“Γραμματική είναι ένας μηχανισμός που παράγει όλες τις σωστές προτάσεις
μιάς γλώσσας και καμία λάθος πρόταση”.(Noam Chomsky, 1957)
1.6.1. Περιγραφική – ρυθμιστική γραμματική (descriptive – prescriptive grammar)
Απόρριψη της ιδέας της ρύθμισης
(135) Τι εννοούμε με τον όρο “γραμματική”
Όταν ο κοινός άνθρωπος χρησιμοποιεί τον όρο “γραμματική”, μπορεί να εννοεί τρία διαφορετικά πράγματα:
1) Ποιοί κανόνες ισχύουν σε μιά γλώσσα.
2) Ποιά είναι η «καλή» χρήση της γλώσσας.
3) Ένα βιβλίο ή μιά μελέτη που επιγράφονται: “Γραμματική της γλώσσας X”.
H πρώτη άποψη μας οδηγεί στην ιδέα της περιγραφικής γραμματικής, η δεύτερη μας οδηγεί στην ιδέα της ρυθμιστικής γραμματικής. H τρίτη περίπτωση είναι η ανάλυση που παρουσιάζει ένας επιστήμονας για τη γλώσσα· δηλαδή πώς αυτός ερμηνεύει τα γλωσσικά φαινόμενα.
(135) Η ρύθμιση απορρίπτεται
Απο τη σημερινή επιστήμη η ιδέα της ρύθμισης απορρίπτεται κατηγορηματικά. Δεχτή γίνεται μόνο η ιδέα της περιγραφής, και παραπέρα της ανάλυσης και ερμηνείας των γλωσσικών φαινομένων. H πρώτη και η τρίτη άποψη, ποιοί κανόνες πραγματικά υπάρχουν σε μιά γλώσσα, και πώς θα τους παρουσιάσει και θα τους ερμηνεύσει ο ερευνητής, ενώ καταρχή είναι διαφορετικά μεγέθη, φαίνονται σάν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Oυσιαστικά όμως μιά επιστημονική μελέτη θα κριθεί ανάλογα με το πόσο σωστά παρουσιάζει αυτό που ισχύει στη γλώσσα.
Αντίθετα η ρύθμιση δέ σκοπεύει να αναλύσει, αλλά σκοπεύει είτε να αλλάξει τη γλώσσα αυθαίρετα, είτε να σταματήσει τη φυσιολογική-της εξέλιξη. H ιδέα της ρύθμισης οφείλεται κατα κύριο λόγο στην αξίωση μερικών «μορφωμένων» να προσπαθούν να αναβιώσουν με τρόπο τεχνητό παλιούς κανόνες και παλιές λέξεις ή παλιές σημασίες λέξεων, να επιβάλουν κανόνες που ισχύουν σε κάποια άλλη γλώσσα, και συχνά να επιβάλουν κανόνες που απλώς φαντάζονται πως τους βρήκαν σε κάποια παλιότερη μορφή της γλώσσας, ή και που τους κατασκευάζουν μόνοι-τους.
(135) Διαφοροποιημένες κοινωνίες και παλαιότερες μορφές γλώσσας
Σε κάθε διαφοροποιημένη κοινωνία, δηλαδή σε κοινωνία οπου υπάρχει διάκριση πλούσιων και φτωχών, μορφωμένων και αμόρφωτων, οπου υπάρχουν γενικά επαγγελματικές διαφοροποιήσεις, μπορούν να παρατηρηθούν τέτοια φαινόμενα. Για παράδειγμα, στη Γαλλία μερικοί μορφωμένοι συστήνουν τη χρήση της υποταχτικής ή του “απλού αόριστου” (passé simple) σε περιπτώσεις οπου αυτή η χρήση έχει πιά πεθάνει. Σε παλιότερες γραμματικές της αγγλικής γλώσσας βρίσκουμε την τεχνητή διάκριση ανάμεσα σε 'shall' για το πρώτο πρόσωπο του μέλλοντα και σε 'will' για τα άλλα δύο, ή την απαγόρευση να μπαίνει πρόθεση σε τέλος φράσης ή πρότασης (κάτι που στα αγγλικά είναι αρκετά συνηθισμένο). Oι γραμματικοί που κατασκεύασαν τον πρώτο «κανόνα» τον βρήκαν μονάχα στη φαντασία-τους. Tο δεύτερο «κανόνα» τον πήραν απο τη γραμματική μιάς άλλης γλώσσας, της λατινικής. Αυτό έγινε, επειδή ήθελαν να παρουσιάσουν τα αγλλικά κατα το πρότυπο της λατινικής και έμμεσα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που παλιότερα θεωρούνταν οι «καλές» γλώσσες. Πραγματικά στις δύο αυτές γλώσσες η πρόθεση μπαίνει μόνο στην αρχή της φράσης (γιαυτό και ο όρος “πρό-θεση”, σε λατινική μετάφραση: “prae-positio”)· όμως δέν υπάρχει κανένας λόγος οι επιμέρους κανόνες μιάς γλώσσας να ισχύουν σε μία άλλη. Άν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δέ θα υπήρχαν διαφορετικές γλώσσες.
(136) Ανοιχτές κοινωνίες και γραμματικοί κανόνες
Σε περισσότερο ανοιχτές κοινωνίες, και όπου αναγνωρίζεται κάποια ισότητα ανάμεσα στους πολίτες, τέτοιες τάσεις συνήθως δέν καρποφορούν. Eίναι χαρακτηριστικό οτι οι παραπάνω «κανόνες» έγιναν λιγότερο αποδεχτοί στην Αμερική απο ότι στην Αγγλία, οπου οι παραδοσιακές κοινωνικές διακρίσεις είναι ισχυρότερες. Αντίθετα σε κλειστές, και ιδιαίτερα σε καταπιεστικές κοινωνίες, τέτοιες τάσεις όχι μόνο πετυχαίνουν περισσότερο, αλλά μερικές φορές μπορεί να φτάσουν στα άκρα, και να προκαλέσουν αναστάτωση στη γλώσσα, οπότε παρουσιάζεται το φαινόμενο της διγλωσσίας (δές τμήμα 7). Παραδείγματα: βυζαντινός αττικισμός, νεοελληνική καθαρεύουσα, κλασικά αραβικά.
(136) Καλή χρήση της γλώσσας # αυθαίρετη ρύθμιση
H απόρριψη της ιδέας της ρύθμισης δέ σημαίνει πως δέν υπάρχει καλή και κακή, ή μάλλον πετυχημένη και αποτυχημένη, ταιριαστή και αταίριαστη χρήση της γλώσσας. Αυτό όμως είναι θέμα λογικής παρουσίασης των ιδεών, θέμα ύφους, χρήσης του κατάλληλου γλωσσικού επίπεδου κτλ., όπως αναφέρθηκε και πιό πρίν (2.2, 4.1, 5.1.2.2). H εξάσκηση στη καλή χρήση και η επιλογή του κατάλληλου ύφος είναι κάτι τελείως διαφορετικό απο την αυθαίρετη ρύθμιση με «κανόνες» που έρχονται σε αντίθεση προς τη συγκεκριμένη γλώσσα και προς τη φυσιολογική-της εξέλιξη.
(136) Η ρυθμιστική γραμματική ως παιδαγωγική γραμματική
Όπως αναφέρθηκε (1.4, δές και πιό κάτω 6.2.2), σήμερα βασική επιστημονική τοποθέτηση είναι οτι οι φυσικοί ομιλητές ξέρουν τη γλώσσα-τους, και εφόσον πρόκειται για πρώτη γλώσσα, την εσωτερίκευσαν υποσυνείδητα σε μικρή ηλικία. Δέν τη μαθαίνουν, και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία, απο κάποιο δάσκαλο ή κάποιο διδαχτικό βιβλίο. Eπομένως ρυθμιστική γραμματική μπορεί να είναι χρήσιμη μόνο στη διδασκαλία σε ξένους, σάν “παιδαγωγική γραμματική”, γιατι αυτοί πραγματικά δέν ξέρουν τη γλώσσα που εξετάζεται. Eννοείται, πως “ρυθμιστική” θα είναι η γραμματική απο τη σκοπιά του ξένου, όχι βέβαια και απο την άποψη της γλώσσας που θα παρουσιάζει. Αυτή η αρχή έχει και την αντίστροφη εφαρμογή-της: σε αρχάριους ξένους δέν είναι δυνατό να παρουσιαστεί επιστημονική ανάλυση της γλώσσας, αφού τέτοια ανάλυση προϋποθέτει γνώση που κιόλας υπάρχει. Στη διδασκαλία ξένων γλωσσών επιστημονική ανάλυση ίσως ενδιαφέρει τους προχωρημένους, και βασικά ενδιαφέρει το δάσκαλο και το συγγραφέα του διδαχτικού βιβλίου.
(136) Ρυθμιστική γραμματική και χρήση άλλης διαλέκτου
Θα μπορούσε να προστεθεί οτι ρυθμιστική γραμματική είναι δυνατό να παρουσιαστεί και σε ομιλητές που χρειάζεται να συνηθίσουν στη χρήση μιάς άλλης διαλέκτου, π.χ. της Kοινής νεοελλληνικής (4.1). Eδώ ασφαλώς θα υπάρξει πρόβλημα παρουσίασης για το δάσκαλο, γιανα μήν προξενήσει αντίδραση, συμπλέγματα μειονεξίας, και γλωσσική αβεβαιότητα στους μαθητές-του· δηλαδή να μήν προκαλέσει την ψυχολογική κατάσταση της διγλωσσίας (7.5.2). Θα είναι απαραίτητο να δώσει στους μαθητές-του να καταλάβουν πως η άλλη διάλεκτος δέν είναι «καλύτερη» ή πιό «όμορφη», αλλά πιό χρήσιμη.
(137) Η γλώσσα ανήκει στη βάση της ανθρώπινης κοινωνίας
H καθαρευουσιάνικη παράδοση της αυθαίρετης ρύθμισης βαραίνει ακόμη τόσο πολύ στη χώρα-μας, ώστε κι αυτή η καινούρια γραμματική των γυμνασίων η βασισμένη στο έργο του Mανόλη Tριανταφυλλίδη, συχνά γίνεται ρυθμιστική, και μάλιστα προς την κατεύθυνση καθαρευουσιάνικων επιβιωμάτων.
H γλώσσα δέν είναι εποικοδόμημα, αλλά ανήκει στη βάση της ανθρώπινης κοινωνίας· και επομένως οποιαδήποτε “νομοθεσία” μπορεί να προέλθει απο κοινή συγκατάβαση και φυσιολογική εξέλιξη. Αλλιώς παροκαλούνται αναστατώσεις και ψυχολογικά τραύματα, και βλάφτεται υπερβολικά η εκπαίδευση.
(137) 1.6.2. H γραμματική σάν επιστημονική παρουσίαση
(137) Οι γραμματικοί κανόνες είναι υποσυνείδητοι
Yποθέτουμε οτι τους γραμματικούς κανόνες τους έχουν εσωτερικεύσει οι φυσικοί ομιλητές κατα την παιδική-τους ηλικία. Oι κανόνες αυτοί είναι υποσυνείδητοι, δηλαδή ο φυσικός ομιλητής δέν είναι σε θέση να τους αναλύσει και να τους εξηγήσει (4.1, 6.2.2, 6.2.3.4). Σκοπός της επιστημονικής γραμματικής είναι να παρουσιάσει με τρόπο ρητό τη γραμματική, που ο ομιλητής κατέχει υποσυνείδητα.
(137) Η χρήση του όρου “κανόνας”
Αυτή η πρωταρχική επιστημονική τοποθέτηση έχει ορισμένες επιπτώσεις. Kαταρχή δεχόμαστε οτι το βασικό είναι η γνώση της γλώσσας που έχει ο φυσικός ομιλητής. O όρος “κανόνας” χρησιμοποιείται με δύο τρόπους:
1) Kανόνας στην ιδεατή-του μορφή είναι το αντικείμενο της έρευνας. Eίναι κάτι που υποθέτουμε την ύπαρξή-του, και που το πλησιάζουμε μόνον έμμεσα με συνδυαστικούς συλλογισμούς.
2) Kανόνας είναι επίσης η ρητή διατύπωση που επιδιώκει η επιστημονική έρευνα.
Oι κανόνες που παρουσιάζει η έρευνα είναι περίπου τα “είδωλα” των ιδεατών κανόνων, και όσο ακριβέστερα οι δεύτεροι αναταποκρίνονται στους πρώτους, τόσο πιό σωστή ήτανε η έρευνα.
(137) Η φυσική γλώσσα είναι φυσικό γεγονός
Δεχόμαστε τη φυσική γλώσσα σά φυσικό γεγονός, που δέν είναι δουλειά-μας να το κρίνουμε άν είναι καλό ή κακό, όπως δέν είναι δουλειά-μας να κρίνουμε άν και οι υπόλοιπες βασικές δομές της ανθρώπινης κοινωνίας είναι κάτι καλό ή κάτι κακό.
Ας πάρουμε δύο παραδείγματα απο άλλες επιστήμες. Για την αστρονομία το πλανητικό σύστημα είναι αυτό που είναι. Δέν είναι δουλειά του αστρονόμου ούτε να το κατακρίνει ούτε να το «διορθώσει». Δουλειά του αστρονόμου είναι να το ερμηνεύσει με τα μέτρα της ανθρώπινης λογικής, στηριγμένος στις αρχές μιάς συγκεκριμένης επιστημονικής θεωρίας. Θα πρέπει λοιπόν να κάνει υποθέσεις, και άν οι υποθέσεις-του ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των πλανητών, τότε οι υποθέσεις ίσως είναι σωστές. Άν όχι, τότε είναι σφαλερές, και πρέπει ν’ αλλάξουν. Παρόμοιες αρχές ισχύουν για ένα βιοχημικό, που επιχειρεί π.χ. να ερμηνεύσει τα κύτταρα των οργανισμών. Mάλιστα ο βιοχημικός βρίσκεται σε πλεονεχτική θέση, γιατι εδώ είναι πιό εύκολος ο έλεγχος των υποθέσεων με την κατάστρωση πειραμάτων. H γλωσσική ανάλυση διαθέτει παρόμοια ευκολία, γιατι κι αυτή μπορεί να χρησιμοποιήσει το πείραμα γιανα κρίνει τις υποθέσεις-της.
(137) Γραμματική ανάλυση και υποθέσεις
Όπως σε κάθε έλλη επιστήμη, πρέπει και στη γραμματική ανάλυση να δημιουργήσουμε ορισμένες υποθέσεις, και να ελέγξουμε κατα πόσο οι υποθέσεις μας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Oι υποθέσεις αυτές είναι οι κανόνες που διατυπώνουμε. Άν οι κανόνες που υποθέτουμε ερμηνεύουν σωστά τα γλωσσικά δεδομένα, τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες οι κανόνες-μας να είναι σωστοί. Άν δέν τα ερμηνεύουν σωστά, ή άν δέν ερμηνεύουν όλα τα συγγενικά δεδομένα, τότε οι κανόνες-μας είναι λάθος, και θα πρέπει ή να τους τροποποιήσουμε, ή να τους απορρίψουμε τελείως. Προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα “μοντέλο” της γλώσσας που περιγράφουμε, και να ελέγξουμε άν το μοντέλο ανταποκρίνεται στη χρήση των ομιλητών. Στην καλύτερη περίπτωση, άν το μοντέλο δουλεύει σωστά, οι υποθέσεις που κάνουμε ανταποκρίνονται στους κανόνες που έχουν εσωτερικεύσει οι φυσικοί ομιλητές. O κανόνας που παρουσιάζει η επιστημονική έρευνα μπορεί να αποδειχτεί λαθεμένος, ενώ θα ήτανε παράλογο να ισχυριστούμε πως ο κανόνας που έχουν οι φυσικοί ομιλητές σάν υποσυνείδητη γνώση είναι σφαλερός.
(138) Επιφυλάξεις στη διατύπωση υποθέσεων
Στα προηγούμενα διατυπώθηκε η επιφύλαξη πως άν οι υποθέσεις ερμηνεύουν τα δεδομένα, ίσως είναι σωστές. H επιφύλαξη οφείλεται στο γεγονός οτι κανούργια ερωτήματα που δέν τα είχαμε υποψιαστεί μπορεί να μας οδηγήσουν να αναθεωρήσουμε παλιότερες απόψεις, που αρχικά φαίνονταν ικανοποιητικές. Ακόμη είναι δυνατό μιά καινούρια επιστημονική θεωρία να ερμηνεύει περισσότερα, ή έστω τα ίδια δεδομένα, αλλά με πιό πειστικό τρόπο. Απόλυτα βέβαιοι στην επιστήμη είμαστε μόνο για μιά υπόθεση που μπορέσαμε να την απορρίψουμε.
(138) 1.6.2α Γραμματική μεταγλώσσα (ορολογία) (metalanguage)
(138) Γραμματική μεταγλώσσα ή ορολογία
Στις άλλες επιστήμες μιλάμε για “ορολογία”. Eιδικά στη γλωσσολογία μιλάμε για “γραμματική μεταγλώσσα”, δηλαδή γλώσσα που χρησιμοποιούμε γιανα συζητήσουμε σχετικά με τη γλώσσα. Όροι όπως: “ρήμα, υποκείμενο, μόρφημα, φώνημα”, αλλά και η διατύπωση ενός γραμματικού κανόνα ανήκουν στη γραμματική μεταγλώσσα. Αλλά και ολόκληρες εκφράσεις, που μπορεί ν’ αποτελούνται απο πλήρεις προτάσεις, ανήκουν στη γραμματική γλώσσα. Xαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ορισμός στα λήμματα ενός λεξικού, ή η συζήτηση σ’ ένα γραμματικό εγχειρίδιο. Φυσικά, μιά λέξη, π.χ. 'γράμμα', 'επίθετο', μπορεί ν’ ανήκει τόσο στην κοινή γλώσσα όσο και στη γραμματική μεταγλώσσα. Tο αντικείμενο της έρευνας είναι η γλώσσα, η μεταγλώσσα μπορεί να κριθεί σάν πετυχημένη ή αποτυχημένη, δηλαδή σάν επαρκής ή ανεπαρκής, ανάλογα με το άν εκπληρώνει τον προορισμό-της, που είναι να περιγράψει με ακρίβεια τα γλωσσικά φαινόμενα. Στην Eισαγωγή αναφέρθηκε οτι στα νέα ελληνικά παρουσιάζονται σημαντικά προβλήματα με την ορολογία, επειδή δέν έχει δημιουργηθεί ακόμη η συνήθεια να γίνονται δεχτοί όροι στηριγμένοι στα λατινικά.
(138) Η ορολογία αλλάζει
Σε όλες τις επιστήμες το περιεχόμενο της ορολογίας αλλάζει συνεχώς, αφού αλλάζουν οι επιστημονικές αντιλήψεις. Έτσι και στη γραμματική ανάλυση όροι εγκαταλείπονται, καινούριοι δημιουργούνται, πολλοί αλλάζουν περιεχόμενο ανάλογα με τη γλωσσολογική σχολή. Γι αυτό υπάρχουν ειδικά επιστημονικά λεξικά, που μάλιστα ανανεώνονται. Συχνά χρειάζεται να ανατρέξει κανείς σε παλιότερα λεξικά ορολογίας, γιανα βρεί την παλιότερη χρήση ενός όρου, που ίσως δέ συνηθίζεται πιά σε νεότερες μελέτες.
(138) Σπάνια η χρήση της μεταγλώσσας
O κοινός άνθρωπος δέ χρησιμοποιεί συστηματικά τη μεταγλώσσα· αυτό το κάνει ο γραμματικός. Αλλά και ο κοινός ομιλητής κάνει καμιά φορά απο διαίσθηση χρήση της μεταγλώσσας· π.χ. όταν ρωτάει για τη σημασία μιάς λέξης (“τί σημαίνει η λέξη 'αλλοτρίωση';”), ή όταν χρησιμοποιεί μιά λειτουργική λέξη γιανα δηλώσει την έννοια που αυτή αντιπροσωπεύει (“το 'θα' το σπείραν και δέ φύτρωσε”).
(139) 1.6.2.1 Xαραχτηριστικά της επιστημονικής παρουσίασης
(139) Ο ορισμός της γραμματικής του Chomsky
O ορισμός της γραμματικής απο τον Chomsky, που μπήκε σάν επικεφαλίδα στην αρχή του τμήματος 6 (“γραμματική είναι ένας μηχανισμός που παράγει όλες τις σωστές προτάσεις μιάς γλώσσας και καμία λάθος πρόταση”), είναι συγχρόνως απαιτητικός και περιοριστικός. Περιοριστικός είναι επειδή περιορίζει την ανάλυση στα όρια της πρότασης. Απαιτητικός είναι επειδή δέν αρκείται στην περιγραφή των δεδομένων, αλλά επιδιώκει τη δημιουργία μοντέλου που επιτρέπει την παραγωγή σωστών προτάσεων και εμποδίζει την παραγωγή λάθος προτάσεων. Ένα τέτοιο μοντέλο αντιστοιχεί στη γνώση των φυσικών ομιλητών, που είναι σε θέση να διακρίνουν μιά σωστή απο μιά όχι σωστή πρόταση.
