ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Θεωρία & Ιστορία
Περίληψη (2000)
3.2.2 Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως προϊόντος [summary]
Οι γνωσιακές λειτουργίες που περιγράφηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο ακολουθούν μια πορεία επαγωγικού -τρόπον τινά- τύπου, με την έννοια ότι εφαρμόζονται στις προτάσεις του πρωτοτύπου (τη "μικροδομή" σύμφωνα με τον vanDijk), από τις οποίες αποσπώνται πληροφορίες και ανασυντίθενται σ' ένα υψηλότερο επίπεδο (τη "μακροδομή" του πρωτοτύπου, δηλαδή την περίληψη). Η πορεία αυτή, που συνήθως χαρακτηρίζεται ως "bottom-upmodel", δηλαδή 'από κάτω προς τα πάνω', όπου το "κάτω" (ο "βυθός") είναι το πρωτότυπο και το "πάνω" (η "επιφάνεια") είναι οι μετασχηματισμένες πληροφορίες του που θα καταλήξουν στο κείμενο-περίληψη), αποτελεί στην πραγματικότητα μια δομική-μετασχηματιστική (ή "κάθετη" και "οριζόντια", όπως την ονομάσαμε) ανάλυση της μορφής του πρωτοτύπου. Βέβαια, η δομική ανάλυση και ο μετασχηματισμός ενός κειμένου ποτέ δεν μπορούν να γίνουν εν αγνοία του περιεχομένου του. Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι οι γνωσιακές λειτουργίες παράφρασης, πύκνωσης και σχολιασμού της οργάνωσης του αρχικού κειμένου επεμβαίνουν, από τη στιγμή που ξεκινά η ανάγνωση και μέχρι την ολοκλήρωση της περίληψης, όχι τόσο στη δομή του περιεχομένου όσο στη δομή της μορφής του.
Στο κεφάλαιο αυτό θα περιγραφούν οι γνωσιακές λειτουργίες που ακολουθούν την αντίθετη πορεία, την τρόπον τινά παραγωγική. Εφαρμόζονται στο πρωτότυπο ακολουθώντας το λεγόμενο "top-downmodel", δηλαδή 'από πάνω προς τα κάτω' (εδώ "κορυφή" είναι το πρωτότυπο ως ολότητα και "βάση" είναι η περίληψή του ως ολότητα) και αποσκοπούν στην αναπαράσταση της δομής του περιεχομένου. Ούτε η ανάλυση του περιεχομένου ενός κειμένου μπορεί να γίνει εν αγνοία της δομής της μορφής του, γι' αυτό και οι δύο πορείες συναντώνται υποχρεωτικά μέχρι να ολοκληρωθεί το εγχείρημα, που είναι η σύνταξη μιας αποτελεσματικής και αντιπροσωπευτικής του πρωτοτύπου περίληψης.
Τα περισσότερα εγχειρίδια έκθεσης, ακολουθώντας το ιεραρχικό πρότυπο της παραγράφου, προϋποθέτοντας δηλαδή -περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά- ότι τα αποδεικτικού ή στοχαστικού χαρακτήρα κείμενα -τουλάχιστον αυτά- συντάσσονται πάνω σ' ένα καθολικού χαρακτήρα μοντέλο ανάπτυξης μιας απόφανσης, ενός ισχυρισμού (θέμα [topic] ® επαναδιατύπωση του θέματος [restatement] ® αποσαφήνιση του θέματος [illustration], σύμφωνα με το "ταγμημικό [tagmemic] πρότυπο" του K. L. Pike), προτείνουν ένα σχεδόν ρυθμιστικό τρόπο ανασύνθεσης του περιεχομένου ενός κειμένου. Ο τρόπος αυτός υποτίθεται ότι διευκολύνει τους μαθητές στη σύνταξη της περίληψης και ίσως να συμβαίνει αυτό σε περιπτώσεις όπου το παραπάνω πρότυπο μπορεί να εφαρμοστεί στο κείμενο που συνοψίζεται. Όμως, οι επαγγελματίες συγγραφείς ή, γενικά, όσοι γράφουν δημιουργικά δεν δεσμεύονται από τέτοια πρότυπα, όσο κι αν η ανάπτυξη μιας θέσης ή ενός θέματος συνήθως αυτή την καθοδική προς την τεκμηρίωση πορεία ακολουθεί. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου το προγραμματικό σχέδιο ενός κειμένου δεν ανακλάται στη ρητορική δομή του (τη διάρθρωση των μερών του) και όπου μόνο με μια αναδρομική ματιά μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς συνδέονται τα μέρη με την ολότητα του κειμένου, είναι αναγκαία η αναδιευθέτηση του περιεχομένου και όχι η απλή καταλογογράφηση των θεμάτων και των υποθεμάτων με τη σειρά που εμφανίζονται (Shaughnessy 1979). Αφήνουμε κατά μέρος τα λογοτεχνικά ή τα υβριδικά κείμενα (όσα δηλαδή, χωρίς να είναι "καθαρά" λογοτεχνικά, έχουν και αξιώσεις λογοτεχνικότητας) ή τον συνομιλιακό λόγο, όπου το ανωτέρω πρότυπο σπάνια θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Η πίεση της παράδοσης, πάντως, δεν μας επιτρέπει να αγνοήσουμε την "ταγμημική" προσέγγιση της περίληψης σε ό,τι αφορά την απεικόνιση της δομής του περιεχομένου, εφιστούμε όμως την προσοχή στον κίνδυνο της τυποποίησης αυτής της διαδικασίας και παράλληλα επισημαίνουμε ότι, ακόμη κι όταν μια περίληψη ακολουθεί κατά βήμα τη σειρά ανάπτυξης των θεμάτων του πρωτοτύπου, ο συντάκτης της (άρα και ο μαθητής) εμπλέκεται σε αλλεπάλληλες κριτικές επιλογές απαλείφοντας και προκρίνοντας πληροφορίες από το πρωτότυπο.
Ο Werlich (ό.π., 87-89), ακολουθεί το παραπάνω πρότυπο και δίνει με ευσύνοπτο τρόπο τις γνωσιακές λειτουργίες -"βήματα" τις ονομάζει, αντιμετωπίζοντάς τες ως μέρη μιας ενιαίας διαδικασίας - που οδηγούν στη συνοπτική απεικόνιση του περιεχομένου ενός κειμένου αφετηρίας (πρβ. Guth 1965· Shaughnessy 1979· Παναγίδης et al. 1984· Zydatiβ 1989). Είναι η ανάγνωση [reading], η διαίρεση [dividing], η υπογράμμιση [underlining] και ο σχεδιασμός [outlining]. Προηγείται, κατά τον συγγραφέα, η συστηματική ανάλυση των πληροφοριακών μονάδων του αρχικού κειμένου (ανάγνωση / διαίρεση) και ο καθορισμός της θεματικής δομής και των θεματικών προτάσεών του (υπογράμμιση) και εν συνεχεία ακολουθεί η σύνθεση του σχεδιαγράμματος (σχεδιασμός) και η σύνταξη της περίληψης.
Στη συνέχεια προτείνεται μια εφαρμογή της πρότασης του Werlich, η οποία σε γενικές γραμμές ακολουθείται από όλα τα εγχειρίδια που ενδιαφέρονται για τις διδακτικές χρήσεις της περίληψης. Επιλέξαμε δύο δοκιμιακά κείμενα από το βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου: αυτό του Β. Τατάκη, Η φωνή των πατέρων και εκείνο του Ε. Παπανούτσου, Το σχετικό και το απόλυτο . Μεταξύ τους υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: το πρώτο είναι "ορθόδοξο" δοκίμιο μικρής έκτασης, άρα ευσύνοπτο, κι ας έχει τις μικρές του ιδιαιτερότητες, όπως θα δούμε, κι ας μην ακολουθεί δηλαδή το πρότυπο της παραγράφου με τον τρόπο που θα ήθελε μια ρυθμιστική θεωρία της παραγράφου -πράγμα που κατά κανόνα δεν συμβαίνει στον δημιουργικό επαγγελματικό λόγο-, ενώ το δεύτερο είναι ένα δοκίμιο-υβρίδιο ανάμεσα στην αφήγηση και την πειθώ, που δημιουργεί μεγαλύτερες δυσχέρειες στην εφαρμογή της παραπάνω θεωρητικής πρότασης, μ' άλλα λόγια στην ανίχνευση των συγκεκριμένων γνωσιακών λειτουργιών που θα απαιτούνταν να επιτελεστούν για να προκύψει μια περίληψή του.
Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου Η φωνή των πατέρων μας οδηγεί καταρχήν στην αναγνώριση πέντε τυπογραφικών παραγράφων. Αλλά η τυπογραφική παράγραφος δεν είναι απαραίτητα και θεματική παράγραφος. Αυτό σημαίνει ότι μια τυπογραφική παράγραφος μπορεί να περιλαμβάνει την ανάπτυξη δύο θεμάτων [topics] ή, αλλιώτικα, την απόδοση δύο διαφορετικών κατηγορημάτων (ή σχολίων ή νέων πληροφοριών) στο ίδιο υποκείμενο, δηλαδή το θέμα της παραγράφου. Και το φαινόμενο αυτό δεν σπανίζει σε επαγγελματίες συγγραφείς, όταν η αίσθηση οργάνωσης του υλικού που πραγματεύονται τούς οδηγεί στη συμπερίληψη δύο υποθεμάτων κάτω από τη στέγη της ίδιας (τυπογραφικής) παραγράφου. Και για να επιστρέψουμε και πάλι στο κείμενο: στην τέταρτη παράγραφο ("Δεν μπορούμε… την πλούτιζε") διακρίνουμε δύο υποθέματα, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, οπότε ο αριθμός των θεματικών παραγράφων ανεβαίνει στις έξι.
Υποθέτουμε ότι το κείμενό μας δεν απαιτεί αναδιευθέτηση της επιχειρηματολογίας του, κι αυτό γιατί η πορεία της δεν είναι ανορθόδοξη (παρουσίαση της στάσης που ανασκευάζεται ® αντιπαράθεση σ' αυτήν της στάσης που προκρίνεται (=θέση του συγγραφέα) ® αποσαφήνιση του κατηγορήματος της θέσης ® επαναδιατύπωση της θέσης διευρυμένης ® εμπειρικός έλεγχος πάνω σε δεδομένη εθνική ομάδα ® αρνητική αξιολόγηση της στάσης της ® υπόδειξη της δέουσας συμπεριφοράς ® επαναδιατύπωση της αρχικής θέσης). Η αναγνώριση του ιστού της επιχειρηματολογίας συμβαδίζει με την αναγνώριση του προβλήματος που απασχολεί τον συγγραφέα (εδώ πρόκειται για τη στάση που πρέπει να τηρούμε απέναντι στην πνευματική παρακαταθήκη του παρελθόντος), αφού ως γνωστόν κάθε κείμενο επιχειρηματολογίας συγκροτείται γύρω από μια θέση, μια σκοπιά θέασης από την οποία εξετάζεται ένα πρόβλημα, δηλαδή ένα επίμαχο ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί από τουλάχιστον δύο διαφορετικές οπτικές. Βοήθεια στην αναγνώριση του προβλήματος που πραγματεύεται ένα αποδεικτικό κείμενο μπορεί να προσφέρει και η ανάγνωση του τίτλου, ο οποίος όμως συχνά είναι υπαινικτικός, όπως και στο εν λόγω κείμενο, όπου η μεταφορά "φωνή" αναγνωρίζεται μόνον αφού διαβαστεί το κείμενο, όπως και η επέκταση της σημασίας της γενικής "των πατέρων". Η αναγνώριση του προβλήματος και η παρουσίασή του στην αρχή της περίληψης είναι εντελώς απαραίτητη σε περιλήψεις κειμένων με θέση, γιατί έτσι διευκολύνεται η κατανόηση από τον αναγνώστη (της περίληψης) της θέσης που υιοθετεί ο συγγραφέας του πρωτοτύπου.
