Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας 

Horrocks, G. Greek: a History of the Language and its Speakers. Addison Wesley Publishing Company. 

Γιάννης Βελούδης 

Julián Méndez Dosuna (Universidad de Salamanca), Journal of Greek Linguistics 1: 274-295

Horrocks, G. 1997. Greek: A History of the Language and its Speakers. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Longman

Ο G. Horrocks είναι σήμερα ένας από τους πιο διακεκριμένους γλωσσολόγους της ελληνικής. Ενώ οι περισσότεροι συνάδελφοί του εξειδικεύονται στην αρχαία ή στη νέα ελληνική, η δική του ερευνητική δραστηριότητα, που εστιάζει κυρίως σε ζητήματα σύνταξης, καλύπτει μια εντυπωσιακά ευρεία χρονική κλίμακα από τις πρωιμότερες μαρτυρίες της ελληνικής, τις πινακίδες της μυκηναϊκής και τη διάλεκτο του Ομήρου, μέχρι τη γλώσσα της σύγχρονης εποχής. Ο υποφαινόμενος πρέπει να ομολογήσει την αδυναμία του για το άρθρο του Horrocks (1995), ένα μικρό διαμάντι που πραγματεύεται τη διεπίδραση όψης και τροπικότητας στην ιστορία της ελληνικής. Το βιβλίο Greek: A History of the Language and its Speakers ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του αναγνώστη.

Το βιβλίο αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Ι. Αρχαία ελληνική: από τις Μυκήνες στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (1-127)· ΙΙ. Βυζάντιο: από τον Κωνσταντίνο Α΄ στον Μωάμεθ τον Πορθητή (129-290)· ΙΙΙ. Νέα ελληνική: από την οθωμανική αυτοκρατορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (291-365). Κάθε ενότητα αποτελείται από αρκετά κεφάλαια που παρέχουν στον αναγνώστη διαφορετικές όψεις της «εξωτερικής» ιστορίας (δηλαδή της ιστορίας των ομιλητών) και τον αντίκτυπό της στην «εσωτερική» ιστορία (δηλαδή την ιστορία της γλώσσας). Αν και το βιβλίο δεν προορίζεται για να διαβαστεί ως ιστορική γραμματική, ο συγγραφέας πετυχαίνει να απεικονίσει με διεξοδικό τρόπο τις βασικές φωνολογικές, μορφολογικές και συντακτικές εξελίξεις της κάθε περιόδου. Καλωσορίζουμε ιδιαίτερα την παράθεση ενός προσεκτικά επιλεγμένου δείγματος κειμένου που είναι αντιπροσωπευτικό για την κάθε περίοδο και τα οποία συνοδεύονται από φωνητική μεταγραφή με κατά λέξη ερμηνεία καθώς και αγγλική μετάφραση. Τα κείμενα και οι μεμονωμένες ελληνικές λέξεις που παρατίθενται στις ενότητες Ι και ΙΙ τονίζονται σύμφωνα με τους κανόνες της παραδοσιακής ορθογραφίας. Το μονοτονικό σύστημα χρησιμοποιείται σε όλη την τρίτη ενότητα (ακόμη και σε κείμενα που είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα!).

Το όμορφο μωσαϊκό με τον Ιησού από την Αγία Σοφία στο εξώφυλλο της χαρτόδετης έκδοσης αποτελεί σαφή υπαινιγμό ότι -προς μεγάλη απογοήτευση πολλών κλασικών φιλολόγων- η αρχαία ελληνική δεν αποτελεί τον ομφαλό του βιβλίου του Horrocks. Παρ' όλα αυτά πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι ο συγγραφέας κατορθώνει στις 127 σελίδες του να παράσχει περισσότερες και ακριβέστερες πληροφορίες για τα βασικά ζητήματα της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής (τις αρχαίες διαλέκτους, τη μετεωρική άνοδο της «μεγάλης αττικής» και την επακόλουθη μετεξέλιξή της σε Κοινή κλπ.) από κάποιες εκτενέστερες μονογραφίες που έχουν ως αντικείμενο αποκλειστικά την αρχαία ελληνική.

Ο συγγραφέας θέτει και πολλά άλλα ζητήματα: τις επιδράσεις ξένων γλωσσών στην ελληνική (της λατινικής στην αρχαία περίοδο, των λατινογενών γλωσσών στον Μεσαίωνα και της τουρκικής στη μεταβυζαντινή περίοδο), τη Βαλκανική Γλωσσική Ένωση [Sprachbund], την άνοδο και πτώση των σύγχρονων καθομιλουμένων. Το θέμα όμως που επανέρχεται διαμορφώνοντας το στίγμα του βιβλίου είναι η διγλωσσία και ο μακρόχρονος ανταγωνισμός μεταξύ της λόγιας αρχαΐζουσας γραπτής μορφής (ή μορφών) της ελληνικής και της προφορικής μορφής που εξελίχθηκε πιο φυσικά: Κοινή έναντι τοπικών διαλέκτων στην αρχαιότητα, λογοτεχνική έναντι δημώδους ελληνικής στο Βυζάντιο, καθαρεύουσα έναντι δημοτικής στην ανεξάρτητη Ελλάδα. Η άποψη του Horrocks για τη διγλωσσία και το «γλωσσικό ζήτημα» κατατίθεται με την αφέλεια και τα χαρακτηριστικά αναχρονιστικά μέσα προηγούμενων αναλύσεων. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται το βυζαντινό μεσαίο και υψηλό ύφος ως αντανακλαστικό μιας διαρκώς εξελισσόμενης παράδοσης περισσότερο παρά ως προϊόν ενός περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένου αρχαϊσμού. Παρόλο που ο συγγραφέας παίρνει σαφώς το μέρος των δημοτικιστών, μελετά τη διγλωσσία στο πολιτισμικό και ιστορικό της πλαίσιο προσπαθώντας να εντοπίσει τους λόγους -κάποιοι είναι εύλογοι και κάποιοι ολοφάνερα ψευδείς- που οδήγησαν στην καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα μέχρι την οριστική κατάργησή της με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Με την αποδοχή της πρότυπης (κοινής) νέας ελληνικής, μιας ποικιλίας της δημοτικής που έχει μπολιαστεί με στοιχεία της καθαρεύουσας, συναντάμε για πρώτη φορά μετά την ελληνιστική περίοδο μια «υπερκείμενη μορφή της ελληνικής … η οποία προσφέρει μια γκάμα από επίπεδα ύφους κατάλληλα για κάθε προφορικό ή γραπτό σκοπό» (365). Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης ένα σύντομο πρόλογο (xv-xvii), έναν οδηγό ελληνικής ορθογραφίας και προφοράς (xix-xxi), έναν κατάλογο βιβλιογραφικών αναφορών (366-380) και ένα χρήσιμο ευρετήριο θεμάτων (381-393).

Η σύντομη αυτή περίληψη δεν αποδίδει βέβαια την αξία του βιβλίου του Horrocks. Tο βιβλίο του είναι εξαιρετικά καλογραμμένο. Τα θέματα παρουσιάζονται με ευθύτητα, ειλικρίνεια και οίστρο, όχι όμως φλυαρία. Υπάρχουν ελάχιστα δείγματα γλωσσολογικής ορολογίας. Ο συγγραφέας μένει πάντα προσηλωμένος στα δεδομένα. Δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς πως περιγράφει π.χ. με εύληπτο τρόπο τις περίπλοκες αναλογικές εξελίξεις στη μορφολογία των ρημάτων κατά τον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα τη σύντομη βυζαντινή ιστορία του που διαβάζεται σαν ιστορία τρόμου. Ο Horrocks έχει συμβουλευτεί μια τεράστια βιβλιογραφία (μεγάλο μέρος της οποίας είναι ξενόγλωσσο). Τέλος, η εκτύπωση του βιβλίου είναι άψογη.

Η κριτική που ακολουθεί θα πρέπει να θεωρηθεί ένδειξη του σεβασμού μου για το επίτευγμα του Horrocks. Tα περισσότερα σχόλιά μου αφορούν ζητήματα φωνολογίας. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, για κάθε ελληνική λέξη που παραθέτει δίνει μια φωνητική μεταγραφή της προφοράς που πιστεύει ότι ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή σε μια δεδομένη διάλεκτο ή σε κάποιο συγκεκριμένο ύφος. Η απόφαση αυτή είναι ταυτόχρονα έντιμη και παρακινδυνευμένη, καθώς πολλές λεπτομέρειες για την προφορά της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής είναι ακόμη υπό διερεύνηση και συζήτηση. Οι περισσότερες από τις ανακρίβειες που παρατηρούνται μπορούν εύκολα να επανορθωθούν στην επόμενη έκδοση.[1]

O Horrocks πέφτει περιστασιακά στις παγίδες που στήνει η συμβατική ορθογραφία. Έτσι, σε αρχαία κείμενα όπου προϋποτίθεται μουσικός τονισμός, ο συγγραφέας μεταγράφει συνήθως τις γραμματικές λέξεις όπως άρθρα, αναφορικά, προθέσεις και συνδέσμους τονισμένες σύμφωνα με την παραδοσιακή πρακτική: π.χ. κατὰ τὸν νὸμον [katà tòn nόmon](38), ὅπως μὴ φανῶσιν [hόpoːs mèː phanôːsin] (44), ἐκτενῆ καὶ φιλικήν [ektenêː kaì philikéːn] (θηλ.εν.) (47), ἅ φρονείς [hà phronîːs] (54-55), κλπ. Ωστόσο, αν κρίνουμε από τα στοιχεία που έχουμε από τις ομιλούμενες γλώσσες, οι γραμματικές αυτές λέξεις -ή τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές- θα πρέπει να ήταν προκλιτικές και στην αρχαία ελληνική. Η διαίσθηση αυτή ενισχύεται και από μερικά εσωτερικά στοιχεία:

  • α. Μερικές λέξεις που ανήκουν στην κατηγορία αυτή (όλες μονοσύλλαβες) δεν τονίζονται: τα άρθρα [ho],ἡ,[hε:] οἱ [hoi] αἱ [hai] (σε αντίθεση με τα τονιζόμενα τό[to],τά[ta], τόν[ton],τήν[tεːn] κλπ.), οι προθέσεις εἰς [eːs] (και ἐς[es]), ἐν[en], ἐξ[eks] (και ἐκ [ek] πριν από σύμφωνο), και ὡς [hɔːs] (σε αντίθεση με τα «τονιζόμενα» ξύν/σύν[(k)syn], πρός[pros], πρό[pro], ἀνά[ana], ἀπό[apo] κλπ.), το αρνητικό οὐ(κ) [oːk] (σε αντίθεση με το μή[mέː]) και οι σύνδεσμοι εἰ [eː], ὡς [hɔːs], (σε αντίθεση με τα ἐάν[ean] / ἄν[an], ὅτι[hoti], ὅτε [hote], ὅπως[hopɔːs], ἕως [he̯ɔːs], κλπ.). Ο κανόνας που ισχύει σήμερα, ο οποίος, καθιερώθηκε μεταγενέστερα πιθανόν από τον Θεόδωρο από την Αλεξάνδρεια, (5ος αι. μ.Χ.) είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητός. Οι τόνοι -ή μάλλον η απουσία των τόνων- λειτουργούν ως διακριτικά για να διακρίνουν μονοσυλλαβικά ομόφωνα που αρχίζουν με φωνήεν (και συνεπώς με πνεύμα που δηλώνει την αρχή μιας νέας λέξης): 'άρθρο-ον.εν.θηλ.' έναντι του 'η οποία-ον.εν.θηλ.' (βλ. επίσης 'η οποία-δοτ.εν.θηλ.' και (διαζευκτικό)· οἱ 'άρθρο-ον.πλ.αρσ.' έναντι του οἵ 'ο οποίος-ον.πλ.αρσ.' και οἷ 'προς', 'αυτός-δοτ.εν.-έμμ.αυτ.'˙ αἱ 'άρθρο-ον.πλ.θηλ.' έναντι αἵ 'ο οποίος-ον.πλ.θηλ.'˙ εἰ 'αν' έναντι του εἶ 'εἰμί-2ο πρ.εν.' ή 'εἶμι-.2ο πρ.εν.'˙ ὡς 'προς' (πρόθεση) και 'όπως, ότι' (σύνδεσμος) έναντι του ὥς 'έτσι' (επίρρημα, ορθοτονικό). Ας σημειώσουμε επίσης το εἰς 'σε' έναντι του εἷς 'ένας-ον.εν.αρσ.' (βλ. επίσης εἴς ή εἶς 'εἰμί-2ο εν.' στον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Ηρόδοτο κλπ.), ἐν 'σε' έναντι του ἕν 'ένας-ον./αιτ.εν.ουδ.', ἐξ 'από' έναντι ἕξ 'έξι', οὐ'όχι/μη' έναντι του οὗ 'ο οποίος-γεν.εν.αρσ.', 'όπου'. Αυτό δείχνει ότι την εποχή που καθιερώθηκε ο κανόνας, το h- δεν προφερόταν πια: [en], [eks], [u]. Για λόγους ορθογραφικής συνοχής η απουσία τόνου στα εἰς, ἐξ και οὐ γενικεύτηκε στις παραλλαγές τους ἐς, ἐκ, οὐκ, οὐχ.
  • β. Oι προθέσεις συνήθως συνδυάζονται με τονιζόμενες αντωνυμίες (π.χ. εἰς ἐμέ [eːs emé], πρὸς ἐμέ [pros emé]). Η μικρότερη συχνότητα συνδυασμών όπως εἴς με [éːs me], πρός με [prόs me] με εγκλιτική αντωνυμία και τονιζόμενη πρόθεση δείχνει σαφώς ότι εναλλασσόταν με το τυπικό σχήμα επιτόνησης προθετικών φράσεων όπως εἰς θεούς [eːs theόːs], πρὸς βορέαν [pros boréan]. Στην κοινή νέα ελληνική οι προθέσεις, πάντα προκλιτικές, συνδυάζονται αποκλειστικά με ορθοτονικές προσωπικές αντωνυμίες: από μένα [apo ˈmena], απ' αυτόν [ap afˈton] και όχι *από με *[aˈpo me], *από τον *[aˈpo ton].
  • γ. O προκλιτικός χαρακτήρας των προθέσεων συνάδει επίσης με την τάση τους να υφίστανται αποκοπή του τελικού φωνήεντος: π.χ. *προσί (βλ. ομηρικό προτί) > αττ.-ιων. πρός, ομηρ. πὰρ (= παρὰ) ποταμόν, κὰπ (= κατὰ) πεδίον κλπ.· βλ. επίσης το νεοελληνικό απ' τον κύριο [ap toŋ ˈgirjo].
  • δ. Ως κανόνας, οι ακολουθίες [aːo], [aːoː] έμειναν ασυναίρετες στη βοιωτική. Ωστόσο, η συναίρεση που εφαρμοζόταν κανονικά στη γενική πληθυντικού των θηλυκών άρθρων τᾶν (βλ. τᾶν Mωσάων [taːn mɔsáːɔːn] αττ. τῶν Μουσῶν) καθώς και στον σύνδεσμο ἇς [aːs] (<*ἇος = αττ. ἕως). Αυτό είναι ενδεικτικό για την πρόκλιση τη στιγμή που, από την άλλη, τονισμένα λεξικά δισύλλαβα είναι γνωστό ότι αντιστέκονται στη συναίρεση: αττ. θεός [theόs] έναντι του ἐνθουσιάζειν[enthoːsiázdeːn] 'κατέχομαι από έναν θεό'.
  • ε. Σε κάποιες αρχαϊκές επιγραφές όπου χρησιμοποιούνται ενδιάμεσες στιγμές για τον χωρισμό των λέξεων, η στίξη λειτουργεί αναμφίβολα σε επίπεδο φωνολογικής λέξης, δηλαδή η κύρια λέξη + τα γραμματικά κλιτικά που τη συνοδεύουν (Morpurgo Davies 1987· Devine & Stephens 1994, 326-329). Έτσι στις κατάρες από την Τέω (Dirae Teiae, DGE 710· περίπου. 475-450 π.X.): · ἐπὶ Τηΐοισιν · τὸ ξυνὸν · ἤ ἐπ' ἰδιώτηι [epi tεːíoisin to ksynòn eː ep idiɔ́ːtεːi] (a 2). Η ίδια αρχή ισχύει συνήθως για τον χωρισμό των λέξεων στις επιγραφές σε κυπριακό συλλαβάριο (π.χ. ICS 217· Ιδάλιον, περ. 475 π.Χ.): ka-se-ap-o-to-li-se (κὰς ἁ πτόλις) [kas (h)aː ptόlis] 'και η πόλη'. Για περαιτέρω επιχειρήματα όσον αφορά τα προκλιτικά βλ. Devine & Stevens (1994: 358-361).

Στη μεταγραφή κειμένων της ύστερης αρχαιότητας, ο Horrocks -αρκετά σωστά- απαλλάσσει από τον τόνο τις λέξεις που συζητώνται, όμως μόνο αν είναι μονοσύλλαβες: π.χ. πρὸς τὸν θεόν [pros to(n) the'o(n)] (sic) (94). Αντίστροφα, οι δισύλλαβες προθέσεις και οι σύνδεσμοι παραμένουν τονισμένοι: π.χ. ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ πράγματος [i'per aɸ'tu tu 'praɣmatos] 'όσον αφορά το θέμα αυτό' (93), περὶ τοῦ φωτός [pe'ri tu pho'tos] 'όσον αφορά το φως' (94), μετὰ χρόνον τινά [me'ta 'khronon dina] 'μετά από λίγο' (96), ἀλλὰ χάριν εἰδέναι [al'la 'kharin iː'denai] 'αλλά χάρη σε' (94), οὐχ [ἤλπ]ιζον ὅτι ἀναβένις (= ἀναβαίνεις) [ukh 'ilpizon 'oti ana'venis] 'δεν περίμενα ότι ανεβαίνεις' (120), εἵνα (= ἵνα) ἐνπίρως (= ἐμπείρως) κοπῇ ['ina em'biros ko'pi] 'έτσι ώστε (τα δέντρα) να κοπούν με δεξιοτεχνία' (114) κλπ.

Ο ίδιος κανόνας υιοθετείται και για τα βυζαντινά κείμενα: βλ. ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον [i'po 'tuton toŋ 'xronon] 'περίπου αυτόν τον καιρό' (170), ἀμφὶ τῇμετάξῃ [am'fi ti me'taksi] 'όσον αφορά το μετάξι' (170), μετὰ γραμμάτων [me'ta ɣra'maton] 'με γράμματα' (184), ὥσπερ αὐτῶν ['osper af'ton] 'σαν αυτών' (173), διότι ἐκεῖσε [ði'oti e'kise] 'διότι εκεί' (195), καθὼς καὶ ὁ θεῖος αὐτοῦ [ka'θos ke o 'θios a'tu] 'όπως και ο θείος του' (198), ἀλλὰ πάντες οἱ κόμητες [a'la 'pantes i 'komites] 'αλλά όλοι οι κόμηδες' (198), ἵνα φυλάττῃ ['ina fi'lati] 'για να φυλάει' (198), ἐπει ὁ μὲν ἀριθμός [e'pi o men ari'θmos] 'επειδή βέβαια ο αριθμός' (200), ἀφοῦ δὲ γέγονα [a'fu ðe 'jeɣona] 'όταν έγινα' (267) κλπ. Ο τόνος του μονοσύλλαβου νά στο ὀδύνη νὰ μὲ σφάζῃ[o'ðini 'na me 'sfazi] 'να με σφάζει ο πόνος μου' (282) δεν οφείλεται μάλλον σε πρόθεση, καθώς στις άλλες περιπτώσεις το νά μεταγράφεται σταθερά χωρίς τόνο.

Στην ενότητα για τη νέα ελληνική μεταγραφές όπως κατά νουν [ka'ta nun], αλλά μη χρω παντελώς αυταίς [a'la mi xro pande'los af'tes] 'αλλά μη τις χρησιμοποιείς όλες', άπαξ ή δις εχρήσαντο ['apaks i ðis e'xrisando] 'τα χρησιμοποίησαν μια ή δύο φορές' (325) αντιστοιχούν απόλυτα στις συμβάσεις του μονοτονικού (οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται), δεν αντιπροσωπεύουν ωστόσο τον πραγματικό τονισμό: [kata 'nun], [ala 'mi 'xro pande'los af'tes], ['apaks i 'ðis e'xrisando]. Βλ. επίσης λεβέντη, πού παγαίνεις; [le'vendi pu pa'jenis] (319) αντί του [le'vendi 'pu pa'jenis] με τονισμένο το ερωτηματικό πού.

O Horrocks (208-209) υιοθετεί τον γενικά αποδεκτό κανόνα της «μετακίνησης του τόνου στην τελευταία συλλαβή» (ή ακριβέστερα, της απώλειας του πραγματικού λεξικού τόνου και της απόκτησης ενός δευτερεύοντος «φραστικού τόνου»)» στα ἵνα, ὅπως, ὅπου. Η δικαιολόγηση για τη συγκεκριμένη μετακίνηση τόνου είναι η απώλεια του άτονου αρχικού φωνήεντος της νέας ελληνικής να, πως, που: έτσι το ἵνα 'το μάθω['ina to 'maθo] > ἱνά 'το μάθω [i'na to 'maθo] > να το μάθω. Ωστόσο η αποδοχή του γεγονότος ότι οι γραμματικές λέξεις δεν τονίζονταν καθιστά μη αναγκαίο έναν τέτοιο από μηχανής θεό: [ina to 'maθo] > [na to 'maθo]. Η ίδια ερμηνεία ισχύει επίσης για τη μετακίνηση τόνου στις προθέσεις της αρχαίας ελληνικής όπως π.χ. παρά. Ο αρχικός παροξύτονος τονισμός πάρα διατηρείται στην τμήση (1α), στην αναστροφή (1β) και στις συντάξεις υπαρκτικού χαρακτήρα όπου απουσιάζει το ρήμα (1γ). Το οξύτονο παρά (που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα) προέκυψε από έγκλιση στον συνεχή λόγο (1δ).

