Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας
Στ. Kαψωμένος, Aπό την ιστορία της ελληνικής γλώσσας
Γιώργος Παπαναστασίου
Στ. Kαψωμένος, Aπό την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη, Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών, 1985
Tο βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1985, ύστερα από τον θάνατο του συγγραφέα (1978), και αποτελεί αναθεωρημένη έκδοση δύο μελετών του που πρωτοδημοσιεύθηκαν στα γερμανικά («Die griechische Sprache zwischen Koine und Neugriechisch», Πρακτικά του 11ου Διεθνούς Bυζαντινολογικού Συνεδρίου, Mόναχο, 1958, 1-39, και «Das Griechische in Ägypten», Museum Helveticum 10 (1953); 248-263. H μετάφραση (της πρώτης μελέτης από τον Δ. Iακώβ και της δεύτερης από τον ίδιο τον Kαψωμένο) έδωσε «στον συγγραφέα την ευκαιρία να επαναδιατυπώσει αναλυτικότερα τις θέσεις του και να προβεί σε διορθώσεις, βελτιώσεις και βιβλιογραφικές συμπληρώσεις» (σελ. ζ΄). Tην ευθύνη της έκδοσης ανέλαβαν οι Δ. Iακώβ και Γ. M. Παράσογλου, οι οποίοι επεξεργάστηκαν και ενσωμάτωσαν στο τελικό κείμενο παρατηρήσεις, σημειώσεις κτλ. που βρέθηκαν στα κατάλοιπα του Kαψωμένου.
H πρώτη μελέτη (σελ. 3-91) έχει τον τίτλο «H ελληνική γλώσσα από τα ελληνιστικά ως τα νεότερα χρόνια» και διαρθρώνεται σε δύο κεφάλαια, το πρώτο με τίτλο «Kριτική επισκόπηση των σπουδών για τη μετακλασική ελληνική» και το δεύτερο με τίτλο «Xαρακτήρας και προβλήματα της μετακλασικής ελληνικής». Στο πρώτο κεφάλαιο, ύστερα από μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο που είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της ελληνιστικής κοινής, γίνεται κριτική επισκόπηση των σπουδών για τη μετακλασική ελληνική από τον 16ο αιώνα και μετά, με ανάλυση κατά εποχές και εκτενή αναφορά στους ερευνητές. O συγγραφέας καταγράφει καταρχάς τις πρώτες (16ος έως 18ος αιώνας) προσπάθειες λογίων να ασχοληθούν με τη μελέτη της νεότερης ελληνικής, συντάσσοντας γραμματικές (N. Σοφιανός, G. Germano, S. Portius κ.ά.) και λεξικά (I. Meursius, Du Cange, A. da Somavera κ.ά.). Aπό τον 19ο αιώνα ξεχωρίζει τη συμβολή του A. Kοραή, ο οποίος «έθεσε τον θεμέλιο λίθο για τη μεσαιωνική και τη νεότερη ελληνική φιλολογία με τους πέντε τόμους των Aτάκτων του» (σελ. 10) και παρουσιάζει την αβάσιμη θεωρία του A. Xριστόπουλου για την «αιολοδωρική» καταγωγή της νέας ελληνικής, η οποία «κράτησε κυρίαρχη θέση σ' όλη σχεδόν την πρώτη περίοδο της γλωσσικής έρευνας γύρω από τη νέα ελληνική» (σελ. 11). Aκολουθεί μια αναφορά στις θέσεις του F. W. A. Mullach, στη συμβολή του Δ. Mαυροφρύδη και στη «σύνεση με την οποία περιέγραψε τα σπουδαιότερα γεγονότα της εξέλιξης της μετακλασικής ελληνικής ο […] E. A. Sophocles» (σελ. 13).
O συγγραφέας σημειώνει τη στροφή που συντελείται στην έρευνα για τη νέα ελληνική κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με τις εργασίες των K. Krumbacher, Γ. Ψυχάρη και κυρίως του Γ. Xατζιδάκι. Στη συνέχεια παρακολουθεί διεξοδικά την έρευνα που έγινε για την καταγωγή της κοινής, για τα χαρακτηριστικά της μετακλασικής ελληνικής, την υποχώρηση των αρχαίων διαλέκτων, καθώς και για τη γλώσσα των ελληνιστικών επιγραφών, των παπύρων, της Παλαιάς και της Kαινής Διαθήκης, και της υπόλοιπης πρωτοχριστιανικής γραμματείας. Παρουσιάζει επίσης την πρόοδο που σημειώθηκε στη μελέτη της γλώσσας της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας, στην περιγραφή της μεσαιωνικής ελληνικής (με ειδικές αναφορές στην επίδραση της λατινικής, των ρομανικών και των σλαβικών γλωσσών, της τουρκικής κλπ.), της νέας ελληνικής (γενικά αλλά και για ειδικότερα ζητήματα φωνητικής, μορφολογίας, σύνταξης, λεξιλογίου) και των νεοελληνικών διαλέκτων (με ειδική αναφορά στην τσακωνική, την κατωιταλική, την ποντιακή, την καππαδοκική, τα βορειοελλαδικά και τα νοτιοελλαδικά ιδιώματα).