Προχωρούμε στη συνέχεια σε μια δεύτερη, κατά παραγράφους, κρίσιμη ανάγνωση, που θα μας υποδείξει όχι μόνο το θέμα της κάθε μιας -αδιάφορο αν αυτό είναι ρητά διατυπωμένο ή πρέπει να συναχθεί με μια κίνηση επιδιωκόμενης συναγωγής (βλ. παραπάνω τις "γνωσιακές λειτουργίες παράφρασης"), ή επιλογής / σύνθεσης (βλ. παραπάνω τις "γνωσιακές λειτουργίες πύκνωσης")- αλλά και τις γλωσσικές / γνωσιακές πράξεις που επιτελεί ο συγγραφέας κατά την ανάπτυξη του κάθε υποθέματος. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ένα περίπλοκο και πολυσυζητημένο ζήτημα στην ανάλυση περιεχομένου είναι ο καθορισμός των κειμενικών μονάδων νοήματος (γραμματικών προτάσεων ή λογικών προτάσεων ή σημασιολογικών μονάδων ή θεματικών μονάδων κ.ά.) τις οποίες θα αναγνωρίσουμε σε ένα κείμενο και στις οποίες θα στηρίξουμε την αναπαράσταση του δικτύου των πληροφοριών του (Seidlhofer ό.π. 170-176), ζήτημα που ξεπερνά τις φιλοδοξίες αυτού του κειμένου. Η λύση που προτείναμε πιο πάνω υπονοεί γνωστές λογικές / σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ προτάσεων (αιτιολόγηση, αξιολόγηση, επαγωγικό ή παραγωγικό συναγόμενο κ.ά.), που μαζί με τις προτροπές και τις υποδείξεις -δεν σπανίζουν σε επαγγελματικά δοκίμια- μετατρέπονται σε γλωσσικές πράξεις μέσα στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας και, επιπλέον, μπορούν μεταγλωσσικά να δηλωθούν στην περίληψη.
Έτσι, στην §1 διακρίνουμε: α) την περιγραφή της στάσης των περισσότερων ανθρώπων απέναντι στην παράδοση (επαγωγικό συμπέρασμα) ["Ενοχλεί γενικά… που πέρασαν"], β) την αιτιολόγησή της ["Θέλει … τη δική του συμβολή"], γ) την αρνητική αξιολόγηση της στάσης αυτής ["Μικρόχαρη η στάση αυτή"], δ) την αιτιολόγηση της αρνητικής αξιολόγησης ["περιορίζει τον άνθρωπο … δημιουργεί ιστορία"], που ισοδυναμεί με αναίρεση της τέτοιας στάσης απέναντι στην παράδοση και την υποδήλωση της αντίθετης, και ε) τις προκείμενες ενός παραγωγικού συλλογισμού ["Δημιουργός ιστορίας… γεμάτα και ιστορία"] που οδηγεί σ' ένα μη ρητό αξιολογικό συμπέρασμα, το οποίο όμως αποτελεί τη θέση του συγγραφέα.
Η §2 δεν είναι τίποτε άλλο από μια αποσαφήνιση (σε επίπεδο μεγάλης γενικότητας) της θέσης του συγγραφέα, που διατυπώθηκε στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου, και οικοδομείται πάνω στην αντίθεση των χαρακτηριστικών του ιστορικού γεγονότος, έννοιας που αντικαθιστά εκείνη της ιστορικής συνέχειας. Η παράγραφος είναι δομικά εξαρτημένη από την προηγούμενη, γι' αυτό στην περίληψη μπορεί να εκπροσωπηθεί με δευτερεύουσα πρόταση. Η §3 είναι επαναδιατύπωση ή, καλύτερα, η πρώτη ρητή διατύπωση της κεντρικής θέσης του κειμένου πλαισιωμένη από μια διευκρίνιση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναβιβαστεί (με επιλογή, βλ. "λειτουργίες παράφρασης") στο επίπεδο της μακροδομής.