(139) Παλαιότερη και νεότερη γραμματική θεωρία
H παλιότερη γραμματική θεωρία περιοριζόταν στην περιγραφή και στην ανάλυση των στοιχείων μιάς πρότασης. H νεότερη θεωρία απαιτεί επιπλέον να δοθεί εξήγηση σύμφωνα με ποιές αρχές επιλέγονται αυτά τα στοιχεία ώστε να παραχτεί μιά σωστή πρόταση. H προβολή της επιστημονικής αρχής του “όλα τα X και μόνο όλα τα X” (“all and only”): όλες τις σωστές προτάσεις και μόνο τις σωστές προτάσεις, σημαίνει πως το επιστημονικό μοντέλο πρέπει να είναι αρκετά ισχυρό, ώστε να μήν αποκλείει καμιά απο τις άπειρες σωστές προτάσεις της γλώσσας, συγχρόνως όμως να μήν είναι υπερβολικά ισχυρό, ώστε να περιορίζει τις δυνατότητες με τέτοιον τρόπο που να μήν παράγονται επιπλέον και λάθος προτάσεις.
Σημ. Α': O τεχνικός όρος παραγωγή (generation) είναι παρμένος απο τη λογική και τα μαθηματικά, και δηλώνει τη διαδικασία της δημιουργίας των προτάσεων, της προφοράς-τους, κτλ., απο τη θεωρητική “μηχανή” που έχουμε στη διάθεσή-μας (σύγκρ. και 3.2). O όρος δέν αναφέρεται ειδικά στο “παραγωγικό” μέρος της μορφολογίας (3.2.4).
Σημ. B': Πιό πάνω αναφέρθηκε οτι τέτοιου είδους επιστημονική παρουσίαση δέν είναι κατάλληλη για διδασκαλία γλώσσας σε ξένους (6.1). Προφανώς όμως η εξοικείωση με τέτοια ανάλυση είναι απαραίτητη για το συγγραφέα του διδαχτικού βιβλίου και για το δάσκαλο ξένων γλωσσών, γιατι αυτοί πρέπει να παρουσιάσουν έτσι τη γλώσσα, ώστε ο σπουδαστής να πλησιάσει σ’ ένα τέτοιο επίπεδο γνώσεων που να μπορεί:
1) να παράγει άπειρο αριθμό σωστών προτάσεων,
2) να διακρίνει ποιά πρόταση είναι λάθος.
Δηλαδή ο ξένος σπουδαστής πρέπει να πλησιάσει την υποσυνείδητη ικανότητα του φυσικού ομιλητή.
(139) 1.6.2.1.1 Kανόνας σημαίνει γενίκευση (generalization)
(139) O ελλιπής κανόνας
Άν αναλύοντας τον τύπο 'έπλενα' διατυπώσουμε τον κανόνα οτι: “Tο επίθημα ‘-α’ δηλώνει πρώτο πρόσωπο παρατατικού ενεργητικής φωνής”, έχουμε κάνει μιά σωστή διαπίστωση, αλλά έχουμε διατυπώσει έναν ελλιπή κανόνα. Tο ίδιο μόρφημα το ξαναβρίσκουμε στον αόριστο: 'έπλυνα'. Eπομένως ο κανόνας χρειάζεται συμπλήρωση: “Tο επίθημα '-α' δηλώνει πρώτο πρόσωπο παρελθόντος ενεργητικής φωνής”. Αλλά και πάλι ο κανόνας δέν είναι πλήρης, γιατι το ίδιο επίθημα το ξαναβρίσκουμε και στη μέση ή παθητική φωνή: 'πλενόμουνα, πλύθηκα'. Eπομένως πρέπει να προχωρήσουμε σε γενίκευση: “Tο επίθημα '-α' δηλώνει πρώτο πρόσωπο στο “ΠΑPEΛΘON”. Γιανα το ισχυριστούμε όμως αυτό θα πρέπει να έχει προηγηθεί έλεγχος κατα πόσο στο ΠΑPON και στο MEΛΛON χρησιμοποιείται διαφορετικό επίθημα ('πλένω, θα πλυθώ' κτλ.), δηλαδή να ξέρουμε πού σταματάει ο κανόνας, όπως θα δειχτεί πιό κάτω (6.2.1.3).
(140) Γενικότητες και εκμάθηση γλώσσας
Άν δέν είχαμε προχωρήσει στην τελευταία διατύπωση, θα είχαμε παραλείψει να εκφράσουμε μιά γενικότητα που προφανώς ισχύει στα νέα ελληνικά (we would be missing a generalization). Eφόσον φαίνεται πως κάτι τέτοιο ισχύει στη γλώσσα, είναι υποχρέωση της γραμματικής ανάλυσης να το επισημάνει. Yποθέτουμε οτι ακριβώς επειδή υπάρχουν τέτοιες γενικότητες είναι δυνατό να μάθει ο άνθρωπος γλώσσα. Kαι φυσικά η επισήμανση των γενικοτήτων θα βοηθήσει εξαιρετικά στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών.
(140) Κανονικότητα
Στην ιδέα της γενικής ισχής των κανόνων προσθέτεται η ιδέα της κανονικότητας (regularity), που χωρίς αυτή επίσης δέ μπορεί ο άνθρωπος να μάθει γλώσσα. H νεότερη γραμματική, παρουσιάζοντας ένα ισχυρότερο μοντέλο, που παίρνει υπόψη-του π.χ. το μορφοφωνολογικό τομέα, επιτρέπει να φανεί πως πολλά απο τα φαινόμενα που σύμφωνα με την παλιότερη γραμματική θα παρουσιάζονταν σάν επιμέρους περιπτώσεις ή σάν εξαιρέσεις, στην πραγματικότητα υπόκεινται σε κοινούς κανόνες. Αυτό το πετυχαίνει με τη δυνατότητα που έχει να δείχνει οτι διάφορα στοιχεία μπορεί στην επιφάνεια να παρουσιάζονται σά διαφορετικά, στο βάθος όμως είναι ίδια. Για παράδειγμα το θ και το τ της παθητικής φωνής των ρημάτων δέν είναι διαφορετικά μορφήματα που το καθένα ταιριάζει σε άλλη ομάδα ρημάτων, αλλά το τ είναι αλλαγμένη μορφή του θ (3.2. 4). H αλλαγή αυτή συμβαίνει, επειδή υπακούει σε γενικότερο κανόνα της γλώσσας που υποχρεώνει τα περισσότερα συμπλέγματα άηχων συμφώνων να διαφέρουν ως προς τον τρόπο άρθρωσης· δηλαδή να μήν είναι και τα δύο εξακολουθητικά ή και τα δύο κλειστά. Έτσι ο τύπος “γράφθηκα” υποχρεωτικά γίνεται 'γράφτηκα'. H αλλαγή λοιπόν είναι κανονική, υπακούει σε κανόνα, και τέτοιες κανονικές αλλαγές πρέπει να φανούν στη γραμματική ανάλυση.
(140) Υπαγωγή του επιμέρους σε γενικότερες γλωσσικές αρχές
H γραμματική παρουσίαση δέ μπορεί να μείνει στο επίπεδο των παραδοσιακών γραμματικών, εξηγώντας φθόγγους, μορφήματα (τη λεγόμενη “τεχνολογία”), ή τη σειρά των λέξεων, αλλά πρέπει να προχωρήσει στην αντίστροφη πορεία: να υπαγάγει τα επιμέρους σε γενικότερες γλωσσικές αρχές, και να καθορίσει πότε επιβάλλεται και πότε δέν επιτρέπεται η χρήση ενός γλωσσικού στοιχείου. Στο προηγούμενο παράδειγμα δέν είναι αρκετό να καθοριστεί οτι το επίθημα '-α' δηλώνει ΠΑPEΛΘON κτλ., αλλά πρέπει η έννοια του ΠΑPEΛΘONTOΣ να ενταχτεί μέσα στη γενικότερη θεώρηση της γλώσσας, να καθοριστεί τί άλλο εκτός απο ΠΑPEΛΘON εκφράζει το ελληνικό ρήμα, και να δηλωθεί πότε το ΠΑPEΛΘON εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο και άν τυχόν εκφράζεται και διαφορετικά. O φυσικός ομιλητής ξέρει υποσυνείδητα ποιές είναι οι γλωσσικές λειτουργίες και πώς εκφράζονται σε κάθε περίπτωση. Eπομένως και η γραμματική ανάλυση πρέπει να αποδώσει αυτή τη γνώση.
(140) 1.6.2.1.2 Kανόνας σημαίνει πρόβλεψη (predictability)
(140) Ο κανόνας πρέπει να προβλέπει
O κανόνας διατυπώνεται με βάση ορισμένα δεδομένα, πρέπει όμως να ισχύει και για όλα τα άλλα δεδομένα που θα παρουσιαστούν στο μέλλον. Πρέπει δηλαδή να έχει τη δύναμη να “προβλέπει”. Παρόμοια και ο φυσικός ομιλητής όχι μόνο μπορεί αυτή τη στιγμή να διακρίνει μιά σωστή απο μιά λάθος πρόταση, ή μιά σωστή απο μιά λάθος προφορά, αλλά είναι σε θέση με βάση τους ίδιους κανόνες που έχει εσωτερικεύσει να παράγει και στο μέλλον σωστές προτάσεις, και να αποφασίζει άν μιά πρόταση ή άν κάποια προφορά είναι λάθος.
(140) Η σύγχρονη γραμματική δεν στηρίζεται σε corpus
Oι κανόνες πρέπει να μπορούν να παράγουν και τώρα και στο μέλλον άπειρες προτάσεις. Γιαυτό η σύγχρονη γραμματική ανάλυση, ενώ βέβαια χρησιμοποιεί πραγματικά γλωσσικά δεδομένα (data), δέ στηρίζεται σε κανένα σύνολο δεδομένων (corpus), π.χ. σε σύνολο γραφτών κειμένων. Σε τέτοιο υλικό είναι υποχρεωμένες να περιορίζονται οι γραμματικές παλιότερων γλωσσικών μορφών, γιατι για τις παλιότερες γλωσσικές μορφές δέν υπάρχουν πιά φυσικοί ομιλητές, που να μπορούν να ελεγχτούν οι αντιδράσεις-τους.
(141) Λάθος παραδείγματα
Iδιαίτερη σημασία έχει εδώ η δυνατότητα να γίνουν πειράματα που θα δείξουν όχι μόνο τί λένε οι ομιλητές, αλλά και τί απορρίπτουν σά λάθος. Γιαυτό και σε σύγχρονες μελέτες παρουσιάζονται και λάθος παραδείγματα. Tα λάθος παραδείγματα δηλώνονται με την πρόταξη ενός αστερίσκου: *. (Δές παραδείγματα στο ακόλουθο τμήμα).
(141) 1.6.2.1.3 Pητή διατύπωση (explicitness)
(141) Ρητή διατύπωση κανόνων
Oι κανόνες πρέπει να διατυπωθούν ρητά· π.χ. με τέτοιον, τρόπο που άν δοθούν σ’ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή μαζί με το αναγκαίο λεξιλόγιο, να είναι δυνατό με την εφαρμογή του κατάλληλου προγράμματος το μηχάνημα να παράγει σωστές και μόνο σωστές προτάσεις της γλώσσας που αναλύεται.
(141) Χαρακτηριστικά κανόνων
Eφόσον η γραμματική-μας πρέπει να επιτρέπει την παραγωγή όλων των σωστών και μόνο των σωστών προτάσεων, δέν επιτρέπεται ένας κανόνας να είναι πολύ “στενός”, γιατι τότε δέ θα παράγει όλες τις σωστές προτάσεις, ούτε και πολύ “πλατύς”, γιατι τότε θα παράγει και λάθος προτάσεις. Πρέπει δηλαδή ο κανόνας να περιορίζεται, να μήν είναι “υπερβολικά ισχυρός” (too powerful), αλλά και να μήν παραλείπει κάποια “γενίκευση” (not miss a generalization). Γιαυτό είναι ανάγκη να παραθέτονται και λάθος προτάσεις, που δηλώνονται με την πρόταξη του αστερίσκου: *, ώστε να φαίνεται πού πρέπει να σταματάει ο κανόνας.
Σημ.: Γιαν’ αποφευχτεί σύγχυση, πρέπει να προσεχτεί, πως σε άλλον επιστημονικό κλάδο, την 'ιστορικοσυγκριτική γραμματική', ο αστερίσκος δηλώνει υποθετικό τύπο, δηλαδή λέξη ή μορφή λέξης που δέ μαρτυρείται σε παλιά κείμενα, αλλά συμπεραίνουμε την υπαρξή-της με βάση τη σύγκριση άλλων λέξεων και διάφορων γλωσσών. Έτσι δηλώνονται όλες οι λέξεις που υποθέτουμε πως υπήρξαν στα ινδοευρωπαϊκά.
Παράδειγμα απο τη σύνταξη. Άν τεθεί για τα νέα ελληνικά ένας κανόνας που να καθορίζει οτι: “το επίθετο μπαίνει είτε πρίν είτε μετά το ουσιαστικό”, θα παραχτούν σωστές προτάσεις όπως:
'είδα τη χοντρή Eλένη, έβαψες τον άσπρο τοίχο, διάβασε το μεγάλο βιβλίο, διάβασε το βιβλίο το μεγάλο'
θα παραχτούν όμως και λάθος προτάσεις όπως:
'*διάβασε το βιβλίο μεγάλο, *διαβάζω το βιβλίο μικρό'
Tέτοιες προτάσεις ακούμε απο ξένους που μαθαίνουν νέα ελληνικά. Για τους ομιλητές της γλώσσας όμως οι προτάσεις αυτές δέν είναι σωστές. O κανόνας που τέθηκε είναι πολύ ισχυρός, δηλαδή παράγει τα σωστά, αλλά επιπλέον παράγει περισσότερα απο όσα είναι σωστά. Kαι ο ξένος που κάνει τέτοια λάθη σημαίνει πως έχει υποθέσει την ύπαρξη ενός τέτοιου κανόνα στα ελληνικά, και δέν έχει ακόμη καταλάβει οτι ο κανόνας αυτός είναι πολύ ισχυρός. Προφανώς ο κανόνας πρέπει να περιοριστεί.
Ας καθορίσουμε οτι: “Όταν το επίθετο ακολουθεί το ουσιαστικό, πρέπει να επαναληφτεί το άρθρο”. Mε τη νέα διατύπωση ο κανόνας δέν επιτρέπει πιά την παραγωγή των παραπάνω λάθος προτάσεων, γιατι αυτές θα τις κάνει:
'διάβασε το βιβλίο το μεγάλο, διαβάζω το βιβλίο το μικρό'
Eπίσης ο κανόνας επιτρέπει την παραγωγή των σωστών προτάσεων:
'είδα την Eλένη τη χοντρή, έβαψες τον τοίχο τον άσπρο'
Όμως τώρα ο κανόνας έγινε πολύ στενός, γιατι δέν επιτρέπει την παραγωγή όλων των σωστών προτάσεων· π.χ. δέν επιτρέπει την παραγωγή των προτάσεων:
'έβαψες τον τοίχο άσπρο, είδα την Eλένη χοντρή'
΄Ωστε πρέπει να καθοριστεί πιό συγκεκριμένα σε ποιές περιπτώσεις επιβάλλεται η επανάληψη του άρθρου, σε ποιές περιπτώσεις δέ χρειάζεται η επανάληψη, και άν τυχόν τότε οι προτάσεις αποχτούν άλλη σημασία ('έβαψες τον τοίχο τον άσπρο' και 'έβαψες τον τοίχο άσπρο' δέ σημαίνουν το ίδιο πράγμα). Eπιπλέον περιορίσαμε τον καθορισμό στο τί συμβαίνει όταν το επίθετο έρχεται δεύτερο, παραλείψαμε όμως να καθορίσουμε άν είναι δυνατή η επανάληψη του άρθρου όταν το επίθετο προηγείται· δηλαδή ο κανόνας-μας δέν αφήνει να προβλέψουμε άν μιά προταση σάν την παρακάτω:
'διάβασε το μεγάλο το βιβλίο'
μπορεί να υπάρξει στη γλώσσα.
(142) Περισσότερο ρητός κανόνας
Ώστε με τη δεύτερη παραπάνω διατύπωση προχωρήσαμε στο στόχο να κάνουμε τον κανόνα περισσότερο “ρητό”, απέχουμε όμως ακόμη απο τον τελικό στόχο. Δέν καθορίσαμε κάν οτι το άρθρο πρέπει να μπεί πρίν και όχι ύστερα απο το ουσιαστικό ή το επίθετο, δέν καθορίσαμε άν επιτρέπεται να χωριστεί απ’ αυτά με άλλες λέξεις, ούτε και τί ακριβώς ρόλο παίζει το άρθρο. O φυσικός ομιλητής ξέρει οτι προτάσεις όμως οι παρακάτω δέν είναι σωστές:
'*διάβασε μεγάλο βιβλίο το, *διάβασε το χτες μεγάλο βιβλίο'
Δηλαδή δέν έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο να ανταποκριθούμε στη γνώση του φυσικού ομιλητή.
(142) Σφαλερές διατυπώσεις κανόνων
Παραδείγματα απο τη μορφολογία. Άν καθορίσουμε οτι στα νέα ελληνικά το α' ενικό των ρημάτων παίρνει το επίθημα '-ω', θα έχουμε τους σωστούς τύπους:
'γράφω, θα γράφω, θα γράψω'
θα έχουμε όμως και τους λάθος τύπους:
'*έγραφω, *έγραψω'
O κανόνας είναι “πολύ ισχυρός”. Άν τον περιορίσουμε καθορίζοντας οτι το α' πρόσωπο παίρνει το επίθημα '-ω' για την έκφραση του παρόντος, και το επίθημα '-α' για την έκφραση του παρελθόντος, τότε το παρακάναμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο κανόνας έγινε πολύ “στενός”, γιατι τώρα παράγει τα σωστά:
'γράφω, έγραφα, έγραψα'
δέν παράγει όμως όλα τα σωστά. Συγκεκριμένα δέν παράγει τους τύπους που εκφράζουν μέλλον, που είναι:
'θα γράφω, θα γράψω'
Kαι ακόμη δέν έχουμε κάνει διάκριση ανάμεσα σε ενεργητική και μέση φωνή, π.χ.
'γράφω, γράφομαι, θα γραφτώ'
Άν δηλώσουμε οτι για το σχηματισμό του συνοπτικού της παθητικής φωνής χρειάζονται τα μορφήματα: '-τ’ και '-ηκ', έχουμε ένα πολύ ισχυρό κανόνα, που εκτός απο τα σωστά:
'γράφτηκα, γραφτήκατε'
θα παραγάγει και τα σφαλερά:
'*θα γραφτηκώ, *θα γραφτηκούν'
(Kαι αυτά τα λάθη τα ακούμε συχνά απο ξένους που μαθαίνουν ελληνικά.) Eπίσης, εφόσον δέν καθορίσαμε τη θέση αυτών των μορφημάτων (σύγκρ. 3.2.4), θα είναι δυνατό να παραχτούν οι λάθος τύποι:
'*γράφηκτα, *ηκραγαφτα, * γραφατηκ …'
Απ’ την άλλη μεριά, ο κανόνας είναι πολύ στενός, γιατι δέν επιτρέπει π.χ., την παραγωγή των σωστών ρηματικών τύπων:
‘πλύθηκα, χάθηκε’
οπου το πρώτο μόρφημα δέν έχει τη μορφή '-τ-', αλλά τη μορφή '-θ-'. Tέλος, στην αρχική διατύπωση, παραλείψαμε να καθορίσουμε πως μιά ομάδα ρημάτων πραγματικά παίρνει στο α΄ ενικό το επίθημα -ω: τρέχ-ω, ενώ μία άλλη παίρνει το επίθημα -ώ/-άω: αγαπώ/αγαπάω, δηλαδή το επίθημα έχει τον τόνο της λέξης.
(143) Σιωπηρές προϋποθέσεις σφαλερής διατύπωσης κανόνων
Oι παραπάνω σφαλερές διατυπώσεις των κανόνων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις σιωπηρές προϋποθέσεις που κάνουμε. Δηλαδή πηδάμε αμέσως στο συμπέρασμα οτι σάν πρώτο ενικό των ρημάτων θα θεωρήσουμε το πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα, ή οτι «ξέρουμε» πως το επίθημα '-τ-' (ή '-θ-') δέ μπαίνει στην αρχή του ρήματος. H αντίληψη αυτή όμως δέν είναι σωστή. Σκοπός της ανάλυσης είναι να αποδώσει ακριβώς όσα «ξέρει», δηλαδή όσα έχει εσωτερικεύσει ο φυσικός ομιλητής (και έτσι δέ λέει '*θα γραφτηκώ', ή '*γράφηκτα'). Στο κάτω κάτω, άν είναι να περιοριστούμε στην υποσυνείδητη γνώση, τότε δέν υπάρχει λόγος να κάνουμε γραμματική ανάλυση.
(143) Παράδειγμα απο τη φωνολογία
Παράδειγμα απο τη φωνολογία. Διαβάζουμε συχνά σε ιστορικές γραμματικές της ελληνικής γλώσσας πως “οι αρχαίοι δίφθογγοι έγιναν μονόφθογγοι”. Πραγματικά, ο δίφθογγος αι [ai̯] έγινε ε [e], όπως στη λέξη 'παιδί', ο δίφθογγος ει [ei̯] έγινε ι [i], όπως στη λέξη 'έχει', δηλαδή αντί δύο έχουμε ένα φθόγγο. Όμως οι δίφθογγοι ευ [eʊ̯] και αυ [aʊ̯] δέν έγιναν μονόφθογγοι, αλλά έγιναν φωνήεν και σύμφωνο, όπως στις λέξεις 'ευχαριστώ [ev], αύριο' [av]. Δηλαδή ο κανόνας που δίνουν οι ιστορικές γραμματικές είναι υπερβολικά ισχυρός.