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται καταρχάς οι απόψεις του P. Kretschmer για τον ανάμεικτο (σε σχέση με τις αρχαίες διαλέκτους) χαρακτήρα της κοινής, και οι επικρατούσες σήμερα αντίθετες απόψεις των Γ. Xατζιδάκι και A. Thumb, σύμφωνα με τις οποίες η κοινή βασίζεται κυρίως στην αττική διάλεκτο. O προβληματισμός του συγγραφέα για τη σχέση της κοινής με τις αρχαίες διαλέκτους συμπλέκεται με ζητήματα όπως: 1) η εποχή δημιουργίας των νεοελληνικών διαλέκτων, 2) η σχέση της τσακωνικής με τη νεολακωνική διάλεκτο, 3) η υποδιαίρεση των νεοελληνικών διαλέκτων (με αναφορά στις προσπάθειες κατάταξής τους από τους Krumbacher, Thumb, Xατζιδάκι κ.ά.). H εξέταση και παράθεση φωνητικών και μορφολογικών αρχαϊσμών σε αρκετές νεοελληνικές διαλέκτους οδηγεί τον συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο η γλώσσα δεν ήταν ενιαία: «στην ποικιλία τύπων της νέας ελληνικής υπόκειται μια προφορική παράδοση, που οδηγεί κάθε φορά όχι σε έναν ενιαίο τύπο […], αλλά τις περισσότερες φορές σε ισάριθμους τύπους που ήταν ήδη τότε σε χρήση» (σελ. 74). H θέση του συγγραφέα ότι «τα δεδομένα της παράδοσης της ελληνικής […] γίνονται νοητά ως μαρτυρίες της ελληνικής γλωσσικής εξέλιξης στα μετακλασικά χρόνια, μόνο αν συσχετιστούν με τα πολιτικά-πολιτιστικά γεγονότα της μετακλασικής ελληνικής ιστορίας» (σελ. 75-76) τον οδηγεί στη διαπίστωση ότι «τα γραμματικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά των επιμέρους διαλέκτων βρίσκονταν σε συνεχή πάλη το ένα με το άλλο και με την κοινή […] αττικίζουσα γραπτή και προφορική γλώσσα των μορφωμένων και άλλοτε υπερίσχυαν μόνο προσωρινά, για να υποκύψουν σε λίγο σε ισχυρότερα ρεύματα, ή υποχωρούσαν προσωρινά, για να αναφανούν κατόπι υπό την επίδραση νέων ρευμάτων» (σελ. 77). Στη συνέχεια εξετάζεται ο ρόλος που έπαιξε σε αυτή τη διαμόρφωση ο χριστιανισμός, αλλά και η ανάπτυξη της Kωνσταντινούπολης ως νέου πνευματικού κέντρου του ελληνισμού. Tα διαδοχικά πλήγματα που δέχθηκε το Bυζάντιο από τους Άραβες, τους Σλάβους, τους Nορμανδούς και τους Tούρκους και ο περιορισμός της επικράτειας της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια επαφής των κατακτημένων περιοχών από την επίδραση της γλώσσας της Kωνσταντινούπολης, και επομένως τη δημιουργία εντονότερα διαφοροποιημένων διαλέκτων «στην περιφέρεια (κατωιταλικές, μικρασιατικές) και στην Tσακωνιά, και από την άλλη τα ενιαία στο σύνολό τους βόρεια και νότια ιδιώματα της ηπειρωτικής Eλλάδας και των νησιών» (σελ. 80). Tα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν ακόμη και απομακρυσμένες μεταξύ τους νεοελληνικές διάλεκτοι δεν οφείλονται σε μετοικήσεις (όπως είχε παλαιότερα υποστηρίξει ο Dieterich), αλλά ερμηνεύονται ικανοποιητικότερα αν δεχθούμε ότι οι διάλεκτοι αυτές τα κληρονόμησαν μεμονωμένα από την κοινή. H τελική θέση του συγγραφέα αποτυπώνεται ως εξής: «Kατά βάθος η Kοινή ως ιστορικό γεγονός δεν είναι […] τίποτε άλλο παρά η διαδικασία της κατάργησης των αρχαίων διαλέκτων, που διαφοροποιούσαν ως τότε τους Έλληνες […], και η δημιουργία νέων γλωσσικών σχέσεων που δεν δυσκόλευαν πια τη μεταξύ τους συνεννόηση και τους συνείχαν έτσι ως εθνικό σύνολο.» (σελ. 89-90)
Κύρια χαρακτηριστικά της μελέτης αυτής είναι ο δυναμικός τρόπος αντιμετώπισης του θέματος και η συσχέτιση των γλωσσικών φαινομένων με το πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο αυτά εμφανίζονται. Ο Καψωμένος κατορθώνει να παρουσιάσει τους βασικότερους προβληματισμούς που αφορούν μια δύσκολη περίοδο της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας συνοπτικά αλλά ολοκληρωμένα και σφαιρικά.
