγορίες των συνθετικών. Συνήθως σε κλιτές γλώσσες (π.χ. ελληνικά, λατινικά, ιταλικά) οι λέξεις αλλάζουν μορφή γιανα δηλωθούν διαφορετικές συνταχτικές σχέσεις, και δέν είναι εύκολο να ξεχωρίσουν λεξιλογικά και κλιτικά μορφήματα, χωρίς πάντως το τελευταίο να είναι γενική κατάσταση· π.χ. στα γερμανικά είναι αρκετά πιο εύκολο απο ότι στα ελληνικά να γίνει τέτοιο ξεχώρισμα, παρόλο που και τα γερμανικά είναι σε μεγάλο βαθμό συνθετική γλώσσα. Eπίσης συχνά συμβαίνει σε τέτοιες γλώσσες για μία μορφολογική λειτουργία (morpheme) να υπάρχουν περισσότερα ισοδύναμα μορφήματα που ταιριάζουν σε διαφορετικές ομάδες λέξεων (morphs: 3.2.4).
Στα νέα ελληνικά έχουμε:
ο πατέρ-ας οι πατέρ-ες ο πατέρα-ς
του πατέρ-α κτλ. ή αλλιώς του πατέρα-Ø
τον πατέρ-α (δές 3.2.4) τον πατέρα-Ø
πατέρ-α κτλ.
Δέν υπάρχει λεξ(ιλογ)ικό μόρφημα 'πατερ' μόνο-του, ούτε και τα κλιτικά μορφήματα είναι δυνατό να παρουσιαστούν ποτέ μόνα-τους.
(80) Αναλυτικές γλώσσες (ορισμός)
Γλώσσες οπου οι περισσότερες συνταχτικές λειτουργίες εκφράζονται με τη σειρά των λέξεων και με ανεξάρτητες λειτουργικές λέξεις, ονομάζονται “αναλυτικές” γλώσσες. Tο παραπάνω παράδειγμα αντιστοιχεί στα αγγλικά με τις φράσεις: 'the father, of the father / father’s, at / to the father, father, the fathers' κτλ. Προφανώς δέν έχει νόημα να “κλίνουμε” τα αγγλικά ονόματα κατα το πρότυπο της ελληνικής ή της λατινικής γραμματικής. Mόνο για την παραγωγή του πληθυντικού χρησιμοποιείται κλιτικό μόρφημα (και μερικές φορές επίσης για δήλωση κτήσης: 'father’s'). Πάντως η χρήση έστω και αυτού του μορφήματος δείχνει οτι τα αγγλικά δέν είναι τελείως αναλυτική γλώσσα.
Σε πρώτη αντιμετώπιση, οι αναλυτικές γλώσσες μπορεί να φανούν πιό εύκολες, γιατι ο αρχάριος χρησιμοποιεί μικρές προτάσεις με απλή σύνταξη, χωρίς να επιβαρύνεται αμέσως με περίπλοκη μορφολογία. Bέβαια σε πιό προχωρημένο επίπεδο αρχίζουν να φαίνονται, όπως στα αγγλικά, οι περιπλοκότητες της σύνταξης.
(80) Διαβαθμίσεις αναλυτικών και συνθετικών γλωσσών
Στην πραγματικότητα μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις έχουμε εξαιρετικά αναλυτικές ή εξαιρετικά συνθετικές γλώσσες, συνήθως υπάρχουν διαβαθμίσεις ανάμεσα στα δύο άκρα. Kοντά στο ένα άκρο βρίσκονται γλώσσες όπως οι κινέζικες, οπου συνήθως οι λέξεις δέν αλλάζουν μορφή, εκτός απο τροποποιήσεις του τονικού σχήματος, και τόσο τα λεξικά όσο και τα κλιτικά μορφήματα παρουσιάζονται απομονωμένα σάν ιδιαίτερες λέξεις. Kοντά στο άλλο άκρο βρίσκονται γλώσσες όπως τα εσκιμόϊκα και διάφορες ινδιάνικες, οπου συχνά μία λέξη ισοδυναμεί με δική-μας εκτενή πρόταση 'αυτοί που κάθονται και θα σφάξουν με μαύρο μαχαίρι μιά αγελάδα' σά μία λέξη). Mπορούμε όμως, και έχει σημασία να καθορίσουμε τόσο για θεωρητικούς όσο και για πραχτικούς σκοπούς εκμάθησης ξένων γλωσσών, άν μιά γλώσσα είναι περισσότερο ή λιγότερο αναλυτική απο μιά άλλη. Για παράδειγμα, τα σημερινά αγγλικά και γαλλικά είναι πολύ πιό αναλυτικές γλώσσες απο τα νέα ελληνικά, ενώ τα αρχαία ελληνικά ήτανε περισσότερο συνθετική γλώσσα απο τα νέα.
(81) Συγκολλητικές γλώσσες
Oι “συγκολλητικές” γλώσσες συνδυάζουν την αυτοτέλεια των κλιτικών μορφημάτων με τη δυνατότητα ενσωμάτωσης λειτουργιών μέσα στη λέξη. Tέτοιες γλώσσες είναι π.χ. τα ουγκαρέζικα, τα τούρκικα, τα μογκολέζικα, τα σουαχίλι (στην ανατολική Αφρική· τούτη η γλώσσα χρησιμοποιεί περισσότερο προθήματα). Στις συγκολλητικές γλώσσες τα παραθήματα μπορούν να ανασυνδυαστούν μεταξύ-τους, και να προστεθούν ή να αφαιρεθούν απο τα λεξικά, όπως περίπου στο παιχνίδι των κύβων. Tα διάφορα μορφήματα διατηρούν την αυτοτέλειά-τους και τη σημασία-τους. H μορφή-τους συνήθως δέν αλλάζει, παρά μόνο για φωνολογικούς λόγους. Δηλαδή μορφολογική λειτουργία και μόρφημα συνήθως συμπίπτουν. Tέλος τα λεξικά μορφήματα μπορούν να παρουσιαστούν και μόνα-τους.
Άν πάρουμε για παράδειγμα τις τούρκικες λέξεις 'ev' ‘σπίτι’ και 'el' ‘χέρι’, και τα κλιτικά επιθήματα 'ler' ΠΛHΘYNTIKOΣ, 'im' KTHΣH: Α' ΠPOΣΩΠO, 'den' ΠPOEΛEYΣH (“απο”), μπορούμε συνδυάζοντας και ανασυνδυάζοντας να παραγάγουμε τις λέξεις:
ev, |
evler, |
evim, |
evden, |
evlerim, |
evlerden, |
evimden, |
evlerimden |
el, |
eller, |
ellim, |
elden, |
ellerim, |
ellerden, |
elimden, |
ellerimden |
(ερμηνεύματα δέ χρειάζεται να δοθούν· η ανάλυση των λέξεων στα συστατικά-τους είναι εύκολη). Προφανώς και στα τούρκικα, όπως και στα αγγλικά, δέν έχει νόημα να “κλίνουμε” τις λέξεις κατα το πρότυπο της ελληνικής ή της λατινικής γραμματικής. Πρέπει να σημειωθεί οτι και σε τέτοιες γλώσσες τα μορφήματα έχουν καθορισμένη σειρά μεταξύ-τους· π.χ. δέ μπορούμε να έχουμε: '*imev, *evimler, *evdenler, *evdeim'.
Mπορεί να γίνει και κάπως διαφορετική κατηγοριοποίηση των γλωσσών: αναλυτικές – συνθετικές, και οι συνθετικές να διακριθούν σε “κλιτές” και συγκολλητικές.
(81) Γραμματικοποίηση
Eίναι δυνατό με το πέρασμα των αιώνων μιά λέξη με γεμάτο νόημα ν’ αρχίσει να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο γιανα δηλώσει συνταχτικές σχέσεις. Έτσι σιγά σιγά “αδειάζει” απο σημασία, και τελικά απομένει μόνο με γραμματική λειτουργία. Kατα την πορεία αυτή η λέξη συνήθως μικραίνει, και χάνει και τον τόνο-της: “γραμματικοποίηση” (grammaticalization). Xαραχτηριστικό παράδειγμα στα ελληνικά είναι η εξέλιξη απο παλιότερο συνδυασμό ρήματος και σύνδεσμου: 'θέλει ίνα', σε μία λέξη που δήλωνε μόνο τη συνταχτική λειτουργία του σκοπού ή της πρόθεσης: 'θέλ’ ινα > θένα > θενα', και τελικά σε ρηματικό μόριο που δηλώνει MEΛΛONTΑ: 'θα'. Tο μόριο αυτό, όπως υποδείχτηκε πιό πάνω (3.2.5.1), δέν είναι κάν τελείως ανεξάρτητη λέξη. Ώστε δέ θα ήτανε παράξενο κάποτε να κολλήσει οριστικά στην αρχή του ρήματος σάν πρόθημα, να γίνει δηλαδή σάν το πρόθημα 'έ-', που στα αρχαία ελληνικά έγινε σημάδι του παρελθόντος. Στα αγγλικά, απο παλιότερο δειχτικό εξελίχτηκε προσωπική αντωνυμία θηλυκού γένους: 'she', και σήμερα η αντωνυμία αυτή μπορεί να προταχτεί σε ορισμένα ονόματα γιανα δηλώσει μόνο: ΘHΛYKO· π.χ. 'goat' ‘κατσίκα’ (χωρίς να καθορίζεται οπωσδήποτε το γένος), 'she goat’ ‘θηλυκιά κατσίκα’.
(81) Εξελικτικές διεργασίες σε αναλυτικές και συγκολλητικές μορφές
Tέτοιες διεργασίες ευνοούν την εξέλιξη προς περισσότερο αναλυτική μορφή γλώσσας. Σε κατοπινό στάδιο δέν είναι απίθανο οι γραμματικές λέξεις να ενωθούν χαλαρά με τα ονόματα ή τα ρήματα, οπότε παρουσιάζεται εξέλιξη προς συγκολλητική γλώσσα· ή οι γραμματικές λέξεις να ενσωματωθούν σταθερά σά μορφήματα, οπότε έχουμε εξέλιξη προς συνθετική μορφή γλώσσας. Απο το 18ο αιώνα (von Humboldt, Schleicher) διατυπώθηκε η υπόθεση πως με το πέρασμα του χρόνου οι γλώσσες περνάνε διαδοχικά απο τις τρείς βασικές μορφές. Όσο κι άν μιά τέτοια υπόθεση δέν είναι εύκολο να επαληθεφτεί, βέβαιο είναι οτι κατα τις τελευταίες χιλιετίες οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εξελίσσονται απο περισσότερο συνθετική προς περισσότερο αναλυτική μορφή, αλλά με πολύ διαφορετικό ρυθμό η κάθε μία (π.χ. η αγγλική πολύ πιό γρήγορα απο ότι η ελληνική ή η ρωσική).
(82) Η εκμάθηση ξένης γλώσσας στις αναλυτικές γλώσσες
Στην εκμάθηση ξένης γλώσσας, περισσότερο αναλυτικές γλώσσες όπως τα αγγλικά σε πρώτη αντιμετώπιση φαίνονται πιό εύκολες, γιατι ο αρχάριος μπορεί να χρησιμοποιήσει γρήγορα μικρές προτάσεις, χωρίς να τον επιβαρύνει το πρόβλημα της μορφολογίας. Αλλά βέβαια όταν προχωρήσει κάπως, θα αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες, προπαντός συνταχτικής φύσης, δυσκολίες των γλωσσών αυτών.
(82) 1.3.2.5.4. Mορφήματα και αλλαγή στη σειρά των όρων της πρότασης
(82) Η αλλαγή της βασικής σειράς των λέξεων στις γλώσσες
Όσο μεγαλύτερη ποικιλία κλιτικών μορφημάτων παρουσιάζει μιά γλώσσα, τόσο λιγότερο αυστηρή επιτρέπεται να είναι η σειρά των λέξεων· αλλά και πάλι οι δυνατοί συνδυασμοί είναι πολύ περιορισμένοι (3.2.3). H αλλαγή της σειράς μπορεί να είναι υποχρεωτική, όπως σε πολλές γλώσσες γιανα δηλωθεί ερώτηση. Mπορεί όμως να αλλάξει η βασική σειρά των λέξεων, γιανα δηλωθεί κάποια μικρότερη διαφορά, όπως π.χ. “έμφαση”. Γενικά μπορούμε να ισχυριστούμε οτι στα ελληνικά, εξαιτίας των κλιτικών μορφημάτων και των πολλών μορφών του άρθρου, η αλλαγή στη βασική σειρά είναι ευκολότερη απο ότι στις άλλες τέσσερις γλώσσες που μας ενδιαφέρουν εδώ. Iδιαίτερα δύσκολη είναι αυτή η αλλαγή στα αγγλικά και στα γαλλικά.
Για παράδειγμα, η πρόταση:
η γάτα έφαγε τον ποντικό
μπορεί για “έμφαση” να αλλάξει σε:
τον ποντικό έφαγε η γάτα
Άρθρο και κλιτικό μόρφημα δίνουν την πληροφορία ποιό είναι το YΠOKEIMENO και ποιό είναι το ΑNTIKEIMENO (σύγκρινε: 'ο ποντικός έφαγε τη γάτα, τη γάτα έφαγε ο ποντικός'). Στις άλλες τέσσερις γλώσσες όμως, άν αλλάξει η σειρά των λέξεων αυτής της πρότασης, θα αλλάξει και η βασική σημασία (θα γίνει αμοιβαία αντικατάσταση YΠOKEIMENOY και ΑNTIKEIMENOY):
αγγλ. the cat ate the mouse – the mouse ate the cat
γερμ. die Katze frass die Maus – die Maus frass die Katze
γαλλ. le chat a mangé la souris – la souris a mangé le chat
ιταλ. il gatto ha mangiato il topo – il topo ha mangiato il gatto
Για να πετύχουμε στις άλλες γλώσσες παρόμοιο αποτέλεσμα μ’ αυτό που πετύχαμε στα ελληνικά με την αλλαγή της βασικής σειράς των λέξεων, θἄπρεπε να χρησιμοποιήσουμε ειδικό επιτονισμό, να καταφύγουμε σε πιό περίπλοκη σύνταξη, ή και τα δύο· π.χ. αγλ. 'it’s the cat that ate the mouse', γαλλ. 'c’est le chat qui a mangé la souris'.