(1)

  • α. πάρα γὰρ θεοί εἰσι καὶ ἡμῖν

    pára gar theoí eːsi kai hεmíːn
    κοντά γιατί θεοί είναι-3ο πλ. και εμείς-δοτ.
    «γιατί οι θεοί είναι και με το μέρος μας» (Ιλ. 3.440)

  • β. ἥ δ' ἐς νῆας ἵκανε θεοῦ πάρα

hὲːd es nέːas híkane theóː pára
αυτή και μέσα πλοίο-αιτ.πλ. έρχομαι-3ο πλ.παρ. θεός-γεν.εν. κοντά
«και ήρθε στα πλοία σταλμένη από τον θεό» (Ιλ. 19.3)

  • γ. τῷ δ' αἰεί πάρα εἷς γε θεῶν

    tɔ́ːi d aieì pára hêːs ge theɔ́ːn
    αυτός-δοτ. πάντα κοντά ένας εμφ. θεός-γεν.πληθ.
    «και κάποιος από τους θεούς στεκόταν πάντοτε δίπλα του»

  • δ. παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ

    pará te klisíεːi kai nεːì melaínεːi
    κοντά και σκηνή-δοτ.εν. πλοίο- δοτ.εν. μαύρος- δοτ.εν.θηλ.
    «κοντά στη σκηνή και στα μαύρα πλοία» (Ιλ. 1.329)

Μια παρόμοια «μετακίνηση τόνου» απαντά στη λέξη ἄλλα [álla] > αρχ. ελλ. ἀλλά [alla] 'όμως' (δίνεται το οξύτονο [allá] ως παράδειγμα). Βλ. το ύστερο λατινικό per hoc [per 'ɔ c] 'για τον λόγο αυτόν' > ιταλ. però [per'ɔ] > ισπ. pero [pero] 'αλλά' (το παροξύτονο ['pero] όταν παρατίθεται μεμονωμένο και αναλεξικοποιείται ως ουσιαστικό με τη σημασία της αντίρρησης· βλ. τις εκφράσεις της αγγλικής no ifs, ands, or buts 'δεν δέχομαι αν, και, αλλά = δεν δέχομαι δισταγμούς/αντιρρήσεις'). Ας σημειωθεί επίσης το αρχαίο ελληνικό ὁποῖος [hopoίos] 'οποιουδήποτε είδους' > νέο ελληνικό ['opjos] 'οποιοσδήποτε' (καθώς και το προκλιτικό [opjos]): π.χ. ας το φάει όποιος θέλει [as to 'fai opjos 'θeli] και το πιο εμφατικό [as to 'fai 'opjos 'θeli] όποιος θέλει ας το φάει. Η μετακίνηση τόνου στο όποιος συνήθως αποδίδεται στην επίδραση των όπου ['opu], όπως ['opos], όταν ['otan] (αρχ. ελλ. ὅπου[hόpoː], ὅπως[hόpɔːs], ὅταν[hόtan]). Aς σημειωθεί επίσης το νέο ελληνικό όποτε ['opote] εν αντιθέσει με το αρχαίο ελληνικό παροξύτονο ὁπότε [hopόte] και το ν.ε. οπότε [o'pote]). Ωστόσο οι εν λόγω λέξεις μπορούν να είναι προκλιτικές στον συνεχή λόγο.

Οι κανόνες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στον συλλαβισμό -και τους οποίους έμμεσα μπορεί να συναγάγει κανείς από τη θέση του τόνου στις φωνητικές του μεταγραφές- εξαρτώνται επίσης κατά μεγάλο βαθμό από την ορθογραφία. Έτσι τα ταυτοσυλλαβικά συμπλέγματα [f]/[v] + υγρό συνήθως αντιστοιχούν στις ορθογραφίες φρ, φλ/βρ, βλ όπως στους τύπους ἐτυφλώθην [ety'floθin] (186), εὐκαταφρόνητα [efkata'fronita] (195), ὁ Μυροβλύτης [o miro'vlitis] (203)· εξαίρεση αποτελεί ο τύπος παρευρέθης [pare'vreθis] (195). Αντίστροφα, το [vr] μεταγράφεται ως ετεροσυλλαβικό στο Λαυρέντιος [lav'rendios] (193), εὐρύς [ev'ris] (222). Από ορθογραφική άποψη, τα αυ [av/af] και ευ [ev/ef] συμπεριφέρονται ως αδιάσπαστες μονάδες, δηλαδή σαν να εξακολουθούν να είναι δίφθογγοι. Για παρόμοιους λόγους το σύμπλεγμα [ft] είναι ετεροσυλλαβικό στο αὐτός [af'tos] (214 και αλλού), αλλά ταυτοσυλλαβικό στον τύπο λεφτά [le'fta] (215).

Τα κριτήρια των μεταγραφών δεν είναι πάντα συνεπή. Στα σύγχρονα κείμενα το αλλόφωνο του /x/ πριν από μπροστινά φωνήεντα μεταγράφεται με το ιδιαίτερο σύμβολο του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου [ç]: π.χ. ψυχή [psi'çi], σχήμα ['sçima] (347)· αλλά το αντίστοιχο κλειστό αναπαριστάται με το σύμβολο [ķ] με ένα διακριτικό που δηλώνει ουρανικότητα: υλικήν [ili'ķin], κατασκευασμένον [katasķevaz'menon] (347), και [ķe] (347), ή -από απροσεξία;- ως [k] στη σελίδα 355: βλ. δοτικῆς [doti'kis], ελληνική [ellini'ki] (sic), κοινόν [ki'non], και [ke]. Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ουράνωση αποσιωπάται στα συμπλέγματα k + j: και από [kj apo], γλυκειά [γli'kja] (349) με εξαίρεση το και αν δώσει [ķj an 'ðosi] (331). Αυτό δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, τη στιγμή που το j, το περιβάλλον που είναι υπεύθυνο για την ουράνωση, τείνει να απορροφάται από το ουρανικοποιημένο σύμφωνο: γλυκειά [γli'ca], βράχια ['vraça]. Θα περίμενε κανείς λόγω συνέπειας είτε «ευρείες» μεταγραφές των «υποκείμενων φωνημάτων» /x/, /k/ είτε «στενές» μεταγραφές «επιφάνειας» [ķ], [x̦] ή [c], [ç], όχι όμως ένα μεικτό σύστημα.

Στην ίδια γραμμή, ο συγγραφέας μεταγράφει τα συμπλέγματα l + j ως [ʎ]: τα μαλλιά [ta ma'ʎa] (320), στην σπηληάν [sti(n) spi'ʎa(n)] (331), ήλιο ['ilʎo] (349· εξαίρεση αποτελεί η δουλειά [ðu'lja], 354). Ωστόσο τα συμπλέγματα n + j αναπαριστώνται ως [nj]: ο νιος [o 'njos] (318), καταχνιά [katax'nja], σε μαρμαρένι' αλώνι [se marma'renj a'loņi] (το [ņ] αντιπροσωπεύει τη διαλεκτική ουράνωση του /ni/!), αλλά πρβ. φέρνει ['ferni], παγαίνεις [pa'jenis] κλπ., όλα με [ni], στο ίδιο κείμενο) (319), μιά [mnja], ορφάνια [or'fanja], παρανιά [para'nja] 'πολύ νέα' (320), μιάν [m(n)ja(n)], γονηών [γon'jon] (331).

Όσον αφορά τη φωνολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής, ο Horrocks βασίζεται περισσότερο στα έργα των Teodorsson (1974, 1977, 1978) και Gignac (1976). Αποδέχεται την υπόθεση του Teodorsson ότι οι περισσότερες αλλαγές που συνέβαλαν στη «μεγάλη φωνηεντική αλλαγή» στην αττική διάλεκτο είχαν ήδη διαδραματιστεί κατά την κλασική περίοδο στα πιο λαϊκά επίπεδα ύφους. Αυτό είναι πράγματι αρκετά πιθανό. Ωστόσο, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται ότι (105), «πολλά εξαρτώνται από την ερμηνεία των πολύ λίγων εγγράφων που έχουν διασωθεί και περιέχουν τα σχετικά λάθη». Κατά τη γνώμη του υποφαινόμενου τα γραπτά τεκμήρια είναι πολύ σαθρά για να επιβεβαιώσουν τη ριζοσπαστική χρονολόγηση που υιοθετεί ο Teodorsson και ιδιαίτερα οι επίγονοί του. Όπως άλλοι μελετητές, θα προτιμούσα να προσκολληθώ στην πιο «συντηρητική» χρονολόγηση, όπως π.χ. αυτή που προτείνει ο Threatte (1980).

Από την άλλη, η ερμηνεία κάποιων δεδομένων είναι αμφισβητήσιμη. Έτσι για παράδειγμα, ο Horrocks αναφέρει ότι «η συχνή παράλειψη του προφωνηεντικού /i/ [για να μιλήσουμε σωστά, του γράμματος <ι> σε προφωνηεντική θέση] θεωρείται δεδομένο ότι δηλώνει μια λαϊκή και/ή γρήγορη προφορά [j] στη θέση αυτή» (111). Αυτό είναι αρκετά πιθανό σε περιπώσεις όπως κυρά (αντί του κυρία, 4ος αι. μ.Χ.) πιθανώς [ky'ra] (< [ky'rja]) ή τριακόσα (αντί του τριακόσια, 3ος-4ος αι. μ.Χ.) πιθανώς [trja'kosa] (τα παραδείγματα από Gignac 1976, 302-304), που επιβεβαιώνονται από την τύχη του j στα νέα ελληνικά νοικοκυρά [nikoci'ra] (< οἰκοκυρία), τρακόσα (τύπος της καθομιλουμένης αντί του τριακόσια [trja'kosja]). Σε άλλα συμφραζόμενα μάλλον έχουμε να κάνουμε με απλά λάθη. Ο Gignac μας λέει για παράδειγμα ότι η παράλειψη του <ι> είναι ιδιαίτερα συχνή μετά από υγρό ή ένρινο, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τον τρόπο με τον οποίο μια γραφή όπως κονχύλον αντί του κογχύλιον (213 μ.Χ.) θα μπορούσε να αναπαριστά μια συνίζηση ([koŋ'khyljon];) ή την ουράνωση του συμφώνου με την ταυτόχρονη απορρόφηση του j ([koŋ'khyʎon];). Θα μπορούσε ένας ομιλητής της νέας ελληνικής να καταφύγει σε γραφές του τύπου *παλά, *καμά, ή *πανά για να αποτυπώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ουρανικά των λέξεων παλιά [pa'ʎa], καμιά [ka'mɲa] και πανιά [pa'ɲa]; το μινιμαλιστικό απόφθεγμα του Mies van der Rohe «το λιγότερο είναι περισσότερο» εφαρμόζεται ελάχιστα στην αναπαράσταση της τεμαχιακής φωνολογίας. Περιστασιακά, αντίθετα με την πρόταση του Horrocks (290), η ολοκληρωτική ουράνωση των /r/ και /s/ σε [rj] (βλ. ř στην τσεχική, μια τυπολογική σπανιότητα) και [ʃ] δεν αποτελεί αναπόσπαστη προϋπόθεση για την απώλεια του [-j-] που προκύπτει από συνίζηση: τριακόσια [tria'kosia] > [trja'kosja] > τρακόσα [tra'kosa] χωρίς ενδιάμεσο στάδιο *[trja'koʃa].

Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει (112) ένα άλλο απίθανο σενάριο για τη διάδοση της τριβόμενης προφοράς του /d/ (εμπνευσμένο από τον Gignac 1976, 75-76): «η προφορά [ð] που απαντά πρώτα πριν από το [j], δηλαδή το προφωνηεντικό /i/ από τον 1ο αιώνα μ.Χ., έπειτα γενικά πριν από το /i/ από τον 3ο αιώνα και προφανώς σε όλες τις θέσεις από τον 4ο αιώνα κ.ε, εκτός από την περίπτωση όπου προηγούταν ένρινο». Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν αρθρωτικοί ή ακουστικοί λόγοι για τους οποίους το j (ή ένα φωνήεν /i/ στην περίπτωση αυτή) θα έπρεπε να ευνοεί την τριβόμενη προφορά. Η παράλειψη του <ι> π.χ. στην περίπτωση του δακόσια (αντί διακόσια) δεν μας λέει τίποτα περισσότερο για τη συνίζηση ή την προφορά του <δ>. Το γεγονός ότι η εναλλαγή των <ζ> και <δ> απαντά σχεδόν αποκλειστικά πριν από [i] (π.χ. Σαράπιζι αντί Σαράπιδι, τραπεδῖται αντί για τραπεζῖται· βλ. επίσης τον τύπο ζακοσίας αντί του διακοσίας) -αν όχι εντελώς τυχαία λόγω της υψηλής συχνότητας του /i/ σε σχέση με άλλα φωνήεντα- θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη για το ότι το /i/ ευνοούσε τη σύγχυση μεταξύ [z] και [ð], αλλά όχι την ίδια την τριβόμενη προφορά.