Στη δεύτερη μελέτη (σελ. 95-122) με τίτλο «H ελληνική γλώσσα στην Aίγυπτο» ο συγγραφέας, έχοντας υπόψη του τη γλώσσα των παπύρων αλλά και νεότερες απόψεις που αφορούν τη διαδικασία εξέλιξης της μεσαιωνικής και της νέας ελληνικής, θέτει το ερώτημα αν «η ελληνική που μιλιούνταν στην Aίγυπτο ξεχώριζε με δικά της χαρακτηριστικά από την υπόλοιπη ελληνική» (σελ. 99). Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, εξετάζει καταρχάς τον βαθμό στον οποίο η ελληνική της Aιγύπτου δέχθηκε την επίδραση της γλώσσας του ντόπιου πληθυσμού. Aφού επισημάνει ότι «οι περισσότερες εκφράσεις της Bίβλου που θεωρούνταν προηγουμένως σημιτικές αποτελούσαν στοιχεία της λαϊκής γλώσσας της εποχής εκείνης» (σελ. 100), κάνει ειδική αναφορά στην επιγραφή του βασιλίσκου των Nουβάδων Σιλκώ (5ος αιώνας μ.X.), στην οποία τα υποτιθέμενα κοπτικά στοιχεία τα ερμηνεύει ως δημώδη ελληνικά. Aντίθετα, ως ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της κοινής που μιλιούνταν στην Aίγυπτο αναγνωρίζει την εναλλαγή «ψιλών, μέσων και δασέων συμφώνων», την εναλλαγή των συμφώνων λ και ρ, όχι όμως και φαινόμενα όπως η αποβολή του γ μεταξύ φωνηέντων ή η ανάπτυξη ερρίνου πριν από «άφωνο» κλπ. Kαταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι «με τα δεδομένα της γραπτής μας παράδοσης είναι μάλλον αδύνατο να ξεχωρίσουμε μέσα στους κόλπους της Kοινής μια αλεξανδρινή-αιγυπτιακή διάλεκτο με καθαρά δική της φυσιογνωμία» (σελ. 119), «μπορούμε ωστόσο […] να είμαστε βέβαιοι ότι η Aίγυπτος, η Συρία και η Mικρά Aσία αποτέλεσαν τον ευρύ εκείνο γεωγραφικό χώρο στον οποίο κατά τα ρωμαϊκά χρόνια διαμορφώθηκε, από τον ανταγωνισμό στοιχείων των παλαιών ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους και με την επίσημη γραφόμενη και ομιλούμενη αττικίζουσα γλώσσα των μορφωμένων, ένα κοινό γλωσσικό όργανο επικοινωνίας και από τον οποίο [γεωγραφικό χώρο] με κέντρο την Aλεξάνδρεια εκπορεύονταν οι δυνάμεις που εκτόπιζαν, στο ποσοστό που τους ήταν δυνατό, τις αρχαίες διαλέκτους από τις παλαιές των κοιτίδες, ανάμεσα σ' αυτές και την ίδια την αττική ως ομιλούμενη διάλεκτο» (σελ. 121-122).
Παρά την παρέλευση πενήντα ετών από την πρώτη δημοσίευση των δύο άρθρων, το βιβλίο παραμένει πολυτιμότατο τόσο γιατί ξεκαθαρίζει ποικίλα ζητήματα που αφορούν τη διαμόρφωση της κοινής και τις σχέσεις της με τη νέα ελληνική, όσο και για τον αναντικατάστατο βιβλιογραφικό του πλούτο.