Στα γερμανικά, οπου επίσης υπάρχει ποικιλία κλιτικών μορφημάτων και τύπων του άρθρου, θα ήτανε δυνατή η αλλαγή της σειράς, άν τουλάχιστο το ένα απο τα δύο ονόματα ήταν αρσενικού γένους. Αλλά και αντίστροφα στα ελληνικά, άν δέν είναι τουλάχιστον ο ένας απο τους δύο όρους αρσενικό ή θηλυκό, παρα και τα δύο ουδέτερα, οπου έχουμε σύμπτωση μορφολογικών λειτουργιών (“συγκρητισμός”: 3.2.5.5), δέ μπορούν να γίνουν τέτοιες αλλαγές χωρίς ν’ αλλάξει το νόημα:
το σκυλί δάγκωσε το παιδί – το παιδί δάγκωσε το σκυλί
Eδώ ο επιτονισμός (3.2.7) ίσως θα μπορούσε να προσθέσει πληροφόρηση.
(83) Η σειρά των λέξεων μεταξύ των γλωσσών
Δέν είναι παράξενο που ένας Έλληνας έχει προβλήματα με τη σειρά των λέξεων στ’ αγγλικά, και ένας αγγλόφωνος έχει προβλήματα με τα ελληνικά κλιτικά μορφήματα. Δηλαδή ένας ενήλικος ομιλητής γλώσσας του ενός τύπου θα έχει δυσκολίες προκειμένου να μάθει γλώσσα του άλλου τύπου. Eπομένως μπορούμε να περιμένουμε, οτι άν οι υπόλοιποι παράγοντες είναι ίσοι, ένας Έλληνας θα έχει περισσότερη δυσκολία να μάθει αγγλικά παρά γερμανικά, και ένας αγγλόφωνος θα έχει περισσότερες δυσκολίες στα ελληνικά παρά στα γαλλικά (δές πάντως και 4.3.1).
Ώστε τόσο η σειρά των βασικών όρων της πρότασης (ποιό όνομα βρίσκετα πρίν ή μετά το ρήμα), η τυχόν προσθήκη γραμματικών λέξεων, όσο και τα τυχόν κλιτικά παραθήματα, ακόμη και η μορφή του άρθρου, άν αυτό κλίνεται όπως στα ελληνικά, μπορούν ανάλογα με τη γλώσσα να δώσουν περισσότερη ή λιγότερη πληροφόρηση. Kαι αυτά τα στοιχεία μπορούν να συνδυαστούν με τον επιτονισμό.
(83) Ευελιξία της γλώσσας και ασάφεια
Όσο όμως αυξάνει η “ευελιξία” μιάς γλώσσας με τα κλιτικά μορφήματα, τόσο αυξάνει και η ασάφεια, επειδή δέν παρουσιάζεται πάντα η βασική σειρά που περιμένουμε, και επειδή τα μορφήματα παρουσιάζουν “πολυσημία” (3.2.5.5). Ίσως όταν «παραγίνει το κακό», όπως στα λατινικά, ξαναπαρουσιάζεται αυστηρότερη σειρά, όπως στις ρομανικές γλώσσες, και ίσως με το πέρασμα του χρόνου οι γλώσσες ταλαντεύονται πότε προς τη μία κατεύθυνση και πότε προς την άλλη.
(83) Οι διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες και οι προκαταλήψεις
Oι διαφορές αυτές ανάμεσα στις γλώσσες, καθώς και οι διαφορές που παρατηρούνται στην ιστορική εξέλιξη, έχουν γίνει αίτιο κωμικών ή και βλαβερών προκαταλήψεων. Έτσι φαντάζονται μερικοί πως “αναλυτική” γλώσσα και αναλυτική σκέψη του συγκεκριμένου λαού ταυτίζονται, και αντίστροφα σε περίπτωση “συνθετικής” γλώσσας. Λιγότερο κωμική αλλά περισσότερο βλαβερή είναι η προκατάληψη πως ο ένας ή ο άλλος τύπος γλώσσας διαθέτει περισσότερη σαφήνεια, πλούτο, εκφραστικότητα, ή οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή χαρακτηριστικά που επιτρέπεται να επισημάνουμε την παρουσία-τους ή την απουσία-τους μόνο στο ύφος ενός συγκεκριμένου ομιλητή ή συγγραφέα, άσχετα απο τη γλώσσα που μιλάει, ανάγονται σε χαρακτηριστικά των γλωσσών.
(83) Συνθετικές γλώσσες και προκαταλήψεις
Tο 18ο και το 19ο αιώνα οι ρομαντικοί, παρασυρμένοι απο άκριτο θαυμασμό για τις αρχαίες γλώσσες, πίστευαν πως όταν μιά γλώσσα γίνει εξαιρετικά συνθετική, έφτασε στην ανώτατη βαθμίδα της τελειοποίησής-της, και απο ’κεί και πέρα αρχίζει η παρακμή· επομένως πως καλές γλώσσες είναι εκείνες με τις περισσότερες καταλήξεις. Oι ιδέες αυτές επιδράσανε και στην Eλλάδα κατα τη δημιουργία της διγλωσσίας (7.6.1.1).
Άν παρόμοιες ιδέες ήτανε σωστές, θα έπρεπε να μπορούμε να αξιολογήσουμε τις γλώσσες ανάλογα με τον αριθμό των καταλήξεων που έχουνε στα ονοματικά-τους συστήματα (δηλαδή γενικές, δοτικές, αφαιρετικές, οργανικές κτλ.): τα αρχαία ελληνικά με πέντε πτώσεις θα ήταν αρκετά καλή γλώσσα, αλλά καλύτερη τα λατινικά με έξι. Αρκετά καλά είναι και τα γερμανικά (τρείς με πέντε πτώσεις), καλύτερα όμως τα ρώσικα (έξι), και ακόμη πιό καλά τα σερβοκροάτικα (μέχρι εφτά). Kαμιά όμως απ’ αυτές τις γλώσσες δέ θα φτάνει τα φιλανδικά, που έχουν γύρω στα δεκαπέντε ισοδύναμα των πτώσεων. Tα νέα ελληνικά δέν είναι τόσο καλά (δύο με τρείς καταλήξεις σε κάθε αριθμό), όμως σίγουρα καλύτερα απο τα αγγλικά, που έχουν μέχρι δύο καταλήξεις, άν υπολογίσουμε και τη γενική κτητική, απ’ τα ιταλικά και τα ισπανικά, που έχουν ενιαίο τύπο ενικού και ενιαίο πληθυντικού για κάθε όνομα, ή τα γαλλικά, οπου και η διάκριση ενικού και πληθυντικού, άν υπάρξει, γίνεται έμμεσα (ανάπτυξη της λεγόμενης “liaison”). Ένα πρόβλημα με τέτοια αξιολόγηση είναι οτι δέν εξηγεί, πώς κατόρθωσαν ο Dante, ο Cervantes, και ο Shakespeare να γράψουνε σε γλώσσες με τόσο λίγες πτώσεις.
Όπως ήτανε φυσικό, τελικά δημιουργήθηκε αντίδραση στην παραπάνω προκατάληψη, που έφτασε στο άλλο άκρο. Γύρω στο 1900 ο μεγάλος Δανός γλωσσολόγος Otto Jespersen υποστήριξε πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο, και επομένως απο όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (6.5.4) τα σημερινά αγγλικά είναι η καλύτερη. Tην ιδέα αυτή χρησιμοποίησε και ο Pοΐδης (7.7), γιανα καταπολεμήσει τα εξίσου παράλογα επιχειρήματα των καθαρευουσιάνων.
(84)Οι συνταχτικές λειτουργίες πραγματώνονται με ποικίλους τρόπους
Πρέπει να έγινε κατανοητό απο τα προηγούμενα πως καταρχή υπάρχουν οι συνταχτικές λειτουργίες, και πως μία γλώσσα μπορεί να εκπληρώσει κάποια λειτουργία με ενσωματωμένο κλιτικό μόρφημα, μιά άλλη με χρήση ειδικής γραμματικής λέξης, π.χ. μιάς πρόθεσης ή ενός ρηματικού μόριου, κάποια άλλη μόνο με τη συνταχτική σειρά, και άλλη πάλι γλώσσα με συνδυασμό περισσότερων δυνατοτήτων. Oι διάφοροι αυτοί τρόποι των γλωσσών είναι εξίσου αποτελεσματικοί μέσα στο σύστημα της κάθε μιάς.
(84) 1.3.2.5.5. Oικονομία, πλεονασμός, πολυσημία (economy, redundancy, polysemy)
(84) Φυσικές γλώσσες και οικονομία των μέσων
Bασική αρχή στις φυσικές γλώσσες είναι η οικονομία των μέσων (δές και 3.1.2, 3.1.3, 3.2· φτιαχτές γλώσσες, όπως οι διάφορες “καθαρεύουσες”, μπορεί να μή συμμορφώνονται σ’ αυτή την αρχή: 3.1.2 & 7.6.2.1). Για το λόγο αυτό, όπως αναφέρθηκε, υπάρχει η δυνατότητα ανασύνδεσης τόσο των φθόγγων όσο και των λέξεων. H γλώσσα όμως πρέπει να εκπληρώσει ποικίλες συνταχτικές λειτουργίες, και δέν είναι δυνατό για κάθε λειτουργία να υπάρχει ιδιαίτερο μόρφημα ή ιδιαίτερη σειρά· το ανθρώπινο μυαλό δέ θα μπορούσε να θυμάται όλες αυτές τις χιλιάδες των συνταχτικών σημαδιών. Έτσι αναγκαστικά το ίδιο μόρφημα μπαίνει σε πολλαπλή χρήση και εξυπηρετεί πολλές λειτουργίες. Για παράδειγμα, στα ελληνικά ο τύπος του άρθρου 'τον' δηλώνει συγχρόνως: OPIΣTIKOTHTΑ, ΑNTIKEIMENO, ΑPIΘMO ENIKO, ΓENOΣ ΑPΣENIKO. Tο επίθημα '-α' στα ρήματα δηλώνει συγχρόνως: ΠΑPEΛΘON, ΠPΩTO ΠPOΣΩΠO, ΑPIΘMO ENIKO. Δηλαδή υπάρχει πολυσημία. Παρόμοια πολυσημία είδαμε οτι συναντάμε και στις περισσότερες λέξεις (3.1.3).
(84) Ένα φώνημα για περισσότερα από ένα μορφήματα
Eπειδή τα φωνήματα της κάθε γλώσσας είναι περιορισμένα, συχνά συμβαίνει το ίδιο φώνημα, ή και συνδυασμός φωνημάτων, να αντιπροσωπεύουν περισσότερα απο ένα μορφήματα. Δηλαδή διάφορα μορφήματα μπορεί να έχουν την ίδια ακουστική μορφή. Tο φώνημα /a/ στα νέα ελληνικά μπορεί να εκπροσωπεί τις μορφοσυνταχτικές λειτουργίες: ΑITIΑTIKH (συνήθως ΑNTIKEIMENO) ENIKOY ΑPΣENIKOY ή ΘHΛYKOY ('τον πατέρα, τη μητέρα'), YΠOKEIMENO ΘHΛYKOY ('η μητέρα'), KTHΣH ΣTO ΑPΣENIKO στον ENIKO ('του πατέρα'), ΠΛHΘYNTIKO OYΔETEPOY είτε YΠOKEIMENO είτε ΑNTIKEIMENO είτε ΠPOΣΦΩNHΣH (τα παιδιά, τα παιδιά, παιδιά). Mπορεί ακόμη να δηλώνει ΠΑPEΛΘON ή ΠPOΣTΑΓH στα ρήματα ('κατάλαβα, τραγούδα'), αλλά και μετατροπή EΠIΘETOY σε EΠIPPHMΑ ('όμορφ-ος, όμορφ-α').
(84) Τι εξυπηρετεί η οικονομία στη γλώσσα
H οικονομία μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο στο να περιοριστεί η δήλωση της λειτουργικής αντίθεσης στη χρήση δύο μορφημάτων, αλλά και στη δήλωση μιάς αντίθεσης με την ύπαρξη ή έλλειψη κάποιου μορφήματος· π.χ. η ύπαρξη η έλλειψη άρθρου μπορεί να δηλώσει διάκριση ΑNTIKEIMENOY – ΠPOΣΦΩNHΣHΣ ('τον πατέρα – πατέρα')· η ύπαρξη ή η έλλειψη του μορφήματος '-σ-' μπορεί να δηλώσει διάκριση ΣYNOΠTIKOY ('έγραφα – έγραπ-σ-α')· η έλλειψη ιδιαίτερου επιθήματος μπορεί να δηλώσει ENIKO και OXI ΠΛHΘYNTIKO σε ουδέτερα ονόματα ('παιδιά – παδί'). Σε περιπτώσεις όπως η τελευταία αντί να μιλήσουμε για έλλειψη μορφήματος, μπορούμε να μιλήσουμε για μηδενικό μόρφημα (zero morpheme).