Η §4 περιλαμβάνει δύο υποθέματα και γι' αυτό ισχυριστήκαμε ότι ουσιαστικά συγκροτείται από δύο θεματικές παραγράφους: αυτήν που περιλαμβάνει τον εμπειρικό έλεγχο και την αρνητική αξιολόγηση της στάσης των Νεοελλήνων απέναντι στην πρόσφατη παράδοσή τους ["Δεν μπορούμε… όσο πρέπει"] και εκείνη που συνοψίζει τις προϋποθέσεις για μια δημιουργική σχέση με την παράδοση ["Είναι γνωστό όμως… και την πλούτιζε"]. Το κείμενο ολοκληρώνεται (§5) με παράφραση της κεντρικής θέσης και με μιαν υπόδειξη που ξαφνιάζει ελαφρά, πάντως μπορεί να συναχθεί από τις προϋποθέσεις της §4 (μελέτη της παράδοσης ®μελετητές της).
Η "αποσυνθετική"/ "ανασυνθετική" ανάγνωση που προηγήθηκε μας επιτρέπει τώρα να προχωρήσουμε στην κατάστρωση ενός σχεδίου που θα συγκροτεί τις γνωσιακές / γλωσσικές πράξεις του συγγραφέα και θα αναπαριστά τη δομή του περιεχομένου του δοκιμίου, αφού όμως παράλληλα ενεργοποιηθούν και οι κατάλληλες λειτουργίες παράφρασης και πύκνωσης του πρωτοτύπου. Θα περιληφθούν οι κύριες ιδέες (ρητές ή υπόρρητες) των θεματικών παραγράφων και όσες από τις υποστηρικτικές ιδέες απαιτούνται για την πιστή απόδοση του περιεχομένου. Όλες οι λεπτομέρειες, δηλαδή όλο το φάσμα των τεκμηρίων, θα παραλειφθούν (πρβ. Tomola 1984). Μπορεί, λοιπόν, να προκύψει ένα θεματικό ή προτασιακό διάγραμμα δύο επιπέδων βάθους σαν αυτό:
1 | Ο άνθρωπος είναι δημιουργός ιστορίας, πράγμα που σημαίνει ότι το παρόν του νοηματοδοτείται και γονιμοποιείται μέσα από την οργανική σύνδεσή του με το παρελθόν
|
2 | Αν η μια όψη των ιστορικών γεγονότων είναι η μοναδικότητά τους, η άλλη τους όψη είναι η σύνδεσή τους με το πριν και το μετά της ιστορικής συνέχειας |
3 | Η ιστορική συνείδηση, δηλαδή η γνώση της παράδοσης ενός πολιτισμού, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργική πορεία των ατόμων και των λαών. |
4 |
|
5 | Η προκοπή βίου είναι αδύνατη χωρίς την ουσιαστική γνώση του παρελθόντος. Σ' αυτό πρέπει να είναι μεγάλη η συμβολή των ανθρώπων που κατεξοχήν μελετούν την παράδοση, των πνευματικών ηγετών κάθε γενιάς |
Στηριζόμενοι στο σχέδιο αυτό και προσθέτοντας δύο ακόμη στοιχεία, το πρόβλημα που απασχολεί τον συγγραφέα (το θέμα του κειμένου) και τις μεταγλωσσικές ενδείξεις της διάρθρωσης του περιεχομένου, προχωρούμε στη σύνταξη του κειμένου της περίληψης, όπως αυτό:
Στο δοκίμιό του σχετικά με τη στάση που οφείλουμε να υιοθετήσουμε απέναντι στο πνευματικό κεφάλαιο του παρελθόντος, ο Β. Τατάκης διαπιστώνει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος αρέσκεται να αυτοπροσδιορίζεται εγωιστικά εν αγνοία της πολιτισμικής του παράδοσης, γεγονός που δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ζει μέσα στην ιστορική συνέχεια, και αντιτείνει ότι το παρόν του ανθρώπου νοηματοδοτείται και γονιμοποιείται μόνο μέσα από την οργανική του σύνδεση με το παρελθόν, αφού η μοναδικότητα του "τώρα" είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με τη συνέχεια που ξεκινά από το "χθες". Έτσι, καταλήγει στην άποψη ότι η ιστορική συνείδηση με τη μορφή της βαθιάς γνώσης της παράδοσης είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη δημιουργική πορεία του σύγχρονου ανθρώπου. Από τη σκοπιά αυτή ελέγχει τη στάση των Νεοελλήνων απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν τους και διαπιστώνει ότι είναι επιπόλαιη, γιατί δεν στηρίζεται στη μελέτη και τη γνώση του. Αυτή είναι, υπογραμμίζει, και η μοναδική οδός για μια γόνιμη μελλοντική πορεία των ανθρώπων και των εθνών, δηλαδή η αναδίφηση του πολιτισμικού παρελθόντος και η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το συνεχίζουμε οργανικά. Στη διαδικασία αυτή, καταλήγει, πολύτιμη θα είναι η συμβολή των πνευματικών ανθρώπων, που έχουν υποχρέωση να μελετούν και να προβάλλουν την αξία της παράδοσης.