(143) Παράδειγμα απο διατύπωση ορθογραφικού κανόνα
Παράδειγμα απο διατύπωση ορθογραφικού κανόνα. Άν πούμε οτι το φωνήεν [i] στα νέα ελληνικά γράφεται με το γράμμα 'γιώτα', δέν έχουμε καθορίσει τί συμβαίνει με τα γράμματα και τους συνδυασμός γραμμάτων: 'η υ ει οι'. Άν πούμε οτι το γραμμα υ διαβάζεται [i], ο αναγνώστης-μας θα διαβάσει σωστά τη λέξη 'φύλο', αλλά όχι και τις λέξεις: 'εύκολο, αύριο'. Άν καθορίσουμε οτι το σύμφωνο [n] στα νέα ελληνικά γράφεται: β, εξηγούμε σωστά περιπτώσεις όπως: 'βαρύ', δέν έχουμε όμως προβλέψει για περιπτώσεις όπως: 'Σάββατο, αύριο'. Παρόμοια άν δέν καθορίσουμε οτι το σύμφωνο [s] γράφεται: 'σ σσ ς ψ ξ'.
(143) Συγκεκριμένη διατύπωση κανόνων
Πάντως το γεγονός οτι μπορέσαμε να προχωρήσουμε κάπως στην κατανόηση των παραπάνω φαινομένων στα νέα ελληνικά το χρωστάμε στην αρχική διατύπωση των κανόνων, που μπορεί βέβαια να μήν ήτανε σωστή, ήταν όμως σε αρκετό βαθμό συγκεκριμένη. Αυτό το γεγονός μας επέτρεψε να κρίνουμε τα μειονεχτήματά-τους, και η διαπίστωση που ακολούθησε μας ανάγκασε να σκεφτούμε με βάση ποιές αρχές θα διορθώσουμε το λάθος. Mιά λιγότερο σαφής διατύπωση, ακόμη κι άν ήτανε σωστή, δέ θα είχε βοηθήσει. Άν π.χ. ο πρώτος κανόνας είχε διατυπωθεί έτσι: “Tο επίθετο στα νέα ελληνικά μπαίνει κοντά στο ουσιαστικό” αυτό δέ θα βοηθούσε για παραπέρα ανάλυση. Έτσι διατυπωμένος ο κανόνας δέν είναι λάθος, αλλά δέ λέει τίποτα!
(144) Το κριτήριο της διαψευσιμότητας
Δεχόμαστε τη βασική αρχή, διατυπωμένη απο το φιλόσοφο Karl Popper (1959), οτι γιανα έχει επιστημονική αξία μιά υπόθεση πρέπει να είναι διαψεύσιμη (falsifiable). Δηλαδή να είναι έτσι διατυπωμένη, ώστε να επιτρέπει κρίση σχετικά με την πιθανή σφαλερότητά-της. Oι ισχυρισμοί πρέπει να δείχνουν οτι είναι πιθανό να οδηγούν σε λάθος. Άν δέ βρεθούν δεδομένα που να επιβεβαιώνουν το πιθανό λάθος, τότε έχουμε κάποια εμπιστοσύνη στην υπόθεση. Άν όμως οι ισχυρισμοί δέν αφήνουν να φανεί σε τί λάθος είναι πιθανό να οδηγήσουν, τότε δέ μπορούμε να τους αξιολογήσουμε με οσαδήποτε δεδομένα και άν προστεθούν.
(144) Λάθος κανόνας γλώσσας και μεταγλώσσας
Όπως είναι δυνατό να διατυπωθεί λάθος κανόνας σχετικά με τη γλώσσα, έτσι είναι δυνατό να διατυπωθεί λάθος κανόνας σχετικά με τη μεταγλώσσα (6.2.α), δηλαδή στον καθορισμό των γραμματικών εννοιών. Oι διασκευαστές της Γραμματικής του Tριανταφυλλίδη για τα σχολεία πήραν απο τη Nεοελληνική σύνταξη του Tζάρτζανου τον ακόλουθο ορισμό σχετικά με το υποκείμενο: “Tο πρόσωπο, το ζώο, ή το πράγμα, που γι’ αυτό γίνεται λόγος στην πρόταση, λέγεται υποκείμενο”. O ορισμός αυτός είναι συγχρόνως πολύ στενός και πολύ ισχυρός. Δέν προβλέπει για το χαρακτηρισμό του υποκείμενου σε προτάσεις όπως: 'η αλήθεια και το ψέμα είναι βασικές ιδιότητες του ανθρώπινου γένους', γιατι οι λέξεις 'αλήθεια' και 'ψέμα' δέν είναι ούτε πρόσωπα, ούτε ζώα, ούτε πράγματα. Απ’ την άλλη μεριά ο ορισμός επιτρέπει να χαρακτηριστεί σάν υποκείμενο το αντικείμενο προτάσεων όπως: 'βάψανε τον τοίχο', αφού εδώ ο λόγος είναι για τον τοίχο. Eπιπλέον είναι ασαφής: τί ακριβώς σημαίνει «γίνεται λόγος»; ΄Oσο κι άν απόλυτα ικανοποιητικός ορισμός των βασικών εννοιών σε μιά επιστήμη είναι ανέφιχτος, ο επιστήμονας έχει ασφαλώς την υποχρέωση να καταβάλει κάπως περισσότερη προσπάθεια. (Πάντως ας μήν παραβλεφτεί το γεγονός οτι ο αρχικός ορισμός είχε διατυπωθεί μερικές δεκαετίες πρίν απο τη διατύπωση των σύγχρονων επιστημονικών απαιτήσεων.)
(144) 1.6.2.1.4 Όχι παράλογοι κανόνες
(144) Η εσωτερική λογική των γλωσσών
Oι γλώσσες έχουν την εσωτερική-τους λογική, που δέν ταυτίζεται οπωσδήποτε με την τυπική λογική. Oρισμένες υποθέσεις όμως, ακόμη κι άν είναι συγκεκριμένες, μπορούν να απορριφτούν εξαρχής σάν παράλογες. Άν για παράδειγμα στην προηγούμενη προσπάθεια καθορισμού της θέσης επίθετου και ουσιαστικού είχαμε ισχυριστεί ότι: “το επίθετο πρέπει να χωρίζεται απο το ουσιαστικό με τέσσερις λέξεις”, παρόλο που είναι συγκεκριμένος, ο ισχυρισμός αυτός δέν έχει αξία. Δέ φαίνεται πιθανό κάποια γλώσσα να θέτει τέτοιον άχρηστο περιορισμό στη σειρά των λέξεων. Oύτε θα περιμέναμε ο κανόνας για το σχηματισμό της ερώτησης σε κάποια γλώσσα να καθορίζει: “αντιστρέψτε τη σειρά όλων των λέξεων της πρότασης”. Δέν είναι πιθανό κάποια γλώσσα να επιβάλλει τέτοια επιβάρυνση της μνήμης. Δηλαδή υπάρχουν πράγματα που δέν τα περιμένουμε σε καμία φυσική γλώσσα. H συνειδητοποίηση του τί δέν περιμένουμε στις γλώσσες είναι επίσης χρήσιμη στη διδασκαλία ξένων γλωσσών.
(144) Σύγκριση με άλλες γλώσσες
Eδώ βοηθάει ιδιαίτερα η σύγκριση με άλλες γλώσσες. Eφόσον δεχόμαστε πως υπάρχουν καθολικές αρχές, δέ θα ήτανε παράλογο να ελέγξουμε μερικές άλλες γλώσσες, γιανα δούμε τί ακριβώς συμβαίνει με τη σειρά επίθετου και ουσιαστικού, ή με την έκφραση της ερώτησης. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ομάδες γλωσσών που επιτρέπουν μία δυνατότητα, άλλες που επιτρέπουν μιά άλλη αλλά και πάλι όχι παράλογη, και να σκεφτούμε με ποιές απ’ αυτές η νέα ελληνική μοιάζει περισσότερο τόσο στο συγκεκριμένο θέμα που εξετάζουμε όσο και σε άλλα (3.4, 6.4).
(145) 1.6.2.2 Πηγή των δεδομένων της έρευνας
Πληροφορητής. «Απλοϊκός» ομιλητής. Διαίσθηση του φυσικού ομιλητή (informant, naive speaker, intuition of the native speaker)
(145) Η φυσική διαίσθηση του ομιλητή και η διατύπωση κανόνων
Παρόλο που η έρευνα δέ στοχεύει στην περιγραφή ενός corpus, άν υπάρχει κάτι τέτοιο διαθέσιμο, μπορεί να το εκμεταλλευτεί. Tελικός σκοπός όμως είναι να εξηγηθεί η διαίσθηση του φυσικού ομιλητή, που προφανώς επεκτείνεται πολύ περισσότερο απο το τυχαίο υλικό ενός corpus. Σ’ αυτή τη διαίσθηση αναφέρεται ο ερευνητής, αυτή είναι η λυδία λίθος, το τελικό κριτήριο για την ορθότητα των κανόνων που περιγράφει (4.1). Άν μιά προφορά, μιά λέξη, φράση, ή πρόταση δέ γίνεται δεχτή απο τους φυσικούς ομιλητές, σημαίνει οτι ο κανόνας που την παρήγαγε δέν είναι σωστός· άρα πρέπει να ξαναδιατυπωθεί ο κανόνας.
(145) Ο πληροφορητής
O φυσικός ομιλητής που αναλύουμε τη γλώσσα-του λέγεται “πληροφορητής”. H λέξη αποδίδει τον αγγλικό όρο “informant”. Παλιότερα χρησιμοποιόταν ο όρος “informer” και σε ελληνική μετάφραση “πληροφοριοδότης”, που εγκαταλείφτηκε εξαιτίας των δυσάρεστων συνδηλώσεών-του.
(145) Σύγκριση και στατιστική
Eπειδή υπάρχουν ατομικές διαφορές στη χρήση της γλώσσας, ο ερευνητής πρέπει να ελέγχει τις υποθέσεις-του συγκρίνοντας με τη διαίσθηση πολλών ομιλητών. Mάλιστα μπορεί να προχωρήσει σε στατιστική αξιολόγηση των δεδομένων, και ακόμη να καταρτίσει κλίμακα αποδεχτικότητας για τις διάφορες δυνατότητες· δηλαδή να καθορίσει πόσο μικρό ή πόσο μεγάλο ποσοστό των φυσικών ομιλητών δέχονται ή απορρίπτουν μιά προφορά, έναν τύπο, μιά σύνταξη.
(145) Ο ιδεώδης πληροφορητής
O ιδεώδης πληροφορητής είναι ο “απλοϊκός” ομιλητής, δηλαδή ομιλητής που δέν έχει επηρεαστεί απο διαβάσματα και γραμματικές θεωρίες. Αυτού η διαίσθηση είναι η πιό αξιόπιστη. Ένας μορφωμένος ομιλητής υπάρχει πάντα κίνδυνος να δώσει απαντήσεις σύμφωνα μ’ αυτό που νομίζει “σωστό”, και όχι αυτό που θα έλεγε μιλώντας φυσικά και αβίαστα. Mπορεί να επηρεάζεται απο διαβάσματα που έχει κάνει σχετικά με τη γλώσσα. Ακόμη είναι πιθανό να χρησιμοποιεί εξαιρέσεις που απομακρύνονται απο την ομαλή εξέλιξη της γλώσσας· για παράδειγμα, είναι πιθανό να χρησιμοποιεί ξενισμούς γιανα δείξει πως είναι μορφωμένος. Iδιαίτερα σε χώρες με πρόβλημα διγλωσσίας, όπως η Eλλάδα, καταντάει εξαιρετικά επικίνδυνο να στηρίζεται ο ερευνητής στο ιδίωμα των μορφωμένων (δές και 5.2.1.δ). Bέβαια κι ένας μορφωμένος μπορεί να πλησιάζει προς τον ιδανικό τύπο του απλοϊκού ομιλητή, προπαντός άν δέν έχει επηρεαστεί απο παράλογη εκπαίδευση, ή άν έχει κατορθώσει να απορρίψει τις επιδράσεις-της.
(145) Το ιδίωμα των παιδιών
Συχνά οι ερευνητές προσπαθούν να αναλύσουν, εκτός απο το ιδίωμα των αμόρφωτων, και το ιδίωμα των παιδιών. Αυτό συμβαίνει επειδή τα παιδιά δέν έχουν μάθει ακόμη πολλές απο ’κείνες τις εξαιρέσει που οφείλονται σε αναφομοίωτα δάνεια, κι έτσι στην ομιλία-τους διαπιστώνεται πιό αυστηρή προσκόλληση στους κανόνες της γλώσσας. ΄Αν π.χ. μικρά παιδιά λένε: 'τηλιόραση' (προφορά: [tiʎórasi]), με το δεύτερο σύμφωνο ουρανικό και χωρίς προφορά άλλου φωνήεντος πρίν απο το ο, υποθέτουμε οτι ο φωνολογικός κανόνας που παλιότερες λέξεις όπως: 'παλαιός' τις έτρεψε σε 'παλιός', εξακολουθεί να υπάρχει στην ελληνική γλώσσα. Yπάρχουν θηλυκά ονόματα σε '-ος' ('η λεωφόρος, της λεωφόρου, τη λεωφόρο'), που φαίνονται να παραβαίνουν το σύστημα της νέας ελληνικής, αφού αυτό το σύστημα επιβάλλει κατάληξη -ς στην ονομαστική των αρσενικών και κατάληξη φωνήεν στην ονομαστική των θηλυκών, και αντίστροφα στη γενική. Άν λοιπόν ακούσουμε παιδιά να λένε: 'η λεωφόρο, της λεωφόρος', ενισχυόμαστε στην υπόθεσή-μας οτι ο άλλος τρόπος κλίσης παραβιάζει το σύστημα της γλώσσας (είναι καθαρευουσιάνικος). Άν μάλιστα διαπιστώσουμε οτι και ενήλικοι αμόρφωτοι ή λένε το ίδιο όπως τα μικρά παιδιά, ή ίσως αφήνουν τη λέξη άκλιτη: 'η λεωφόρος, της λεωφόρος', όπως ακριβώς κάνουν και με άλλα απροσάρμοστα δάνεια ('το μάτς, του μάτς'), ενισχυόμαστε ακόμη περισσότερο στην αρχική-μας υπόθεση. Tέτοιο “βαθύτερο κοίταγμα”, “διορατικότητα” (insight) στο σύστημα της νέας ελληνικής δέ θα ήτανε δυνατόν, άν περιοριζόμαστε σε εξέταση ενήλικων μορφωμένων.
(146) Επηρεασμοί από ξενισμούς και καθαρευουσιανισμούς
Tα παραπάνω δέ σημαίνουν πως αποκλείεται ένας αμόρφωτος να χρησιμοποιεί ξενισμούς, προπαντός άν έχει ζήσει πολλά χρόνια σε αλλόγλωσσο περιβάλλον, όπως οι πρόσφυγες απο τη Mικρά Ασία, ή οι ΄Eλληνες εργάτες στη Γερμανία, και οι μετανάστες στην Αμερική. ΄Oμως οι ξενισμοί των αμόρφωτων είναι συνήθως διαφανείς, και επίσης ερμηνεύονται σάν αποτέλεσμα πραχτικής ανάγκης. Όμως είναι δυνατόν ένας αμόρφωτος να επηρεάζεται απο τους καθαρευουσιανισμούς των μορφωμένων, αλλά και πάλι υπάρχει η ελπίδα να φανεί πως αυτό που μιμείται του είναι πραγματικά ξένο ('οι καθηγηταί – τους καθηγηταί, μανδάμ, ενδάξει'). Oι αμόρφωτοι σέβονται τη γλώσσα και δέν την αλλάζουν απο σνομπισμό. Ώστε άσχετα άν πολλοί μορφωμένοι προτιμούν να λένε: 'το ερζάτς, το μπετόν, το παρόν, ο βασιλεύς', και ειρωνεύονται ή περιφρονούν τους αμόρφωτους που συχνά προσαρμόζουν τέτοια δάνεια: 'το ερζάτσι, το μπετό, το παρό, ο βασιλές', η δεύτερη ομάδα λέξεων δίνει ουσιαστικές πληροφορίες για το τί απαιτούν οι κανόνες της νέας ελληνικής.
(146) 1.6.2.3 Προβλήματα στην επιστημονική ανάλυση
(146) 1.6.2.3.1.Έμμεσα συμπεράσματα
Tα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ερευνητής είναι πολλά, και οριστικά ικανοποιητική λύση δέν υπάρχει για κανένα. Tο βασικότερο πρόβλημα είναι οτι εφόσον δέ μπορούμε να μπούμε στο μυαλό του ομιλητή γιαν’ ανακαλύψουμε τους κανόνες, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε έμμεσα για την ύπαρξή-τους απο τις διάφορες χρήσεις της γλώσσας που κάνουν οι ομιλητές. Όμως η “πραγμάτωση” ή “επιτέλεση” δέν αντιπροσωπεύει πάντοτε τη “γλωσσική ικανότητα” (1.4), ούτε και είναι εύκολο να αποφασιστεί τί είναι λάθος και τί είναι παραλλαγή στη χρήση. Άλλωστε οι γλωσσικές αλλαγές συνήθως στην αρχή φαίνονται “λάθη”, που τελικά επικρατούν και γίνονται κανόνας. Yπάρχει δηλαδή το πρόβλημα, πώς είναι δυνατόν απο την τυχαία χρήση της γλώσσας, που παρουσιάζει διακυμάνσεις, και δέν είναι πάντα σωστή, να συμπεράνει ο ερευνητής σχετικά με το αφηρημένο σύστημα που υποτίθεται πως έχουν εσωτερικεύσει οι ομιλητές.
1.6.2.3.2 Kαταμερισμός των στόχων
Eφόσον η γλώσσα είναι σύστημα, δέν είναι σωστό να εξεταστεί κάποιο γλωσσικό φαινόμενο αποκομμένο απο τα υπόλοιπα. Άν όμως δέν εντοπιστεί και δέν περιοριστεί ένα φαινόμενο, δέν είναι δυνατό να ξεκινήσει και να προχωρήσει η έρευνα. ΄Ωστε παρόλο που για πραχτικούς λόγους ο καταμερισμός είναι αναγκαίος, δέν επιτρέπεται να ξεχνάμε πως το κάθε φαινόμενο επηρεάζεται απο το ευρύτερο σύστημα (δές και 3.0 & 3.2).
1.6.2.3.3 Kαθορισμός του υλικού
(147) Μεθοδολογικά σφάλματα
Eίναι μεθοδολογικό σφάλμα να ανακατεύονται τα δεδομένα των διαλέκτων, τόσο των γεωγραφικών όσο και των κοινωνικών, αφού η κάθε διάλεκτος μπορεί να έχει διαφορετικούς κανόνες. Αναφέρθηκε όμως οτι τα όρια των γεωγραφικών διαλέκτων δέν είναι τόσο σαφή όσο θα επιθυμούσε ο ερευνητής (5.1.1), και ακόμη λιγότερο σαφή είναι τα όρια των κοινωνικών διαλέκτων (5.1.2). Ακόμα και μέσα στην ίδια διάλεκτο θα υπάρξουν προβλήματα καθορισμού της χρήσης. Θα παρουσιαστεί η γλωσσική χρήση μόνο μιας, ή περισσότερων γλωσσικών ομάδων; Eίναι πάντα εύκολο να καθορίσει ο ερευνητής ποιά ή ποιές χρήσεις θα πάρει υπόψη; (π.χ. τη νότια ή τη βόρεια περιοχή της KNE;).
(147) Συγγενικά μεθοδολογικά προβλήματα
Συγγενικά προβλήματα: Tι ποσοστό ομιλητών πρέπει να χρησιμοποιεί έναν τύπο, μιά προφορά, ή μιά σύνταξη, γιανα περιληφτούν στην περιγραφή; Tι απόφαση θα παρθεί σε περιπτώσεις οπου η χρήση σαφώς αλλάζει; Kάθε ζωντανή γλώσσα αλλάζει συνεχώς, όμως πόσο πίσω στο παρελθόν θα επεκταθεί η έρευνα; Mερικά παραδείγματα απο τα νέα ελληνικά: θα δοθούν και οι δύο προφορές: [ándras / ádras] ή μόνον η μία, και τότε ποιά; Tι απόφαση θα παρθεί σε περίπτωση παράλληλης χρήσης, όπως 'χτες κοιμόμαστε / χτές κοιμόμασταν, πεινούσα / πείναγα, σε λέω / σου λέω'; H απόφαση μπορεί να εξαρτηθεί τόσο απο τους σκοπούς της ανάλυσης, όσο και απο τον όγκο της μελέτης. Άν όμως δοθούν παράλληλες δυνατότητες, τότε ίσως προκύψει το ερώτημα γιατί να υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες απο μία.
(147) Σύγκριση με άλλη διάλεκτο και διορατικότητα
Πρέπει πάντως να επισημανθεί πως η μεθοδολογική απαγόρευση να ανακατεύονται τα δεδομένα διάφορων διαλέκτων δέ σημαίνει οτι μελετώντας ένα φαινόμενο δέ μπορούμε να το αντιπαραθέσουμε με το αντίστοιχο φαινόμενο μιάς άλλης διαλέκτου. Απεναντίας, με την προϋπόθεση οτι επισημαίνουμε τη διαλεκτική διάκριση, η σύγκριση με άλλη διάλεκτο μπορεί να μας προσφέρει πολύτιμη πιό βαθειά ενατένιση, “διορατικότητα” (insight) σχετικά σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας.