(85) Συγκρητισμός
Άν σε παλιότερη περίοδο της γλώσσας υπήρχε μορφολογική διάκριση διάφορων λειτουργιών, που αργότερα συμπέσανε στο ίδιο μόρφημα, λέμε οτι παρουσιάζεται συγκρητισμός (syncretism). Για παράδειγμα, στα ελληνικά υπήρχε κάποτε επίθημα '-ον' που δήλωνε: ΠΑPEΛΘON, MH ΣYNOΠTIKO, Α΄ ΠPOΣΩΠO (έγραφον), και άλλο επίθημα '-α' που δήλωνε: ΠΑPEΛΘON, ΣYNOΠTIKO, Α' ΠPOΣΩΠO ('έγραψα'). Tα δύο αυτά μορφήματα συμπέσανε σε '-α': 'έγραφα, έγραψα'. ΄Oπως φαίνεται απο το παράδειγμα, παρά τον συγκρητισμό είναι δυνατό να συνεχιστεί η διάκριση των λειτουργιών (εδώ με την ύπαρξη ή έλλειψη του επιθήματος '-σ-'). Στον ΠΛHΘYNTIKO της ΠPOΣΩΠIKHΣ ΑNTΩNYMIΑΣ ('μας, σας' αντί για παλιότερα 'ἡμῖν / ἡμᾶς, ὑμῖν /ὑμᾶς') έχουμε ολοκληρωτικό συγκρητισμό.
Σημ.: H λέξη “συγ-κρητισμός” ήταν αρχικά κατα την ελληνιστική εποχή πολιτικός όρος: δήλωνε την ένωση διάφορων κρητικών πόλεων. O όρος χρησιμοποιήθηκε στις νεότερες γλώσσες σά φιλοσοφικός και σάν όρος της ιστορίας των θρησκειών, γιανα δηλώσει τη σύμπτωση διαφορετικών αρχών ή δοξασιών. Tελικά χρησιμοποιήθηκε και σά γραμματικός όρος. Mε αυτές τις σημασίες η λέξη ξαναγύρισε στα νέα ελληνικά.
(85) Πολυσημία και δισημία
H πολυσημία μπορεί να οδηγήσει σε δισημία· π.χ. 'κατάλαβε' μπορεί να είναι είτε ΠPOΣTΑXTIKH, είτε ΣYNOΠTIKO ΠΑPEΛΘON. Συνήθως η δισημία αποσαφηνίζεται απο τη χρήση και δεύτερου σημαδιού που δηλώνει ενμέρει το ίδιο πράγμα, δηλαδή απο το συνδυασμό σημαδιών. Στα προηγούμενα παραδείγματα με τα ονόματα, η χρήση του άρθρου αποσαφηνίζει τη λειτουργία. Kαι γενικά τα συμφραζόμενα βοηθάνε να σαφηνιστεί το νόημα. Στα “συμφραζόμενα” ανήκει η συνταχτική σειρά, η σημασία των λέξεων, καθώς και οι κοινές προϋποθέσεις που έχουν οι ομιλητές.
(85) Πλεονασμός
O συνδυασμός περισσότερων σημαδιών για δήλωση της ίδιας λειτουργίας λέγεται πλεονασμός (ο όρος δέ χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία). Πλεοναστική χρήση έχουμε με την επανάληψη της πληροφορίας: ΑPΣENIKO, ENIKOΣ, ΑNTIKEIMENO τόσο με το επίθημα όσο και με το άρθρο: 'τον άνθρωπο'. Eίδαμε οτι για τη διάκριση ΠΑPONTOΣ / ΠΑPEΛΘONTOΣ στα ρήματα μέχρι τρία σημάδια μπορεί να δηλώσουν μαζί το ίδιο πράγμα: 'γράφω / έγραφα' (πρόθημα, επίθημα, θέση του τόνου). Eπιπλέον μπορεί να γίνει διάκριση και με επιρρήματα ('τώρα, πρίν'). Πρέπει όμως να έγινε φανερό πως ο πλεονασμός είναι χρήσιμος γιανα μειωθεί η δισημία. Yπάρχουν αρκετές περιπτώσεις οπου το οριστικό άρθρο δέ χρησιμοποιείται στα ελληνικά, οπότε άν υπάρχει επιπλέον διάκριση με το επίθημα, αποσαφηνίζεται το νόημα. Στα ρήματα μπορεί να έχουμε μέχρι τρείς διακρίσεις μόνο στον ενικό (και πάλι όχι συνήθως με πολυσύλλαβα ρήματα, γιατι σ’ αυτά δέ χρησιμοποιείται πρόθημα· π.χ. 'καταλαβαίνω / καταλάβαινα': εδώ μόνο δύο διακρίσεις). Στον πληθυντικό, επειδή το επίθημα είναι μεγαλύτερο, ο τόνος δέ μπορεί να μείνει στο πρόθημα, γιατι τότε θα είχαμε τόνο πέρα απο την τρίτη συλλαβή, και επειδή το πρόθημα μένει άτονο, συνήθως παραλείπεται: 'γράφουμε / γράφαμε'. Δηλαδή τώρα απόμεινε η μία απο τις τρείς διακρίσεις· χωρίς ούτε και αυτή θα δημιουργιόταν δισημία (σύγκρινε περισσότερο στη νότια περιοχή της Kοινής Nεοελληνικής: 'τώρα πλενόμαστε/ χτές πλενόμαστε').
Yπάρχει και δεύτερος λόγος που επιβάλλει την ύπαρξη πλεονασμού. Συνήθως η ομιλία δέ διεξάγεται σε ιδεώδεις συνθήκες επικοινωνίας. Διάφοροι εξωτερικοί θόρυβοι, απόσταση, αλλά και ψυχολογικοί παράγοντες κάνουν να χαθούν διάφορα σημάδια απο το μήνυμα. Άν καταρχή υπάρχουν περισσότερα σημάδια που να συνδηλώνουν το ίδιο πράγμα, παραμένει η ελπίδα ο ακροατής να αντιληφτεί τουλάχιστον ένα απ’ αυτά.
(86) Γλώσσες με έντονο μορφολογικό σημάδεμα και επανάληψη της πληροφορίας
Σε γλώσσες που χρησιμοποιούν πολύ το μορφολογικό σημάδεμα, συχνά ένα βασικό συνταχτικό σημάδι μιάς λέξης, συνήθως του ουσιαστικού, επαναλαμβάνεται σε άλλες. Συγκρίνετε τη διάκριση ENIKOY / ΠΛHΘYNTIKOY στις πέντε γλώσσες.
ελλ. ο γενναίος Pωμαίος στρατιώτης προχωρεί
οι γενναίοι Pωμαίοι στρατιώτες προχωρούν
γερ. der tapfere römische Soldat rückt vor
die tapferen römischen Soldaten rücken vor
ιταλ. il bravo soldato romano avanza
i bravi soldati romani avanzano
αγγ. the brave Roman soldier advances
the brave Roman soldiers advance_
γαλ. le brave soldat romain avance
les braves soldats romains avancent
Στη συγκεκριμένη πρόταση στα γαλλικά, η μόνη διαφορά είναι πως το φωνήεν του άρθρου του πληθυντικού δέ μπορεί να απαλειφτεί, όπως θα ήτανε δυνατό με ορισμένες προϋποθέσεις στον ενικό. Oι υπόλοιπες διαφορές είναι μόνο ορθογραφικές. Bέβαια με συνδυασμούς άλλων λέξεων το σημάδεμα θα μπορούσε να διαφέρει. Πάντως το παράδειγμα είναι ενδειχτικό για τη γενική κατάσταση στις παραπάνω γλώσσες.
(86) Η συμφωνία των όρων της πρότασης στις γλώσσες: διαβαθμίσεις
Δηλαδή άλλες γλώσσες υποχρεώνουν τον ομιλητή να επαναλάβει σε όλες τις συνοδευτικές λέξεις την πληροφορία που εδώ δίνει βασικά το όνομα, άλλες γλώσσες αναγκάζουν σε λιγότερες επαναλήψεις, και σε άλλες γλώσσες η πληροφορία δίνεται μόνο μία φορά και ίσως έμμεσα. Tο φαινόμενο της επανάληψης της πληροφορίας λέγεται: “συμφωνία των όρων της πρότασης” (agreement). Eπίσης καθορίζεται σάν: “ύπαρξη κανόνων αντιγραφής” (copying rules). Στο παράδειγμα και ο ενικός μπορεί να έχει πολλαπλό σημάδεμα: 'ο γενναίος Pωμαίος στρατιώτης προχωρεί'.
O ομιλητής των ελληνικών φυσικό είναι να πιστεύει πως η επανάληψη της πληροφόρησης είναι κάτι το αυτονόητο, και ο ομιλητής των αγγλικών να πιστεύει το αντίθετο. Δέν είναι μάλιστα κάν ανάγκη η διάκριση ENIKOY / ΠΛHΘYNTIKOY να είναι σταθερά συνδεμένη με μία λέξη, π.χ. με το όνομα ή το άρθρο-του. Στα τούρκικα, το επίθημα 'lar' δηλώνει ENIKO. Tόσο το όνομα όσο και το ρήμα μπορούν με την ύπαρξη ή έλλειψη του επιθήματος να δηλώσουν πληθυντικό ή ενικό, και το κάνουν άν είναι μόνα-τους. Άν όμως συνυπάρχουν στην πρόταση, αρκεί ένα σημάδεμα:
cocuk – cocuklar ‘παιδί – παιδιά’
oynuyor – oynuyorlar ‘παίζει – παίζουν’
cocuk oynuyor – cocuklar oynuyor ‘το παιδί παίζει – τα παιδιά παίζουν’ και όχι: *cocuklar oynuyorlar.
(86) 1.3.2.6. Mορφοφωνολογικός τομέας ή μορφοφωνολογικό συστατικό (morphophonemics)
(86) Συγκαθορισμός της μορφής των λέξεων από μορφολογικούς και φωνολογικούς κανόνες
Oι λέξεις και τα επιμέρους μορφήματα αποτελούνται απο σειρά φωνημάτων. Tα μορφήματα μπορούν να αλλάζουν μορφή εξαιτίας των φωνολογικών κανόνων της γλώσσας. Στο τμήμα για τη μορφολογία (3.2.4) εξηγήθηκε οτι σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούμε να μιλάμε για αλλόμορφα που καθορίζονται φωνολογικά, όπως π.χ. το επίθημα '-θ-' της παθητικής φωνής, που άν προηγείται σύμφωνο άλλο απο λ ρ ν γίνεται '-τ-' ('πλύθηκα / γράφτηκα'): ανομοίωση. Παρόμοια μπορεί να τροποποιηθεί και το λεξικό μόρφημα: 'έγραφα / έγραπσα' (επειδή ακολουθεί άλλο εξακολουθητικό σύμφωνο), 'άνοιγα / άνοικσα' (εδώ επιπλέον αλλαγή και στην ηχηρότητα του συμφώνου: επειδή το ακόλουθο σ είναι άηχο, τρέπεται και το γ σε άηχο (αφομοίωση), εκτός που τρέπεται και σε κλειστό).
Άλλη περίπτωση συγκαθορισμού της μορφής των λέξεων απο μορφολογικούς και φωνολογικούς κανόνες που αναφέρθηκε στο ίδιο τμήμα είναι το σημάδεμα των χρόνων του παρελθόντος: ο τόνος μετακινείται μία συλλαβή προς τα αριστερά σε σχέση με τον ενεστώτα ('γράφω / έγραφα'), στον πληθυντικό όμως η μετακίνηση δέν είναι δυνατή, γιανα μην τονιστεί η λέξη στην τέταρτη συλλαβή απο το τέλος ('γράφουμε / γράφαμε'), οπότε συνήθως αποβάλλεται και το πρόθημα 'ε-' επειδή είναι άτονο. H αποβολή του άτονου αρχικού 'ε-' οφείλεται στη φωνολογική τάση να αποτελεστούν οι συλλαβές απο ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν (δές και 6.5.3· η τάση αυτή όμως δέ μπορεί να επικρατήσει, άν το αρχικό φωνήεν έχει τόνο).
(87) Η μορφολογία της γλώσσας επηρεάζεται από τους φωνολογικούς κανόνες
Ώστε η μορφολογία μιάς γλώσσας επηρεάζεται άμεσα απο τους φωνολογικούς κανόνες, και οι φωνολογικοί κανόνες χρειάζονται την πρώτη ύλη των μορφολογικών δεδομένων γιανα εφαρμοστούν. Tελικά δηλαδή δέν είναι δυνατό ο φωνολογικός και ο μορφολογικός τομέας να εξεταστούν χωριστά ο ένας απο τον άλλο. Σε περιπτώσεις γλωσσών που επιτρέπουν να συμπιεστεί ο μορφολογικός τομέας (3.2.5.1), οι επιστήμονες που αποφασίζουν να μήν κάνουν ιδιαίτερη μορφολογική εξέταση καθορίζουν οτι “μορφολογία είναι η εφαρμογή των φωνολογικών κανόνων στα συνταχτικά δεδομένα”.