Το δεύτερο δοκίμιο που θα εξετάσουμε, Το σχετικό και το απόλυτο του Ε. Παπανούτσου, είναι ένα πολυτυπικό, ειδολογικά ετερογενές κείμενο, που συνδυάζει την αφήγηση με την πειθώ του δοκιμίου, με κυρίαρχη όμως την πειθώ, και την αφήγηση σε ρόλο υπηρέτριας της σχολιαστικής και αποδεικτικής διαδικασίας. Θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το αφηγηματικό μέρος του δοκιμίου, γιατί εκεί δεν μπορεί να εφαρμοστεί το "ταγμημικό" πρότυπο της παραγράφου. Χρειάζεται ένα μοντέλο που θα προβλέπει τη διάταξη των μερών (επεισοδίων) μιας αφήγησης (όχι μυθοπλαστικής απαραίτητα), όπως το μοντέλο των Labov & Waletzky, που υποστηρίζει ότι η δομή μιας οποιασδήποτε αφήγησης περιλαμβάνει τα εξής μέρη: τον προσανατολισμό, την "περιπέτεια", την αξιολόγησή της, τη λύση και την κατάληξη της αφήγησης. Με οδηγό αυτό το μοντέλο μπορούμε να συνοψίσουμε το περιεχόμενο της αφήγησης με την οποία ξεκινά το δοκίμιο, αφού την εντάξουμε στη συνολική του δομή ύστερα από την πρώτη ανάγνωση που θα επιχειρήσουμε.
Ο συγγραφέας καταρχήν προσανατολίζει την αφήγηση δίνοντας τον χώρο, τον χρόνο και την κατάσταση από την οποία εκκινεί η μικρή ιστορία που του έδωσε την αφορμή να γράψει το δοκίμιο, που του πρόσφερε δηλαδή το αντικείμενο του προβληματισμού του. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας αφηγείται φωναχτά στους επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου μια "περιπέτεια" που της συνέβη το προηγούμενο βράδυ (αφήγηση εγκιβωτισμένη στην αφήγηση του συγγραφέα) κι αυτή η "περιπέτειά" της -στο τέλος θα φανεί ότι μπορεί και να μην ήταν- γίνεται και η "περιπέτεια" της αφήγησης του συγγραφέα, από τη στιγμή που πυροδοτεί τις αντιδράσεις των ακροατών της ανατρέποντας την αρχική ισορροπία. Η συνέχεια αποτελεί την ανάπτυξη της ιστορίας, όπου συμπλέκονται τα σχόλια του αφηγητή (αξιολόγηση) με τις παρεμβάσεις των προσώπων της ιστορίας, μέχρι την τελική ανατροπή (λύση), με την οποία ολοκληρώνεται το αφηγηματικό τμήμα του δοκιμίου. Τότε μόνον ο συγγραφέας παρουσιάζει με σαφήνεια το πρόβλημα που τον απασχολεί, ενώ παράλληλα δηλώνει και τη θέση του απέναντι σ' αυτό. Η συνέχεια είναι ενδιαφέρουσα, γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας κωδικοποιεί τις αντιδράσεις των συνομιλητών της πρωταγωνίστριας, στην πραγματικότητα τις ποικίλες στάσεις των ανθρώπων απέναντι στο πρόβλημα της σχετικότητας των ηθικών κρίσεων, προσφέροντάς μας κατ' αυτό τον τρόπο μια σύνοψη της αφήγησής του. Μετά από μια σειρά διευκρινίσεων γύρω από το πρόβλημα και μια μεταβατική παράγραφο, που μας εισάγει στο καθαρά αποδεικτικό μέρος του δοκιμίου, περιγράφονται οι δύο δυνατές μέθοδοι προσέγγισης του προβλήματος (δογματική / σκεπτικιστική), αποσαφηνίζεται περαιτέρω η τελευταία, που αποτελεί και τη στάση την οποία υιοθετεί ο συγγραφέας, και το δοκίμιο τελειώνει με την εφαρμογή της στο συζητούμενο πρόβλημα.