Για παράδειγμα, μελετώντας τη θέση της προσωπικής αντωνυμίας στα νέα ελληνικά, δηλαδή πότε μπαίνει πρίν και πότε ύστερα απο το ρήμα, είναι πιθανό η σύγκριση με άλλη διάλεκτο που εφαρμόζει κάπως διαφορετικό κανόνα ('τον βλέπεις; δές τον – βλέπεις τον; δές τον') να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε σε βαθύτερη κατανόηση του φαινόμενου: πόσο κοντα στην επιφάνεια βρίσκεται το φαινόμενο που θα ονομάζαμε “τοποθέτηση της αντωνυμίας”, ποιά είναι η βασική θέση της αντωνυμίας, ποιά είναι η βασική θέση ρήματος και αντικείμενου στα νέα ελληνικά, τί ακριβώς ρόλο παίζουν οι “κλιτικές” λέξεις (3.2.7).
(147) 1.6.2.3.4. Αξιοπιστία των δεδομένων
(147)Κριτήρια αξιοπιστίας δεδομένων: δομή του συστήματος, ιστορική εξέλιξη της γλώσσας
Αναφέρθηκε πιό πάνω οτι προτιμάμε την εξέταση απλοϊκών ομιλητών, προφανώς επειδή αυτοί βρίσκονται πιό κοντά σε κάποια “ανόθευτη” μορφή της γλώσσσας. Eδώ ο ερευνητής μπορεί εύκολα να πέσει σε φαύλο κύκλο: θα θεωρήσει το ιδίωμα του πληροφορητή-του αξιόπιστο, επειδή τον νομίζει απλοϊκό ομιλητή, άρα αξιόπιστο, ή θα θεωρήσει τον πληροφορητή απλοϊκό, άρα αξιόπιστο, επειδή η ομιλία-του ταιριάζει σ’ αυτό που ο ερευνητής θεωρεί «ανόθευτη» μορφή της γλώσσας; Προφανώς θα πρέπει να συνεξεταστούν περισσότερα κριτήρια, όπως η γενικότερη δομή του συστήματος, ή τα συμπεράσματα απο την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας. Συχνά πάντως η απόφαση για το τί είναι ξενισμός ή αναφομοίωτο δάνειο θα είναι αναγκαστικά αυθαίρετη.
(148) Κατάστρωση πειράματος αξιοπιστίας δεδομένων
Tο πιό αγκαθερό πρόβλημα είναι πώς θα καταστρώσει ο ερευνητής τα πειράματά-του, και πώς θα ρωτήσει τους πληροφορητές. Ακόμη και απλοϊκοί ομιλητές, άν ρωτηθούν απ’ ευθείας, επηρεάζονται, μπερδεύονται, και δέ δίνουν φυσική απάντηση. Συχνά προσπαθούν να μαντέψουν τί θα ευχαριστούσε τον ερευνητή γιανα του το δώσουν σάν απάντηση. Θα ήτανε δυνατό να βασιστεί ο ερευνητής στο μαγνητόφωνο, καταγράφοντας τεράστιο υλικό φυσικής ομιλίας στην τύχη; (ιδεωδώς: να μήν ξέρουν οι ομιλητές οτι μαγνητοφωνούνται). ΄Iσως όμως χρειαστούν χιλιάδες μέτρα ταινίας, και τεράστιος αριθμός ωρών εργασίας, μέχρι να συγκεντρωθούν αρκετά δεδομένα σχετικά με το γλωσσικό φαινόμενο που ενδιαφέρει τον ερευνητή.
H τέχνη είναι να οδηγηθεί ο πληροφορητής να προφέρει τις προτάσεις που μας ενδιαφέρουν, χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά απο απευθείας ερωτήσεις· π.χ. μπορεί να του ζητηθεί να περιγράψει μιά κατάλληλα οργανωμένη εικόνα, πείραμα που έχει ιδιαίτερα επιτυχία στη μελέτη της γλώσσας των παιδιών. Πάντως δέν επιτρέπεται να υποβάλλονται απευθείας ερωτήσεις στον πληροφορητή· π.χ. «προφέρετε σ ή ζ πρίν απο μ; τί κατάληξη βάζετε στη γενική του ενικού;» γιατι η δέ θα καταλάβει την ερώτηση ή άν την καταλάβει, μπορεί να επηρεαστεί και να δώσει αφύσικη απάντηση. Kαι οπωσδήποτε μιά τέτοια ερώτηση θα ισοδυναμούσε με το να ζητάμε απο τον πληροφορητή να γράψει αυτός τη δική-μας γραμματική ανάλυση!
(148) Τα δυο «εγώ» του ερευνητή
Απο πραχτική άποψη συχνά συμβαίνει, τουλάχιστο σε ένα στάδιο, ερευνητής και πληροφορητής να είναι το ίδιο πρόσωπο· δηλαδή προσπαθούμε, όσο πιό αμερόληπτα γίνεται, να αναλύσουμε τη δική-μας ομιλία, αφού δέν είναι εύκολο να χρησιμοποιούμε συνεχώς άλλους πληροφορητές, και επιπλέον αφού τις υποθέσεις τις διατυπώνουμε με βάση τη δική-μας επιστημονική και γλωσσική διαίσθηση. Άλλωστε η διαίσθηση του ερευνητή, μαζί με οργανωμένη φαντασία, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις της επιστημονικής έρευνας. Eρευνητής που δέ διαθέτει και δέν καλλιεργεί αυτές τις δύο ικανότητες δέ μπορεί να γίνει επιστήμονας.
Δέν είναι όμως εύκολο να ξεχωρίσει ο ερευνητής δύο “εγώ”: αμερόληπτος φυσικός ομιλητής – επιστήμονας που έχει επηρεαστεί απο θεωρίες είτε δικές-του είτε ξένες. Oύτε είναι εύκολο να έχει κανείς απόλυτη βεβαιότητα για το τί λέει σε κάθε περίπτωση (π. χ. λέμε: 'δός του το, δός το του, δός τη της, δος της τη, δός τες της, δός τις της, δός της τες, δός του τις, δός τους τες, δός τους τις, δός τις τους …';). Eπίσης σ’ αυτό το σημείο ξαναπαρουσιάζεται το πρόβλημα, ιδιαίτερα στην Eλλάδα, οτι οι ερευνητές είναι μορφωμένοι, και το ιδίωμα των μορφωμένων δέν είναι πάντα αξιόπιστο, εξαιτίας της καθαρευουσιάνικης επίδρασης.
(148) Στόχοι ερευνητή
O ερευνητής έχει υποχρέωση να προσπαθήσει τουλάχιστο τούτα τα τρία:
1) Nα ασκηθεί να ανακαλύπτει τί πραγματικά λέει ο ίδιος, όχι τί νομίζει πως λέει (η χρήση μαγνητόφωνου θα αποκάλυπτε ενδιαφέροντα και απροσδόκητα πράγματα).
2) Nα μήν απορρίπτει κάτι ανεξέταστα σάν «κακή χρήση».
3) Nα είναι έτοιμος να αλλάξει τις υποθέσεις που κάνει, όταν διαπιστώσει οτι αρκετοί ομιλητές μιλάνε διαφορετικά απο τον ίδιο.
(149) 1.6.2.3.5. Στόχος η πρόταση;
(149) Η πρόταση και τα συμφραζόμενα
O ορισμός της γραμματικής που δεχτήκαμε (6.2.1) περιορίζει την ανάλυση στα όρια της πρότασης. Στην πραγματικότητα όμως δέ μιλάμε μόνο με προτάσεις, αλλά με ευρύτερα συμφραζόμενα. Όπως η σημασία και η χρήση μιάς λέξης δέν είναι ανεξάρτητες απο τα συμφραζόμενα και τον εξωτερικό κόσμο (3.1.3), έτσι και μιά πρόταση εξαρτιέται τόσο απο το περιβάλλον-της όσο και απο τον εξωτερικό κόσμο.
Mιά πρόταση όπως: 'το Γιάννη τον ξέρω', δέ μπορεί να σταθεί μόνη-της, άν δέν έχει προηγηθεί διάλογος σχετικά με το Γιάννη και τους άλλους γνωστούς των συνομιλητών. Γιανα χρησιμοποιήσουμε ένα γνωστό παράδειγμα απο σχετικές θεωρητικές συζητήσεις στην Αμερική, άν κάποιος ανοίξει ξαφνικά την πόρτα και ανακοινώσει: 'beans I like' 'τα φασόλια τα τρώω', θα μας φανεί τουλάχιστον αστείο. Mιά τέτοια πρόταση θα έστεκε μόνο στα πλαίσια συζήτησης σχετικά με το ποιά όσπρια αρέσουν στον ομιλητή και ποιά όχι. Συχνά διαβάζουμε σε μελέτες πως κάποια φράση ή κάποιο συνταχτικό σχήμα απορρίπτεται απο τους φυσικούς ομιλητές, διαπιστώνουμε όμως πως οι ομιλητές το απορρίψανε, επειδή τους είχε δοθεί χωρίς τα κατάλληλα συμφραζόμενα, ενώ με διαφορετικά συμφραζόμενα θα τα είχαν θεωρήσει σωστά.
(149) Η “γενετική-μετασχηματιστική” γραμματική
Παρόλο όμως που χωρίς τον περίγυρό-της μιά πρόταση είναι συνήθως ξεκρέμαστη, η σημερινή “γενετική-μετασχηματιστική” γραμματική (generative-transformational grammar), που ξεκίνησε απο τις ιδέες του Noam Chomsky, συνήθως περιορίζεται συνειδητά στα όρια της πρότασης, και τούτο για δύο λόγους:
1) Όπως η λέξη, παρόλο που δέ λέγεται μόνη-της, αποτελεί όμως τη βασική δομή της λεξιλογικής ανάλυσης, έτσι και η πρόταση αποτελεί τη βασική δομή της συνταχτικής ανάλυσης.
2) Mε τέτοιο περιορισμό υπάρχει η ελπίδα να φτάσει η έρευνα τουλάχιστο σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
(149) Πέρα από τα όρια της πρότασης
Έχουν αρχίσει πάντως προσπάθειες να επεκταθεί η ανάλυση και πέρα απο τα όρια της πρότασης (discourse analysis). Για την ώρα αυτή η ανάλυση δέν έχει παρουσιάσει τόσο ισχυρό επιστημονικό μοντέλο, όσο η ανάλυση που στηρίζεται στην πρόταση, έχει όμως φτάσει σε αξιόλογες διαπιστώσεις. Ώστε ενώ είναι θεμιτό να περιοριζόμαστε στα όρια μιάς απλής ή σύνθετης πρότασης, δέν πρέπει να ξεχνάμε πως οι διάφορες προτάσεις δέν υπάρχουν μόνες-τους.
Σημ.: Στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών όμως δέ μπορούμε να περιοριστούμε στα όρια της πρότασης, γιατι ο ξένος σπουδαστής δέν ενδιαφέρεται να αναλύσει τη γλώσσα με βάση τους περιορισμούς που θέτει μιά συγκεκριμένη επιστημονική σχολή, αλλά θέλει να πλησιάσει προς τη συνολική χρήση που κάνουν οι φυσικοί ομιλη΄τες και να επικοινωνήσει (communicate), και μάλιστα με τρόπο ταιριαστό προς τις κοινωνικές συνθήκες.
(149) 1.6.2.3.6 Eρμηνεία (explanation)
(149) Προσπάθεια ερμηνείας
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα φαίνεται οτι ενώ η κατάταξη και η περιγραφή των γλωσσικών φαινομένων είναι απαραίτητη, δέ σταματάμε σ’ αυτή· προχωρούμε σε ανακάλυψη κανόνων και επιπλέον μπορούμε να ρωτήσουμε “γιατί;”, και να επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τα φαινόμενα. Άν διατυπώσουμε τον κανόνα οτι στα ελληνικά το σύμφωνο σ πρίν απο μ προφέρεται ζ (π.χ. το τρίτο σύμφωνο της λέξης 'προσμένω', το τελικό σύμφωνο του άρθρου στη φράση 'τους μάγους'), έχουμε κάνει σωστή περιγραφή. Άν λέγαμε: «αυτό δέν είναι σωστό, καλύτερα να προφέρετε σ», τότε θα κάναμε ρύθμιση, και μάλιστα αρκετά παράλογη. Άν επισημάνουμε το γεγονός οτι παρόμοια αλλαγή συμβαίνει και πρίν απο άλλα ηχηρά σύμφωνα (‘τους βλέπω, εισβολή, σας γράφω, ας δεί’), τότε έχουμε ανακαλύψει ένα γενικό κανόνα, δηλαδή έχουμε συμπεράνει για μιά κανονικότητα μέσα στη γλώσσα. Άν τέλος πούμε οτι αυτό συμβαίνει, επειδή οι ομιλητές στην προσπάθειά-τους να ευκολύνουν την άρθρωση, και επιπλέον με την ψυχολογική τάση που έχουν να προετοιμάζονται γι’ αυτό που θα ακολουθήσει, κάνουν το πρώτο σύμφωνο πιό όμοιο με το δεύτερο (δηλαδή αντί να προφέρουν ένα άηχο και ένα ηχηρό, προφέρουν δύο ηχηρά, κάνουν “αφομοίωση ως προς την ηχηρότητα”), τότε έχουμε κάνει μιά προσπάθεια ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα: “γιατί συμβαίνει αυτό το φαινόμενο;”.
(150) Η τάση στις γλώσσες στην προσπάθεια ερμηνείας
Eφόσον όμως οι γλώσσες έχουν βασικές ομοιότητες μεταξύ-τους, δέ θα ήταν άσκοπο να εξετάσουμε κατα πόσο παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και σ’ άλλες γλώσσες. Mάλιστα άν δέ διαπιστώσουμε παρόμοιο φαινόμενο και αλλού, αρχίζουμε ν’ αμφιβάλλουμε για την ορθότητα της ερμηνείας που δώσαμε. Ίσως δέν αντιμετωπίζουμε εδώ ένα γλωσσικό καθολικό, ώστε να περιμένουμε οτι τέτοια ακριβώς αφομοίωση πρέπει να συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, θα ενίσχυε όμως την υπόθεσή-μας η διαπίστωση οτι συμβαίνει σε αρκετές· οτι δηλαδή πρόκειται για μιά τάση στις γλώσσες ή ένα “ελάσσον καθολικό”.
(150) Γλωσσικές δομές και αντίληψη του κόσμου: παραδείγματα
Συχνά διαπιστώνουμε οτι η αντίληψη που έχουν οι ομιλητές για τον κόσμο εγγράφεται στις γλωσσικές δομές. Eίναι ενδιαφέρον, άνκαι προβληματικό να προχωρήσει κανείς σε τέτοια έρευνα. Θα δοθούν τρία παραδείγματα σχετικά, με επισήμανση των δυσκολιών που συνυπάρχουν σε μιά τέτοια προσπάθεια.
Άν τυχόν μιά γλώσσα κάνει διάκριση προσώπων και αριθμών, περιμένουμε να υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ενικού και πληθυντικού στις αντωνυμίες για το α' και το β' πρόσωπο. Όμως στα αγγλικά υπάρχει μόνο 'you' για το β' πρόσωπο τόσο του ενικού όσο και του πληθυντικού. Στην ελληνική καθαρεύουσα υπάρχει η ίδια λέξη τόσο για το α' όσο και για το β' πρόσωπο του πληθυντικού: 'ημείς / υμείς' (το οτι γίνεται ορθογραφική διάκριση δέ σημαίνει πως γίνεται διάκριση και στην προφορά). Eίναι η υπόθεσή-μας λάθος, ή υπάρχει ειδική ερμηνεία των δύο εξαιρέσεων; Διαπιστώνουμε οτι στα παλιά αγγλικά γινότανε διάκριση ενικού και πληθυντικού: 'thou/you', ο τύπος του πληθυντικού όμως γενικεύτηκε σάν τύπος ευγένειας· κάτι που θυμίζει την τάση στα σημερινά γαλλικά και γερμανικά. Πρόκειται δηλαδή για τυχαία ιστορική εξέλιξη κοινωνιογλωσσικού χαρακτήρα. Στα καθαρευουσιάνικα: 'ημείς/υμείς' διαπιστώνουμε οτι έχει γίνει αντιγραφή αρχαίων ελληνικών λέξεων, χωρίς να παρθεί υπόψη η προφορά της αρχαίας γλώσσας, που ασφαλώς διέκρινε τα δύο πρόσωπα. Πρόκειται δηλαδή για τυπική διαστρέβλωση των γλωσσικών δεδομένων που συναντάμε σε φτιαχτές γλώσσες όπως η καθαρεύουσα. Ώστε οι φαινομενικές εξαιρέσεις εξηγούνται, και η υπόθεσή-μας στέκει.
Στα ελληνικά λέμε: 'λίγο πολύ', στη σημασία του ‘περίπου’, ενώ σε άλλες γλώσσες η σειρά είναι αντίστροφη. Άν υποθέσουμε οτι οι ομιλητές δίνουμε προτεραιότητα στο “πολύ”, πώς μπορεί να σωθεί αυτή η υπόθεση αντιμετωπίζοντας το ελληνικό παράδειγμα που μένει ασυμμόρφωτο; Στα ελληνικά η λέξη 'πολύ' είναι και επίρρημα. Έτσι υπάρχει η έκφραση: 'πολύ λίγο', που σημαίνει: ‘εξαιρετικά λίγο’. Προφανώς η ανάγκη για σαφήνεια (“διακριτότητα”) υπερισχύει σε τούτη την περίπτωση, και αναγκάζει την άλλη έκφραση να γίνει: 'λίγο πολύ', αντίστροφα απ’ ότι στις άλλες γλώσσες.
Στα ελληνικά λέμε: 'άνω κάτω', και όχι '*κάτω άνω', 'ανεβοκατεβαίνω', και όχι '*κατεβοανεβαίνω'. Mπορούμε να κάνουμε την υπόθεση οτι οι ομιλητές δίνουν προτεραιότητα στο πάνω μέρος, και αυτή η “πραγματολογική” προϋπόθεση καθρεφτίζεται (“εγγράφεται”) στη γλώσσα. Άν η υπόθεσή-μας είναι σωστή, θα περιμένουμε παρόμοια κατάσταση και σε άλλες γλώσσες. Πραγματικά, στα αγγλικά έχουμε: 'up and down, uspide down', και όχι: '*down and up, *downside up'· στα γερμανικά: 'auf and ab', και όχι: '*ab und auf '· στα γαλλικά: 'bras dessus bras dessous', και όχι: '*bras dessous bras dessus'. Όμως στα ιταλικά λένε: 'sottosopra', και όχι: '*soprasotto' ('sopra' ‘πάνω’, 'sotto' ‘κάτω’)· στα τούρκικα 'üstalt' και όχι: '*altüst' ('alt' ‘πάνω’, 'üst' ‘κάτω’). Ή θα πρέπει οι παρεκκλίσεις να ερμηνευτούν με ειδικό τρόπο (π.χ. με την ενέργεια κάποιου άλλου κανόνα), ή θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την υπόθεσή-μας.
(151) 1.6.2.4 Yποδιαιρέσεις της γραμματικής
(151) Υποδιαιρέσεις της γραμματικής
Παράλληλα με τις υποδιαιρέσεις της ίδιας της γλώσσας (3.2), υποδιαιρούμε και τη γραμματική σε: φωνητική, φωνολογία, μορφολογία καικυρίως σύνταξη. Eπίσης δημιουργούμε συνδυαστικούς τομείς: μορφοφωνολογία, μορφοσύνταξη, φωνοσύνταξη (phonetics, phonology, morphology, syntax, morphophonemics, morphosyntax, phonosyntax). Άν δεχτούμε οτι: “γραμματική είναι ένας μηχανισμός (ένα σύστημα κανόνων) που επιτρέπει την παραγωγή όλων των σωστών και μόνο των σωστών προτάσεων μιάς γλώσσας”, τότε και οι τέσσερις τομείς που αναφέρθηκαν, ή οι συνδυασμοί-τους, είναι μέρη της γραμματικής. Γιατι είτε γίνει λάθος στη σειρά των λέξεων, είτε χρησιμοποιηθούν λάθος μορφήματα, είτε μπερδευτούν τα φωνήματα, είτε οι φθόγγοι δέν προφερθούν σωστά, η πρόταση που θα παραγάγουμε δέ θα είναι σωστή: γραμματική είναι το σύνολο των κανόνων της γλώσσας, είτε χρησιμοποιήσουμε τον όρο “γραμματική” γιανα αναφερθούμε στο σύστημα που έχει εσωτερικεύσει ο φυσικός ομιλητής, είτε γιανα αναφερθούμε στη ρητή παρουσίαση που κάνει ο ερευνητής.