Η παράλειψη του σ [s] πριν από τ [t], θ [th] και μ [m] στη Φρυγία δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει χαρακτηριστικό της φωνολογίας της ελληνικής όπως αυτή μιλιόταν στη Φρυγία (64). Σε όλες τις γλώσσες το /s/ είναι διαγλωσσικά περισσότερο επιρρεπές σε εξασθένηση πριν από χειλικά και υπερωικά κλειστά παρά πριν από ομοοργανικά οδοντικά κλειστά. Η αιτία για την παράλειψη του σ που απαντά σχετικά συχνά στα συμπλέγματα στ και σθ πρέπει να είναι καθαρά στατιστική: τα συμπλέγματα στ και σθ είναι πολύ συχνότερα από τα σπ, σκ, σφ και σχ.

Ο Horrocks αποδέχεται (39, 109, 110) την παραδοσιακή άποψη ότι το /e/ είχε ιδιαίτερα κλειστή άρθρωση σε κάποια περιβάλλοντα (προφωνηεντικά και πριν από υγρά, ένρινα και το /s/). Σε κάποιες αρχαίες διαλέκτους όπως η βοιωτική και αργότερα η Κοινή, αυτό το /e/ (ειδικά σε προφωνηεντική θέση) εξελίχθηκε σε /i/ το οποίο με τον καιρό υπέστη συνίζηση: π.χ. θεός [theόs] > θιός [thiόs] > [thjόs] (το παράδειγμα δικό μου). Για άλλη μια φορά, δεν μπορώ να διακρίνω κάποιον πειστικό λόγο για τον οποίο οι αρθρώσεις με την άκρη της γλώσσας [δηλαδή τα οδοντικά και τα φατνιακά] θα έπρεπε να ενθαρρύνουν μια δραματικά πιο κλειστή άρθρωση ενός γειτονικού [ẹ] (110). Όσον αφορά το προφωνηεντικό /e/, η στένωσή του σε /i/ είναι απλά μια οπτική αυταπάτη. Οι ακολουθίες [eo] και [ea] υπέστησαν συνίζηση και τράπηκαν σε [e̯ο] και [e̯a]. Με τον καιρό το [e̯] (δηλαδή το μη συλλαβικό /e/) εξελίχτηκε σε πρωτοτυπικό ημίφωνο [j] το οποίο λόγω της έλλειψης ειδικού συμβόλου αναπαραστάθηκε -όπως και στη νέα ελληνική- με το σύμβολο <ι>: θεός [theόs] > [the̯όs] > θιός [thjόs] (ή στην περίπτωση αυτή [the'os] > ['the̯os] > θιός ['thjos]). Λανθασμένες προφορές όπως θειός (αντί του θεός) δεν είναι ενδεικτικές όσον αφορά την υποτιθέμενη κλειστή άρθρωση του προφωνηεντικού /e/. Προκύπτουν από υπερδιόρθωση τη στιγμή που τα προφωνηεντικά /eː/ και /εː/ επιδέχονταν βράχυνση και συνίζηση: βλ. αρχ. ελλ. ἀλήθεια [aléθeːa] > ν.ε. ἀλήθεια [a'liθça). H μετάθεση του τόνου π.χ. στο αρχ. ελλ. γραῖα > ν.ε. γριά [γri'a] παρέχει αναμφισβήτητες αποδείξεις για ένα πρωιμότερο στάδιο με μη-συλλαβικό [j]: αρχ. ελλ. γραῖα [graîaː] > ['ɣrea] > ['γre̯a] > ['γrja] > [γri'a]. Για περαιτέρω λεπτομέρειες βλ. Μéndez Dosuna (1993).

Σχετικό ζήτημα αποτελεί η τροπή των -ιον, -ιος (και επίσης -εον, -εος) σε [-in], [-is] (που γράφονται με ποικίλους τρόπους: -ιν, -ις, -ειν, -εις, ή -ην, -ης) που μαρτυρείται ευρέως στις αρχαίες διαλέκτους και στην Κοινή: π.χ. Ἀντώνιος > Ἀντώνις (ν.ε. Αντώνης [an'donis])· βλ. επίσης το υστερολακωνικό Αὐρήλιν, Ἀριστοτέληρ (< Αὐρήλιον, Αριστοτέλεος). Όπως και άλλοι μελετητές, ο Horrocks πιστεύει (117-118) ότι «η απώλεια του [ο] πρέπει να θεωρηθεί ότι προηγείται χρονικά από τη συνίζηση του προφωνηεντικού [i]». Έτσι μένει πιστός στην απίθανη υπόθεση ότι τα -ις και -ιν προέρχονται «από τους υποκοριστικούς τύπους αρσενικών ονομάτων καθώς και από ουδέτερα υποκοριστικά που χρησιμοποιούνταν ως ονόματα». Στην πραγματικότητα, μια αλλαγή του τύπου [joC#] > [iC#] με επαναφωνηεντοποίηση του [j] (samprasarana) είναι απόλυτα αποδεκτή λαμβανομένων υπόψη εξελίξεων του τύπου λατ. vespa ('σφήκα') > (μεσ. ισπ.) aviespa [a'βjespa] > (ν.ισπ.) avispa [a'βispa]· (λατ.) Florentiae > (μεσ. ιταλ.) Fiorenze [fjo'rentse] > (ν.ιτ.) Firenze [fi'rentse]. Η γενική ενικού πόλης > ['polis] της νέας ελληνικής (βλ. τις ήδη υπάρχουσες ακολουθίες όπως πράσις ['prasis] (αντί πράσεως ['prase̯os] στο PMich. 121 V 1, 4 κλπ. (42 μ.Χ.)) δεν χρειάζεται να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της τετραμερούς αναλογίας (π.χ. νίκην ['nikin]: νίκης ['nikis] = πόλιν ['polin]: x) (220), αλλά ως ομαλό φωνητικό αποτέλεσμα του αρχαίου ελληνικού πόλεως [pόle̯ɔːs] > ['pole̯os] > ['poljos] > ['polis].

Είναι ελάχιστα αμφίβολο το ότι η μετατροπή του μουσικού τόνου σε δυναμικό αποτελούσε μέγιστη αλλαγή για τη φωνολογία της ελληνικής. Ωστόσο ο Horrocks πιθανώς υπερεκτιμά τις ερμηνευτικές δυνατότητες του φαινομένου. Έτσι πιστεύει (67) ότι ένας ισχυρός δυναμικός τόνος οδήγησε στην εξασθένηση των φωνηέντων όταν δεν τονίζονταν, ιδιαίτερα σε τελικές συλλαβές. Η εξασθένηση αυτή ήταν με τη σειρά της καταλυτική για την αντικατάσταση -που συχνά μαρτυρείται στους αιγυπτιακούς παπύρους- της αιτιατικής [-as] από την ονομαστική πληθυντικού της τρίτης κλίσης [-es] μέσω ενός σταδίου [-əs]: βλ. πάντες τοὺς φίλους ['pandǝs tus 'filus] (μεταγραφή του Horrocks).

Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρούνται ίδιας αξίας όλα τα σχετικά ορθογραφικά λάθη που βρέθηκαν στους αιγυπτιακούς παπύρους. Έχω αμφιβολίες για το κατά πόσο ο τύπος πράγαματος (αντί πράγματος) σε μια επιστολή του 104 π.Χ. θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει (υπερδιορθωτική;) προφορά ['praɣəmatos] (116). Η επανάληψη του γράμματος <α> στις γειτονικές συλλαβές αποτελεί πιθανότερη εξήγηση. Η εμπειρία οποιουδήποτε δασκάλου που έχει διαβάσει αμέτρητες μαθητικές ασκήσεις κάθε χρόνο δείχνει ότι δεν είναι σπάνιες οι μηχανικές ανορθογραφίες τέτοιου τύπου. Εξάλλου, πολλές περιπτώσεις εναλλαγής μεταξύ Ε και Ο (βλ. ἔτι αντί ὅτι που προφέρεται [əti] σύμφωνα με τον συγγραφέα (116)) μπορούν περισσότερο να αποδοθούν στην ομοιότητα του Ο με το lunate Ε παρά σε φωνητικούς λόγους. Τέλος, ακόμη και αν δεχτούμε ότι ένα μέρος από τις μαρτυρίες είναι ενδεικτικό μιας τέτοιας αλλαγής, έχει κανείς το δικαίωμα να είναι επιφυλακτικός για το κατά πόσο η εξασθένηση των φωνηέντων δεν ήταν αποκλειστική ιδιαιτερότητα της αιγυπτιακής ελληνικής που δεν απαντά σε άλλες ποικιλίες.

Στην περίπτωση, συγκεκριμένα, της αιτιατικής πληθυντικού της τρίτης κλίσης -ες, η πρόταση του Horrocks δεν έχει στέρεη βάση από πολλές απόψεις: (α) οι πρωιμότερες περιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής μαρτυρούνται σε αρχαίες διαλέκτους (βλ. 6ος αι. ηλειακό τέτορες [tétores] = αττ. τέτταρας [téttaras] όπου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για φωνηεντική εξασθένηση· (β) περιπτώσεις αιτιατικής πληθυντικού 1ης κλίσης σε -ες απαντούν μόνο σε πολύ μεταγενέστερη εποχή· (γ) στη νέα ελληνική ο τύπος -ες είναι [-es]· καθώς η φωνητική αλλαγή [-ǝs] > [-es] είναι άγνωστη, το στάδιο *[-ǝs] πρέπει να θεωρηθεί περιττό· (δ) στην πραγματικότητα, ένα φωνήεν μπορεί να εξαλειφθεί άμεσα: βλ. το νεοελληνικό άσε με ['ase me] έναντι του ας τον ['as ton] (χωρίς ενδιάμεσο *['asǝ])· παρομοίως το απ(ό) στη φράση από μένα [apo 'mena] έναντι του από τον κύριο [ap toŋ 'girjo] (χωρίς ενδιάμεσο *[apǝ])· (ε) δεν υπάρχει τίποτα απίθανο σε μια ερμηνεία με όρους καθαρά αναλογικής ισοπέδωσης [levelling] (δηλ. ομοιογενοποίησης). Σε σημαντικό βαθμό η αρχαία ελληνική μαρτυρεί και άλλες περιπτώσεις όπου η ονομαστική πληθυντικού λειτουργεί ως αιτιατική: π.χ. νεότερος αττικός τύπος οἱ βασιλεῖς (πρωιμότερο βασιλῆες, βασιλῆς), τοὺς βασιλεῖς (αντί του πρωιμότερου βασιλέᾱς).

Σύμφωνα με τον Horrocks (117) ο δυναμικός τόνος θα μπορούσε επίσης να ερμηνεύσει και την απλοποίηση των διπλών συμφώνων: π.χ. πρόγραμα ['proɣrama] στον POxy. 1155 (104 π.χ.) αντί πρόγραμμα. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με μαρτυρίες από τις νεότερες νοτιοανατολικές διαλέκτους οι οποίες διατηρούν τα διπλά σύμφωνα: πρβ. τον κυπριακό τύπο πρόγραμμαν ['proɣramman].