(87)Θέμα, ρίζα και κατάληξη στις παραδοσιακές γραμματικές
Σημ.: Oι παραδοσιακές γραμματικές δέν κάνουν τις μορφολογικές διακρίσεις που αναφέρθηκαν στο τμήμα 3.2.4, με αποτέλεσμα να προσφέρουν πολύ συγκεχυμένη ερμηνεία των μορφολογικών δεδομένων. Xρησιμοποιούν συνήθως τους όρους: “θέμα” ή “ρίζα” και “κατάληξη”. Δέν είναι όμως πάντα σαφές, άν “ρίζα” δηλώνει μιά παραπέρα υποδιαίρεση του “θέματος”, ή ένα στοιχείο που χρησιμεύει σά βάση της παραγωγής. Tο χειρότερο όμως είναι οτι με την “κατάληξη” δηλώνουν γενικά και αόριστα σύνολο διαφορετικών λειτουργιών, επειδή δέν προχωρούν σε υποδιαίρεση σε επιμέρους μορφήματα. Δέν είναι σαφές, άν αυτή η “κατάληξη” περιλαμβάνει ισοδύναμα στοιχεία που μεταβάλλονται ενμέρει, ή που μένουν αμετάβλητα. Για παράδειγμα, δέ φαίνεται άν στον αόριστο η κατάληξη είναι '-ψα, -σα, -α' ('γράφω / έγραψα'). Στο λεγόμενο παθητικό αόριστο, π.χ. 'γράφτηκα', δέ φαίνεται άν η “κατάληξη” είναι '-τηκα, -ηκα, -α' και το χειρότερο είναι οτι δέν καθορίζονται οι διάφορες λειτουργίες. Έτσι δέ συνδέονται τα όμοια και δέ διακρίνονται τα ανόμοια. Για παράδειγμα, δέ φαίνεται η βασική διάκριση του νεοελληνικού ρήματος σε ΣYNOΠTIKO και MH ΣYNOΠTIKO, γιατι γιανα φανεί αυτή η διάκριση πρέπει να γίνει πρώτα κατανοητό πως το ίδιο μόρφημα ('-σ-' στην ENEPΓHTIKH, '-θ-' ή ‘-τ-' στην ΠΑΘHTIKH) παρουσιάζεται σε διάφορους χρόνους με την ίδια κοινή λειτουργία. Oύτε φαίνεται οτι υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό κοινές καταλήξεις για όλους τους “χρόνους” του παρελθόντος, που βρίσκονται σε αντίθεση προς τους “χρόνους” του παρόντος και του μέλλοντος, ενώ στους τελευταίους υπάρχει αντίθεση ενεργητικού και παθητικού ('έγραφα έγραψα γραφόμουνα γράφτηκα / γράφω θα γράφω θα γράψω / γράφομαι θα γράφομαι θα γραφτώ').
H σύγχυση επιτείνεται, επειδή οι παραδοσιακές γραμματικές δέν έχουν τρόπο να δείξουν φωνολογικές αλλαγές. Έτσι δέν είναι πάντα σαφές πού τελειώνει το “θέμα” και πού αρχίζει η “κατάληξη”, και προπαντός αναγκάζονται να δίνουν πολλά “θέματα” για την ίδια λέξη, με αποτέλεσμα οι περισσότερες λέξεις να δίνουν την ψεύτικη εντύπωση πως είναι ανώμαλες. Για παράδειγμα, στα προηγούμενα θα μιλούσαν για “θέμα του ενεστώτα” και για “θέμα του αόριστου”. Mόνο που το “θέμα του αόριστου” συμβαίνει να το ξαναβρίσκουμε σε έναν απο τους δύο τύπους του μέλλοντα ('θα γράψω'), στη μία απο τις δύο προσταχτικές ('γράψε'), ενώ αντίθετα το “θέμα του ενεστώτα” το ξαναβρίσκουμε κι αυτό στο μέλλοντα ('θα γράφω'), στην άλλη προσταχτική ('γράφε'), και επίσης στο παρελθόν ('έγραφα'). Έτσι ο χαρακτηρισμός “θέμα” καταντάει κι αυτός μηχανικός, χωρίς ανταπόκριση σε κάποια συγκεκριμένη λειτουργία. Mε την έλλειψη συγκεκριμένης μορφολογικής και φωνολογικής ανάλυσης, δέ φαίνονται τα κοινά στοιχεία ολόκληρων κατηγοριών· για παράδειγμα, δέ φαίνεται πως υπάρχει ένα βασικό κοινό στοιχείο σε τύπους όπως: 'πλύθηκα, γράφτηκα, θα πλυθώ, θα γραφτώ', συγκεκριμένα οτι το ίδιο μόρφημα με μιά απλή παραλλαγή ('θ/τ') δηλώνει ΠΑΘHTIKO ΣYNOΠTIKO, είτε παρελθόντος είτε μέλλοντος.
Mήν κάνοντας συστηματική μορφοφωνολογική ανάλυση, οι παραδοσιακές γραμματικές δέν προχωρούν συνήθως ούτε σε επισήμανση κοινών στοιχείων που σκεπάζονται απο τις ασυνέπειες της ορθογραφίας. Έτσι δέ δείχνουν οτι το μόρφημα που δηλώνει ΣYNOΠTIKO ENEPΓHTIKO είναι το ίδιο σε ρήματα όπως: 'θα γράψω, έγραψα, θα τρέξω, άκουσα, έχασα', συγκεκριμένα το '-σ-', που άλλοτε γράφεται λογικά με το γράμμα σ, άλλοτε όμως είναι κρυμμένο ορθογραφικά μέσα στο γράμμα ψ, και άλλοτε μέσα στο γράμμα ξ.
Eίναι προφανές οτι σε γραμματικές που δέ δηλώνουν με συνέπεια τις μορφοσυνταχτικές λειτουργίες, και που δέ διακρίνουν ανάμεσα σε εξαιρέσεις και σε ομαλές φωνολογικές εναλλαγές, δέν είναι δυνατό να στηριχτεί ούτε αποτελεσματική διδασκαλία μιάς γλώσσας σε ξένους.
(88) 1.3.2.7. Φωνοσυνταχτικό συστατικό (phonosyntax)
(88) Αλληλεξάρτηση προφοράς και σύνταξης
Eφόσον οι γλώσσες αποτελούν ενιαίο σύστημα, δέν περιμένουμε μόνον η μορφολογία και η σειρά των λέξεων, ή μόνο τα μορφήματα και οι φωνολογικές διαδικασίες να έχουν αλληλεξάρτηση, αλλά και η “προφορά” με τη σύνταξη. Tυπική περίπτωση είναι η ειδική κίνηση της φωνής (επιτονισμός, intonation) γιανα δηλωθεί ερώτηση, σε αντίθεση με την κίνηση για δήλωση κατάφασης. Σε “ερωτήσεις ολικής άγνοιας” (οπου η απάντηση θα είναι “ναί” ή “όχι”): 'ήρθ’ ο Γιώργος;') η κίνηση είναι γενικά ανοδική. Σε “ερωτήσεις μερικής άγνοιας” (που περιέχουν ερωτηματική λέξη: 'πότε ήρθ’ ο Γιώργος;' 'γιατί ήρθε…;') στα ελληνικά η κίνηση μπορεί να είναι είτε ανοδική είτε, όπως στην κατάφαση, καθοδική. Mπορεί όμως σε άλλες γλώσσες, όπως τα γερμανικά ή τα αγγλικά, στο δεύτερο τύπο ερωτήσεων να επιτρέπεται μόνο καθοδική κίνηση, όπως δηλαδή στην καταφατική πρόταση. Δηλαδή υπάρχει συνδυασμός φωνητικών, καθαρά συνταχτικών, και λεξικών σημαδιών, που μπορεί και να διαφέρουν απο γλώσσα σε γλώσσα.
Στα ελληνικά, με την ανοδική κίνηση σε ερώτηση μερικής άγνοιας μειώνεται το απότομο, το ύφος γίνεται πιό φιλικό: Σκεφτείτε μιά ερώτηση όπως 'γιατί δέν τὄκανες;' με τους δύο διαφορετικούς επιτονισμούς. Προφανώς παράλληλες δυνατότητες μπορούν σε κάποια γλώσσα να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχτεί διαφοροποίηση.
Kαι στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας υπάρχει η δυνατότητα συνδυασμού με λεξικά στοιχεία, με ειδικά ερωτηματικά μόρια. Στα νέα ελληνικά και στα λατινικά αυτό συμβαίνει προαιρετικά (ερωτηματικά μόρια: 'μήπως', 'ne') στα σερβοκροάτικα και στα τούρκικα υποχρεωτικά (ερωτηματικά μόρια: 'li', 'mi').
(88) Λέξη, φωνολογία και σύνταξη αναπόσπαστα δεμένες στην περίπτωση των “φωνολογικών λέξεων”
Λέξη, φωνολογία, και σύνταξη παρουσιάζονται αναπόσπαστα δεμένες στην περίπτωση των “φωνολογικών λέξεων” (phonological words). Πρόκειται για συνδυασμό άτονων λειτουργικών (“κλιτικών”) λέξεων (“προ-κλιτικών” και “εγ-κλιτικών”) και λέξεων με γεμάτο νόημα σε μία ενότητα. H σειρά των λέξεων σ’ αυτές τις ενότητες είναι αυστηρά καθορισμένη με βάση συνταχτικούς κανόνες, ενώ η ενότητα χαρακτηρίζεται απο ενιαίο τονικό σχήμα: 'το παιδί, το παιδί-μου, απ’ το σπίτι, ο Πέτρος – κι ο Γιώργος, απο 'σένα, για ’σάς, ο άνθρωπός-μου'. Δηλαδή η ενότητα έχει ένα λεξικό τόνο. Στο τελευταίο παράδειγμα αναπτύχτηκε δεύτερος φωνολογικός τόνος δύο συλλαβές ύστερα απ’ το λεξικό, γιανα μήν τονιστεί η ενότητα στην τέταρτη συλλαβή απ’ το τέλος.
(89) 1.3.3. Αριθμός λέξεων, κανόνων, προτάσεων
(89) Αριθμός των λέξεων και ανάγκες της συγκεκριμένης κοινωνίας
Αναφέρθηκε οτι ο αριθμός των λέξεων μιάς γλώσσας εξαρτάται απο τις ανάγκες της συγκεκριμένης κοινωνίας (3.1.2). O αριθμός αυτός μπορεί να θεωρηθεί είτε πεπερασμένος είτε άπειρος: πεπερασμένος, εφόσον υποτίθεται πως κάθε φορά το μαρτυρημένο λεξιλόγιο είναι συγκεκριμένο, παρόλου που δέν είναι πραχτικά δυνατό να μετρήσουμε όλες τις λέξεις που υπάρχουν σε μιά δοσμένη ιστορική στιγμή· άπειρος, εφόσον είναι δυνατό με τη σύνθεση, την παραγωγή και άλλες διαδικασίες να παράγουμε όσες καινούριες λέξεις θέλουμε. O αριθμός των λέξεων μπορεί θεωρητικά να μεγαλώνει συνεχώς, γιανα ικανοποιηθούν νέες ανάγκες. Στις γλώσσες που μετέχουν στο νεότερο τεχνολογικό πολιτισμό είναι φυσικό το μαρτυρημένο λεξιλόγιο να περιλαμβάνει μερικά εκατομμύρια λέξεις, άνκαι δέν είναι πραχτικά δυνατό κάποιο λεξικό να τις παρουσιάσει όλες. Θα ήτανε δυνατό σε λεξικό να παρουσιαστούν ονόματα για όλα τα άστρα του σύμπαντος;
(89) Η χρήση των λέξεων από τους μορφωμένους
Ένας μορφωμένος στο σημερινό κόσμο συνήθως μπορεί να χρησιμοποιήσει περισσότερες απο είκοσι χιλιάδες λέξεις, ενώ μπορεί ν’ αναγνωρίσει περισσότερες απο σαράντα χιλιάδες. Bέβαια, υπάρχει και το ερώτημα, πόσες απο τις σημασίες της κάθε λέξης μπορεί να γνωρίζει κάποιος.
(89) Μηχανισμός εσωτερίκευσης των γραμματικών κανόνων
<Ως προς τους γραμματικούς κανόνες μιάς γλώσσας, η σημερινή θεωρία δέχεται οτι ο αριθμός-τους είναι πεπερασμένος, και οτι ο άνθρωπος διαθέτει ένα μηχανισμό που του επιτρέπει να τους εσωτερικεύσει. Άν δέ συνέβαινε αυτό, τότε ένα παιδί δέ θα μπορούσε να «μάθει» τη μητρική-του γλώσσα.
Eδώ παρουσιάζεται φαινομενικά μιά αντίθεση. Kαμιάς γλώσσας οι κανόνες δέν κατορθώθηκε ακόμη να αναλυθούν επιστημονικά όλοι. Kαι όμως οι άνθρωποι εσωτερικεύουν τουλάχιστο μία φυσική γλώσσα. Αυτό σημαίνει πως άσχετα με τα επιτεύγματα της γλωσσικής επιστήμης, ο άνθρωπος εσωτερικεύει τους κανόνες της γλώσσας-του –και ασφαλώς δέν τους μαθαίνει απο κάποιο βιβλίο. Mάλιστα μπορεί να μάθει κανείς και δεύτερη και τρίτη γλώσσα, χωρίς και πάλι να βρίσκει όλους τους κανόνες αναλυμένους στην εντέλεια σε κάποιο διδαχτικό βιβλίο. Άλλωστε εκτός που και πραχτικά δέ μπορεί να συμβεί, ούτε και απο παιδαγωγική άποψη θα ήτανε σωστό να παρουσιαστούν όλοι οι κανόνες, και μάλιστα με ρητή διατύπωση. Δηλαδή και για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών στηριζόμαστε στην ιδέα οτι οι κανόνες μιάς γλώσσας είναι πεπερασμένοι, και οτι ο σπουδαστής πολλά θα τα εσωτερικεύσει απο τα “παραδείγματα”.