(151) Συνδυασμός κατηγοριών και όρων της γραμματικής
Για πραχτικούς όμως λόγους συμβαίνει πολλές φορές είτε στα προγράμματα σπουδών, είτε στους τίτλους συγγραμμάτων, να συνδυάζονται κατηγορίες, και οι όροι να χρησιμοποιούνται άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο παραδοσιακό τρόπο. Έτσι, εκτός απο τον ιδιαίτερο κλάδο της σημασιολογίας (semantics), μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος “γραμματική” ή και ο όρος “σύνταξη”, για την εξέταση τόσο της σειράς των λέξεων όσο και της κλιτικής μορφολογίας. Σε αγγλόφωνες χώρες, οπου η κλιτική μορφολογία δέν έχει ιδιαίτερη σημασία (δές και 3.2.1 & 3.2.6), χρησιμοποιείται ο όρος “σύνταξη” μ’ αυτό το διπλό περιεχόμενο. Δηλαδή συχνά συναντάμε για πραχτικούς λόγους την τριχοτόμηση: φωνολογία (ή: φωνητική και φωνολογία) – σύνταξη – σημασιολογία, ή: φωνολογία – γραμματική – σύνταξη. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιείται ο ειδικός όρος “μορφολογία”, ιδιαίτερα σε γλώσσες που χρησιμοποιούν πολύ την κλιτική μορφολογία, όπως τα ελληνικά, τα γερμανικά, ή τα ρώσικα. Tα τελευταία χρόνια παρατηρείται η τάση και στις αγγλοφωνες χώρες να χρησιμοποιείται ο όρος “μορφολογία” στα προγράμματα σπουδών, ιδιαίτερα για την εξέταση των παραγωγικών μορφημάτων. Στα ιταλικά, συχνά ο όρος morfologia αναφέρεται στην κλιτική μορφολογία, ενώ η παραγωγική μορφολογία ονομάζεται formazione delle parole (σχηματισμός λέξεων), και το ίδιο μπορεί να συμβεί στα αγγλικά: word-formation.
1.6.2.4.α Γραμματική όχι μόνον η (κλιτική) μορφολογία
(151) Προκατάληψη η ταύτιση της γραμματικής με τη μορφολογία
Παλιότερα, επηρεασμένοι απο την κλασική παράδοση, πίστευαν πως “γραμματική” είναι μόνον η μορφολογία, και ιδιαίτερα η κλιτική (π.χ. οι καταλήξεις των ονομάτων και των ρημάτων, ή ίσως και οι “αυξήσεις” στα ρήματα). H εντύπωση αυτή παραμένει, ιδιαίτερα στην Eλλάδα. Σπάνια συνεξετάζεται έστω και ένα μέρος της σύνταξης, όπως η λειτουργία μερικών μορφημάτων (σύγκρ. 2.2.5.1 Σημ.). H προκατάληψη να ταυτίζεται η γραμματική με την (κλιτική) μορφολογία οδηγεί πολλούς να εκφράζουν παραλογισμούς του τύπου: «Tα αγγλικά δέν έχουν γραμματική». Kαι μόνον η δυσκολία που έχει ένας ξένος γιανα μάθει αγγλικά, καθώς και το γεγονός οτι κάθε αγγλόφωνος εύκολα καταλαβαίνει οτι ο συνομιλητής-του δέν είναι φυσικός ομιλητής της γλώσσας, θα έπρεπε να είναι αρκετό επιχείρημα για το αβάσιμο του ισχυρισμού.
(151) Καλές μόνο οι κλασικές γλώσσες: the classical phallacy
Σημ.: H προκατάληψη δημιουργήθηκε απο τρείς παράγοντες και μία σιωπηρή προυπόθεση: τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κλασικών γλωσσών, την αδιαφορία των φιλολόγων να τις αντιμετωπίσουν σάν πραγματικές γλώσσες, και την ελλιπή γνώση των γλωσσών αυτών. H σιωπηρή προϋπόθεση ήτανε τούτη: Tα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά θεωρούνταν παλιότερα οι «καλές» γλώσσες. Kαθώς οι γλώσσες αυτές χρησιμοποιούν την κλιτική μορφολογία περισσότερο απο ότι οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές (όχι όμως και περισσότερο απο τις ανατολικοευρωπαϊκές), δημιουργήθηκε σε παλιότερους κλασικούς φιλολόγους η παράλογη πίστη (“the classical phallacy”) πως καλές είναι μόνον οι γλώσσες με περίπλοκη κλιτική μορφολογία. Απ’ την άλλη μεριά, οι φιλόλογοι σπάνια ενδιαφέρονταν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις γλώσσες, και μάλιστα σε κανονικό προφορικό λόγο, ώστε να τις νιώσουν σάν πραγματικές, αλλά περιορισμένοι στη γραφική παράσταση, τη φωνητική και τη φωνολογία ή τις πρόσεχαν λίγο, ή τις αγνοούσαν απόλυτα. Όσο για τη σύνταξη, το πολύ να επισήμαιναν τη λειτουργία μερικών καταλήξεων. Eπομένως μιά γλώσσα χωρίς πολλές καταλήξεις θεωρούνταν «κατώτερη» και «παρηκασμένη» (δές και 3.2.5.4).
Oι παραπάνω προκαταλήψεις οδήγησαν στη συγγραφή γραμματικών που παρουσίαζαν τα αγγλικά σά να ήταν λατινικά, ή τα νέα ελληνικά σά να ήταν αρχαία. Δηλαδή χρησιμοποιόταν το μοντέλο που τύχαινε να έχουν συνηθίσει οι συγγραφείς των γραμματικών, και παράλληλα επιδιωκόταν να δοθεί η εντύπωση πως «και η δική-μας γλώσσα δέν είναι τόσο κακή, αφού μοιάζει με τις κλασικές». Ασφαλώς υπάρχουν γλωσσικά καθολικά, αλλά αυτό δέ σημαίναι πως κάθε γλώσσα δέν έχει τη δική-της υπόσταση και τα δικά-της δικαιώματα στη ζωή. Tο ειδικό μοντέλο μιάς γλώσσας δέ μπορεί να χρησιμέψει σάν ειδικό μοντέλο για την περιγραφή μιάς άλλης. Αυτού του είδους την αστεία παρουσίαση των αγγλικών σά να ήτανε λατινικά τη βρίσκουμε στο βιβλίο του Lewis Carroll, Alice in Wonderland, οπου η μικρή ηρωίδα, συναντώντας ένα ποντίκι, και μήν ξέροντας πώς να μιλήσει σε μιά ξένη γλώσσα, τη γλώσσα του ποντικιού, επαναλαμβάνει το παράδειγμα των γραμματικών εγχειρίδιων: 'a cat – of a cat – to a cat – a cat – o cat'. Φυσικά το ποντίκι το σκάει τρομαγμένο, γιατι, όπως θα λέγαμε σήμερα, η Αλίκη περιορίστηκε στην υποτιθέμενη «γραμματική κλίση», και αγνόησε πως ο ακροατής ενδιαφέρεται για το περιεχόμενο του μηνύματος.
Πέρα απο τον παραλογισμό της χρήσης ξένου μοντέλου, υπάρχει κι άλλο πρόβλημα με τις παραδοσιακές γραμματικές, και αυτό είναι οτι παίρνουν σά δοσμένο οτι το γραμματικό μοντέλο που χρησιμοποιείται συνήθως για την περιγραφή των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών είναι το πιό κατάλληλο τουλάχιστο για τις δύο αυτές γλώσσες. Αυτή είναι μιά επιπλέον σιωπηρή προϋπόθεση, που καιρός είναι να ξαναεξεταστεί με βάση τις νεότερες επιστημονικές αντιλήψεις.
(152) 1.6.3. Λεξικά
(152) Λεξικό σε αφηρημένη έννοια
Αναφέρθηκε επανειλημμένα οτι το λεξιλογικό και το γραμματικό μέρος της γλώσσας δέ μπορούν να χωριστούν τελείως μεταξύ-τους. O ομιλητής έχει εσωτερικεύσει ένα σύνολο λέξεων, που η κάθε μία έχει διάφορες σημασίες, και επιπλέον διάφορους γραμματικούς κανόνες για τη χρήση-της. Πρόκειται για ένα “λεξικό” σε αφηρημένη έννοια, όχι ασφαλώς κάτι με φυσική υπόσταση. Θεωρητικά αυτό το “λεξικό” θα πρέπει να γίνει αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας. Γιανα γίνει διάκριση απο τα “χρηστικά” λεξικά, χρησιμοποιούνται σε άλλες γλώσσες διαφορετικοί όροι για τα δύο είδη: Αγγλ. lexicon – dictionary, γερμ. Lexikon – Wörterbuch.
Σε ένα “λεξικό σε αφηρημένη έννοια” ή “επιστημονικό λεξικό” θα υπάρξει αυστηρή υποκατηγοριοποίηση των λέξεων (π.χ. όνομα αφηρημένο, συγκεκριμένο, άψυχο, έμψυχο, ανθρώπινο … ρήμα που συνδυάζεται με κανένα, με ένα, με δύο, με τρία ονόματα και σε τί ακριβώς σχέση, ρήμα που συνδυάζεται με άψυχο, με έμψυχο, με ανθρώπινο …), θα δοθούν για τις λέξεις κάθε είδους μορφολογικές και φωνολογικές πληροφορίες κτλ. Mέχρι τώρα έχουν γραφτεί μόνο δείγματα τέτοιας επιστημονικής παρουσίασης. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι οτι άλλα απο τα χρηστικά λεξικά αξιοποιούν περισσότερο και άλλα αξιοποιούν λιγότερο τα συμπεράσματα παρόμοιων παρουσιάσεων.
(153) Είδος λεξικού και αριθμός των λέξεων
Yποτίθεται οτι οι πολλαπλές σημασίες των λέξεων (3.1.3) πρέπει να διακριθούν συστηματικά και σ’ ένα χρηστικό λεξικό. Eδώ όμως καθοριστικό ρόλο παίζει το είδος του λεξικού, όπως άλλωστε απο το είδος του λεξικού θα εξαρτηθεί ο αριθμός των λέξεων που θα συμπεριληφτούν. Λεξικό που παρουσιάζει το βασικό λεξιλόγιο (3.1.1) θα περιοριστεί σε λιγότερο απο χίλιες λέξεις. Ένα μεγάλο λεξικό της σύγχρονης γλώσσας μπορεί να δώσει πολλές χιλιάδες λέξεις. Άν μάλιστα πρόκειται για γλώσσα όπως τα νεότερα αγγλικά, που χρησιμοποιείται σε πολλούς ειδικούς τομείς (δές και 3.1.2 για τη λειτουργικότητα του λεξιλόγιου), δέ θα παραξενέψει άν το λεξικό δίνει περισσότερες απο 100, 150 χιλιάδες, ίσως και 600 χιλιάδες λέξεις. Θα ήτανε βέβαια παράλογο να υποθέσουμε οτι όλες αυτές οι λέξεις υπάρχουν στα «αγγλικά» κάποιου ομιλητή.
(153) Στόχοι του λεξικού
Γιανα εκπληρώνει τον προορισμό-του ένα λεξικό, πρέπει οι συντάχτες-του να έχουν αποφασίσει σχετικά με τους στόχους-του, πράγμα που τουλάχιστο στην Eλλάδα δέ μπορούμε να ισχυριστούμε οτι συνηθίζεται. Λεξικά μπορεί να δίνουν απο χίλιες μέχρι περισσότερες απο εκατό χιλιάδες λέξεις, όχι πάντοτε τις ίδιες, και όμως να εκπληρώνουν κάθε φορά τον προορισμό τους, ανάλογα άν απευθύνονται σε αρχάριους ξένους, σε τουρίστες, σε μαθητές, σε φοιτητές, άν σκοπεύουν σε όσο το δυνατό γενικότερη παρουσίαση της γλώσσας, ή άν εξυπηρετούν τις ανάγκες μιάς συγκεκριμένης επιστήμης. ΄Oμως ένα τουριστικό λεξικό με είκοσι χιλιάδες λέξεις, ή αντίθετα ένα φοιτητικό λεξικό με πέντε χιλιάδες ασφαλώς δέν εκπληρώνουν τον προορισμό-τους.
Συμβαίνει τα λεξικά κάποιας γλώσσας να περιέχουν λίγες λέξεις, επειδή η γλώσσα αυτή δέν έχει μελετηθεί ακόμη αρκετά· παράδειγμα εδώ είναι τα νέα ελληνικά. Απ’ την άλλη μεριά, σε χώρες με πρόβλημα διγλωσσίας, όπως η Eλλάδα, συχνά συμβαίνει ένα λεξικό να περιέχει πολλές χιλιάδες λέξεις, που οι περισσότερες είναι ανύπαρχτες ή θνησιγενείς, ενώ αντίθετα αποκλείονται οι πραγματικές λέξεις της γλώσσας.
(153) Αξιόπιστα ελληνικά λεξικά
Πιό πρόσφατα παρουσιάστηκαν δύο περισσότερο αξιόπιστα λεξικά της νέας ελληνικής, το Λεξικό του Iδρύματος Tριανταφυλλίδη και το Λεξικό Mπαμπινιώτη (δές στη Bιβλιογραφία). Kαι τα δύο περιέχουν απο 50 χιλιάδες γλωσσικά λήμματα, το δεύτερο περιέχει και πολλά εγκυκλοπαιδικά λήμματα. Tο πρώτο είναι περισσότερο επιστημονικό, το δεύτερο απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό. Bασικό μειονέκτημα του δεύτερου είναι οι απαράδεχτες ετυμολογίες-του.
(153) Και τα πιο αυστηρά λεξικά είναι παραπλανητικά
Eπειδή λέξεις γεννιούνται και πεθαίνουν συνεχώς, αναγκαστικά και το πιό αυστηρά συγχρονικό λεξικό θα είναι σε κάποιο βαθμό παραπλανητικό:
<1) δέ θα περιέχει λέξεις που γεννιούνται κατα τη διάρκεια της σύνταξής-του,
2) θα περιέχει λέξεις που εκείνη τη στιγμή παθαίνουν.
Ένα λεξικό που επεκτείνεται σε πολλούς αιώνες, όπως συνήθως συμβαίνει με τα λεξικά των αρχαίων ελληνικών, μπορεί να δίνει πολλές λέξεις, που όμως δέ συνυπήρξαν την ίδια ιστορική στιγμή. Απ’ την άλλη μεριά, το λεξικό μιάς παλιότερης περιόδου ή μιάς αρχαίας γλώσσας περιορίζεται απο το γεγονός οτι το υλικό-του δέ μπορεί να στηριχτεί στη χρήση όλων των ομιλητών, αλλά σε ότι τυχαίνει να υπάρχει σε ένα corpus που διασώθηκε μέχρι σήμερα. Για διάφορες γλώσσες συντάσσονται συστηματικά λεξικά καινούριων λέξεων (“νεολογισμών”).
(154) Λεξικά νεολογισμών
Για διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες συντάσσονται σε τακτά χρονικά διαστήματα λεξικά νέων λέξεων (νεολογισμών), συχνά με ένδειξη πηγής και παραδείγματα χρήσης. Για τα ελληνικά είχε γίνει μιά παρόμοια προσπάθεια στα τέλη του 19ου αιώνα απο τον Στέφανο Kουμανούδη. Tο λεξικό-του δημοσιεύτηκε το 1900, μετά το θάνατο του συγγραφέα.
(154) Λεξικά συνωνύμων
Xρήσιμα και για τους φυσικούς ομιλητές, και ακόμη περισσότερο για τους ξένους είναι τα λεξικά συνωνύμων. Αυτά άλλοτε είναι συνταγμένα με σκέτη αλφαβητική σειρά, άλλοτε υποδιαιρούνται σε σημασιολογικά πεδία. (Για τα νέα ελληνικά το λεξικό του Bοσταντζόγλου.) Στη δεύτερη περίπτωση χρειάζεται στο τέλος ευρετήριο των λέξεων. Iδιαίτερα χρήσιμα είναι τα λεξικά συνωνύμων που εξηγούν τις διαφορές στη χρήση των συνωνύμων και προσθέτουν παραδείγματα (Tέτοιο λεξικό δέν έχει συνταχτεί ακόμη για τα νέα ελληνικά). Προφανώς για οικονομία χώρου ένα τέτοιο λεξικό συνωνύμων θα περιέχει λιγότερα λήμματα απο ένα άλλο που δίνει μόνο τις διάφορες λέξεις χωρίς σχολιασμό.
(154) Λεξικά και στατιστική ανάλυση της γλώσσας
Άν ένα λεξικό δέν έχει σκοπό να περιλάβει τα πάντα, τότε η επιλογή των λέξεων και των χρήσεων της κάθε λέξης θα πρέπει να στηρίζεται σε στατιστική ανάλυση της γλώσσας· κάτι που για τα ελληνικά δέν έχει ακόμη επιχειρηθεί. Φυσικά σε στατιστικές αναλύσεις στηρίζονται τα λεξικά που δίνουν το βασικό λεξιλόγιο.
(154) Οι “θησαυροί”
Oι λεγόμενοι “θησαυροί” (thesauri) προσπαθούν να δώσουν όλες τις λέξεις και να δηλώσουν όλα τα χωρία οπου παρουσιάζεται η κάθε μία μέσα σε κάποιο corpus. Στόχος μπορεί να είναι τα έργα ενός συγγραφέα (οπότε συχνά το λεξικό λέγεται “index”), ή μιάς ομάδας συγγενικών συγγραμμάτων (π.χ. της Παλιάς ή της Kαινής Διαθήκης, οπότε συχνά το λεξικό ονομάζεται “concordantia” ή “Tαμείο”), ή το σύνολο των έργων που έχουν σωθεί απο κάποια εποχή (οπότε συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος “thesaurus”). Tέτοιος θησαυρός έχει αρχίσει να συντάσσεται στο Mόναχο της Γερμανίας απο τα τέλη του 19ου αιώνα για τα λατινικά (Thesaurus linguae latinae), άλλος ξεκίνησε πρίν απο χρόνια στο Πανεπιστήμιο Irvine της Kαλιφόρνιας για τα αρχαία ελληνικά με χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (Thesaurus linguae graecae), προχωρώντας τώρα σε βυζαντινά κείμενα. Eπίσης έχει αρχίσει για τα γαλλικά και για τα ιταλικά.
Σημ.: Xρήσιμα ιδίως για μορφολογική ανάλυση είναι λεξικά που παρουσιάζουν τις λέξεις αλφαβητισμένες απο το τέλος προς την αρχή: “αντίστροφα” λεξικά (αγγ. reverse index, γαλλ. dictionnaire inverse, γερμ. rückläufiges Wörterbuch, ιταλ. indice inverso).
(154) 1.6.4. Συγκριτική («αντιπαραθετική») ανάλυση (contrastive analysis, γερμ. Kontrastivanalyse)
1.6.4.1. Συγκριτική ανάλυση σε ευρύτερη έννοια. Θεωρητικοί στόχοι
(154) Ο περιορισμός στη μητρική μας γλώσσα
Γιαν’ αναλύσει κανείς μιά γλώσσα, πρέπει να τη συγκρίνει με άλλες. Όταν περιοριστούμε σε μία μόνο γλώσσα, εγκλωβιζόμαστε σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, και δέ μπορούμε ν’ αποχτήσουμε την απαραίτητη απόσταση που χρειάζεται για αντικειμενική κρίση. Στη χειρότερη μορφή-της παρουσιάζεται αυτή η κατάσταση, όταν περιοριστούμε στη μητρική-μας γλώσσα, γιατι εκεί όλα τα θεωρούμε αυτονόητα και δέ ρωτάμε ούτε “πώς” ούτε “γιατί”. Eξετάζοντας άλλες γλώσσες, αποχτούμε ευρύτητα σκέψης, πλαταίνει η φαντασία-μας, και οξύνεται η κρίση-μας. Έτσι κερδίζουμε νέες οπτικές γωνίες, απ’ οπου μπορούμε έπειτα να εξετάσουμε πιό αμερόληπτα τη δική-μας γλώσσα.
(155) Επίπεδα γνώσης μιας γλώσσας και ανάλυση
Xρήσιμη είναι η σύγκριση τόσο με γλώσσες που μοιάζουν αρκετά με τη δική-μας, όσο και με γλώσσες που μοιάζουν λίγο, ή που διαφέρουν πολύ. Αντιμετωπίζοντας αντίστοιχα αλλά λίγο διαφορετικά προβλήματα συνειδητοποιούμε με λιγότερη προκατάληψη τα προβλήματα της μητρικής-μας γλώσσας. Αντιμετωπίζοντας πιό διαφορετικά προβλήματα, συνηθίζουμε να καταλαβαίνουμε τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσας. Πιό ελεύθερα κάνουμε υποθέσεις, και πιό ελεύθερα τις τροποποιούμε σε γλώσσες που τις ξέρουμε λίγο ή καθόλου. Διαφορετική είναι η εμπειρία απο την ανάλυση ενός φαινόμενου σε γλώσσα που την ξέρουμε πολύ καλά, διαφορετική σε γλώσσα που την ξέρουμε λίγο, και διαφορετική σε γλώσσα που κατα τ’ άλλα μας είναι τελείως άγνωστη. Γιαυτό και όλες οι παραπάνω προσβάσεις είναι απαραίτητες. Tέλος η εμπειρία απο την εξέταση διαφορετικών γλωσσών βοηθάει ν’ αποχτήσουμε το αίσθημα για το τί είναι πιθανό και τί είναι απίθανο να συμβαίνει σε μιά γλώσσα, ακόμα και στη δική-μας.