Τα σχόλια που ακολουθούν αφορούν συγκεκριμένα ζητήματα:

Ο Horrocks (15) ερμηνεύει το επίθημα -μεναι του απαρεμφάτου των αθέματων ρημάτων της λεσβιακής ως μείγμα του δυτ. ελλ./αιολικού -μεν [-men] και του ανατ. ελλ. -ναι [-nai]. Στην πραγματικότητα η κατάληξη -αι, ανεξάρτητα από την αρχική της λειτουργία, απαντά και σε άλλα απαρέμφατα (πρβ. -σαι [sai] στον σιγματικό αόριστο και -σθαι [-sthai] στη μέση φωνή) και έτσι πιο πιθανός φαίνεται ο τεμαχισμός -μεν-αι.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιωνικής στον επιστημονικό και λογοτεχνικό πεζό λόγο (π.χ. στον Ηρόδοτο) είναι η χρήση του (ὀ)κ- σε κάποιους αντωνυμικούς και επιρρηματικούς τύπους στη θέση του (ὀ)π-της αττικής και άλλων διαλέκτων: π.χ. λογ. ιων. κῶς [kɔ̂ːs] 'πώς;', ὀκοῖος [okoîos] 'οποιουδήποτε είδους'· αττ. πῶς [pɔ̂ːs], ὁποῖος [hopoîos] (/p/ είναι η κανονική εξέλιξη του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού *kw πριν από ο και υπάρχουν ποικίλες εναλλακτικές υποθέσεις για να ερμηνευτεί το μη αναμενόμενο /k/). Εκ πρώτης όψεως αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις μαρτυρίες των επιγραφών οι οποίες με λίγες -αλλά ουσιώδεις- εξαιρέσεις (βλ. πιο κάτω) παραθέτουν τύπους της σειράς (ὀ)π-. Ο Horrocks (22) το ερμηνεύει αυτό ως απόδειξη ότι η λογοτεχνική πρότυπη του ιωνικού πεζού λόγου ήταν κατά κάποιον τρόπο πιο κοντά στην τοπική ομιλία, ή τουλάχιστον σε μια ποικιλία της, παρά στην πρότυπη γλώσσα των επίσημων εγγράφων και στη γλώσσα της ποίησης (στο μεγαλύτερο μέρος της). Ωστόσο η σειρά (ὀ)π- σε επιγραφές εμφανίζεται μόνο στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. σε κείμενα που είναι μπολιασμένα με αττικά στοιχεία. Αν και στην πραγματικότητα είναι λίγες, οι πρωιμότερες επιγραφικές μαρτυρίες είναι χωρίς εξαιρέσεις του τύπου ὀκ-: πρβ. ὀκόσō [okόsoː] (= αττ. ὁπόσου) 'σε ποια τιμή' σε επιστολή πάνω σε μολύβδινη πινακίδα από το Εμπόριον, αποικία των Φωκαέων στην Ισπανία (SEG 37, 838.13· περ. 500 π.Χ.;), ὄκō (= αττ. ὅπου στο Σίγειον (Pech-Maho, Γαλλία), αποικία της Μιλήτου (SEG 38, 1036.7· περ. 450-400) και ὀκοῖα [okoîa] στην πόλη Ερυθραί (IEryth 205.11· περ. 380-360 π.Χ.). Συνεπώς το (ὀ)π- δεν πρέπει να θεωρηθεί τοπικό χαρακτηριστικό, αλλά απλά ένα μεταξύ των πολλών που ενσωμάτωσε η επίσημη ιωνική κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ως αποτέλεσμα της ισχυρότατης επίδρασης της αττικής (Stüber 1995, 73).

Στο IG 13 40, σε μια συνθήκη μεταξύ Αθήνας και Χαλκίδας (446 π.Χ.) που παραθέτει ο Lόpez Eire (1993) ως πηγή του (βλ. Lόpez Eire 1997 [1999], 98), διακρίνεται μια αντίθεση μεταξύ της γλώσσας που χρησιμοποιείται στον επίσημο όρκο (II.1-39) και τη γλώσσα των πρόσθετων ρητρών που πρότειναν δύο αθηναίοι πολίτες (II.40-80). Δύο χαρακτηριστικά που απαντούν στον όρκο θεωρούνται διαγνωστικά της «συντηρητικής» επίσημης αττικής των διοικητικών εγγράφων: (α) η θεματική μακρόχρονη δοτική πληθυντικού σε -οισι(ν): Ἀθε̄ναίοισι (I.25), Ἀθε̄ναίοισιν (Ι.26) [athεːnaíoisi(n)] και (β) το πρόρρημα ξυν- (εδώ χσυν-) [ksyn-]: χσυλλ έ̄φσομαι (= ξυλλήψομαι [ksyllέːpsomai]) (ΙΙ.7-8), χσύμμαχος [ksýmmakhos]) (Ι.27). Αντίστροφα, οι πρόσθετες ρήτρες μάς παρουσιάζουν νεοτεριστικές παραλλαγές που ευθυγραμμίζονται με την πιο «μοντέρνα» ιωνικοποιημένη αττική που είχε ήδη εδραιωθεί στον λόγο των μορφωμένων: (α) «βραχείες» δοτικές πληθυντικού σε -οις: Ἀθε̄ναίοις [athεːnaíois] (ΙΙ.48-49, 52, 73, 79), τοῖς [tois] (Ι.60)· (β) φωνητικά συρρικνωμένο συν- [syn-]: συνεπιμελōσθōν [synepimelɔ́ːsthɔːn] (Ι.68). Αυτό μπορεί σαφώς να ισχύει, αλλά το κείμενο δεν είναι τόσο σαφές όσο πιστεύουν οι Lόpez Eire και Horrocks. Από τη μια παραλείπουν να αναφέρουν την εμφάνιση μιας μη αναμενόμενης «βραχείας» δοτικής στο κομμάτι του επίσημου κειμένου: πειθομένοις [peithoménois] (Ι.15). Από την άλλη, ο επίσημος όρκος δεν συντάχθηκε σε κάποια δημόσια υπηρεσία, αλλά από κάποιον άλλο πολίτη, όπως συνέβη και με τις πρόσθετες ρήτρες: πρβ. τη φόρμουλα Διόγνετος εἶπε[diόŋnetos eîpe] (Ι.2) που είναι ακριβώς ίδια με τις φράσεις Ἀντικλε̃ς εἶπε[antiklέːs eîpe] (Ι.40) και Ἀρχέστρατο[ς] εἶπε[arkhéstratos eîpe] (Ι.70).

Ο συνδυασμός γν στους τύπους γιγνώσκω και γίγνομαι πρέπει να αντιστοιχεί μάλλον σε [-ŋn-] παρά σε [-gn-] όπως υπέθεσε ο Horrocks (35). Σε αυτό οφείλεται η -κατά τα άλλα ανεξήγητη- χρήση του γ για την αναπαράσταση του αλλόφωνου [ŋ] πριν από υπερωικά κλειστά: πρβ. το πρόρρημα συν- σε τύπους όπως συγγράφω [syŋgráphɔː], συγκρίνω [syŋkrí:nɔː], συγχαίρω [syŋkhaírɔː]. Παρομοίως, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο αν το αρχαίο ελληνικό πρᾶγμα, πρόγονος του (μεσαιωνικού) κυπριακού πρᾶμμαν και του νεοελληνικού πράμα ['prama] προφερόταν ['praɣma] (Horrocks 288) ή -αυτό που φαίνεται πιθανότερο- ['praŋma].

Ο Horrocks (39) αναφέρει ότι στη βοιωτική ο μονοφθογγισμός της διφθόγγου /oi/ οδήγησε σε /e:/ μέσα από μια σειρά αλλαγών [-oi-] > [-øi-] > [-øː-] (γράφημα υ ή <υ>) > [-eː-] (<ει>). Ο συγγραφέας το παρουσιάζει αυτό σαν να πρόκειται για κοινή γνώση. Στην πραγματικότητα η αποκατάσταση αυτή τέθηκε για πρώτη φορά από τον υποφαινόμενο (Méndez Dosuna 1988, 1989). Όλες οι προηγούμενες απόψεις υπέθεταν ένα ενδιάμεσο στάδιο [y:] (που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε το υ) που με τη σειρά του οδήγησε σε [i:] (που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε το ει).

Το θ [th] στο βοιωτικό ζῶνθι (μείγμα του τύπου της Κοινής ζῶσι και του απόλυτα διαλεκτικού δῶνθι) στη θέση του αναμενόμενου τ [t] (πρβ. δωρικό ζῶντι) δεν οφείλεται σε μια περιστασιακή φωνητική διαδικασία δάσυνσης (39). Η κατάληξη -νθι οφείλει το θ της στην αναλογία των καταλήξεων τρίτου πληθυντικού προσώπου μέσης φωνής -νθαι, -νθο (αττ. -νται, -ντο), που το είχαν δανειστεί με τη σειρά τους από την κατάληξη του πρώτου πληθυντικού -μεθα και δεύτερου πληθυντικού -σθε. Επιπλέον, τα [zd-] και [d-] στους τύπους ζῶσικαι δῶνθιπρέπει να προκύπτουν εναλλακτικά από το *gwj- παρά να αποτελούν διαδοχικά στάδια μιας μη πιθανής εξέλιξης [zd-] > [d-].

O Horrocks (44-45) αποδέχεται την καθιερωμένη άποψη ότι ο τύπος οὐθείς [uːthéːs] ο οποίος συναγωνίζεται τον οὐδείς([uːthéːs]) στα μετακλασικά χρόνια είναι το τελικό αποτέλεσμα της φράσης οὐδὲ εἷς [oudè hêːs] 'ούτε ένας' μέσω μιας εξέλιξης [uːdè hêːs] > [u:d hê:s] > [uːt hêːs] > [uːthːés]. Ωστόσο μια αλλαγή [-d h-] > [-t h-] δεν βρίσκει το ανάλογό της σε άλλο φαινόμενο στην ελληνική. Κατά τη γνώμη μου είναι πιθανότερο να αποτελεί το σημείο εκκίνησης η φράση οὔτε εἷς: [oúte hêːs] > [όːt hêːs] > [oːthéːs] > [uːthéːs]· πρβ. κατὰ ἕνα [kata héna] > καθ' ἕνα [kathéna]. Το θηλυκό οὐδεμία [uːdemía] παρέμεινε αναλλοίωτο χάρη στη μορφοτακτική του διαφάνεια. Ας σημειωθεί η σπάνια παραλλαγή οὐθεμίαν που μαρτυρείται σε ένα τιμητικό ψήφισμα που βρέθηκε στην Πριήνη (IvPr 106.28· τέλος 2ου αι. π.Χ.), ενδεικτικός για το ότι ο μορφοτακτικά αδιαφανής τύπος οὐθείς [uːthéːs] θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως οὐθε + εἶς.