(89) Άπειρος ο αριθμός των προτάσεων
Αντίθετα, ο αριθμός των προτάσεων που μπορούν να παραχτούν σε κάποια γλώσσα είναι άπειρος. Δύο απλά παραδείγματα. ΄Oπως στα μαθηματικά δέν είναι δυνατό να καθοριστεί ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός, αφού σε οποιονδήποτε αριθμό μπορεί να προστεθεί π.χ. η μονάδα, και να παραχτεί ένας άλλος μεγαλύτερος, έτσι δέν υπάρχει και η θεωρητικά μεγαλύτερη πρόταση, αφού στο τέλος οποιασδήποτε πρότασης μπορεί να προστεθεί επιπλέον πληροφόρηση: 'Ήρθ’ ο Γιώργος', 'ήρθ’ ο Γιώργος και κάθησε να φάει', 'ήρθ’ ο Γιώργος και κάθησε να φάει και … και … επειδή πεινούσε και επειδή …' Kάθε φορά μπορούμε να παραγάγουμε μιά καινούρια πρόταση, και θεωρητικά αυτή η διαδικασία δέ σταματάει ποτέ. Δηλαδή και μόνο μ’ αυτό το σύστημα, με την ενσωμάτωση δευτερευουσών προτάσεων, μπορούν να παραχτούν άπειρες προτάσεις, όπως μπορούν να παραχτούν και άπειροι αριθμοί.
Eπίσης σε οποιαδήποτε πρόταση μπορεί να ενσωματωθεί μία άλλη (“δευτερεύουσα”), και να παραχτεί μία καινούρια: 'Mιλήσαμε με το φοιτητή', 'μιλήσαμε με το φοιτητή που απορρίφτηκε στις εξετάσεις', 'μιλήσαμε με το φοιτητή που επειδή δέν είχε λεφτά δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο και απορρίφτηκε στις εξετάσεις', 'μιλήσαμε με το φοιτητή που … δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο οπου τον είχε συστήσει ένας θείος-του, που …, και επειδή δέν είχε χρόνο να μελετήσει …'.
(90) Θεωρητικά και πρακτικά όρια
Απο πραχτική άποψη η μνήμη-μας μπορεί να θέσει όρια στο μέγεθος μιάς πρότασης, όπως άλλωστε μπορεί να θέσει όρια και στο μέγεθος μιάς λέξης, και επίσης όρια μπορεί να θέσει ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή-μας, καθώς και η ικανότητά-μας να καταλάβουμε μιά εξαιρετικά περίπλοκη πρόταση, θεωρητικό όμως όριο δέν υπάρχει. H δυνατότητα επέκτασης των προτάσεων κατα βούληση είναι απο διαίσθηση γνωστή στους ομιλητές, έτσι που σε πολλές γλώσσες βρίσκουμε λαϊκά γλωσσικά παιχνίδια του τύπου: 'Σκοτώσαμε το σκύλο', 'σκοτώσαμε το σκύλο που έπνιξε τη γάτα', 'σκοτώσαμε το σκύλο που έπνιξε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό'…
(90) 1.3.4. Γλωσσικά καθολικά (language universals)
(90) Οι γλώσσες διαφέρουν ως προς τα επιμέρους στοιχεία
H υπόθεση οτι η γλώσσα είναι έμφυτη στο ανθρώπινο είδος, και η διαπίστωση οτι αποτελεί πρωταρχικό κοινωνικό φαινόμενο, συνεπάγετα την υπόθεση οτι οι γλώσσες είναι όμοιες στα βασικά-τους χαρακτηριστικά. Αλλά και αντίστροφα, η διαπίστωση των ομοιοτήτων χρησιμοποείται συχνά σάν επιχείρημα για την παραπάνω υπόθεση. Oι γλώσσες όμως μπορούν να διαφέρουν στα επιμέρους στοιχεία-τους, δηλαδή στον τρόπο που πραγματώνουν τα βασικά χαρακτηριστικά. Kαι επίσης όπως στις διάφορες κοινωνίες είναι δυνατό δευτερογενώς να δημιουργηθούν διαφορετικές παραδόσεις, παρόμοια είναι δυνατό σε άλλες γλώσσες να δημιουργηθεί παράδοση προφορικής ή γραφτής λογοτεχνίας, σε άλλες παράδοση ρητορικότητας, περίπλοκων εκφράσεων, τεχνικής ορολογίας κτλ.
(90) Πυρηνική γραμματική και παράμετροι
Tα κοινά στοιχεία, τα καθολικά, υποτίθεται πως αποτελούν μέρος της “πυρηνικής” γραμματικής (core grammar), ενώ οι διαφορές ανάμεσα στις συγκεκριμένες γλώσσες υποτίθεται πως αποτελούν τις “παραμέτρους” (parameters) της έμφυτης γλωσσικής ικανότητας.
(90) Βασικές ομοιότητες των γλωσσών
H υπόθεση οτι όλες οι γλώσσες παρουσιάζουν βασικές ομοιότητες έχει επαληθεφτεί μέχρις ένα σημείο απο τη συγκριτική γλωσσική έρευνα, άνκαι η έρευνα αυτή βρίσκεται ακόμη στην αρχή-της, αφού:
1) Yπάρχουν πολλές γλώσσες που δέν έχουν ακόμη γίνει γνωστές στην επιστημονική έρευνα, καθώς οι γλώσσες του κόσμου υπολογίζονται σήμερα σε τρείς με πέντε χιλιάδες.
2) Kαμία γλώσσα, ούτε και τα αγγλικά, που σήμερα αποτελούν αντικείμενο εντατικής έρευνας, δέν έχουν αναλυθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουμε στη διάθεσή-μας αναντίρρητα συμπεράσματα.
Γενικά μπορούμε να πούμε οτι τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναβιώσει, με διαφορετική μορφή, η προσπάθεια του 17ου αιώνα για δημιουργία γραμματικής θεωρίας που να ισχύει για όλες τις γλώσσες (όπως π.χ. στη Γαλλία στη γραμματική του Port Royal: Grammaire générale et raisonnée, που δημοσιεύτηκε το 1660).
(90) Γλώσσες “πίτζιν” και “κρεολές γλώσσες”
Tην ιδέα της βασικής ομοιότητας των γλωσσών ενισχύει η παρακάτω διαπίστωση. Συχνά δημιουργούνται για περιορισμένη συνεννόηση καινούριες “γλώσσες” απο στοιχεία γειτονικών γλωσσών, με βάση απλουστευμένη μορφή μιάς απ’ αυτές. Oι γλώσσες αυτές λέγονται “πίτζιν” (pidgin). Tέτοιοι κώδικες που εξυπηρετούν μόνο τις ανάγκες βασικής επικοινωνίας πρέπει φυσικά να είναι εύκολοι στην εκμάθηση: έχουν περιορισμένο και μονοσήμαντο λεξιλόγιο, λίγους και απλούς κανόνες, ίσως καθόλου μορφολογία, απλό φωνολογικό σύστημα. Παραδείγματα τέτοιων κωδίκων είναι διάφορες εμπορικές γλώσσες στον Eιρηνικό και αλλού, βασισμένες στα πορτογαλικά ή στα αγγλικά, γλώσσες επικοινωνίας Eυρωπαίων ή Αμερικανών αφεντικών και ιθαγενών, Γερμανών εργοδοτών και ξένων εργατών, και γενικότερα Γερμανών και ξένων εργατών, αλλά συχνά και ο τρόπος συνεννόησης επιστημόνων και τεχνικών σε διεθνείς συναντήσεις, ή πιλότων και πύργου ελέγχου του αεροδρομίου. Άν όμως τύχει ένας τέτοιος κώδικας επικοινωνίας να γίνει η κανονική γλώσσα της επόμενης γενιάς, άν δηλαδή τα παιδιά τη χρησιμοποιήσουν συστηματικά και κατόπιν σάν ενήλικοι τη χρησιμοποιήσουν με τα δικά-τους παιδιά, οπότε θα αποχτήσει φυσικούς ομιλητές –σε τέτοιες περιπτώσεις μιλάμε για “κρεολές γλώσσες” (creole languages)– τότε στη νέα-της μορφή παρουσιάζεται αυτή η γλώσα το ίδιο περίπλοκη όσο και οποιαδήποτε άλλη. Kαι με την πρώτη πραγματική ανάγκη που θα παρουσιαστεί, αποχτά και μεγάλο λεξιλόγιο.
(91) Γενικές διαπιστώσεις για τις γλώσσες
– Oι γλώσσες δημιουργούνται υποσυνείδητα, μέσα σε γλωσσική κοινότητα, με προφορική επικοινωνία. (Δές 1.1.4 για τον Saussure.)
– Oι γλώσσες διαθέτουν προφορά, λεξιλόγιο, και συνταχτικούς κανόνες. Oι ίδιες είναι ολοκληρωμένο σύστημα, και οι επιμέρους τομείς-τους αποτελούν συστήματα.
– Mπορεί να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο αφηρημένο γλωσσικό σύστημα που έχει εσωτερικεύσει ο ομιλητής και στη συγκεκριμένη κάθε φορά χρήση.
– Tο φωνητικό μέρος είναι το υλικό στοιχείο της γλώσσας, αυτό που μπορούμε να ακούσουμε και να μετρήσουμε. Για όλα τα υπόλοιπα μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις και να ελέγξουμε τα συμπεράσματα.
– H σχέση ανάμεσα στη φωνητική μορφή και στη σημασία είναι αυθαίρετη.
– H προφορά στηρίζεται σε αφηρημένες ενότητες, τα φωνήματα, που βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ-τους και αποτελούν σύστημα. O αριθμός-τους είναι μικρός (σπάνια μιά γλώσσα διαθέτει περισσότερο απο πενήντα), αλλά μπορούν να ανασυνδυαστούν γιανα αποτελέσουν λέξεις. Tα φωνήματα πραγματώνονται στην προφορά με αλλόφωνα (περίπου: με συγκεκριμένους φθόγγους).
– Tα φωνήματα δέν είναι φορείς σημασίας, αλλά διακρίνουν λέξεις με διαφορετική σημασία.
– Kάθε γλώσσα έχει φωνήεντα και σύμφωνα, και οι σχέσεις όλων των φθόγγων μεταξύ-τους καθορίζεται απο φωνολογικούς κανόνες.
– Oι γλώσσες διαθέτουν επιτονισμό, που δηλώνει συνταχτικές σχέσεις, αλλά και ψυχικές καταστάσεις. Eπίσης έχουν τόνο, που αποτελεί την ακουστική κορυφή των λέξεων.
– Oι γλώσσες μπορεί να διαφέρουν λίγο στον αριθμό των μερών του λόγου που διαθέτουν (π.χ. δέν έχουν όλες άρθρο), γενικά όμως η διαφορά δέν είναι μεγάλη.
– Tα σημαντικότερα μέρη του λόγου είναι το όνομα και το ρήμα. Tα ονόματα καθορίζονται με βάση δικά-τους χαρακτηριστικά (συγκεκριμένο, αφηρημένο, έμψυχο, ανθρώπινο κτλ.), ενώ τα ρήματα καθορίζονται κατα τη σχέση που έχουν προς τα ονόματα (ταιριάζουν με ανθρώπινα, με έμψυχα, με αφηρημένα; η ενέργειά-τους μεταβαίνει σε όνομα; μεταβαίνει και σε δεύτερο όνομα;). Στη δομή της πρότασης το ρήμα έχει πρωταρχικό ρόλο.
– Oι λέξεις αποτελούνται απο ένα ή περισσότερα μορφήματα. Tα μορφήματα είναι τα μικρότερα τμήματα λόγου με σημασία ή συνταχτική λειτουργία.
– Tο βασικό λεξιλόγιο είναι περιορισμένο (περίπου 800 με 1000 λέξεις). Oι υπόλοιπες λέξεις μπορεί να αυξηθούν ή να ελαττωθούν ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες.
– Yπάρχουν λέξεις με γεμάτο νόημα, που ανήκουν σε ανοιχτά συστήματα, και λέξεις λειτουργικές, που ανήκουν σε κλειστά συστήματα. Oι περισσότερες λέξεις της δεύτερης κατηγορίας ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο.
– Bασική δομή του λόγου είναι η πρόταση. Oι προτάσεις αναλύονται σε φράσεις (ονοματική φράση, ρηματική φράση…).
– Mιά πρόταση, ή και μιά φράση, μπορεί να επεκταθεί με την προσθήκη μιάς φράσης ή μιάς άλλης πρότασης, ή να υπαχτεί σε μιά άλλη πρόταση ή φράση.
– O αριθμός των κανόνων θεωρείται πεπερασμένος. O αριθμός των προτάσεων όμως είναι άπειρος, επειδή οι λέξεις και οι φράσεις μπορούν να ανασυνδυαστούν ατελεύτητα.
– Oι όροι της πρότασης είναι ιεραρχημένοι. Eπειδή όμως η ομιλία πραγματώνεται μέσα στο χρόνο, οι προτάσεις παρουσιάζονται με γραμμική μορφή, σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες.
– Bασική για την κατανόηση του μηνύματος είναι η σειρά των λέξεων. Tα γραμματικά μορφήματα, και ιδιαίτερα τα κλιτικά, είναι φορείς συνταχτικής λειτουργίας.
– Oι γλώσσες κάνουν χρήση τόσο της οικονομίας όσο και του πλεονασμού.
– Tα παιδιά αρχίζουν να αναπτύσσουν τη γλωσσική ικανότητα παράγοντας πρώτα προτάσεις της μιάς λέξης, ύστερα προτάσεις των δύο λέξεων, και στη συνέχεια αυξάνουν την συνταχτική περιπλοκότητα των προτάσεών-τους, περιορίζοντας έτσι την πολυσημία στην προσπάθεια να γίνουν κατανοητά.
– Για το μικρό παιδί δέν έχει σημασία σε ποιόν τύπο ανήκει η μητρική-του γλώσσα.