Για λόγους συντομίας θα αποφύγουμε την αναλυτική περιγραφή των βημάτων της δεύτερης ανάγνωσης. Παρακολουθώντας τα επεισόδια της μικρής ιστορίας θα δώσουμε τις εγγραφές εκείνες που θα αποτελέσουν το υλικό της περίληψης, εγγραφές που σημειώνουν τις "κορυφές" της αφήγησης, κατ' αντιστοιχία προς το ιεραρχικό ("ταγμημικό") μοντέλο της παραγράφου, που επιχειρεί να αναδείξει τις "κορυφές" μιας επιχειρηματολογίας. Ακολουθεί ένα διάγραμμα της παραπάνω αφήγησης:
1. | Ένα πρωί μέσα σ' ένα αστικό λεωφορείο μια μεσόκοπη κυρία που κάθεται δίπλα στον εισπράκτορα διηγείται στους λιγοστούς επιβάτες του λεωφορείου την "περιπέτειά" της της προηγούμενης βραδιάς
|
2. | Ο αδιάφορος παρακαθήμενος επιβάτης υποβαθμίζει το γεγονός λέγοντας ότι θα μπορούσαν να ήσαν και χειρότερα τα πράγματα: να ήταν κίβδηλο και το άλλο κέρμα. |
3. | Η κυρία εξάπτεται από την αντιμετώπιση αυτή και αντιτείνει ότι το να χάσεις έστω και λίγα χρήματα από δόλο κάποιου δεν είναι ασήμαντο πράγμα. |
4. | Ένας άλλος συνεπιβάτης, υπερασπιζόμενος την ιδέα της ιδιοκτησίας, υποδεικνύει στην κυρία να καταφύγει αμέσως στην Αστυνομία. |
5. | Ο εισπράκτορας, που μπαίνει στη συζήτηση, επιχειρεί να "αθωώσει" τον οδηγό του ταξί υποθέτοντας ότι θα μπορούσε κι εκείνος να είχε εξαπατηθεί με τον ίδιο τρόπο από άλλον επιβάτη. |
6. | Στην κατεύθυνση της "αθώωσης" κινείται και η παρέμβαση του επόμενου συνομιλητή, που υποθέτει ότι ο οδηγός του ταξί ίσως αντιλήφθηκε την εξαπάτησή του και προτίμησε σιωπηρά να μεταθέσει τη ζημιά του στη μεσόκοπη κυρία. |
7. | Ένας πιο απομακρυσμένος επιβάτης αντιδρά με ζήλο στις απόψεις των δύο προηγούμενων και υπεραμύνεται του νόμου, που πρέπει να τιμωρεί τους κλέφτες, για να μην διαλυθεί η κοινωνία. |
8. | Ο επόμενος ομιλητής ζητά από την κυρία να του δείξει το κίβδηλο νόμισμα, προκειμένου να ικανοποιήσει την περιέργειά του. |
9. | Ο εισπράκτορας, όταν το βλέπει, εκτιμά ότι δεν είναι κίβδηλο, απλώς είναι μικρής αξίας, κάτι που, κατά τη γνώμη του, μειώνει το ύψος της ζημίας. |
10. | Ο τελευταίος ομιλητής, που είναι συλλέκτης νομισμάτων, αναγνωρίζει την αληθινή ταυτότητα του "κίβδηλου" κέρματος, ζητά να το αγοράσει προσφέροντας το ποσό που υποτίθεται ότι έχασε η κυρία, εκείνη δέχεται και η "περιπέτειά" της τελειώνει μ' αυτό τον απροσδόκητο τρόπο. |