O Horrocks (116, 118) μεταγράφει τον αόριστο-παρακείμενο ἐμέλκε (αντί του (μ)εμέληκε [(m)e'melike]) ως [e'meļke]. Γιατί όμως θα έπρεπε η (προφανής) συγκοπή του άτονου [i] να προκαλέσει την ουράνωση του /l/; Μήπως ο συγγραφέας εννοεί ότι η απώλεια του (υποτιθέμενου) ουρανικού περιβάλλοντος οδήγησε στη φωνηματοποίηση ενός /ʎ/;

Ο Horrocks (94) μεταγράφει ως άτονες όλες τις εμφανίσεις του ἦν (3ο ενικό παρατατικού του εἰμί) στην αρχή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, πράγμα αβάσιμο: Ἐν ἀρχῇἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεός ἦν ὁ λόγος [en ar'khi in o 'loɣos, ke o 'loɣos im bros to(n) the'o(n), ke the'os in o 'loɣos]. Η μεταγραφή αυτή είναι αβάσιμη. Μόνο οι τύποι ενεστώτα του συνδετικού εἰμί ήταν εγκλιτικοί: π.χ. θεός ἐστίν ὁ λόγος [theόs estin ho 'loɣos]. Ο παρακείμενος ήταν ορθοτονικός. Επιπλέον, ο ενεστώτας του υπαρκτικού εἰμί (όπως στη φράση ἐν ἀρχῇἦν ὁ λόγος) τονίζεται ως ορθοτονικός στη στερεότυπη ορθογραφία: π.χ. τὸ γένος αὐτῶν ἔστιν ἔτι ἐν τῇπόλει [to génos autɔ̂n éstin éti en tεːi pόleː] 'η οικογένειά τους εξακολουθεί να ζει στην πόλη' (Th. 1.126.6).

O Horrocks (108) πιστεύει ότι η παλαιά δίφθογγος /εːi/ (-ηι) «απλά έχασε το ληκτικό στοιχείο της και συγχωνεύθηκε με το /εː/» στη συντηρητική αθηναϊκή αττική ενώ στην αιγυπτιακή ελληνική συνέβη το εξής: /εːi/ > /ei/ > /eː/ (-ei). Στην πραγματικότητα η εξέλιξη της αττικής είναι κατά κάποιον τρόπο πιο περίπλοκη. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. το φωνήεν του /ε:i/ είχε την τάση να υφίσταται βράχυνση: δοτ. εν. βουλῆι [boːlˆεːi] > βουλεῖ[boːleî] ή [boːlêː] και (βούλεαι >) βούληι > βούλει 'θέλω, 2ο εν.' που επιβιώνει στη στερεότυπη ορθογραφία. Αργότερα η αναλογία πέτυχε να αντιστρέψει εν μέρει την τροπή αυτή από το 200 περίπου π.Χ. στο τέλος της λέξης. Τελικά το αποκατεστημένο -ηι [eːi] έχασε το δεύτερο μέλος του (βουλῆι [boːlêːi] > βουλῇ [boːlêː] όπως συνέβη και με τα [aːi] > [aː]: χώρᾳ [khόːraː]) και [oːi] > [oː] (λόγῳ [lόgoː]).

O Horrocks αναφέρεται στη χρήση του άρθρου , , τό, σχεδόν πάντα στις πλάγιες πτώσεις (δηλαδή σε τύπους που αρχίζουν με τ-), ως υποκατάστατο της κλασικής αναφορικής αντωνυμίας ὅς, , στους αιγυπτιακούς παπύρους (127) και στη βυζαντινή ελληνική (225): πρβ. ἀπὸ τῶν ἔχις [a'po (sic) ton 'eçis] 'από αυτά που έχεις' (PΟxy. 1683, τέλος 4ου αι.). Αυτό μπορεί να ισχύει, αν ληφθεί υπόψη η μορφική ομοιότητα των εν λόγω λέξεων (σε άλλες περιπτώσεις η μετατροπή ενός άρθρου σε αναφορική αντωνυμία φαίνεται απίθανη). Θα άξιζε όμως να σκεφτούμε την εναλλακτική πιθανότητα οι τύποι αυτοί που μοιάζουν με άρθρα -ιδιαίτερα στα μεσαιωνικά κείμενα- να αποτελούν "αδύνατους" τύπους της αντωνυμίας με αναφορική κατεύθυνση: π.χ. αὐτόν > ν.ε. τον [ton]. Μάλιστα οι αναφορικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής ὅς, , και , , τό (στον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και πολλές αρχαίες διαλέκτους) προέκυψαν από αντωνυμίες που παραπέμπουν «αναφορικά»· πρβ. επίσης το αγγλικό that στο παράδειγμα Τhat book και Τhe book that H wrote.

O Horrocks (167) αναζητά στην τουρκική μια πιθανή πηγή για το επιτασσόμενο οριστικό άρθρο που απαντά στις περισσότερες γλώσσες της Βαλκανικής Γλωσσικής Ένωσης (αλβανική, βουλγαρική/σλαβομακεδονική και ρουμανική), πράγμα όμως απίθανο. Από την άλλη, η λατινική αποδέχτηκε και τις δύο δομές: ille homo 'εκείνος ο άντρας' και homo ille 'ο άντρας εκείνος'. Από τις δομές αυτές προέκυψαν π.χ. το ιταλικό l'uomo 'ο άντρας' και το ρουμανικό omul 'άντρας-ο' αντίστοιχα. Έτσι, τουλάχιστον στην περίπτωση της ρουμανικής, η θέση του (πρωτο)άρθρου μετά το ουσιαστικό πρέπει να προηγείται της άφιξης των Τούρκων περισσότερο από μια χιλιετία στην περιοχή. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η τουρκική δεν έχει άρθρο. Το επίθημα της αιτιατικής (-i [-i], -ı [-m], -u [-u], -ü [-y] όπως υπαγορεύεται από τον κανόνα της φωνηεντικής αρμονίας) δεν αποτελεί «ενδείκτη οριστικότητας για ουσιαστικά που έχουν θέση αντικειμένου», αλλά δείκτη αντικειμένου (ΔΑ) για τα (συγκεκριμένα) ουσιαστικά, που δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα (Enç 1991). Πρβ. παρακάτω (2):

(2)

  • α. adam-lar gör-dü-ler

    άνδρας-πλ. 'βλέπω'-3ο πλ.αορ.
    «Οι άνδρες είδαν» ή «Κάποιοι άνδρες είδαν»

  • β. adam-lar gör-dü-m

άνδρας- πλ. 'βλέπω'-1ο εν.αορ.
«Είδα μερικούς άνδρες»

  • γ. adam-lar-ı gör-dü-m

    άνδρας-πληθ.δα. 'βλέπω'-1ο εν.αορ.
    «Είδα τους άνδρες»

  • δ. sen-i gör-dü-m

    2o εν.-δα. 'βλέπω'-1ο εν.αορ.
    «Σε είδα»

Μπορεί να υποστηριχτεί η ύπαρξη μιας διαγλωσσικής σύνδεσης μεταξύ οριστικότητας και σημαδέματος της πτώσης που διαμεσολαβείται από τη θεματικότητα (αναφορική υπεροχή/έξαρση). Τα υποκείμενα είναι πρωτοτυπικά θεματικά και τα (αναφορικά εξηρμένα/υπερτονισμένα) θέματα είναι συνήθως οριστικά. Για τον λόγο αυτό οι οριστικές ονοματικές φράσεις αποδεικνύονται οι καλύτεροι υποψήφιοι για τον ρόλο του υποκειμένου και έτσι είναι πιο πιθανό να σημαδεύονται πτωτικά όταν αναλαμβάνουν τον ρόλο αντικειμένου, έναν λιγότερο θεματικό ρόλο (2c). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο ενδείκτης αντικειμένου προστίθεται και σε αντωνυμίες που είναι εγγενώς οριστικές (2d).

Τα παραπάνω θυμίζουν την περίπτωση της ισπανικής όπου η πρόθεση a 'σε' λειτουργεί ως ενδείκτης για κάποια έμψυχα αντικείμενα (3). Ο ΔΑ είναι υποχρεωτικός με [+οριστικό] έμψυχο αντικείμενο στο (3α). Με [-οριστικά] αντικείμενα η παρουσία του a στο παράδειγμα (3β) ευνοεί μια [+συγκεκριμένη] ανάγνωση ενώ η απουσία του (Ø) στο (3γ) αποτελεί ένδειξη [-συγκεκριμένου] αντικειμένου (βλ. π.χ. Bruggé & Brugger 1996).

(3)

  • α. Vi a la mujer

    'βλέπω'-1ο εν.παρακ. δα τη γυναίκα
    «είδα τη γυναίκα»

  • β. Vi a una mujer

'βλέπω'-1ο εν.παρακ. δα μια γυναίκα
«είδα μια γυναίκα (συγκεκριμένη)»

  • γ. Vi una mujer

    'βλέπω'-1ο εν. παρακ. Ø μια γυναίκα
    «είδα μια γυναίκα (μη συγκεκριμένη)»

Όσον αφορά τον ρόλο της ελληνικής στην προοδευτική υποχώρηση των απαρεμφατικών δομών στις γλώσσες των Βαλκανίων, ο Horrocks δεν αναφέρει (167) το γεγονός ότι σε μερικές νεολατινικές καθομιλούμενες της νότιας Ιταλίας (που εν μέρει μιλιούνται σε πρώην ελληνόφωνες περιοχές) το απαρέμφατο με ρήματα ελέγχου κατέληξε σε παρεμφατικές δομές ακόμη και όταν τα υποκείμενα των κύριων και δευτερευουσών προτάσεων ταυτίζονται (4).

(4)

  • α. Αρχαία ελληνική

    ἐθέλω κοιμηθῆναι
    ethélɔː koimεːthέːnai
    θέλω-1ο εν. κοιμάμαι-παρελ.συντελ.απαρ.

  • β. Κοινή νέα ελληνική

θέλω να κοιμηθώ
'θelo na cimi'θo
θέλω-1ο εν. μόριο κοιμάμαι-παρελ.συντελ.υποτ. 1ο εν.

  • γ. Ελληνική της Καλαβρίας

    'θelo na cumi'θo
    θέλω-1ο εν. μόριο κοιμάμαι- παρελ.συντελ.υποτ. 1ο εν.

  • δ. Νεολατινική (ρουμανική) καθομιλούμενη της Καλαβρίας

    'voddƷu mu 'ddormu
    θέλω-1ο εν. μόριο κοιμάμαι-1ο εν.

  • ε. Πρότυπη ιταλική

    voglio dormire
    'vɔλλo dor'mire
    θέλω-1ο εν. κοιμάμαι-απαρ.
    «θέλω να κοιμηθώ»

Το νεοελληνικό πλύθηκα (αυτοπαθές) δεν αποτελεί έγκυρο παράδειγμα για την απώλεια έρρινου πριν από τριβόμενο (207). Στην κλασική ελληνική ο τύπος ήταν ἐπλύθην, όχι **ἐπλύνθην.