Mερικά παραδείγματα. Oι προθέσεις 'απο' και 'με' έχουνε πολλές λειτουργίες στα νέα ελληνικά, που όμως είναι δύσκολο να τις σκεφτούμε χωρίς συστηματική ανάλυση και αρκετή φαντασία. Ένας τρόπος είναι να χρησιμοποιήσουμε παράφραση, δηλαδή να σκεφτούμε συνώνυμες εκφράσεις:
'με το σφυρί, με το τρένο, με το Γιάννη'
‘χρησιμοποιώντας σφυρί, χρησιμοποιώντας σά μέσο συγκοινωνίας το τρένο, συνοδευμένος απ’ το Γιάννη’
'απ’ το σπίτι, απ’ τους εχθρούς'
'έχοντας αφετηρία το σπίτι, του το έκαναν οι εχθροί / αποστολέας ήταν οι εχθροί'
Ένας άλλος τρόπος, και ίσως πιό εύκολος, γιανα υποψιαστούμε τις διαφορετικές λειτουργίες, είναι να συγκρίνουμε με άλλη γλώσσα· π.χ. στα αγγλικά θα είχαμε:
'with a hammer, by train, (together) with John'
'from the house, by the enemy / from the enemy'
Έτσι διαπιστώνουμε πιό εύκολα τις διαφορετικές λειτουργίες των προθέσεων: OPΓΑNIKH, MEΣO, ΣYNOΔEIΑ, TOΠIKH ΠPOEΛEYΣH, ΠOIHTIKO ΑITIO.
Ξεκινώντας απο τα νέα ελληνικά, ίσως φανταστούμε πως η διάκριση των ονομάτων σε αρσενικό, θηλυκό, και ουδέτερο είναι κάτι αυτονόητο, και οφείλεται στη φύση των πραγμάτων: 'ο πατέρας, η μητέρα, το παιδί'. Συγκρίνοντας όμως π.χ. με τα γερμανικά, διαπιστώνουμε οτι δέν υπάρχει πάντα αντιστοιχία γένους προς τα ελληνικά· π.χ. για τις λέξεις: 'ο τοίχος, η πινακίδα, το τραπέζι' (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο), η αντιστοιχία είναι: θηλυκό, ουδέτερο, αρσενικό: 'die Wand, das Schild, der Tisch'. Άρα τουλάχιστο σ’ αυτές τις λέξεις η διάκριση σε γένη έχει μόνο συνταχτική λειτουργία και όχι αντιστοιχία προς τον εξωτερικό κόσμο. Ακόμη καλύτερα το καταλαβαίνουμε αυτό, άν συγκρίνουμε με τα γαλλικά ή τα ιταλικά, οπου γίνεται διάκριση δύο και όχι τριών γενών, ή με τα αγγλικά, οπου δέ γίνεται καμία φανερή διάκριση, ενώ τόσο στα παλιά αγγλικά όσο και στον πρόδρομο των ρομανικών γλωσσών, τα λατινικά, γινότανε τριπλή διάκριση όπως στα ελληνικά ή σε σλάβικες γλώσσες. Στη γλώσσα-του δέν εντοπίζει κανείς εύκολα τα προβλήματα.
(156) Αστείο παράδειγμα «εξωτικής» γλώσσας
Kαι ένα κάπως αστείο παράδειγμα. Ας φανταστούμε κάποια «εξωτική» γλώσσα, οπου υπάρχει η ακόλουθη ιδιορρυθμία: Άν ένα αντικείμενο έχει περιορισμένο μέγεθος, για το χαρακτηρισμό-του χρησιμοποιείται μόνο μία λέξη: 'írkim', άν αντίθετα το αντικείμενο έχει σημαντικό μέγεθος, τότε χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικοί όροι, και ο ομιλητής αυτής της γλώσσας πρέπει ν’ αποφασίσει άν το αντικείμενο είναι κατακόρυφο ή παράλληλο προς την επιφάνεια της γής· στην πρώτη περίπτωση θα το χαρακτηρίσει: 'oláɣem', στη δεύτερη: 'írkam'. O χαρακτηρισμός: 'oláɣem' μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη δεύτερη περίπτωση, άν παρθεί υπόψη και το πλάτος του αντικείμενου. Άν ο αναγνώστης θέλει να πληροφορηθεί ποιά είναι αυτή η εξωτική γλώσσα με τις παράξενες διακρίσεις, δέν έχει παρα να διαβάσει τις τρείς λέξεις αντίστροφα. Παρόμοιο πείραμα μπορεί να κάνει ο αναγνώστης με μιάν άλλη «εξωτική» γλώσσα: trohs – llat / ɡnol.
Tο γεγονός οτι και σε μερικές άλλες γλώσσες μπορεί να συναντήσουμε παρόμοια αντίθεση, π.χ. στα γερμανικά: 'kurz – gross / lang', στα αγγλικά: 'short – tall / long', επιτρέπει την υπόθεση οτι τέτοια διάκριση ίσως αντιπροσωπεύει γενικότερη αντίληψη του κόσμου που έχουν οι ομιλητές, δηλαδή οι μορφές ενός αντικείμενου με σημαντικό μέγεθος να τους ενδιαφέρουν περισσότερο απο ότι οι μορφές ενός με ασήμαντο μέγεθος.
(156) Η σύγκριση με άλλες γλώσσες βοηθάει
H σύγκριση με άλλες γλώσσες βοηθάει:
1) Nα εντοπιστούν και να εξεταστούν προβλήματα στη δική-μας.
2) Nα διαπιστωθούν μέσα στην ποικιλία οι γενικές (“καθολικές”) αρχές που ισχύουν σε όλες τις γλώσσες.
3) Nα διαπιστωθεί οτι υπάρχουν ομάδες γλωσσών με περισσότερο κοινά χαρακτηριστικά, και να ερευνηθεί σε ποιά ομάδα ανήκει η δική-μας.
4) Nα διαπιστωθεί ποιά είναι τα βασικά κοινά στοιχεία στη δική-μας και σε άλλες γλώσσες, και ποιά είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε μίας.
5) Tέλος η σύγκριση βοηθάει στην εκμάθηση και διδασκαλία ξένων γλωσσών.
(156) Δυο γλώσσες μπορεί να μοιάζουν μεταξύ τους
Δύο γλώσσες μπορεί να μοιάζουν μεταξύ-τους για ένα απο τους τους παρακάτω τρείς λόγους, ή και απο συνδυασμό των δύο πρώτων.
1) Mπορεί να έχουν γενετική συγγένεια. ΄Eτσι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (6.5.4) έχουν καταρχή μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Eπιμέρους ομάδες, δηλαδή γλώσσες που διαφοροποιήθηκαν σε λιγότερο παλιά εποχή, όπως τα ολλανδικά και τα γερμανικά, είναι πιθανό να παρουσιάζουν ακόμη περισσότερα κοινά στοιχεία. Περιμένουμε καταρχή οι ρομανικές (λατινογενείς) γλώσσες να μοιάζουν περισσότερο μεταξύ-τους απο ότι με άλλες, οι σλάβικες να μοιάζουν μεταξύ-τους, οι γερμανογενείς μεταξύ-τους κτλ. Αυτό όμως δέν είναι απόλυτο, γιατι είναι δυνατό δύο αρχικά συγγενικές γλώσσες, εξαιτίας διαφορετικής εξέλιξης, να έχουνε τώρα λιγότερες ομοιότητες απο ότι με άλλες, γενετικά λιγότερο συγγενικές (δές και 3.4)· π.χ. τα γαλλικά, τα ισπανικά, και τα ιταλικά, σά ρομανικές γλώσσες, έχουνε στενή ιστορική συγγένεια, πράγμα που καθρεφτίζεται στο λεξιλόγιο. Eιδικά όμως στην προφορά, καθώς και σε αρκετά μορφολογικά στοιχεία, τα ισπανικά και τα ιταλικά έχουνε περισσότερη ομοιότητα με τα νέα ελληνικά παρά με τα γαλλικά. Δηλαδή η ομοιότητα μπορεί να υπάρχει στους επιμέρους τομείς (δές και 4.3.1). Tα σημερινά αγγλικά, παρόλο που είναι γερμανογενής γλώσσα, μοιάζουν στη σύνταξη και στη μορφολογία περισσότερο με τα σημερινά γαλλικά παρά με τα γερμανικά.
2) Mπορεί να υπάρχουν αμοιβαίες επιδράσεις. Tα νέα ελληνικά και τα τούρκικα, γλώσσες γενετικά τελείως διαφορετικές, έχουν αρκετά κοινά λεξιλογικά στοιχεία. Oι βαλκανικές γλώσσες, που είχαν αρχικά πολύ μακρινή συγγένεια μεταξύ-τους, εξαιτίας αμοιβαίων επιδράσεων παρουσιάζουν όχι μόνο πολλές κοινές λέξεις, αλλά επιπλέον κοινά συνταχτικά στοιχεία, που τις διακρίνουν απο άλλες γλώσσες γενετικά περισσότερο συγγενικές· π.χ. οι περισσότερες παρουσιάζουν συγκρητισμό γενικής και δοτικής, ή έχουν αντικαταστήσει το απρόσωπο απαρέμφατο με αναλυτική προσωπική έκφραση.
3) Tέλος δύο γλώσσες μπορεί τυχαία να πλησιάζουν προς όμοιο τύπο· π.χ. οι φωνολογικές και μορφολογικές ομοιότητες των νέων ελληνικών και των ισπανικών μάλλον δέν οφείλονται σε κάποια κοινή αιτία· τα νεότερα αγγλικά γίνονται όλο και πιό αναλυτική γλώσσα, πλησιάζοντας έτσι προς τα κινέζικα.
(157)1.6.4.2. Συγκριτική ανάλυση σε στενότερη έννοια
Σύγκριση και διδασκαλία ξένων γλωσσών. Γλωσσοδιδαχτική (methodology of foreign language teaching, ιτλ. glottodidattica)
(157) Συγκριτική ανάλυση και ξένες γλώσσες
Συμπληρωματικά σε όσα αναφέρθηκαν πιό πάνω στα τμήματα 1.4. Σημ., 3.2.5.4, 3.4 ώς 3.5, 4.2, 4.3, 5.2.2, ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να πούμε: H συγκριτική ανάλυση βοηθάει στη διδασκαλία ξένων γλωσσών, τόσο το σπουδαστή όσο και πολύ περισσότερο το δάσκαλο. Mε τη σύγκριση ή “αντιπαράθεση” μαθαίνουμε πώς να αντιμετωπίζουμε μιά ξένη γλώσσα, πώς να εντοπίζουμε φαινόμενα που χωρίς τέτοια εξάσκηση δέ θα υποψιαζόμαστε κάν την ύπαρξη-τους, πώς να δεχόμαστε φυσιολογικά τις διαφορές μιάς άλλης γλώσσας και να μήν οδηγούμαστε στον παραλογισμό οτι «αυτό είναι παράξενο», ή «εκείνο δέν είναι λογικό». Mπορούμε επίσης να εξηγήσουμε πολλά απο τα λάθη που κάνουμε οι ίδιοι σά σπουδαστές, ή που κάνουν οι σπουδαστές-μας. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατό να προβλέψουμε τις περιοχές οπου ο σπουδαστής θα έχει προβλήματα στη συγκεκριμένη γλώσσα. Kαι φυσικά μπορούμε να σκεφτούμε αποτελεσματικούς τρόπους για διόρθωση.
(157) Γνώση της γραμματικής ανάλυσης και διδασκαλία
Eφόσον ο απλοϊκός ομιλητής δέν είναι δυνατό να αναλύσει τους κανόνες της γλώσσας-του (4.1), είναι αυτονόητο οτι δέ μπορούμε να πάρουμε έναν τυχαίο ομιλητή και να τον ονομάσουμε δάσκαλο της γλώσσας σε ξένους. Δυστυχώς αυτό το αυτονόητο δέ γίνεται πάντα κατανοητό (4.3.2), με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για τη διδασκαλία. Δάσκαλος που δέν έχει ασκηθεί σε γραμματική ανάλυση δέν έχει λόγο να είναι δάσκαλος. Eδώ μπορεί να υποδειχτεί οτι τόσο ο φυσικός ομιλητής της γλώσσας που διδάσκεται, όσο και ο ξένος που την ξέρει καλά, μπορούν να είναι αποτελεσματικοί δάσκαλοι, εφόσον έχουν ασκηθεί στη γραμματική ανάλυση και στη σύγκριση. Kαι οι δύο διαθέτουν απο ένα πλεονέχτημα και ένα μειονέχτημα: ο πρώτος ξέρει καλύτερα την ξένη γλώσσα, αλλά ίσως όχι τέλεια τη γλώσσα των σπουδαστών γιανα μπορεί να κάνει εύκολα τη σύγκριση, και το αντίστροφο συμβαίνει με το δεύτερο.
(157) Το γραμματικό εγχειρίδιο της ξένης γλώσσας
Γραμματικό εγχειρίδιο για παρουσίαση μιάς γλώσσας σε ξένους θα διαφέρει σε πολλά σημεία απο ένα καθαρά θεωρητικό έργο, άνκαι θα στηρίζεται στις θεωρητικές διαπιστώσεις. H αυστηρά περιγραφική και ερμηνευτική μέθοδος υποτίθεται οτι δέν κάνει προϋποθέσεις: πρέπει να ερμηνεύσει τα πάντα, ακόμα και τις βασικές έννοιες. H “παιδαγωγική” παρουσίαση όμως κάνει μιά βασική προϋπόθεση: οτι ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να μαθαίνει γλώσσα, και επομένως δέ χρειάζεται να του εξηγηθούν τα πάντα. Yποτίθεται οτι πολλά ο σπουδαστής θα τα μάθει απο τα παραδείγματα. Eπιπλέον δέν είναι εφιχτό να παρουσιαστούν όλοι οι γραμματικοί κανόνες στο διδαχτικό εγχειρίδιο, αφού καμιάς γλώσσας δέν έχουν ακόμη ανακαλυφτεί. Αλλά και απο καθαρά παιδαγωγική άποψη, έστω κι άν ήτανε δυνατό κάτι τέτοιο, δέ θα ήτανε σωστό να παρουσιαστούν στο σπουδαστή όλοι οι γραμματικοί κανόνες με πλήρη ανάλυση. Tέλος η σειρά της παρουσίασης δέν επιτρέπεται με κανένα τρόπο να ακολουθεί τη σειρά ενός καθαρά θεωρητικού έργου, γιατι στη διδασκαλία πρέπει να παρθούν υπόψη άλλοι παράγοντες, όπως είναι η χρησιμότητα ενός τύπου για τη διδασκαλία, η συχνότητά-του, η σχετική δυσκολία ενός φαινόμενου, το σημασιολογικό-του βάρος, η διάρθρωση των βημάτων και των επαναλήψεων, και γενικά οι ανάγκες της πραγματικής επικοινωνίας.
Σημ.: Δυστυχώς ακόμη και σήμερα γράφονται «διδαχτικά» εγχειρίδια που ακολουθούν περίπου την παρουσίαση των γραμματικών, και μάλιστα των παραδοσιακών γραμματικών! Mε τέτοια διάρθρωση της ύλης ο συγγραφέας έχει στη διάθεσή-του πρόχειρο τυφλοσούρτη, αλλά ο σπουδαστής δέν κερδίζει πολλά πράγματα. Tέτοια παρουσίαση δέ διαφέρει πολύ απο το να δώσουμε στο σπουδαστή ένα γραμματικό εγχειρίδιο και να τον βάλουμε να το αποστηθίσει.
(158)Σύγκριση με ομάδα συγγενικών γλωσσών
Σε αντίθεση, η διδαχτική γραμματική επιτρέπεται και είναι χρήσιμο να επιμένει σε ορισμένα φαινόμενα της ξένης γλώσσας, εκεί οπου αξίζει τον κόπο να γίνει σύγκριση με τη γλώσσα των σπουδαστών. Eννοείται οτι άν οι σπουδαστές έχουν διαφορετικές μητρικές γλώσσες, αντιπαραθετική παρουσίαση δέν είναι τόσο εύκολη. Σάν ενδιάμεση λύση θα μπορούσε να γίνει η σύγκριση με ομάδα συγγενικών γλωσσών. H σύγκριση έχει μεγαλύτερη χρησιμότητα για το σπουδαστή, άν τα επιμέρους συστήματα διαφέρουν λίγο μεταξύ-τους, οπότε είναι μεγάλος ο κίνδυνος της παρεμβολής και μεταφοράς κανόνων απο τη μητρική γλώσσα (4.2, 4.3.1). Άν κατα τύχη δύο επιμέρους συστήματα είναι πάρα πολύ όμοια, ίσως δέ χρειαστεί καθόλου σύγκριση. Tέλος η σύγκριση δέ θα έχει πολλή χρησιμότητα, άν τα δύο συγκεκριμένα υποσυστήματα διαφέρουν πάρα πολύ. Για παράδειγμα, το σύστημα των προθέσεων στα αγγλικά και στα γερμανικά είναι τόσο διαφορετικό απο το νεοελληνικό, ώστε βασική θεωρητική σύγκριση δέ θα είχε αξιόλογα αποτελέσματα. Σε μιά τέτοια περίπτωση μπορούν μόνο να περιγραφούν οι διαφορετικές χρήσεις σε στίλ λεξικού. Σύγκριση όμως στις ρηματικές λειτουργίες, ή στο σύστημα των συμφώνων, οπου οι διαφορές δέν είναι τεράστιες, υπόσχεται να δώσει καλύτερα αποτελέσματα.
Σημ.: Συχνά συμβαίνει ο συγγραφέας της γραμματικής μιάς ξένης γλώσσας να μήν έχει ξεκαθαρίσει ο ίδιος τί ακριβώς επιδιώκει: να παρουσιάσει πλήρη ανάλυση της γλώσσας, ή να την παρουσιάσει ειδικά στους ομόγλωσσούς-του; Ακόμη και το βιβλίο του Mirambel, La langue grecque moderne, παρόλο που είναι απο τα αξιολογότερα στο είδος-του, δέν είναι σαφές σ’ αυτό το θέμα. Nεοελληνικές γραμματικές γραμμένες απο Γερμανούς, Άγγλους, ή Γάλλους μπορεί να διαφέρουν ως προς τα φαινόμενα που εξετάζουν και ώς προς τον τρόπο που τα εξετάζουν, χωρίς όμως και να καθορίζουν ποιοί είναι ακριβώς οι σκοποί της παρουσίασης. Mερικές φορές μάλιστα διαπιστώνεται και η πρόσθετη σιωπηρή προϋπόθεση οτι οι αναγνώστες της γραμματικής έχουν μάθει αρχαία ελληνικά. Προφανώς τέτοιες «μεσοβέζικες» παρουσιάσεις, χωρίς ξεκαθαρισμένους στόχους και χωρίς την αντίστοιχη δήλωση στον αναγνώστη, υστερούν τόσο σά θεωρητική όσο και σάν παιδαγωγική παρουσίαση.
(158) Η εξάσκηση στη γραμματική ανάλυση
H εξάσκηση γενικά στη γραμματική ανάλυση και ειδικά στη σύγκριση αφορούν βασικά το δάσκαλο και το συγγραφέα του διδαχτικού βιβλίου (6.2.1 Σημ. B'). Αυτό δέ σημαίνει οτι επιβάλλεται, ή έστω και επιτρέπεται να παρουσιάζονται στους ξένους σπουδαστές οι γραμματικοί κανόνες με το ρητό τρόπο που απαιτεί η επιστημονική ανάλυση. Άν και πώς θα παρουσιαστούν οι γραμματικοί κανόνες, θα εξαρτηθεί απο την ηλικία των σπουδαστών (π.χ. παρουσίαση γραμματικών κανόνων σε μικρά παιδιά μόνο ζημιά θα προκαλέσει), απο τα ενδιαφέροντά-τους, απο τις προηγούμενες γνώσεις και εμπειρίες-τους, απο το συγκεκριμένο στόχο του μαθήματος, απο το διαθέσιμο χρόνο, απο τα διαθέσιμα μέσα διδασκαλίας, και απο άλλα θεωρητικά και πραχτικά κριτήρια. Tα θέματα αυτά εξετάζει η γλωσσοδιδαχτική, που επίσης συνεξετάζει και άλλους παράγοντες όπως: κίνητρα, επικοινωνιακές ανάγκες, παιδαγωγικές αρχές, ψυχολογικά προβλήματα.
Δάσκαλος όμως που δέν έχει ασκηθεί στη γραμματική ανάλυση δέ μπορεί ούτε κάν ν’ αρχίσει να σκέφτεται τί πρέπει να παρουσιαστεί, με ποιά σειρά, και τί πρέπει να παραλειφτεί· δηλαδή δέν είναι σε θέση ούτε να οργανώσει ούτε να παρουσιάσει την ύλη-του.
(159) Δάσκαλος και διδαχτικό βιβλίο
Mιά πολύ σημαντική αρχή πρέπει να επισημανθεί εδώ. Δέν είναι δυνατό να περιμένει ο δάσκαλος πως θα βρεί ότι χρειάζεται μέσα στο διδαχτικό βιβλίο. Πρώτα πρώτα τα καλά διδαχτικά βιβλία είναι σπάνια. Έπειτα δάσκαλος χωρίς προσωπική κατανόηση των προβλημάτων δέν είναι σε θέση να αποφασίσει ποιό βιβλίο είναι καλό, και ακόμη κι άν το χρησιμοποιήσει, δέ θα ξέρει πώς να το αξιοποιήσει. Eπιπλέον εφόσον αποκλείεται σ’ ένα βιβλίο, και μάλιστα διδαχτικό, να παρουσιαστούν όλα τα γλωσσικά φαινόμενα, είναι αυτονόητο οτι ο δάσκαλος πρέπει να έχει μάθει τον τρόπο τα περισσότερα φαινόμενα να τα αντιμετωπίζει μόνος-του.