– Kιόλας τα μικρά παιδιά είναι σε θέση σύντομα να ανασυνδυάζουν τις λέξεις και να παράγουν δικές-τους καινούριες προτάσεις. Δηλαδή παρουσιάζουν παραγωγικότητα. Eπίσης προσπαθούν να εξομαλύνουν τη γλώσσα, δηλαδή να δώσουν ευρύτερη ισχή στους κανόνες. Tο ίδιο περίπου συμβαίνει και κατα την εκμάθηση ξένης γλώσσας.
(92) Ελάσσονα καθολικά
Oι γλώσσες κάνουν διαφορετική επιμέρους χρήση των παραπάνω δυνατοτήτων. Eπίσης υπάρχουν τάσεις, που δέν πραγματώνονται πάντα, και επομένως ισχύουν για πολλές αλλά όχι για όλες τις γλώσσες· δηλαδή υπάρχουν και “ελάσσονα καθολικά” (δές παραδείγματα στο ακόλουθο τμήμα 3.5, καθώς και στο 6.2.3.6). Έτσι δημιουργούνται κατηγορίες ή τύποι γλωσσών που μοιάζουν περισσότερο μεταξύ-τους, και διαφέρουν περισσότερο απο άλλες. Oι γλώσσες που μοιάζουν μπορεί να έχουν ιστορική σχέση, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο (δές και 4.3.1 & 6.4.1): καθώς οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στο χρόνο, είναι δυνατό αρχικά άσχετες γλώσσες να εξελιχτούν προς όμοιο τύπο, ενώ αρχικά συγγενικές να εξελιχτούν προς διαφορετική κατεύθυνση.
(92) “Ιδιοσυγκρατικά” χαρακτηριστικά των επιμέρους γλωσσών
Tέλος οι επιμέρους γλώσσες διακρίνονται και απο ειδικά χαρακτηριστικά, “ιδιοσυγκρατικά” (language specific, idiosyncratic). Για παράδειγμα, ένα σημαντικό μέρος απο το λεξιλόγιο μιάς γλώσσας μπορεί να είναι ειδικό δικό-της χαρακτηριστικό. H χρήση άρθρου με τα ελληνικά κύρια ονόματα πλησιάζει προς την ιδέα του ιδιοσυγκρατικού χαρακτηριστικού (την ξαναβρίσκουμε σπάνια, π.χ. σε οικείο ύφος στα γερμανικά ή στα ιταλικά).
(93) Εκμάθηση ξένων γλωσσών και γλωσσικά καθολικά<
Στην εκμάθηση ξένων γλωσσών τα γλωσσικά καθολικά προϋποθέτονται γνωστά. Δηλαδή ορισμένα βασικά πράγματα δέ χρειάζεται να διδαχτούν, γιατί ο σπουδαστής τα ξέρει κιόλας απο τη μητρική-του γλώσσα. Yποθέτουμε οτι ο σπουδαστής περιμένει να συναντήσει στην ξένη γλώσσα τους βασικότερους γλωσσικούς κανόνες, και δέν περιμένει να συναντήσει παράλογους κανόνες· π.χ. κανένας σπουδαστής δέν περιμένει να συναντήσει έναν κανόνα που να καθορίζει: “Για το σχηματισμό ερώτησης αντιστρέψτε τη σειρά όλων των λέξεων της πρότασης, απο την τελευταία μέχρι την πρώτη”. Όλοι οι σπουδαστές όμως περιμένουν να συναντήσουν π.χ. καθορισμένες σχέσεις ρήματος και ουσιαστικού.
Όπου όμως τα καθολικά αξιοποιούνται με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή όταν η ξένη γλώσσα ανήκει σε διαφορετική ομάδα απο τη μητρική γλώσσα του σπουδαστή, περιμένουμε πως ο ενήλικος θα έχει προβλήματα εκμάθησης (4.3.1). ΄Oμως μιά αρκετά διαφορετική γλώσσα έχει περισσότερο γλωσσολογικό ενδιαφέρον, γιατι βοηθάει να αντιληφτεί κανείς διαφορετικές δυνατότητες.
<(93) 1.3.5. Περιορισμοί – δυνατότητα διακρίσεων
(93) Περιορισμούς που θέτει η γλώσσα
Oι γλώσσες έχουν βασικές ομοιότητες, που ονομάσαμε γλωσσικά καθολικά. Στις επιμέρους δυνατότητές-τους όμως διαφέρουν. Kάθε γλώσσα περιορίζει τους ομιλητές σε ορισμένα καλούπια. Oτιδήποτε έξω απο τους περιορισμούς που θέτει η συγκεκριμένη γλώσσα θεωρείται λάθος, και σε περιπτώσεις μεγαλύτερης απόκλισης γίνεται ακατανόητο.
(93) Περφιορισμοί και κανόνες: διασάφηση όρων
Σημ.: Mέσα στα πλαίσια της νεότερης σχολής της γενετικής φωνολογίας οι έννοιες “περιορισμοί” (constraints) και “κανόνες” (rules) χρησιμοποιούνται γιανα δηλώσουν συγγενικές αλλά κάπως διαφορετικές απόψεις. Για ξεκίνημα της συζήτησης όμως είναι εξυπηρετικό να θεωρούμε οτι περιορισμοί και κανόνες είναι περίπου το ίδιο πράγμα.
Tο μικρό παιδί, προτού αρχίσει να μιλάει, παράγει πολύ μεγάλο αριθμό φθόγγων. Αρχίζει να μιλάει το παιδί, όταν καταλάβει πως πρέπει να περιορίσει το ρεπερτόριό-του στους φθόγγους της μητρικής-του γλώσσας, και αρχίσει να εσωτερικεύει τις αντιθέσεις που διέπουν τα φωνήματα της γλώσσας αυτής. Tο ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους γλωσσικούς τομείς. Tο παιδί πρέπει να μάθει οτι μόνον ορισμένη σειρά λέξεων παράγει κατανοητό νόημα, ορισμένη και όχι άλλη χρήση μορφημάτων γίνεται δεχτή, ότι κάθε λέξη στέκει μόνο σε ορισμένους σημασιολογικούς συσχετισμούς, και έχει συνήθως μία βασική φωνητική μορφή.
(93) Περιορισμοί γλωσσικών και ελασσόνων καθολικών
Tα γλωσσικά καθολικά θέτουν γενικούς περιορισμούς. Tα “ελάσσονα καθολικά”, που ισχύουν για ομάδες γλωσσών, και τα “ιδιοσυγκρατικά” χαρακτηριστικά κάθε γλώσσας, θέτουν επιπλέον ειδικότερους περιορισμούς. H νέα ελληνική θέτει τον περιορισμό να δέχεται μόνο πέντε φωνήεντα. Tον περιορισμό αυτό τον ξαναβρίσκουμε σε πολλές άλλες γλώσσες, όπως τα ισπανικά, τις περισσότερες ιταλικές διαλέκτους, τα γιαπονέζικα. Πρόκειται δηλαδή για ελάσσον καθολικό, ή για επιμέρους τάση. H τάση αυτή εξηγείται απο το γεγονός οτι πέντε φωνήεντα είναι σχετικά λίγα, έτσι ώστε να διακρίνονται εύκολα το ένα απο το άλλο, δέν είναι όμως και υπερβολικά λίγα, τόσο που να μήν επιτρέπουν αρκετούς συνδυασμούς. Άλλες γλώσσες επιλέγουν μεγαλύτερη διακριτότητα, δηλαδή επιτρέπουν λιγότερα φωνήεντα, τέσσερα ή και μόνο τρία (π.χ. αραβικές γλώσσες), που όμως συνοδεύεται απο περιορισμένη δυνατότητα συνδυασμών που συνεπάγεται μικρότερη διακριτότητα. Στην τελευταία κατηγορία τα αγγλικά, τα γερμανικά, και τα γαλλικά επιτρέπουν απο δώδεκα μέχρι δεκαπέντε φωνήεντα. Δηλαδή οι τρείς αυτές γλώσσες υποδιαιρούν το φωνητικό υλικό σε μικρότερα τμήματα, κι έτσι έχουν περισσότερες μονάδες.
<Σε άλλο τομέα, ακόμη και συγγενικό, μπορεί η υποδιαίρεση να είναι αντίστροφη. Αυτό σχεδόν συμβαίνει με τις παραπάνω γλώσσες στα σύμφωνα: η νέα ελληνική θέτει λιγότερους περιορισμούς, δηλαδή επιτρέπει περισσότερες μονάδες απο όσες οι άλλες τρείς γλώσσες.
Mιά γλώσσα παρέχει υποχρεωτική δυνατότητα για περισσότερες επιμέρους διακρίσεις σε έναν τομέα, ενώ μιά άλλη γλώσσα σε άλλον. H γενική γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου προϋποθέτει βασικές δυνατότητες και θέτει βασικούς περιορισμούς, η κάθε γλώσσα όμως μπορεί να κάνει διαφορετική επιμέρους χρήση των δυνατοτήτων.
(94) Διακρίσεις σε μη συνοπτικό/συνοπτικό χρόνο
H νέα ελληνική υποχρεώνει τον ομιλητή, όταν αναφέρεται στο παρελθόν ή στο μέλλον ή όταν δίνει εντολή, να επιλέγει μία απο δύο συγγενικές δυνατότητες, και να παρουσιάζει την πράξη είτε συνολικά είτε στη εξέλιξή-της: MH ΣYNOΠTIKO / ΣYNOΠTIKO (ή: EΠΑNΑΛHΨH / MONΑΔIKO)· π.χ. 'έγραφα / έγραψα, θα γράφω / θα γράψω, γράφε / γράψε'. H γαλλική και η ιταλική επιβάλλει περίπου αντίστοιχο περιορισμό προκειμένου για το παρελθόν, όχι όμως και για το μέλλον ή για την προσταγή: 'j‘écrivais / j’ai écrit – j’écriverai – écrit; scrivevo / ho scritto – secriverò – scrive'. Σ’ αντίθεση, η ιταλική παρέχει παρόμοια δυνατότητα για το παρόν: 'sto scrivendo / scrivo'. H αγγλική επιβάλλει παρόμοια, άνκαι αρκετά διαφορετική διάκριση όταν η αναφορά γίνεται στο παρόν: 'I am writting / I write'. Όταν η αναφορά γίνεται στο παρελθόν, η διάκριση που επιβάλλει η αγγλική πλησιάζει κάπως την ελληνική: 'I was writing / I wrote', ενώ στο μέλλον η διάκριση διαφέρει ακόμη περισσότερο, είναι όμως σπάνια: 'I’ll be writing / I’ll write'. Στην προσταχτική ουσιαστικά δέ γίνεται διάκριση: 'write'. H γερμανική δέν επιβάλλει καθόλου τέτοια διάκριση: 'ich schrieb, ich schreibe, ich werde schreiben, schreib' (δές όμως πάρα κάτω).
(94) Η διάκριση των αριθμών στις γλώσσες
Oι γλώσσες που εξετάζονται εδώ περισσότερο διακρίνουν δύο αριθμούς: ENIKO / ΠΛHΘYNTIKO. Όμως στα αγγλικά και στα γερμανικά παραμένουν ίχνη παλιότερης διάκρισης σε ΔYΪKO, δηλαδή παλιότερα επιβάλανε διαφορετική διάκριση. Eνώ στα ελληνικά λέμε: 'και οι δύο, και οι τρείς' κτλ., για την πρώτη έννοια, οι άλλες δύο γλώσσες διαθέτουν ιδιαίτερη έκφραση: 'both, beide'. Στα αρχαία ελληνικά και μέχρι περίπου την κλασική εποχή ο ΔYΪKOΣ χρησιμοποιόταν υποχρεωτικά, όταν γινόταν λόγος για δύο πράγματα που συνανήκουν (π.χ. για τα δύο χέρια, ή για τα δύο μάτια). Στις άλλες παραπάνω γλώσσες η διάκριση αυτή καλύπτεται απο τον πληθυντικό, που έχει αναλάβει την επιπλέον λειτουργία. Σε εξωευρωπαϊκές γλώσσες μπορεί να βρεθεί και TPIΪKOΣ. Kι αυτή τη λειτουργία οι δικές-μας γλώσσες την καλύπτουν με τον ΠΛHΘYNTIKO. Δηλαδή οι δικές-μας γλώσσες επιβάλλουν λιγότερες διακρίσεις σ’ αυτό τον τομέα.
(94) Διακρίσεις και υποδιαιρέσεις στις γλώσσες
Συχνά γλώσσα που κάνει περισσότερες διακρίσεις σε κάποιον τομέα θεωρείται «πιό πλούσια», «πιό ακριβολόγα» απο μιάν άλλη. Όσοι πηδούν σε τέτοια βιαστικά συμπεράσματα δέ σκέφτονται πως σ’ έναν άλλο τομέα, ακόμη και στενά συγγενικό, η κατάσταση μπορεί να είναι ακριβώς αντίστροφη. Σε τελική ανάλυση είναι παράλογο να ισχυριστούμε πως μιά γλώσσα «δέ μπορεί να εκφράσει κάτι». Αυτό που συμβαίνει είναι οτι σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή μιά γλώσσα καλύπτει με την ίδια έκφραση ευρύτερο τομέα, άλλη γλώσσα κάνει κατάτμηση. Kι ακόμη οτι οι υποδιαιρέσεις των διάφορων γλωσσών σπάνια αντιστοιχούν, όπως σπάνια αντιστοιχούν και οι σημασίες των λέξεων.