Επειδή ο στόχος της αφήγησης είναι η προετοιμασία του στοχαστικού μέρους του δοκιμίου και η καταγραφή των στάσεων απέναντι στο πρόβλημα του σχετικού ή απόλυτου χαρακτήρα των ηθικών κρίσεων, και επειδή τη μερίδα του λέοντος στην αφήγηση δεν καταλαμβάνει η "περιπέτεια" αλλά η αξιολόγησή της με τις αφηγημένες απόψεις των συνεπιβατών της μεσόκοπης κυρίας, μπορούμε στην περίληψη να ομαδοποιήσουμε, με ιδεολογικά κριτήρια, τις αντιδράσεις των δευτεραγωνιστών της ιστορίας ανατρέποντας τη σειρά με την οποία διατυπώνονται, προκειμένου στο μυαλό του αναγνώστη της περίληψης να μείνει η εντύπωση μιας χαρτογράφησης στάσεων που προδιαγράφουν την ανάλυση η οποία ακολουθεί, και όχι η εξέλιξη και οι λεπτομέρειες μιας ασήμαντης κατά τα άλλα ιστορίας. Είναι αυτονόητο ότι από τη σύνοψη της περίληψης δεν θα λείπουν οι μεταγλωσσικές φράσεις που θα σχολιάζουν τις κινήσεις του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ακολουθεί η περίληψη του αφηγηματικού μέρους του δοκιμίου:
Το πρόβλημα που απασχολεί τον Ε. Παπανούτσο στο δοκίμιό του είναι η σχετικότητα ή μη των ηθικών κρίσεων. Προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο στη συστηματική ανάλυση ενός τόσο αμφιλεγόμενου ζητήματος παραθέτει στην αρχή μια μικρή ιστορία, την οποία διηγείται στους λιγοστούς επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου μια κυρία οργισμένη: έπεσε, λέει, το προηγούμενο βράδυ θύμα του δόλου ενός οδηγού ταξί, ο οποίος της έδωσε για ρέστα δύο κέρματα και το ένα από αυτά ήταν κάλπικο. Από τους συνομιλητές της ένας υποβαθμίζει το συμβάν και ειρωνεύεται την οργή της, δύο άλλοι επιχειρούν να βρουν ελαφρυντικά υπέρ του οδηγού (ότι μπορεί κι ο ίδιος να είχε πέσει θύμα εξαπάτησης), ενώ εκφράζονται και απόψεις που δικαιώνουν την οργή της κυρίας: η μία υπεραμύνεται της ιδιοκτησίας και της ανάγκης να προστατεύεται από την αστυνομία και η άλλη θυμίζει ότι χωρίς την πάταξη από τον ποινικό νόμο της κλοπής δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία. Η ιστορία αλλάζει τροπή όταν ένας περίεργος επιβάτης ζητά να δει το κίβδηλο νόμισμα, γεγονός που προσελκύει το ενδιαφέρον ενός άλλου επιβάτη, συλλέκτη νομισμάτων. Αυτός αναγνωρίζει την ταυτότητα και την αξία του νομίσματος -τελικά δεν ήταν κάλπικο!-, προσφέρει στην κυρία όσα έχασε σε δραχμές, εκείνη δέχεται και η ιστορία παίρνει τέλος μ' αυτό τον απροσδόκητο τρόπο.