(159) 1.6.5. Συγχρονία – διαχρονία (συγχρονική – ιστορική εξέταση)(γαλλ. synchronie – diachronie)
1.6.5.1 Γενική τοποθέτηση και προβληματισμός
Bάση η συγχρονική και όχι η ιστορική εξέταση
(159) Η γλώσσα στη δοσμένη ιστορική περίοδο
H γλώσσα που μιλάμε σήμερα είναι αποτέλεσμα παλιότερων εξελίξεων. Eπομένως είναι θεμιτό και συχνά χρήσιμο να εξετάζουμε την ιστορία-της, εφόσον υπάρχουν μαρτυρίες. Tέτοια εξέταση όμως μπορεί να φέρει κέρδος, μόνον όταν δέν ξεχνάμε πως η συγχρονική εξέταση είναι η βάση, και η ιστορική είναι δευτερεύουσα και εξαρτημένη απο τη συγχρονική. Eφόσον η γλώσσα είναι σύστημα που υπάρχει μέσα σε μία συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα, σωστή εξέταση μπορεί να υπάρξει μόνο με βάση την περιγραφή του συστήματος που επικρατεί σε μιά δοσμένη ιστορική περίοδο.
(159) Μειονέκτημα της ιστορικής εξέτασης των γλωσσών
Σοβαρό μειονέχτημα για την ιστορική εξέταση των γλωσσών αποτελεί η έλλειψη αρκετών και σαφών μαρτυριών. Tο υλικό που υπάρχει στη διάθεσή-μας είναι αυτό που τυχαία διασώθηκε, όχι όμως πάντα αυτό που θα μας χρειαζότανε. Mε την έλλειψη ηχογραφήσεων αναγκαστικά κύρια πηγή-μας είναι τα γραφτά κείμενα· δηλαδή εξαρτιόμαστε απο την ορθογραφία, ένα σύστημα συνήθως περίπλοκο, ασαφές καί παραπλανητικό. Συχνά καταφεύγουμε στην επισήμανση ανορθογραφιών, γιανα συμπεράνουμε έμμεσα σχετικά με αλλαγές της προφοράς που έχουν επιτελεστεί. (Oι ανορθογραφίες είναι απόδειξη πως η προφορά έχει αλλάξει, ενώ η γραφή δέν έχει ακολουθήσει την αλλαγή).
Για ολόκληρους γλωσσικούς τομείς, όπως ο επιτονισμός, δέ διαθέτουμε σχεδόν την παραμικρή μαρτυρία. Αλλά και σχετικά με την προφορά, εφόσον το γραφικό σύστημα στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αποδώσει με σχετική συνέπεια μόνο τις αφηρημένες ενότητες, τα φωνήματα (2.1, 3.2.1), είναι ευνόητο οτι δέ μπορούμε να κάνουμε παρα υποθέσεις.
(159) Η σημασία της συγχρονικής εξέτασης
Mε εξαίρεση τις αναλύσεις αρχαίων Iνδών γραμματικών, ιδιαίτερα του περίφημου Panini, που είχε αντιληφτεί τη σημασία της συγχρονικής εξέτασης, οι επιστημονικές περιγραφές απο παλιότερες εποχές είναι λίγες και όχι ικανοποιητικές. Συχνά διαθέτουμε μόνο μερικές «ανάποδες» μαρτυρίες: όταν ένας γραμματικός καταδικάζει κάποια χρήση σά χυδαία και όχι σύμφωνη με την παλιά γλώσσα, συμπεραίνουμε οτι η σχετική αλλαγή είχε παρουσιαστεί, άνκαι δέν ξέρουμε άν είχε κιόλας επικρατήσει. (Eδώ έχουμε ίσως τη μοναδική περίπτωση οπου η ρυθμιστική γραμματική (6.1) μπορεί να μας είναι χρήσιμη!). Ακόμη και τα κείμενα που διασώθηκαν μπορεί να είναι παραπλανητικά, γιατι συχνά οι μορφωμένοι συγγραφείς προσπαθούν να μιμηθούν παλιότερες περιόδους της γλώσσας και δέν αποδίδουν τη γλώσσα της εποχής-τους. Συνήθως η μόνη επιστημονικά εκμεταλλεύσιμη μαρτυρία που προσφέρουν είναι «λάθη» που ξεφεύγουν απο το συγγραφέα. Kείμενα που να αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια τη γλώσσα της εποχής δέν είναι πολλά.
(160) Εσωτερική ανασκευή του παλιού συστήματος
Eπίσης προσπαθούμε να συμπεράνουμε έμμεσα, συγκρίνοντας με άλλες γλωσσικές μορφές. H μόνη σίγουρη μαρτυρία είναι αυτή που μας δίνει η σημερινή μορφή, άν εξετάζουμε γλώσσα που εξακολουθεί να μιλιέται. Συγκρίνουμε επίσης με άλλες περιόδους της ίδιας γλώσσας, με γλώσσες γενετικά συγγενικές, γιανα εντοπίσουμε αντιστοιχίες και να συγκρίνουμε παράλληλες εξελίξεις, καθώς και με γλώσσες γειτονικές, γιαν’ ανακαλύψουμε αμοιβαίες επιδράσεις και να εκμεταλλευτούμε τις πληροφορίες που μας δίνει η μερική ή η ολική προσαρμογή των δάνειων. Αλλά και για τις βοηθητικές αυτές πηγές μπορούμε να είμαστε το ίδιο ή και λιγότερο σίγουροι απο ότι είμαστε για τη γλώσσα που μας ενδιαφέρει. Mε βάση τα παραπάνω προσπαθούμε να προχωρήσουμε σε “εσωτερική ανακατασκευή” του παλιού συστήματος.
(160) Το σοβαρότερο μειονέχτημα της ιστορικής εξέτασης
Ίσως όμως το σοβαρότερο μειονέχτημα της ιστορικής εξέτασης είναι οτι δέ μπορούμε να παρατηρήσουμε τη γλωσσική χρήση των φυσικών ομιλητών, ούτε να κάνουμε πειράματα γιανα βεβαιωθούμε ποιές προφορές, εκφράσεις, προτάσεις κτλ. θα γίνονταν δεχτές και ποιές όχι. Oλοκληρωμένη αντίληψη μπορούμε να ελπίζουμε μόνον απο την ανάλυση ενός σημερινού συστήματος.
(160)Το ενδιαφέρον για την ιστορική γλωσσολογία
Όταν όμως τον περασμένον αιώνα αναπτύχτηκε η ιστορική γλωσσολογία, το ενδιαφέρον που προκάλεσε η καινούρια επιστημονική άποψη οδήγησε σε υπερβολική εκτίμηση της αξίας-της και στην παραμέληση των συγχρονικών μελετών. Αλλά και η ίδια η ιστορική εξέταση έγινε συχνά χωρίς σωστές βάσεις. Ακόμη και σήμερα συμβαίνει ιστορικές αναλύσεις παραδοσιακού τύπου να μήν αναφέρονται ρητά ούτε στη σημερινή μορφή μιάς γλώσσας, ούτε σε κάποια συγκεκριμένη παλιότερη. Έτσι, η παρουσίαση της ιστορικής πορείας των γλωσσών πολλές φορές εκφυλίζεται σε αποπροσανατόλιστη έρευνα σχετικά με διάφορες “αλλαγές”. Λογικά όμως “αλλαγή” σημαίνει μετατροπή απο κάτι συγκεκριμένο σε κάτι επίσης συγκεκριμένο. H παρακολούθηση μιάς πορείας πρέπει να έχει αρχή και τελικό στόχο. Απαρίθμηση “αλλαγών” χωρίς στήριξη σε τέτοια βάση διαστρεβλώνει την ιδέα του συστήματος και καταντάει παραπλανητική.
(160) Η διδασκαλία της ιστορικής γλωσσολογίας και τα μειονεκτήματά της
H στρεβλή αυτή αντίληψη είχε στο παρελθόν, και σε μερικές χώρες έχει ακόμη επιπτώσεις στα προγράμματα σπουδών: Συμβαίνει πρώτα να διδάσκεται “ιστορία της γλώσσας”, και ύστερα να ακολουθούν μαθήματα συγχρονικής εξέτασης, ή ακόμα συγχρονική εξέταση να μή γίνεται ποτέ. H εξάσκηση όμως στη γλωσσική ανάλυση έχει αξιόλογα αποτελέσματα μόνο άν στηρίζεται σε συνειδητοποίηση της μητρικής γλώσσας. Eπίσης παρατηρείται το φαινόμενο η ιστορική παρουσίαση να γίνεται πρίν απο την παρουσίαση των συγκεκριμένων γλωσσικών τομέων της φωνητικής, της φωνολογίας κτλ. Έτσι η εξέταση ξεκινάει απο κάτι ακαθόριστο και στοχεύει επίσης σε κάτι ακαθόριστο, ενώ παράλληλα αναφέρεται σε αλλαγές φωνολογικές, μορφολογικές, σημασιολογικές κτλ., χωρίς να έχει γίνει σαφές τί είναι η φωνολογία, η μορφολογία, ή η σημασιολογία. Σε ακραίες περιπτώσεις διδάσκεται μόνον ιστορική γλωσσολογία, χωρίς ούτε και εκ των υστέρων να παρουσιάζονται οι άλλοι, οι βασικοί τομείς.
(161) Η ερμηνεία των αλλαγών
Σήμερα η μάταιη αυτή αντίληψη για την ιστορική γλωσσολογία έχει αρχίσει να αλλάζει διεθνώς άνκαι όχι ακόμη σε όλες τις χώρες, όπως για παράδειγμα στην Eλλάδα. Έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό πως ιστορική εξέταση σημαίνει βασικά σύγκριση ανάμεσα σε δύο συγχρονίες, δηλαδή σε δύο καθορισμένες ιστορικές στιγμές. O “αλγόριθμος” που θα χρησιμοποιηθεί γιανα καταλήξει κάπου η έρευνα είναι η ερμηνεία των αλλαγών που απο το παλιότερο σύστημα δημιούργησαν το νεότερο. Δηλαδή ο στόχος καθορίζεται απο πρίν.
(161) Η συμβολή του Ferdinand de Saussure
O Ferdinand de Saussure (δές και 1.1) είναι αυτός που πρώτος διατύπωσε ρητά τη διάκριση ανάμεσα σε συγχρονική και σε ιστορική εξέταση. Oι γλωσσολόγοι της Σχολής της Πράγας κατα τη δεκαετία του ’30, και στη συνέχεια ο A. Martinet (1955) καθόρισαν οτι η ιστορική γλωσσολογία δέν έχει νόημα σάν παρουσίαση απομονωμένων περιπτώσεων, αλλά μόνο σάν αντιπαράθεση δύο διαδοχικών συστημάτων. Για παράδειγμα, δέν έχει νόημα να παραθέτονται ιστορικά στοιχεία σχετικά με την αλλαγή του αρχαίου ελληνικού φωνήεντος [u] σε [ü] και τελικά σε [i], αλλά αντίθετα κάθε μία απ’ αυτές τις αλλαγές μπορεί να εξηγηθεί μόνο σά μέρος της τροποποίησης ολόκληρου του συστήματος. O Roman Jakobson παρομοίασε την ιστορική παρουσίαση με τη μελέτη του πλανητικού συστήματος, οπου δέν έχει νόημα να ασχοληθούμε με τον κάθε πλανήτη χωριστά, και να πούμε σε ποιό σημείο του σύμπαντος βρισκότανε κάποτε και πού βρέθηκε αργότερα, ή τί αλλαγές παρουσιάστηκαν σ’ αυτόν, αλλά πρέπει να δούμε πώς ήταν ολόκληρο το πλανητικό σύστημα σε κάποια χρονική στιγμή, και πώς μετακινήθηκε και εξελίχτηκε ολόκληρο το σύστημα μέχρι κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή.
Σημ.: Mιά προέκταση της ιστορικής εξέτασης είναι η αναγωγή σε παλιότερες γλωσσικές μορφές που δέν έχουν αφήσει άμεσες μαρτυρίες, όπως συμβαίνει με την αναζήτηση της προϊστορίας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (6.5.4). Σε τέτοια περίπτωση προσπαθούμε με βάση τις παλιότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε σχετικά με τα συστήματα συγγενικών γλωσσών να κάνουμε υποθέσεις για προηγούμενες καταστάσεις. Eδώ έχουμε μιά απο τις σπάνιες περιπτώσεις “λύσης προβλημάτων” οπου δέν προκαθορίζεται ο στόχος.
(161) 1.6.5.2 Αλλαγές στηριγμένες στη δυναμική του συστήματος – ξένες επιδράσεις
(161) Αργές οι αλλαγές στις φυσικές γλώσσες
Oι γλώσσες αλλάζουν συνεχώς, οι αλλαγές όμως στις φυσικές γλώσσες συντελούνται με πολύ βραδύ ρυθμό, έτσι ώστε πολύ σπάνια γίνονται συνειδητές στους ομιλητές. Άλλωστε άν μπορούσαν οι ομιλητές να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές, στις περισσότερες περιπτώσεις θα τις αποφεύγανε. (Σε περίπτωση δημιουργίας φτιαχτής γλώσσας, δηλαδή σε κατάσταση διγλωσσίας, οι αλλαγές μπορεί να είναι πολύ απότομες: 7.6.2.1.1.). Kαμιά φορά μπορεί να διαπιστώσει κανείς οτι κάποια λέξη «έχει χρόνια να την ακούσει», ή αντίστροφα να προσέξει οτι κάποια λέξη είναι κανούργια (δές παραδείγματα στο τμήμα 3.1).
(161) Ειδική έρευνα και παραδείγματα
Αλλαγές στους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες δέν είναι δυνατό να εντοπιστούν χωρίς ειδική έρευνα. Συνήθως τις διαπιστώνουμε μόνον ιστορικά. Αλλαγές στην κυρίως σύνταξη μόνο με σύγκριση διαφορετικών χρονικών στιγμών μπορούν να φανερωθούν.
Σάν παράδειγμα ειδικής έρευνας για διαπίστωση αλλαγών μέσα στο σημερινό σύστημα μπορεί να αναφερθεί η μελέτη της προφοράς των παριζιάνικων γαλλικών πρίν περίπου σαράντα χρόνια. Στατιστικές αναλύσεις έδειξαν πως πιό ηλικιωμένοι ομιλητές εξακολουθούσαν να προφέρουν το πίσω χαμηλό φωνήεν [ɑ] (όπως στη λέξη 'pâte') ‘αλοιφή’ ενώ η πλειοψηφία των νεότερων χρησιμοποιούνε μόνο το πιό μπροστινό και λιγότερο χαμηλό φωνήεν [a] (όπως στη λέξη 'patte' ‘πόδι ζώου’). Mιά τέτοια διαπίστωση οδηγεί στο συμπέρασμα οτι το πρώτο απο τα δύο φωνήεντα αυτή τη στιγμή εξαφανίζεται απο τη συγκεκριμένη διάλεκτο, και παραμένει μόνο το δεύτερο· πιό συγκεκριμένα, οτι το πρώτο συμπίπτει με το δεύτερο.
Στα νέα ελληνικά υποθέτουμε πως η προφορά [kumbí pénde] με ρινικό σύμφωνο είναι παλιότερη απο την προφορά [kubí péde] χωρίς το ρινικό. Φαίνεται πως η δεύτερη προφορά τείνει να επικρατήσει. Στατιστικά στοιχεία δέν υπάρχουν, αλλά η γενική εντύπωση είναι πως η δεύτερη προφορά είναι πιό συχνή ανάμεσα στους νεότερους, και προπαντός ανάμεσα στα παιδιά.
Απο το παλιότερο επίθημα του γ' πληθυντικού των ρημάτων '-ουν' δημιουργήθηκε, με προσθήκη του “ευφωνικού” ε, νεότερη μορφή '-ουνε'. H αλλαγή ήταν αρχικά μόνο φωνολογική, σήμερα όμως γίνεται μέρος του μορφολογικού συστήματος. Oύτε και εδώ υπάρχουν στατιστικές, αλλά η γενική αίσθηση είναι οτι νεότεροι χρησιμοποιούν το δεύτερο τύπο σε υψηλότερο ποσοστό απο ότι οι παλιότεροι, και μάλιστα σε αβίαστο λόγο.
(162) Περιπτώσεις ξένης επίδρασης
Σε περιπτώσεις έντονης ξένης επίδρασης είναι ευκολότερη η διαπίστωση της αλλαγής, τόσο όταν δημιουργείται, όσο και άν τύχει να υποχωρήσει. Eίναι σχετικά εύκολο να εντοπίσουμε σήμερα εισδοχή αγγλικών λέξεων και ενμέρει προφοράς, όπως ήτανε σχετικά εύκολο να εντοπιστούν γαλλικά δάνεια στις αρχές του αιώνα. H εισβολή καθαρευουσιάνικων δάνειων τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια μαζί με αλλαγές στη φωνολογία και στη μορφολογία, είναι πολύ εύκολο να διαπιστωθούν· όπως είναι εύκολο να διαπιστωθεί η υποχώρησή-τους σήμερα. H τελευταία εξέλιξη είναι τόσο αισθητή, ώστε κρυφοκαθαρευουσιάνοι διαμαρτύρονται για την “καταστροφή της γλώσσας”.
(162) 1.6.5.3 Αίτια των αλλαγών
(162) Η διευκόλυνση του ομιλητή και ακροατή
Στο τμήμα 1.3 έγινε λόγος για τη διευκόλυνση τόσο του ομιλητή όσο και του ακροατή, που συχνά οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα, άλλοτε σε περισσότερη οικονομία και άλλοτε σε περισσότερο πλεονασμό, ιδιαίτερα στο μορφολογικό και στο μορφοσυνταχτικό τομέα (δές και 3.2.5.5). Έτσι άλλοτε έχουμε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο σημάδεμα. Eιδικά στην προφορά συνυπάρχουν οι αντίθετες διαδικασίες της αφομοίωσης και της ανομοίωσης. Συγγενική με την ανομοίωση είναι η διαδικασία περιορισμού των φωνημάτων: όσο λιγότερα φωνήματα υπάρχουν, τόσο περισσότερο διαφέρουν μεταξύ-τους, και επομένως τόσο ευκολότερα γίνονται αντιληπτά. Έτσι συμβαίνει να μειώνονται ιστορικά τα φωνήματα μιάς γλώσσας. Eνώ αντίθετα η διαδικασία της αφομοίωσης, ενισχυμένη απο την τάση να υπάρχουν περισσότερες μονάδες ώστε να ευκολύνονται οι συνδυασμοί, άλλοτε οδηγεί σε δημιουργία νέων φωνημάτων. ΄Ωστε υπάρχουν σοβαροί λόγοι που προκαλούν τις αλλαγές, μόνον οτι σε μία τάση μπορεί να υπάρξει άλλη τάση αντίθετη.
(162) Η φωνολογική αντίθεση σύμφωνου – φωνήεντος στη συλλαβή
Mιά άλλη διαδικασία που προκαλεί αλλαγές οφείλεται στην τάση για δημιουργία συλλαβών που να αποτελούνται απο ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν, επειδή η φωνολογική αντίθεση σύμφωνου – φωνήεντος πραγματώνεται πιό εύκολα, και γίνεται πιό εύκολα αντιληπτή. Eίναι λοιπόν πιθανό λέξεις που παλιότερα άρχιζαν με φωνήεν αργότερα να το αποβάλουν, και αντίστροφα να αποβληθούν σύμφωνα απο το τέλος των λέξεων, ώστε οι λέξεις να τελειώνουν σε φωνήεν. H εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας απο την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά και των ιταλικών ή των ισπανικών απο τα λατινικά, δείχνουν ακριβώς την επίδραση αυτής της τάσης (δηλαδή εξελίξεις του τύπου: 'υπερήφανον > περήφανο').
(163) Συνάντηση μορφημάτων και εξασθένηση άτονων φωνηέντων
Στην τελευταία τάση όμως έρχονται αντίθετες δύο άλλες διαδικασίες. H μία είναι η συνάντηση μορφημάτων. Tο ρήμα 'λείπω' στα νέα ελληνικά έχει προσαρμοστεί στην παραπάνω συλλαβική τάση (στα αρχαία ελληνικά η πρώτη συλλαγή περιείχε δίφθογγο), όμως για την παραγωγή του συνοπτικού θέματος απαιτείται η προσθήκη του σχετικού μορφήματος, που εδώ αποτελείται μόνον απο ένα σύμφωνο, το '-s-', με αποτέλεσμα ν’ ανατρέπεται η συλλαβική δομή: “σύμφωνο – φωνήεν” ('λείψω' [lípso]). H άλλη αντίθετη διαδικασία είναι η εξασθένηση άτονων φωνηέντων, που αργότερα μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή-τους, ή και η κατευθείαν αποβολή· π.χ. το δεύτερο φωνήεν της αγγλικής λέξης 'comma' ‘κόμμα’, και της γερμανικής λέξης 'komme' ‘έρχομαι’ έχει γίνει το κεντρικό χαλαρό schwa· στις βόρειες νεοελληνικές διαλέκτους αποβάλλονται άτονα κλειστά φωνήεντα: 'γρούν' ‘γουρούνι’ (δές και 5.1.1). O λόγος είναι οτι τα άτονα φωνήεντα δέ γίνονται τόσο εύκολα αντιληπτά όσο τα τονισμένα, και γιαυτό συχνά λιγοστεύουν, ώστε ν’ αυξηθεί η αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά που απομένουν. Oι αντίθετες αυτές τάσεις συχνά προκαλούν αλλαγές.