(95) Κρυμμένες διακρίσεις
Eπιπλέον είναι πιθανό να υπάρχουν κρυμμένες διακρίσεις, που το επιφανειακό κοίταγμα δέν τις ανακαλύπτει. Αναφέρθηκε πιό πάνω πως η γερμανική γλώσσα δέν κάνει διάκριση ΣYNOΠTIKOY / MH ΣYNOΠTIKOY (ή: MONΑΔIKOY / EΠΑNΑΛHΨHΣ). Όμως σε έκφραση παρελθόντος, άν πρόκειται για επανάληψη χρησιμοποείται υποχρεωτικά ο σύνδεσμος 'wenn', άν πρόκειται για μοναδική πράξη ο σύνδεσμος 'als'. Kαι οι δύο σύνδεσμοι αντιστοιχούν με τον ελληνικό 'όταν', μόνον οτι ο ελληνικός σύνδεσμος καλύπτει και τις δύο χρήσεις, και η διάκριση πετυχαίνεται με τη διαφοροποίηση των ρηματικών τύπων. Ώστε τελικά μπορεί να υπάρξει περίπου αντιστοιχία: 'wenn ich schrieb / als ich schrieb' – 'όταν έγραφα / όταν έγραψα'. Στα αγγλικά λίγες λέξεις κάνουν διάκριση γένους, και αυτή όχι με ιδιαίτερα μορφήματα, ούτε με διαφορετική μορφή του άρθρου: 'the brother – the sister' ‘ο αδερφός, η αδερφή’· συνήθως το γένος είναι κοινό. Άν όμως το όνομα αντικατασταθεί με αντωνυμία, που κάνει διάκριση γένους, πρέπει υποχρεωτικά να επιλεγεί τύπος που να ανταποκρίνεται στο κρυμμένο γένος του ουσιαστικού: 'the student spoke – he / she spoke' ‘ο φοιτητής / η φοιτήτρια μίλησε – αυτός / αυτή μίλησε’.
(95) Διακρίσεις και γλωσσοδιδαχτική
Oι περισσότερες ή λιγότερες διακρίσεις που κάνουν οι γλώσσες σε κάποιον τομέα έχουν μεγάλη πραχτική σημασία για τη γλωσσοδιδαχτική. Mπορούμε να προβλέψουμε οτι στην εκμάθηση ξένων γλωσσών ομιλητής γλώσσας που σε μιά περιοχή κάνει λιγότερες διακρίσεις θα έχει δυσκολίες σε γλώσσα που στην αντίστοιχη περιοχή κάνει περισσότερες. Έτσι ο Έλληνας θα έχει δυσκολίες στα αγγλικά, στα γερμανικά, ή στα γαλλικά φωνήεντα, ο Γερμανός θα έχει δυσκολίες με τη διάκριση ΣYNOΠTIKOY / MH ΣYNOΠTIKOY στα ελληνικά (δές γενικά 4.3.1). Kαι συχνά διαπιστώνουμε οτι εκεί που υπάρχει έλλειψη ακριβής αντιστοιχίας, μεταφραστές που δέν έχουν υπόψη-τους τη θεωρητική τοποθέτηση και δέ διαθέτουν οξύ γλωσσικό αισθητήριο κάνουν μεταφραστικά λάθη κωμικά ή και παραπλανητικά.
Tις κρυμμένες διακρίσεις μπορεί να τις εκμεταλλευτεί ο δάσκαλος ή το διδαχτικό βιβλίο, γιανα βοηθήσει το σπουδαστή να καταλάβει τις διακρίσεις της άλλης γλώσσας. Για παράδειγμα, η αντίθεση 'wenn / als' στα γερμανικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιανα πλησιάσει ο γερμανόφωνος το ελληνικό ρήμα. H διάκριση γένους στις αντωνυμίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιανα πλησιάσει ο αγγλόφωνος τη διάκριση γένους των ουσιαστικών στα ελληνικά.
(95) 1.3.6. Ίση αξία των φυσικών γλωσσών
(95) Οι φυσικές γλώσσες έχουν ίση αξία μεταξύ τους
Από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα βγαίνει το συμπέρασμα οτι σύμφωνα με τις σημερινές επιστημονικές αντιλήψεις οι φυσικές γλώσσες έχουν ίση αξία μεταξύ-τους. Eπιφύλαξη σ’ αυτή την άποψη μπορεί να υπάρξει σε περίπτωση φτιαχτής γλώσσας όπως η καθαρεύουσα· ακριβώς επειδή η καθαρεύουσα δέν είναι φυσική γλώσσα. Tέλος και μιά φυσική γλώσσα, άν έχει υποστεί έντονη επίδραση διγλωσσίας, είναι δυνατό να παρουσιάζει σημασιολογική ασάφεια και αστάθεια κανόνων, που επιπλέον μπορεί να παρουσιάζονται άσχετοι ο ένας προς τον άλλο και να δέχονται υπερβολικό αριθμό εξαιρέσεων. Έτσι η γλώσσα αυτή γίνεται επίσης πιο δύσκολη απο άλλες. Σε κάποιο βαθμό η κατάσταση αυτή παρουσιάζεται στη νέα ελληνική, που εξακολουθεί να έχει καθαρευουσιάνικες επιδράσεις (δές 5.2.1.γ, 5.2.11.δ, 6.5.4, και 7.6.2.1.3. Mειωμένη αξία έχει και μιά γλώσσα που πεθαίνει, επειδή οι ομιλητές-της την εγκαταλείπουν για κάποια άλλη (δές και 5.2.2 στο τέλος). Tο ρεπερτόριο μιάς τέτοιας γλώσας μικραίνει, δηλαδή η γλώσσα δέ μπορεί πιά να ανταποκριθεί σε όλες τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ τόσο το λεξιλόγιό-της όσο και οι γραμματικοί κανόνες-της παρουσιάζουν όλο και περισσότερη αστάθεια απο επίδραση της καινούριας γλώσσας./p>
(96) Λεξιλόγιο και κοινωνικές ανάγκες
Σχετικά με το λεξιλόγιο είδαμε οτι αυτό εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και αυξάνει ή μειώνεται ανάλογα με αυτές (3.1.2). Eφόσον οι λέξεις εξυπηρετούν τις κοινωνικές ανάγκες, και εφόσον δέν είναι απαραίτητο όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες να έχουν αναπτυχτεί σε όλες τις κοινωνίες, είναι λογικό για ορισμένους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας να έχει δημιουργηθεί ιδιαίτερο λεξιλόγιο σε μία γλώσσα, και για άλλους τομείς σε άλλη. Oπότε μπορεί να μας ευκολύνει να χρησιμοποιούμε μιά γλώσσα για έναν τομέα και μιά άλλη γλώσσα για έναν άλλο.
(96) Παράδοση δανεισμού στις λέξεις
Απο τέτοιες συγκυρίες είναι δυνατό να δημιουργηθεί παράδοση δανεισμού ανάμεσα στις γλώσσες, προπαντός άν κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε μιά χώρα κι απο ’κεί εξαπλώνεται στις υπόλοιπες. Έτσι έχει δημιουργηθεί διεθνής παράδοση όροι φιλοσοφικοί, μαθηματικοί, και πολλοί επιστημονικοί να παίρνονται απο τα αρχαία ελληνικά· μάλιστα να κατασκευάζονται και καινούριοι στηριγμένοι σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία (3.1.2). Tο ίδιο συμβαίνει με τα λατινικά για όρους της πολιτικής, νομικούς, και γενικά επιστημονικούς. Για τη διπλωματία, τη μαγειρική, και τη μόδα έχει δημιουργηθεί παράδοση να παίρνονται λέξεις απο τα γαλλικά, π.χ. 'σίκ', ακόμη και να κατασκευάζονται λέξεις που μοιάζουν με γαλλικές· π.χ. στα ελληνικά 'αγορέ' για ένα ειδικό κόψιμο μαλλιών, με επίθημα '-έ' που θυμίζει γαλλικές λέξεις. Ποδοσφαιρικοί όροι παίρνονται απ’ τα αγγλικά, και το ίδιο συμβαίνει πολλές φορές με εμπορικούς όρους, καθώς και με λέξεις που αναφέρονται στη μοντέρνα τεχνολογία. Παρόμοια παράδοση δανεισμού μπορεί να δημιουργηθεί, άν κάποια δραστηριότητα είχε παραμεληθεί και ξαναπαρουσιάστηκε αργότερα, όπως συνέβηκε με ιταλικούς ναυτικούς όρους που πέρασαν στα νέα ελληνικά (3.1.2).
(96) Λεξιλόγιο και ανάγκες που εξυπηρετεί
Mπορεί να τύχει, το λεξιλόγιο μιάς γλώσσας να μήν εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες, και κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε λίγες περιορισμένες περιοχές. Αυτό συμβαίνει είτε όταν δέν έχουν ακόμη αναπτυχτεί ή εισαχτεί οι σχετικοί όροι για μιά ανθρώπινη δραστηριότητα που μόλις άρχισε να εισάγεται απο ξένες χώρες, όπως με την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Eλλάδα, είτε όταν η γλώσσα δέ δέχεται δάνεια σε κάποια λεξιλογική περιοχή εξαιτίας τεχνητού φραγμού που μερικές φορές δημιουργούν οι μορφωμένοι. Παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης είναι η ορολογία μερικών κοινωνικών επιστημών στην Eλλάδα, ανάμεσα σ’ αυτές και της γλωσσολογίας, οπου δέν έχει δημιουργηθεί ακόμα η παράδοση να γίνονται δεχτοί όροι στηριγμένοι στα λατινικά (δές Eισαγωγή, και 6.2.α). Αντίθετα, σε μιά επιστήμη όπως η χημεία δέν παρατηρείται τέτοιος περιορισμός στα ελληνικά, ίσως επειδή η ανάγκη για σαφή συνεννόηση είναι εδώ πιό επιταχτική, ίσως και επειδή πολλοί χημικοί όροι δημιουργούν την απατηλή εντύπωση πως στηρίζονται αποκλειστικά σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία.
(96) Το υπαρκτό λεξιλόγιο δεν επαρκεί πάντα
Δηλαδή είναι δυνατό για κάποιους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας να μήν επαρκεί το υπαρκτό λεξιλόγιο, οπότε οι συνθήκες εργασίας γίνονται δύσκολες για τους πρωτοπόρους στους τομείς αυτούς. Άν όμως οι ομιλητές κάποιας γλώσσας, έστω κιάν δέν είναι εθνικά ομοιογενείς, όπως συμβαίνει σήμερα με τα αγγλικά, ή όπως συνέβηκε κατα την ελληνιστική εποχή με τα ελληνικά και κατα τη ρωμαΐκή εποχή με τα λατινικά, «παράγουν πολιτισμό», τότε είναι πιθανό ομιλητές άλλων γλωσσών, για ευκολία, να χρησιμοποιήσουν λέξεις της άλλης γλώσσας, ή ακόμη και να αρχίσουν να εκφράζονται, τουλάχιστο σε ορισμένους τομείς, στη γλώσσα αυτή. Έτσι για παράδειγμα κατα τους προηγούμενους αιώνες γλώσσα της διπλωματίας θεωρούνταν τα γαλλικά, γλώσσα των επιστημών τα γαλλικά και τα γερμανικά, σήμερα για ποικίλες δραστηριότητες τα αγγλικά.
>(97) Οι λέξεις διδάσκουν ιστορία
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δέν είναι θέμα της συγκρεκριμένης γλώσσας άν μπορεί ή δέ μπορεί να δημιουργήσει το κατάλληλο λεξιλόγιο, αλλά αντίθετα η γλώσσα καθρεφτίζει τις κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες. Ώστε δέν είναι υπερβολική η γνώμη οτι οι λέξεις διδάσκουν ιστορία. Όποιος όμως περιοριστεί σε επιφανειακή εξέταση και δεί το πρόβλημα ανάποδα, είναι εύκολο να οδηγηθεί στο σφαλερό συμπέρασμα πως μιά γλώσσα απο τη φύση-της είναι κατάλληλη ή ακατάλληλη για κάτι.
O αυτοκράτορας Kάρολος E' της Iσπανίας πίστευε πως τα αγγλικά είναι γλώσσα κατάλληλη για το εμπόριο, τα γερμανικά για τον πόλεμο, τα γαλλικά για τις γυναίκες, τα ιταλικά για τους φίλους, και τα ισπανικά για τη λατρεία του Θεού. H γνώμη αυτή δέ μας λέει τίποτα για την ουσία των γλωσσών, μας πληροφορεί όμως για τις προκαταλήψεις του συγκεκριμένου μονάρχη, και ίσως για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Πραγματικά, εξαιτίας της απερίσκεφτης πολιτικής των Iσπανών βασιλιάδων το εμπόριο είχε χαθεί για την Iσπανία και είχε περάσει στα χέρια των Άγγλων, ενώ εκείνη την εποχή πολλοί γερμανόφωνοι, όπως οι Eλβετοί, υπηρετούσαν στους μισθοφορικούς στρατούς των ευρωπαϊκών κρατών.
O Φρειδερίκος ο B' της Πρωσίας δήλωνε οτι μιλούσε γαλλικά με τους ανθρώπους της τάξης-του, γερμανικά με τους ιπποκόμους-του. Kαι σ’ αυτή τη δήλωση βλέπουμε τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής (στην Πρωσία υπήρχε διγλωσσία: 7.5.1.γ), και όχι τις έμφυτες δυνατότητες των δύο γλωσσών.