Ο Horrocks (229) παραμένει αβέβαιος για το κατά πόσο το άκλιτο γερούνδιο της μεσαιωνικής και νέας ελληνικής σε -οντα(ς) [-onda(s)] ανάγεται στην αιτιατική ενικού αρσενικού γένους ή στην ονομαστική/αιτιατική πληθυντικού ουδετέρου· και οι δύο τύποι είναι ομόηχοι. Στη σελίδα 123 κλίνει προς το δεύτερο. Μετοχές σε -οντα [-onda] που είναι «κυρίως επιρρηματικού τύπου τροποποιητές», πρέπει να συνδεθούν με το γεγονός ότι «ουδέτερα επίθετα πληθυντικού σε -α [-a] είχαν χρησιμοποιηθεί επιρρηματικά από τα κλασικά χρόνια»: βλ. ν.ε. τα καλά σπίτια [ta ka'la 'spitja] και πάμε καλά ['pame ka'la] (τα παραδείγματα είναι δικά μου). Ωστόσο σκέφτομαι τρία επιχειρήματα που από ό,τι φαίνεται στηρίζουν την αιτιατική ενικού αρσενικού γένους:

α. Το γερούνδιο τείνει σχεδόν πάντα να αναφέρεται στο υποκείμενο, δηλαδή λειτουργεί ως τροποποιητής του υποκειμένου: μια πρόταση όπως τους βρήκαμε πηγαίνοντας σπίτι [tus 'vrikame pi'ʝenondas 'spiti] είναι πιθανότερο να μεταφραστεί «τους βρήκαμε καθώς πηγαίναμε σπίτι» παρά «τους βρήκαμε την ώρα που πήγαιναν σπίτι». Τώρα πρωτοτυπικά υποκείμενα τείνουν να αναλαμβάνουν συχνότερα τον ρόλο του δράστη από ό,τι άλλα μέρη της πρότασης. Πρωτοτυπικά αρσενικά (δηλαδή σημασιολογικά, συντακτικά και μορφολογικά αρσενικά: π.χ. αρχ. ελλ. βασιλεύς, οὗτος) είναι [+ανθρώπινα] και, συνεπώς, [+ενεργητικά]. Αντίστροφα, τα πρωτοτυπικά ουδέτερα (π.χ. αρχ. ελλ. ἀγάλματα, ταῦτα) είναι [-ανθρώπινα] και συνεπώς [-ενεργητικά]. Έτσι, όλων των άλλων ομοίων, μια κατηγορία που τείνει να αναφέρεται στο υποκείμενο είναι πιθανότερο να έχει προκύψει από το αρσενικό γένος παρά το ουδέτερο.

β. Σε γενικευτικές αποφάνσεις που αφορούν δομές Αιτιατική + Απαρέμφατο όπως στο παράδειγμα (5), οι μετοχές -όπως άλλοι τροποποιητές- συνήθως βρίσκονται σε αιτιατική ενικού (βλ. ἐπιδεικνύοντα) σε συμφωνία με το υποκείμενο του απαρεμφάτου, δηλαδή μια αόριστη (ή γενικευτική) αντωνυμία τινα [tina] 'κάποιος-αιτ. εν.', που συνήθως παραλείπεται.

(5)

  • α. ἀνθρώπους δ' ἔστι πιθανωτέρους ποιε̃ιν

    anthrɔ́:po:s d ésti pithanɔ́ːtérοːs poiêːn
    άνθρωπος-αιτ. πλ. και είμαι-3ο εν. Πιθανότερους απ. πληθ. κάνω-ασυντ. απαρ. ?

  • β. καὶ λόγῳ, ἐπιδεικνύοντα ὡς συμφέρει αὐτοῖς

kai lόgɔːi epideɔːknýonta hɔːssymphéreː autoís
και λόγος-δοτ. εν. επιδεικνύοντας-αιτ. εν. όπως βολεύει αυτοί-δοτ. πληθ.

  • γ. πείθεσθαι

    péːthesthai
    πείθω-παρελθ. ασυντ.απαρ. ?

«Kαι όσον αφορά τους ανθρώπους, είναι δυνατό να τους κάνει κανείς περισσότερο υπάκουους χρησιμοποιώντας τον λόγο και εστιάζοντας στο ότι είναι συμφέρον τους να υπακούουν» (Ξεν. Oικ. 13.9).

γ. Oι παλαιότερες περιπτώσεις μη κινητικών [motionless, μετοχές που δηλώνουν κατάσταση ή άκλιτων] μετοχών είναι αρσενικού γένους (Langholf 1977 και Petersmann 1979). O ίδιος ο Horrocks (124-125) παραθέτει ένα σχετικό παράδειγμα σε ένα γράμμα που απευθύνεται σε μια κυρία από πάπυρο του 4ου αιώνα (POxy 1683): εὔχωμαι τῷκυρίῳ θεῷ… ὅπως ὑ͎[ιέ]ν͎οντα σοὶ καὶ εὐθυμοῦντι ἀπωλάβης (sc. εὔχομαι τῷκυρίω θεῷὅπως ὑγιαίνουσα σὺ καὶ εὐθυμοῦσα ἀπολάβῃς) «προσεύχομαι στον κύριο … να παραλάβεις το γράμμα μου με υγεία και καλή διάθεση», όπου οι τύποι υἱένοντα (αιτ. εν. αρσ.) και εὐθυμοῦντι(δοτ. εν. αρσ.) χρησιμοποιούνται αντί για τους αναμενόμενους ὑγιαίνουσα και εὐθυμοῦσα (ον. εν. θηλ.).

Αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο Horrocks (214), δεν αποτελεί μυστήριο το γεγονός ότι το αρχ. ελλ. σφ [sph] εξελίχθηκε στο ν.ε. σφ [sf] (αρχ. ελλ. σφήξ [sphέːks] > ν.ε. σφήκα ενώ τα σθ [sth] και σχ [skh] εξελίχθηκαν σε στ [st] και σκ [sk]: αρχ. ελλ. ἠκούσθην [εːkόːsthεːn], μόσχος [mόskhos] > (κοινή) ν.ε. ακούστηκα [a'kustika], μόσκος ['moskos]. Το συριστικό μπλόκαρε την τροπή σε τριβόμενο ενός ακόλουθου εν μέρει ή ολοκληρωτικά ομοργανικού δασέος κλειστού, αλλά απέτυχε να κάνει το ίδιο στην περίπτωση του μη ομοργανικού /ph/.

O Horrocks (215) δηλώνει ότι η συναίρεση δύο όμοιων φωνηέντων «συχνά συνοδευόταν από υποχώρηση του τόνου αν τονιζόταν το πρώτο από τα δύο φωνήεντα: π.χ. ἐποίηκα [e'piika] > (ἐ)ποῖκα [(e)'pika] ή ἔποικα ['epika]». Αντίστοιχα για το 2ο/3ο εν. πρόσωπο των ρημάτων σε -(ν)νύω (αρχ. ελλ. -(ν)νυμι), ο συγγραφέας (235) προτείνει τη συναίρεση -(ν)νύεις/-(ν)νύει [-'niis]/[-'nii] > [-nis]/[-ni] που ακολουθείται από «μετάθεση του τόνου στην αμέσως προηγούμενη συλλαβή»: βλ. αρχ. ελλ. δεικνύει [de:knýe:] > ν.ε. δείχνει ['dixni]. Στην πραγματικότητα η μετάθεση του τόνου δεν προκλήθηκε από τη συναίρεση, αλλά από αναλογία: ο τύπος δείχνει ακολουθεί το μοντέλο του κοινού τύπου κρίνει ['krini]. Παρομοίως ο αόριστος ἔποικα επανατονίστηκε σύμφωνα με το μοντέλο ἔδωκα ['eðoka]. Μια παρόμοια μετατόπιση προς τα πίσω απαντά σε περιπτώσεις που δεν έχουν καμία σχέση με συναίρεση φωνηέντων: βλ. αρχ. ελλ. ἐτελείωσα [eteléːɔːsa] > ν.ε. τέλειωσα ['teʎosa] (σε ανταγωνισμό με το λογιότερο τελείωσα [te'liosa]) στη θέση των κανονικά αναμενόμενων *τελειώσα [te'ʎosa] (για τη μετάθεση τόνου που συνδέεται με τη συνίζηση, βλ. αρχ. ελλ. βαρεῖα [barêːaː] > ν.ε. βαριά [va'rja]). Ο αόριστος τέλειωσα προέκυψε μέσω της τετραμερούς αναλογίας: π.χ. δηλώνω [ði'lono]: (ἐ)δήλωσα [(e)'ðilosa] = τελειώνω [te'ʎono]: x. Με τον ίδιο τρόπο ο τύπος της ύστερης αρχαίας ελληνικής ατελείωτος [ate'liotos] > ν.ε. ατέλειωτος[a'teʎotos] (παράλληλα με τον λόγιο τύπο ατελείωτος) για το *ατελειώτος [ate'ʎotos] σύμφωνα με το μοντέλο π.χ. του τύπου ζευγαρώνω [zevγa'rono]: αζευγάρωτος [azev'ɣarotos]. Επίσης το αρχ. ελλ. ἀφῆκα (ο τόνος δεν θα μπορούσε να υποχωρήσει πέρα από την αύξηση) > μεσ. ελλ. ἄφηκα/ἄφησα (με το πρόθημα να επανερμηνεύεται ως μέρος της ρίζας).

Ο Horrocks (216) δηλώνει ότι το [e] της ν.ε. πρόθεσης σε (αρχ. ελλ. εἰς είναι «επενθετικό τελικό φωνήεν που προστίθεται μετά από αφαίρεση για να διευκολύνει την προφορά». Στην πραγματικότητα, η πρόθεση σε αποτελεί προϊόν επανατεμαχισμού σε συμφραζόμενα όπως το αρχ. ελλ. εἰς ἐμέ > βυζ. ελλ. (εἰ)ς ἐμένα (βλ. ν.ε. σε μένα [se 'mena] εν αντιθέσει με π.χ. εμένα το είπε [e'mena to 'ipe]. Μια παρόμοια εξήγηση ισχύει για το ἀπέ, παραλλαγή του ἀπό που απαντά σε μεσαιωνικά έργα, ιδιαίτερα πριν από άρθρο. Πρβ. επίσης το ν.ε. κάθε ['kaθe] (από το καθ' ἕνα [kaθ 'ena] < αρχ. ελλ. καθ' ἕνα [kathéna]).

O Horrocks πιστεύει (220-221) ότι το φωνήεν -i στον πληθυντικό θηλυκού γένους του νεοελληνικού άρθρου οι [i] (αντί του αἱ [e]) και τις [tis] (για το μεσαιωνικό τες [tes] < αρχ. ελλ. τας [taːs]) οφείλεται στην αναλογία που ασκείται από τους αντίστοιχους τύπους ενικού αριθμού [i], τή(ν) [ti(n)], τῆς [tis]. Aυτό είναι αμφισβητήσιμο αν μη τι άλλο επειδή ένα [-i] στην κατάληξη της ονομαστικής πληθυντικού θα έπρεπε να έχει θεωρηθεί πρωτοτυπικά αρσενικό: βλ. μάστοροι ['mastoroi], μαστόροι [mas'tori] (ον. εν. μάστορας ['mastoras], μάστορης ['mastoris], ον. εν. κοκόροι [ko'kori] (ον. εν. κόκορας ['kokoras]). Κατά τη γνώμη μου ο πληθυντικός θηλυκού γένους [i] προέκυψε ως προφωνηεντική παραλλαγή του [j] στον συνεχή λόγο: αἱ ἀδελφαί[e aðel'fe] > [e̯ aðel'fe] > [j aðel'fe] (πρβ. παλαιά [pale'a] > [pa'lja] > ν.ε. παλιά [pa'ʎa]). Για μια παρόμοια εναλλαγή, πρβ. ν.ε. και [ce] έναντι του κι [c(j)]: και σήμερα [ce 'simera] έναντι του κι αύριο [cj 'avrio]. Αργότερα ο κανόνας /e/®[j]/___#V αναλύθηκε εκ νέου σε /i/®[j]/___#V έτσι ώστε η παραλλαγή [i] (που συμβατικά γράφεται οἱ) εξαπλώθηκε σε όλα τα συμφραζόμενα: οἱ μητέρες [i mi'teres]. Σε μερικές ποικιλίες της ελληνικής της Απουλίας το [e] δεν χρησιμοποιείται μόνο στην ονομαστική πληθυντικού θηλυκού γένους αλλά επίσης και στην ονομαστική πληθυντικού αρσενικού (ν.ε. οι [i]) και στην ονομαστική ενικού θηλυκού (ν.ε. η [i]): πρβ. [e 'litʃi], [e ji'neka] (ν.ε. οι λύκοι [i 'lici], η γυναίκα [i ʝi'neka]). Είναι σημαντικό ότι στην ελληνική της Απουλίας το αποτέλεσμα των προφωνηεντικών /e/ και /i/ στο εσωτερικό της λέξης είναι συχνότερα από ενός που δεν ήταν [e]: πρβ. αρχ. ελλ. παλαιά > απ. ελλ. [pa'lea], αρχ. ελλ. φασκία (λατ. fascia) > απ. ελλ. [faʃ'ʃea] (ν.ε. φασκιά [fas'c(j)a] 'δεμάτι'). Για λεπτομέρειες βλ. Méndez Dosuna (1995).