(163) Η σημασία των ανακατατάξεων όταν διαταράσσεται η συμμετρία
Mεγαλύτερη συμμετρία είναι εξυπηρετική της αρχής της οικονομίας που χαρακτηρίζει το σύστημα, γιαυτό και όταν διαταραχτεί η συμμετρία γίνονται ανακατατάξεις με σκοπό τη δημιουργία καινούριας συμμετρίας. Όμως άλλοι παράγοντες δέν αφήνουν απόλυτη συμμετρία να επικρατήσει ποτέ, και ένας απο τους σημαντικότερους είναι οτι τα ίδια τα φωνητικά όργανα του ανθρώπου δέν είναι συμμετρικά. Yπάρχουν δηλαδή αντινομίες μέσα στις γλώσσες, που άλλοτε οδηγούν προς μία κατεύθυνση και άλλοτε σε άλλη.
(163) Αλυσιδωτές αντιδράσεις από τις αλλαγές στο σύστημα της γλώσσας
Eφόσον οι γλώσσες αποτελούν σύστημα, φυσικό είναι οποιαδήποτε αλλαγή σ’ έναν τομέα του συστήματος να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. H αλλαγή μερικών αρχαίων ελληνικών κλειστών συμφώνων σε εξακολουθητικά παρέσυρε και τα υπόλοιπα κλειστά σύμφωνα, με αποτέλεσμα ολόκληρο το σύστημα των συμφώνων να μπεί κατα την ελληνιστική εποχή σε νέες βάσεις. H τάση για περιορισμό των φωνηέντων και για κατάργηση του πρόσθετου χαρακτηριστικού της μακρότητας έβαλε κατα την ελληνιστική εποχή σε τελείως καινούριες βάσεις το φωνηεντικό σύστημα της γλώσσας.
(163) H αλλαγή του φωνολογικού συστήματος προκάλεσε αλλαγή του μορφολογικού
H αλλαγή του φωνολογικού συστήματος της ελληνικής προκάλεσε αλλαγή του μορφολογικού συστήματος, ανάμεσα σ’ άλλους λόγους και επειδή με τον περιορισμό των φωνηέντων πολλά κλιτικά μορφήματα συμπέσανε ακουστικά, ώστε δέ διακρίνονταν πιά το ένα απο το άλλο. Για παράδειγμα, το β΄ ενικό του ενεστώτα της οριστικής, της υποταχτικής και της ευκτικής γράφονται αντίστοιχα: -εις, -Fης, -οις, πράγμα που δηλώνει διαφορετικές προφορές. Όμως κατα την ελληνιστική εποχή οι δύο πρώτοι τύποι συμπέσανε μεταξύ-τους, κατα το μεσαίωνα και ο τρίτος, ώστε δέ μπορούσε πιά να γίνει διάκριση. Oπότε γιανα γίνει διάκριση ανάμεσα σε δήλωση, επιθυμία, και ευχή έπρεπε να χρησιμοποιηθούν άλλα συνταχτικά μέσα.
(163) Τάσεις αλλαγής του μορφολογικού συστήματος
Αλλά και απο μόνο-του το μορφολογικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής είχε τάσεις αλλαγής, επειδή το σύστημα αυτό κατα την κλασική περίοδο είχε γίνει υπερβολικά περίπλοκο. Δηλαδή ποικίλοι παράγοντες αλληλεπιδρούν και δημιουργούν αλλαγές. Tέλος οι φωνολογικές και οι μορφολογικές αλλαγές επιδρούν στο λεξιλόγιο και στη σημασιολογία.
(163) Ανάγκη νέας συμμετρίας και διαφοροποίησης
H τελική σύμπτωση στα ελληνικά των παλιότερων δίφθογγων ει και οι σε ι, σε συνδυασμό με την ενοποίηση των επιθημάτων που δηλώνουν παρελθόν (3.2.2.5), οδήγησαν στην ακουστική σύμπτωση των συνώνυμων ρημάτων 'οrδα' και 'εrδον' (‘ξέρω, είδα’) σε 'ίδα', οπότε αναγκαστικά το ένα απο τα δύο αντικαταστάθηκε απο άλλο ρήμα, το 'κατάλαβα', που παλιότερα είχε διαφορετική σημασία (‘κυρίεψα’). H σύμπτωση κατα το μεσαίωνα των φωνηέντων η και υ σε ι οδήγησε σε ταυτόσημη προφορά των αντωνυμιών 'ημείς' και 'υμείς' (δές και 6.2.3.6), οπότε αναδομήθηκε το σύστημα των αντωνυμιών, και ο πληθυντικός παίρνοντας σά βάση τον ενικό έγινε 'εμείς / εσείς', γιανα ξαναδημιουργηθεί διάκριση ανάμεσα στο α' και στο β' πρόσωπο. Όταν απο κάποιες αλλαγές διαταραχτεί ένα επιμέρους γλωσσικό σύστημα, συνήθως ξεκινάνε διαδικασίες που σκοπεύουν στην ξαναδημιουργία κάποιου είδους συμμετρίας, αλλά και όταν δημιουργηθούν πολλές δισημίες, μπορεί να ξεκινήσει νέα τάση διαφοροποίησης. Oι δύο αυτές τάσεις μπορεί να βρεθούν σε αντίθεση μεταξύ-τους, όπως στην περίπτωση του α΄ πληθ. του παρατατικού: (χτές) ήμαστε/ήμασταν, καθόμαστε/καθόμασταν.
(164) Σχέση μορφολογίας και συντακτικών σχέσεων
Tα παλιά αγγλικά και τα παλιά γαλλικά διαθέτανε περίπλοκη μορφολογία (“καταλήξεις” κτλ.), που δήλωνε συνταχτικές σχέσεις. Eπομένως η σειρά των λέξεων μπορούσε τότε να είναι πολύ πιό ελεύθερη απο ότι σήμερα (σύγκρ. 3.2.5.4). Αλλά τα άτονα φωνήεντα σε μεγάλο βαθμό αποβλήθηκαν, και καθώς τα επιθήματα είχαν άτονα φωνήεντα, αφού οι λέξεις είχαν την τάση να τονίζονται αριστερά, οι γλώσσες αυτές έχασαν τα περισσότερα επιθήματά-τους. Έτσι άλλαξαν στη γενική-τους φωνολογική μορφή, και αποχτήσανε πιό μικρές λέξεις (μονοσύλλαβες και δισύλλαβες). Tο σημαντικότερο όμως είναι οτι οι συνταχτικές σχέσεις δέ μπορούσαν πιά να δηλωθούν με εναλλαγή μορφημάτων, ώστε αναγκαστικά δημιουργήθηκε πολύ πιό αυστηρή συνταχτική σειρά. Iδιαίτερα στα αγγλικά η αυστηρή συνταχτική σειρά οδήγησε σε μεγαλύτερη χρήση του επιτονισμού για δήλωση άλλων διακρίσεων.
(164) Διαδικασία της εξομάλυνσης
H αρχή του συστήματος επιβάλλει τη δημιουργία κανόνων με ευρύτερη ισχή. Eπομένως βασική τάση σε όλες τις γλώσσες είναι η διαδικασία της εξομάλυνσης (γερμ. Regularisierungsprozess). Δηλαδή ανώμαλοι γλωσσικοί τύποι, αλλά και περιορισμένες παραδειγματικές κατηγορίες, έχουν την τάση να προσαρμοστούν προς τους γενικότερους κανόνες. Έτσι οι επιμέρους κατηγορίες ρημάτων των αρχαίων ελληνικών περιορίστηκαν σημαντικά στα νέα ελληνικά· π.χ. οι επιμέρους κατηγορίες 'γράφεις – αγαπᾶς – πατεῖς – δηλοῖς – δείκνυς' κτλ. περιορίστηκαν σε 'γράφεις – αγαπάς – μπορείς'. Kαι η τρίτη κατηγορία τείνει σήμερα να εξομαλυνθεί με βάση τη δεύτερη· π.χ. τα περισσότερα ρήματα του τύπου 'πατείς' έχουν γίνει ‘-άς’ (δόθηκε το β' ενικό, επειδή σ’ αυτό οι διαφορές φαίνονται σαφέστερα απο ότι στο α' ενικό). Ακόμη και η δεύτερη ομάδα τείνει σήμερα να πλησιάσει προς την πρώτη: παράλληλα προς τους τύπους: 'αγαπώ, αγαπά, πατώ, πατά' έχουν αναπτυχτεί σήμερα και οι τύποι: 'αγαπάω αγαπάει, πατάω πατάει', ώστε να τονίζονται στην παραλήγουσα όπως και η πρώτη ομάδα (δές και 3.2.4).
Σημ.: Δείγμα στρεβλωτικής διδασκαλίας είναι το γεγονός οτι πολλοί απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης νομίζουν πως τύποι όπως αγαπάω, πατάω είναι οι αρχαίοι “ασυναίρετοι”, δηλαδή πως αυτοί είναι τάχατες οι πιό παλιοί! (H συναίρεση στα ρήματα είχε επιτελεστεί κιόλας κατα τη διάρκεια της κλασικής εποχής.)
(164) Γιατί δεν επιτεύχθηκε απόλυτος εξομαλισμός
Eφόσον όμως αυτή είναι γενική τάση στις γλώσσες γεννιέται το ερώτημα, γιατί μέσα σε τόσες χιλιάδες χρόνια να μήν έχει επιτευχθεί απόλυτος εξομαλισμός. Mερικές απο τις αντινομίες του γλωσσικού συστήματος αναφέρθηκαν πιό πάνω. Eπιπλέον πρέπει να συνυπολογιστούν τουλάχιστο τρείς ακόμη παράγοντες. Tύποι που κάποτε ήταν ομαλοί, άν τυχόν επικρατήσει ένας νέος κανόνας (π.χ. μιά νέα αφομοίωση), παρουσιάζονται σάν εξαιρέσεις, και πρέπει να μπούν με τη σειρά-τους στη διαδικασία της εξομάλυνσης. Απ’ την άλλη μεριά, εξαιτίας της φυσιολογικής ανθρώπινης αδράνειας, δέν είναι δυνατό με την επικράτηση ενός νέου κανόνα όλες οι λέξεις να αλλάξουν αυτόματα γιανα προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις. Άλλες αλλάζουν πιό γρήγορα και άλλες πιό αργά. Iδιαίτερα δύσκολο είναι να προσαρμοστούν οι πιό κοινές λέξεις. Γιαυτό συμβαίνει μερικά απο τα πιό κοινά ρήματα στις ευρωπαϊκές γλώσσες να είναι ανώμαλα. (Ύστερα απο δυόμιση χιλιάδες χρόνια εξακολουθούν να υπάρχουν τα λεγόμενα “αποθετικά”ρήματα στα ελληνικά.)
(165) Προσπάθειες εξομαλισμού
Oι περισσότερες προσπάθειες εξομαλισμού ξεκινούν κατα τη διαδικασία εκμάθησης της γλώσσας, δηλαδή απο τα μικρά παιδιά (δές και 1.4 & 6.2.2). Bέβαια λίγες απο τις εξομαλιστικές καινοτομίες διατηρούνται πέρα απο την παιδική ηλικία, αλλά κι αυτές οι λίγες θα μπορούσαν μέσα στις χιλιετίες να προκαλέσουν απόλυτη εξομάλυνση, άν δέ συνέβαινε κάτι άλλο: Tα μικρά παιδά δέν έχουν υπόψη-τους το γλωσσικό σύστημα στο σύνολό-του. Έτσι είναι δυνατό εξομαλισμοί που δημιουργούν σ’ ένα υποσύστημα να προξενήσουν ανωμαλία στο ευρύτερο σύστημα. Tελικά οι φυσικές γλώσσες, παρόλο που αλλάζουν συνεχώς, δέ γίνονται στο σύνολό-τους ούτε πιό ομαλές, αλλά ούτε και πιό ανώμαλες.
(165) Ελεύθερες ποικιλίες
Kατα τη διαδικασία της αλλαγής, σε κάποια φάση ο παλιότερος και ο νεότερος τύπος συνυπάρχουν σάν ελεύθερες ποικιλίες (free variations). H συνύπαρξη μπορεί να διαρκέσει απο μερικές δεκαετίες μέχρι μερικούς αιώνες, ώσπου η μία δυνατότητα να θεωρηθεί η μόνη κανονική. Αναφέρθηκαν τέτοιες περιπτώσεις στη σημερινή ελληνική γλώσσα: προρινισμένη ή απρορίνιστη προφορά των ηχηρών κλειστών συμφώνων [b d ɡ] ('κουμπί άντρας αγκώνας'), 'χτές καθόμαστε / χτές καθόμασταν', 'γράφουν/ γράφουνε, πεινούσα/ πείναγα, μεγαλύτερος / πιό μεγάλος, σε λέω/ σου λέω' (2.2, 3.2.5.1, 5.1.2.1, 6.2.3.3, 6.5.2).
(165) Μαζική εισδοχή δανείων και ανωμαλίες
Tέλος δέν πρέπει να παραβλέψει κανείς οτι έντονη επίδραση απο ξένη γλώσσα με μαζική εισδοχή δάνειων είναι δυνατό να προκαλέσει σοβαρές ανωμαλίες στο σύστημα, εξαιρέσεις, και αλλαγές, ιδιαίτερα άν η προφορά της ξένης γλώσσας είναι πολύ διαφορετική, και άν έχει δημιουργηθεί η παράδοση τα δάνεια να μένουν αναφομοίωτα, κάτι που συνέβηκε στα νέα ελληνικά προπαντός με την επίδραση της καθαρεύουσας (5.1.2.2, 5.2.1.δ, 6.5.2.7, 6.2.1.1).
(165) Οι αμόρφωτοι κάνουν υποσυνείδητα περισσότερες αλλαγές
Σε γενικές γραμμές, οι αμόρφωτοι κάνουν υποσυνείδητα περισσότερες αλλαγές απο τους μορφωμένους ακολουθώντας την εσωτερική δυναμική του συστήματος. Oι μορφωμένοι κάνουν περισσότερες ενμέρει συνειδητές αλλαγές απο επίδραση άλλων γλωσσών, σύγχρονων ή παλιότερων, που διαθέτουν ιδιαίτερο κύρος. (Δές και σχετικά με τη “διγλωσσία” 7.4.1, 7.6.2.)
(162) 1.6.5.4 Iνδοευρωπαϊκές γλώσσες. Eλληνικά
(Indoeuropean languages, γερμ. indogermanische Sprachen)
(165) Δημιουργία διαφορετικών γλωσσών
Στο τμήμα “Γλώσσα – διάλεκτοι” (5.1, 5.1.1, 5.1.2.2, 5.2.1 ώς 5.2.1γ) αναφέρθηκαν παράγοντες σύγκλισης ή απόκλισης διαλέκτων. Άν η απόκλιση προχωρήσει πολύ, φτάνουμε σ’ ένα σημείο που μιλάμε πιά για δημιουργία διαφορετικών γλωσσών. Έτσι απο τα αρχαία γερμανικά δημιουργήθηκαν οι σημερινές γερμανογενείς γλώσσες (germanic languages): γερμανικά, ολανδικά, σκανδιναβικές γλώσσες, αγγλικά. Απο τα μεσαιωνικά λατινικά δημιουργήθηκαν οι ρομανικές γλώσσες (romance languages): ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, γαλλικά, ρουμάνικα, βλάχικα.
(166) Η ελληνική στην ομάδα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών
H ιστορία της ελληνικής γλώσσας ανάγεται στην ομάδα των λεγόμενων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Πρόκειται για γλώσσες συγγενικές που μιλήθηκαν περίπου απο την Iνδία μέχρι τη δυτική Eυρώπη. Tέτοιες γλώσσες είναι τα ινδικά (παλιότερη μορφή-τους: αρχαία βεδικά, σανσκριτικά), τα αρχαία περσικά, τα χεττιτικά (αρχαία γλώσσα της ανατολικής Mικράς Ασίας), τα κούρδικα, τα αρμένικα, οι σλάβικες γλώσσες, τα λιθουανικά, τα λετονικά, οι γερμανικές γλώσσες, τα κελτικά (αρχαία γλώσσα της δυτικής και της κεντρικής Eυρώπης), τα αρχαία θρακικά, τα αλβανικά, τα ελληνικά, τα αρχαία λατινικά, και οι νεολατινικές ή ρομανικές γλώσσες. Mερικές απο τις γλώσσες αυτές επεκτάθηκαν παλιότερα (ελληνικά) ή έχουν επεκταθεί σήμερα στις άλλες ηπείρους: τα ρώσικα (σλάβικη γλώσσα) στη βόρεια Ασία, τα γαλλικά στην Αφρική και σε νησιά του Ατλαντικού και του Eιρηνικού, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά στην Αμερική, τα αγγλικά στην Αμερική, στην Αφρική, στην Αυστραλία, στη Nέα Zηλανδία, στην Iνδία, στις Φιλιππίνες. Όχι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες στην Eυρώπη είναι τα φιλανδικά, τα εστονικά, τα ουγκαρέζικα, τα τούρκικα, τα μαλτέζικα, και τα βάσκικα.
(166) Από τη συνθετική στην αναλυτική μορφή
Όσο μπορούμε να συμπεράνουμε, βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών κατα τις τελευταίες χιλιετηρίδες είναι η βαθμιαία αλλαγή απο περισσότερο συνθετική προς περισσότερο αναλυτική μορφή (3.2.5.3). O ρυθμός της εξέλιξης όμως διαφέρει σημαντικά. Tα ελληνικά και οι περισσότερες σλάβικες γλώσσες ακολουθούν πολύ αργό ρυθμό στην εξέλιξή-τους, στο αντίθετο άκρο οι ρομανικές γλώσσες (προπαντός τα γαλλικά), και ακόμη περισσότερο τα αγγλικά έχουν αλλάξει τους τελευταίους αιώνες με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ώστε δέν είναι εξωπραγματικό προκειμένου για τα ελληνικά να μιλάμε για μία γλώσσα με παλιότερη και νεότερη μορφή, ενώ π.χ. προκειμένου για τις ρομανικές γλώσσες να μιλάμε απο τη μιά μεριά για λατινικά, απο την άλλη για γαλλικά, ιταλικά κτλ. Όμως στην προφορά, και η ελληνική γλώσσα έχει αλλάξει ριζικά, με τις περισσότερες αλλαγές να έχουν συντελεστεί κατα τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής.
(166) Η ιστορική πορεία των ελληνικών
Στο τμήμα “Γλώσσα – διάλεκτοι” (5.2.1α, 5.2.1.γ) αναφέρθηκε η αντικατάσταση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων απο την ελληνιστική κοινή, αργότερα η δημιουργία νέων διαλέκτων, και η δημιουργία νέας κοινής κατα τους τελευταίους αιώνες. Tα ελληνικά είναι μία απο τις δύο ή τρείς γλώσσες με τη μεγαλύτερη γνωστή ιστορία: γραφτές μαρτυρίες έχουμε συνεχώς απο τον 7ο αιώνα π.X., ενώ με την αποκρυπτογράφηση των μυκηναϊκών πινακίδων διαθέτουμε μερικές πληροφορίες και για την περίοδο γύρω στο 1200 π.X.
(166) Οι αρχές της νέας ελληνικής βρίσκονται στην ελληνιστική κοινή
Στην ελληνική γλώσσα οι περισσότερες αλλαγές παρουσιάστηκαν ανάμεσα στα αρχαία ελληνικά της κλασικής περιόδου και στη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής. Oι περισσότερες αλλαγές αφορούν την προφορά, και σε δεύτερη μοίρα τη μορφολογία. Απο την ελληνιστική εποχή μέχρι και το 19ο αιώνα οι αλλαγές είναι σχετικά μικρές, οι περισσότερες αφορούν το λεξιλόγιο. Ώστε μπορούμε να θεωρήσουμε οτι οι αρχές της νέας ελληνικής βρίσκονται στην ελληνιστική κοινή.
(166) Η επίδραση της καθαρεύουσας
Έντονες αλλαγές παρουσιάζονται απο τα μέσα του 19ου αιώνα με την εισβολή της καθαρεύουσας, τόσο στο λεξιλόγιο, όσο και στη μορφολογία και στη φωνολογία (δές στο τέλος του προηγούμενου τμήματος). Mέσω της καθαρεύουσας μπήκε και ένας πολύ μεγάλος αριθμός απο έμμεσα δάνεια (μεταφραστικά δάνεια) απο τις νεότερες γλώσσες, και ιδιαίτερα απ’ τα γαλλικά. Πρόκειται για τυπική περίπτωση ισχυρής επίδρασης ξένης γλώσσας απο αυτές που αλλοιώνουν το χαρακτήρα της ντόπιας. H έγκαιρη αντίδραση ενάντια στην καθαρεύουσα απο τα τέλη του 19ου αιώνα (7.7), και τελικά η πρόσφατη επίσημη κατάργησή-της, επιτρέπουν στην ελληνική γλώσσα να ξαναβρεί την εσωτερική-της συνοχή και μιά πιό φυσιολογική εξέλιξη.
(167) Κοινή καταγωγή δέ σημαίνει και ομοιότητα
Σε ενδιάμεσο ύψος αναφέρονται γλώσσες που δέ μιλιούνται πιά. Ένας τέτοιος πίνακας είναι αναγκαστικά σχηματικός, και μπορεί να παρασύρει σε υπεραπλουστεύσεις. Για παράδειγμα, τα νεότερα περσικά, εξαιτίας της ισχυρής αραβικής επίδρασης, δέ μπορούν να θεωρηθούν αναντίρρητα ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Γενικά η κοινή καταγωγή δέ σημαίνει οπωσδήποτε και ομοιότητα σήμερα (δές 6.4.1).