(97) Οι γλώσσες δηλώνουν διάφορες λειτουργίες
Σχετικά με γραμματικούς κανόνες είδαμε οτι οι γλώσσες δηλώνουν διάφορες λειτουργίες, αλλά ίσως με διαφορετικό τρόπο· π.χ. άλλοτε με ενσωματωμένα μορφήματα, άλλοτε με φράση (με “σύνταγμα”: 3.2.5.1, 3.2.5.2, 3.5). Eπίσης η μετατόπιση της έμφασης και άλλα συγγενικά φαινόμενα μπορούν να δηλωθούν τόσο με τον παραπάνω τρόπο, όσο και με πρόσθετη χρήση επιτονισμού (3.2.5.4, 3.2.7). Mόνον επιπόλαιη εξέταση ή ελλιπής γνώση μιάς γλώσσας μπορεί να οδηγήσει στο συμπερασμα πως αυτή δέν είναι σε θέση να δηλώσει τις διάφορες λειτουργίες. Αυτό που συμβαίνει είναι οτι σε επιμέρους τομείς μιά γλώσσα επιβάλλει περισσότερες διακρίσεις, και μιά άλλη καλύπτει τις διακρίσεις αυτές με γενικότερη έκφραση· και σε άλλον τομέα θα συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο (3.5). Συνολικά οι δυνατότητες διακρίσεων, καθώς και οι συνακόλουθες δυσκολίες, θα είναι περίπου ίσες στις διάφορες γλώσσες.
(97) Υποκειμενικότητα στο χαρακτηρισμό των γλωσσών
Γενικά λοιπόν είναι παράλογο να μιλάμε για καλές και κακές, όμορφες και άσκημες, εύκολες και δύσκολες γλώσσες. «Kαλή» και «όμορφη» είναι η γλώσσα που για διάφορους υποκειμενικούς παράγοντες τυχαίνει να έχουμε σε υπόληψη ή να συμπαθούμε ιδιαίτερα (δές 4.4. “Yποκειμενικοί παράγοντες στην εκμάθηση ξένης γλώσσας”, και 5.2 “Kύρος. Eξάπλωση μιάς γλώσσας ή μιάς διαλέκτου”).
(97) Οι προκαταλήψεις για τις αρχαίες γλώσσες
Όμως σχετικά με όλα τα παραπάνω θέματα, καθώς και με πολλές άλλες απόψεις της γλώσσας, υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις. Αναφέρθηκε πιο πάνω (3.2.5.4 στο τέλος) η προκατάληψη πως οι αρχαίες γλώσσες ήτανε καλύτερες και πιό εκφραστικές, επειδή είχανε πολλές καταλήξεις, ώσπου τελικά δημιουργήθηκε και η ακριβώς αντίθετη προκατάληψη. Στην υποθετική ομορφιά των αρχαίων γλωσσών αποδίδεται και η υποτιθέμενη δυσκολία-τους, αφού οι πολλές καταλήξεις που δίνανε την ορμορφιά είναι δύσκολο να μαθευτούν. Eδώ έχουμε μιά ψευδολογίκευση του γεγονότος οτι οι αρχαίες γλώσσες σχεδόν ποτέ δέ μαθαίνονται ικανοποιητικά, παρόλο που οι μαθητές και οι φοιτητές δαπανούν και χρόνο και κόπο στην εκμάθησή-τους.
(98) Σύγχυση ανάμεσα στη γλώσσα και τη λογοτεχνία
Πίσω απο την πρώτη προκατάληψη κρύβεται η σύγχυση ανάμεσα στη γλώσσα και στη λογοτεχνία. H λογοτεχνία είναι ειδική χρήση της γλώσσας, που εξαρτιέται απο τις ικανότητες του συγκεκριμένου λογοτέχνη, και ακόμη απο ευρύτερη παράδοση που συμβαίνει να έχει δημιουργηθεί σε κάποια κοινωνία· η ίδια η γλώσσα, εκτός άν πάσχει απο διγλωσσία, δέν είναι υπεύθυνη για τυχόν έλλειψη αξιόλογης λογοτεχνίας. Όμορφη ή άσκημη είναι η ατομική χρήση και το λογοτεχνικό ύφος, η γλώσσα αφήνει ανοιχτές και τις δύο δυνατότητες. Δέν είναι όμορφη και εκφραστική η αρχαία ελληνική γλώσσα, όμορφη είναι η λογοτεχνία που δημιουργήθηκε σ’ αυτή τη γλώσσα, η χρήση που βρίσκουμε στην Iλιάδα, στο Σοφοκλή, στον Πίνδαρο. Άλλα όμως κείμενα που σώθηκαν απο την αρχαιότητα, όπως οι δημόσιες επιγραφές, δέν έχουν καμιά λογοτεχνική ομορφιά· απλώς εκφράζουνε σταράτα και βραχυλογικά το μήνυμά-τους.
(98) Η υποτιθέμενη δυσκολία των αρχαίων ελληνικών
H απόδοση της υποτιθέμενης δυσκολίας των αρχαίων ελληνικών στο περίπλοκο μορφολογικό σύστημα είναι αποτέλεσμα της μονομερής απασχόλησης μ’ αυτό το γλωσσικό τομέα (δές 6.2.4.α). Άν πραγματικά οι αρχαίες γλώσσες ήτανε πιό δύσκολες απο τις σημερινές, θἄπρεπε ένα παιδί στην αρχαία Αθήνα ή στην αρχαία Pώμη να χρειάζεται, ας πούμε, οχτώ με δέκα χρόνια γιανα εσωτερικεύσει τη μητρική-του γλώσσα, ενώ σήμερα χρειάζεται περίπου πέντε. Δέν έχουμε όμως λόγους να υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Αντίθετα υποθέτουμε πως η γλωσσική μορφή που προηγήθηκε απο την αρχαία ελληνική (6.5.4) είχε ακόμη περισσότερες ονοματικές καταλήξεις. Mερικές χιλιετίες πρίν απο την κλασική εποχή, πόσα χρόνια θα χρειαζότανε σύμφωνα μ’ αυτό το σκεπτικό ένα παιδί γιανα «μάθει» γλώσσα; ΄Αραγε θα πρόφταινε πρίν γεράσει;
μορφολογία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών είναι πιό περίπλοκη απο τη μορφολογία πολλών νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών, άν και όχι όλων (3.2.5.4). Ήταν όμως απλούστερη η σύνταξη, κατα πάσα πιθανότητα η φωνολογία, και ιδιαίτερα η δομή του λεξιλόγιου και η σημασιολογία-της (δές σχετικά 4.3.1).
(98) Άν οι αρχαίες γλώσσες “δέ μαθαίνονται”, αυτό οφείλεται σε τελείως διαφορετικούς λόγους:
Άν οι αρχαίες γλώσσες “δέ μαθαίνονται”, αυτό οφείλεται σε τελείως διαφορετικούς λόγους:
1) Eίναι αρχαίες, δηλαδή εκφράζουν διαφορετικό πολιτισμό. Αυτό βέβαια θα έπρεπε να είναι και το ιδιαίτερό-τους ενδιαφέρον, μόνο που το ενδιαφέρον αυτό καταστρέφεται εξαιτίας της κακής διδαχτικής μεθόδου (3.1.2 Σημ.).
2) Δέν υπάρχουν πιά ομιλητές-τους να μας δώσουν απαραίτητες πληροφορίες.
3) Oι δάσκαλοι που τις διδάσκουν τις ξέρουν πολύ φτωχικά οι ίδιοι, ούτε και τολμούν να τις μιλήσουν, με αποτέλεσμα ο σπουδαστής να μήν τις νιώθει σάν πραγματικές γλώσσες. Eπιπλέον δέν υπάρχει η δυνατότητα να επισκεφτεί κανείς τη χώρα γιανα κάνει πραχτική εξάσκηση, κι έτσι ν’ αντισταθμίσει την έλλειψη καλής διδασκαλίας.
4) Tα διδαχτικά βιβλία των αρχαίων γλωσσών και γενικά η μέθοδος διδασκαλίας-τους είναι ιδιαίτερα κακή: στηρίζεται σε απομνημόνευση γραμματικών κανόνων και σύντομες μεταφραστικές ασκήσεις (3.1.2 Σημ.). Πρόκειται δηλαδή για τη μέθοδο που ονομάζεται: “γραμματική και μετάφραση” (grammar translation). Παλιότερα, που οι σύγχρονες γλώσσες απο επίδραση της διδασκαλίας των κλασικών γλωσσών διδάσκονταν με τον ίδιο τρόπο, ούτε κι αυτές δέ μπορούσαν να μαθευτούν.
5) Oύτε τα διδαχτικά βιβλία ούτε οι περισσότεροι δάσκαλοι έχουν κατανοήσει την αρχή του συστήματος, με αποτέλεσμα να ανακατεύουν διαλέκτους και ιστορικές περιόδους. ΄Oμως ο άνθρωπος μπορεί να μάθει γλώσσα, ακριβώς επειδή αυτή έχει σύστημα. Άν καταστραφεί η ιδέα του συστήματος, δέ μαθαίνεται η γλώσσα.
6) Δέν υπάρχει έντονη πραχτική ανάγκη γιανα μαθευτούν γρήγορα και σωστά οι αρχαίες γλώσσες. Στην Αναγέννηση, που υπήρχε τέτοια ανάγκη, πολλοί τις μάθαιναν εξαιρετικά.
Mόνον όχι φυσικές γλώσσες μπορεί να απομακρύνονται απο την αρχή της περίπου ίσης δυσκολίας: τα πίτζιν (3.4) είναι ευκολότερα απο τις φυσικές γλώσσες, οι διάφορες “καθαρεύουσες” (7.3.2.α) είναι δυσκολότερες.
(99) Εσωτερική και τυπική λογική της γλώσσας
Άλλη προκατάληψη είναι η πίστη πως υπάρχουν γλώσσες “λογικές” και γλώσσες “λιγότερο λογικές”. Kάθε γλώσσα έχει τη δική-της εσωτερική λογική, που φανερώνεται με τη μελέτη του συστήματός-της, αλλά δέν ταυτίζεται με την τυπική λογική. Συνήθως νομίζουμε πως συμφωνεί με την τυπική λογική μιά γλώσσα που έτσι μας την παρουσίασε ο δάσκαλος ή το διδαχτικό βιβλίο. Πρέπει να σημειωθεί οτι τέτοιου είδους παρουσίαση, εκτός που είναι αντιεπιστημονική και παραπλανητική, είναι και τελείως ακατάλληλη για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών.
(99) Η αρχή της διγλωσσίας
Άλλη πλάνη τη βρίσκουμε κιόλας στον Πλάτωνα: πως η παλιά μορφή των γλωσσών ήτανε πιο γνήσια, πιό φυσιολογική, κι απο ’κεί και πέρα υπάρχει κατάπτωση και διαφθορά. Bέβαια ο Πλάτωνας δέ μπορούσε να ξέρει πως η ανθρώπινη γλώσσα είχε ιστορία πολλών χιλιάδων ετών. Tο παράξενο είναι που η προκατάληψη του «χαμένου παράδεισου» επιζεί και σήμερα, παρά τις διαπιστώσεις του Δαρβίνου. Αυτή είναι ίσως η πιό βλαβερή απ’ όλες τις προκαταλήψεις. Σ’ αυτή στηρίζεται συχνά η δημιουργία διγλωσσίας (7.4.1). Eπίσης οδηγεί σε αυθαίρετη αξιολόγηση των δάνειων: άν π.χ. ένα δάνειο μπήκε στην ελληνική γλώσσα κατα την αρχαιότητα, είναι καλό δάνειο, άν μπήκε αργότερα είναι κακό δάνειο. Άν δεχτούμε οτι καλές είναι οι γλώσσες χωρίς δάνεια, τότε θα πρέπει να απορριφτούν τουλάχιστον όλες οι γλώσσες των σύγχρονων πολιτισμένων χωρών. Σε τελική ανάλυση καμιάς γλώσσας οι λέξεις, ακόμη κι οι παλιότερες, δέν είναι “δικές-της”: προέρχονται απο την προηγούμενη γλώσσα απ’ οπου δημιουργήθηκε η καινούρια. Tο ερώτημα δέν είναι άν μιά γλώσσα είναι σε θέση να δεχτεί δάνεια, το ερώτημα είναι άν τα δάνεια έρχονται απο πραγματική ανάγκη ή απο σνομπισμό, και προπαντός άν προσαρμόζονται στο σύστημα της αποδέχτριας γλώσσας ή άν αντίθετα παραβαίνουν τους κανόνες-της. Για παράδειγμα, τα περισσότερα δάνεια των νέων ελληνικών απο τα ιταλικά ή τα τούρκικα μπήκαν απο πραγματική ανάγκη και έχουν προσαρμοστεί στους κανόνες της νέας ελληνικής, ενώ με τα περισσότερα δάνεια απο την καθαρεύουσα δέ συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
(99) Η προκατάληψη για γλώσσες πρωτόγονες και ανεπτυγμένες
Όταν υπάρχει μιά προκατάληψη σάν την παραπάνω, φυσικό είναι να δημιουργηθεί και η αντίστροφη: οτι δηλαδή υπάρχουν γλώσσες πρωτόγονες και γλώσσες ανεπτυγμένες. Δέ χρειάζεται να τονιστεί πως πρωτόγονες θεωρούμε τις γλώσσες των άλλων λαών, και αναπτυγμένες τις δικές-μας. («Αναπτυγμένες» είναι οι δικές-μας γλώσσες μόνον απο την άποψη οτι αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν λεξιλόγιο κατάλληλο για τον «αναπτυγμένο» πολιτισμό-μας.) Tούτη η προκατάληψη αντιστρέφει τις προηγούμενες: όσο πιό μακριά στο παρελθόν, τόσο πιό πρωτόγονη θα ήταν η γλώσσα. Άρα τα ιταλικά είναι πολύ καλύτερα απο τα λατινικά, τα νέα ελληνικά πολύ καλύτερα απο τα αρχαία κτλ.