Από την παρουσίαση του Horrocks (223-224) θα μπορούσε λανθασμένα να υποθέσει κανείς ότι το [n] χάθηκε φωνητικά στα κάτι, κάποιος, κάπου, κάποτε < αρχ. ελλ. κἄν τι'κι αν ακόμη κάτι', κἄν ποιος'κι αν ακόμη κάποιου είδους', κἄν που'κι αν ακόμη κάπου», κἄν ποτε'κι αν ακόμη κάποτε'. Το στοιχείο κα- λήφθηκε αναλογικά από τα κανείς, κανένας (< κἄν εἷς 'κι αν ακόμη ένας') όπου ο συλλαβισμός ([ka.'nis]) επέφερε επανατεμαχισμό: καν-είς > κα-νείς· βλ. επίσης καμία [ka.'mia], καμιά [ka.'mμa] < καμμία < κἄν μία. Για την τακτική κράτηση του [n] βλ. κἄν πόσος > ν.ε. κάμποσος ['kambosos] (επίσης το διαλεκτικό κάποσος ['kaposos]).

Για την ακρίβεια το ἔνι ['eni] δεν αποτελεί συντομευμένο τύπο του ἔνεστι/ἔνεισι ['enesti]/['enisi] 'υπάρχουν/υπάρχει' αλλά επίρρημα με τη σημασία 'εκεί' το οποίο προφανώς επαναναλύθηκε ως ρήμα.

Στη μεταγραφή ενός χωρίου από το αισθηματικό μυθιστόρημα Φλώριος και Πλατζια-Φλόρα (282) το «νύκτες να κλαίω, να θλίβομαι» (1ο ημιστίχιο ενός πολιτικού στίχου) μεταγράφεται ως ['niçtes (sic) na 'kleo na 'θliome], που δεν ανταποκρίνεται στους μετρικούς κανόνες. Πρέπει να υποθέσει κανείς συνίζηση: ['nixtes na 'kle̯o na 'θliomai]. Συνεπώς, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η συνίζηση του προφωνηεντικού [e] δεν είναι το ίδιο πράγμα όπως ο σχηματισμός του yod κι έτσι τα θεός, πλεόν και κλαίω πρέπει να μεταγραφούν ως ['θe̯os], ['ple̯on], ['kle̯o] παρά ως ['θjos], ['pljon], ['kljo]. Ας σημειωθεί ότι η μεταγραφή ['niçtes] (για το νύχτες ['nixtes]) επανεμφανίζεται στη σελίδα 320.

Ο Horrocks (319-321) αποδίδει διαφορετικές αξίες στις εμφανίσεις του να + υποτακτική που απαντούν στο λαϊκό τραγούδι Ο Χάρος και ο βοσκός, ΙΙ.14-15: «κι αν με νικήσεις, Χάρο μου, να πάρεις την ψυχή μου / κι αν σε νικήσω, Χάρο μου, να πάρω την ψυχή σου» [cj an me ni'cisis 'xaro mu na 'paris tim bzi'çi mu cj an se ni'ciso 'xaro mou na 'paro tim bzi'çi su] (η μεταγραφή δική μου). Ενώ το να πάρεις μεταφράζεται ως υποτακτική («κι αν με νικήσεις, Χάροντα, μπορείς να πάρεις την ψυχή μου»), το να πάρω θεωρείται αρχαΐζουσα μορφή της δομής να-μέλλοντας («κι αν σε νικήσω, Χάροντα, θα πάρω την ψυχή σου»· η έμφαση δική μου). Η διαφορά δεν μου είναι άμεσα προφανής, καθώς και οι δύο υποτακτικές -η ταυτόσημη λειτουργία υπογραμμίζεται από τον μορφικό παραλληλισμό- αποτελούν παραδείγματα της συνηθισμένης προτρεπτικής χρήσης που εκφράζει πρόταση ή αίτημα (να πάρεις την ψυχή μου 'μπορείς να πάρεις την ψυχή μου', να πάρω την ψυχή σου 'ας πάρω την ψυχή σου'). Αν και οι προτάσεις και τα αιτήματα είναι ούτως ή άλλως προσανατολισμένα προς το μέλλον, διακρίνονται ξεκάθαρα από τον χρόνο μέλλοντα ο οποίος δηλώνει αμιγή πρόβλεψη: θα πάρω/πάρεις.

Η διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων του βιβλίου προφανώς πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επάρκεια αλλά, αναπόφευκτα, παραμένει ένας μικρός αριθμός τυπογραφικών λαθών. Τα περισσότερα από αυτά διορθώνονται αυτόματα. Ας αναφέρω μόνο μερικά:

Η λέξη ὑπαγροικοτέραν [hypagroikotéraːn] ερμηνεύεται ως 'μάλλον υποαγροτική' (30) που είναι προφανώς συγχώνευση του 'υποαγροτικός' και του 'μάλλον αγροτικός' (βλ. 'μάλλον χωριάτικος' στην αγγλική μετάφραση [rather countrified]).

Όσον αφορά τον τύπο ὕμιση στο κείμενο του POxy. 1683 (τέλος 4ου αι.) (124) το σωστό είναι ὕμισυ (αυτή η γραφή εμφανίζεται στον πάπυρο αντί του σωστού ἥμισυ).

Ο Horrocks (178) συγκρίνει το ύφος της Άννας Κομνηνής (1083-περ. 1153) με του Προκόπιου (1ο μισό του 5ου αι.) «περίπου 900 χρόνια νωρίτερα». Προφανώς εννοεί «περίπου 600 χρόνια πριν». Το λάθος στο μέτρημα πρέπει να προκλήθηκε από «τους παλαιούς αττικιστές» (δηλαδή αυτούς της Δεύτερης Σοφιστικής τον 2ο αι.) που αναφέρονται λίγες σειρές πιο πάνω.

Το ideosyncrasies (352) πρέπει να διορθωθεί σε idiosyncrasies.

Το Studies on John Malalas (Μελβούρνη, 1990) δεν εκδόθηκε από τους E. Jeffreys, M. Jefffeys και R. Scott (371) αλλά από τους E. Jeffreys, B. Croke και R. Scott.

Η μικρόψυχη κριτική είναι εύκολη υπόθεση· η συγγραφή ενός βιβλίου όπως του Horrocks είναι άθλος που πολύ λίγοι μπορούν να κατορθώσουν. Η μυστική συνταγή για την επιτυχία αυτή είναι ο θαυμασμός του συγγραφέα για τους Έλληνες και το μακροχρόνιο (και κολλητικό) πάθος του για τη γλώσσα τους σε όλες τις μορφές της (σ. xvi).

Όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο, το βιβλίο απευθύνεται σε «δευτεροετείς και τριτοετείς φοιτητές ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, του κλασικού πολιτισμού, βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών, καθώς και ιστορικής γλωσσολογίας», αλλά και ώριμους και φτασμένους υπερεξειδικευμένους μελετητές που επιθυμούν να διευρύνουν τους ορίζοντές τους δεν θα απογοητευτούν.
Μτφρ Μ. Χρίτη

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Brugge, L. & G. Brugger. 1996. On the Accusative a in Spanish. Probus 8:1-51.
  2. Devine, A. M. & L. D. Stephens. 1994. The Prosody of Greek Speech. Νέα Υόρκη, Οξφόρδη: Oxford University Press.
  3. Enç, M. 1991. The Semantics of Specificity. Linguistic Inquiry 22:1-25.
  4. Gignac, F. T. 1976. A Grammar of the Greek Papyri of the Roman and Byzantine Periods. Vol. I. Phonology. Μιλάνο: Cisalpino-Goliardica.
  5. Horrocks, G. 1995. On Condition: Aspect and Modality in the History of Greek. PCPhS 41:153-173.
  6. Langholf, V. 1977. Unmovierte Partizipien im Griechischen. Hermes 105:290-307.
  7. Lopez Eire, A.1993. De l' Attique à la Koiné. La Koiné grecque antique, επιμ. C. Brixhe, 41-57 Nancy: Presses Universitaires de Nancy.
  8. Lopez Eire, A. 1999. Nouvelles données à propos de l'histoire de l'Attique. Κατa διάλεκτον. Atti del III Colloquio Internazionale di Dialettologia Greca (Napoli - Fiaiano d'Ischia, 25-28 settembre 1996), επιμ. Albio Cesare Cassio, 73-107 (=Annali dell'Istituto Universitario Orientali di Napoli, Sezione filologico-letteraria 19, 1997).
  9. Méndez Dosuna, J. 1988. La evoluciόn del diptongo oi en beocio. Emerita 56:25-35.
  10. Méndez Dosuna, J. 1989. Ο δίφθογγος /oi/ στα βοιωτικά και στην κοινή. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα/StudiesinGreekLinguistics 9:19-36.
  11. Méndez Dosuna, J. 1993. El cambio de <ε> en <ι> ante vocal en los dialectos griegos: una cuestiόn zanjada? Dialectologica Graeca. Actas del II Coloquio Internacional de Dialectologia Griega (Miraflores de la Sierra, Madrid, 17-21 de Junio, 1991), επιμ. Emilio Crespo et al. 237-259, Μαδρίτη: U.A.M.
  12. Méndez Dosuna, J. 1995. The Origin of Feminine οί. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα/Studies in Greek Linguistics 15:78-89.
  13. Morpurgo Davies, A. 1987. Folk-linguistics and the Greek Word. Festschrift for Henry Hoenigswald on the Occasion of his Seventieth Birthday, επιμ. G. F. Cardona and N. H. Zide, 263-280. Tübingen: Narr.
  14. Petersmann, H. 1979. Zur Entwicklungsgeschichte der motionslosen Partizip im Griechischen. Die Sprache 25:144-166.
  15. StÜber, K. 1996. Zur dialektalen Einheit des Ostionischen. Innsbruck, Innsbrucker Beiträge zur Sprachwissenschaft.
  16. Teodorsson, S.-T. 1974. The Phonemic System of the Attic Dialect (400-340). Göteborg: Acta Universitatis Gothoburgensis.
  17. Teodorsson, S.-T. 1974. The Phonology of Attic in the Hellenistic Period. Göteborg: Acta Universitatis Gothoburgensis.
  18. Teodorsson, S.-T. 1974. The Phonology of Ptolemaic Koine. Göteborg: Acta Universitatis Gothoburgensis.
  19. Threatte, L. 1980. The Grammar of Attic Inscriptions. Vol. I: Phonology. Berlin, New York: de Gruyter.

1 Συντομογραφίες γραμματικών κατηγοριών εξηγούνται εύκολα. Ας σημειωθούν, ωστόσο, οι συντομογραφίες (του αγγλικού κειμένου) EMPH = emphasis ‘έμφαση’, IREFL = indirect reflexive ‘έμμεση αυτοπάθεια’, IMPERF = imperfective (ή imperfective past = imperfect ‘παρατατικός’), PERF= perfective (ή perfective past = aorist ‘αόριστος’), PART = particle ‘μόριο’.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20