ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Browning, R. 1995. H ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα. Μτφρ. Μ. Κονομή. σελ. 33-37.
- Saladin, J.-C. 2000. La Bataille du grec à la Renaissance. σελ. 29-30.
- Versteegh, Ch. 1977. Greek Elements in Arabic Linguistic Thinking. σελ. VII, 2, 3-5.
- Kαραντζόλα, Ε. 2001. Από τον Ουμανισμό στον Διαφωτισμό: Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και της γραμματικής της. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. A. Φ. Xριστίδης, 928-934. σελ. 931-932.
- Πετρούνιας, Ε. 2001. H προφορά της αρχαίας ελληνικής τους νεότερους χρόνους. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. A. Φ. Xριστίδης, 947-957. σελ. 947-949.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Οι τύχες της αρχαίας ελληνικής
Πέτρος Διατσέντος (2007)
Versteegh, Ch. 1977. Greek Elements in Arabic Linguistic Thinking.
Leiden: E. J. Brill, σελ. VII, 2, 3-5.© E. J. Brill[…]
Θέση μας είναι ότι η ελληνική λογική (όχι μόνο η περιπατητική λογική αλλά και η στωική) πράγματι παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της αραβικής γλωσσολογικής σκέψης, αλλά μόνο στους ύστερους χρόνους, κατά τη διάρκεια του 9ου/3ου και του 10ου/4ου αιώνα, όταν το κέντρο της αραβικής γλωσσολογίας είχε μεταφερθεί στη Βαγδάτη. Οι αρχές της αραβικής γραμματικής, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζονται από την άμεση, προσωπική επαφή με τη ζωντανή ελληνική εκπαίδευση και γραμματική στις πρόσφατα κατακτημένες ελληνιστικές χώρες.
[…]
Πρόθεσή μας είναι να δείξουμε ότι και η αραβική γλωσσολογία ενδέχεται να δέχθηκε ελληνική επίδραση και ότι, στην πραγματικότητα, αυτή η επίδραση ακολούθησε την ίδια πορεία στη γλωσσολογία όπως, για παράδειγμα, στο πεδίο της λογικής και της φιλοσοφίας. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια άμεση και μια έμμεση οδό μετάδοσης, η πρώτη από τις οποίες ήταν προγενέστερη από τη δεύτερη. Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να κατευθύνουμε την προσοχή μας στην καταγωγή της αραβικής γλωσσολογίας με σκοπό να δείξουμε ποια στοιχεία σε αυτή την φάση ήταν το αποτέλεσμα της άμεσης επαφής ανάμεσα στους άραβες γραμματικούς και τον ελληνιστικό πολιτισμό σε πολλές από τις κατακτημένες περιοχές∙ κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να δείξουμε πώς οι μεταγενέστερες εξελίξεις μπορούν να εξηγηθούν από την αυξανόμενη επίδραση των αραβικών μεταφράσεων των έργων του Αριστοτέλη και των υπομνηματιστών του.
[…]
Οι Έλληνες άσκησαν μια τρομακτική επίδραση στα συριακά -πολλά λεξικά δάνεια, το σύστημα της φωνηεντικής σήμανσης, ακόμα και το λογοτεχνικό ύφος-, αλλά τα συριακά χρησιμοποιούνταν ως γλώσσα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Μετά την εισβολή των Αράβων, απέκτησαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα ως ενδιάμεση γλώσσα ανάμεσα στα ελληνικά και τα αραβικά: οι μεταφράσεις γίνονταν πρώτα από τα ελληνικά στα συριακά, και ύστερα από τα συριακά στα αραβικά. Αυτό δείχνει ότι η μελέτη των ελληνικών δεν εξαφανίστηκε∙ αντίθετα, κατέστη περισσότερο σημαντικό από ποτέ το να έχει κανείς στη διάθεσή του εκπαιδευμένους μεταφραστές που μπορούσαν να παράσχουν στους μαθητές μεταφράσεις ελληνικών φιλοσοφικών έργων. Στην Αίγυπτο, παρόλο που ακόμα και ανάμεσα στον κλήρο πολλοί άνθρωποι, ακόμα και επίσκοποι, δεν καταλάβαιναν ελληνικά, αυτή η γλώσσα παρέμεινε σε χρήση ως γλώσσα των μορφωμένων∙ στον πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας, τα ιατρικά μαθήματα γινόταν πάντοτε στα ελληνικά.
Είναι σημαντικό ότι υπήρχε ακόμη διαθέσιμο υλικό στα ελληνικά. Μέχρι τη βασιλεία του χαλίφη Ἁbd al-Malik(685/66-705/87) τα ελληνικά παρέμειναν η γλώσσα της διοίκησης και των φορολογικών καταλόγων (dīwān) στη Δαμασκό. Σε ακόμα πιο μεταγενέστερη εποχή όπως κατά τον 10ο/4ο αιώνα βρίσκουμε τον ιστορικό Hamza al-Iṣfāhānī (μετά το 961/350) να χρησιμοποιεί κατευθείαν από τις πηγές ελληνικό ιστορικό υλικό σχετικά για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, με τη βοήθεια ενός ελληνόγλωσσου υπηρέτη στην αυλή του Iṣfāhān. Αλλά, φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η ελληνική γρήγορα έχασε τη σημασία της ως μέσου επικοινωνίας και ότι ο αριθμός των υπομνημάτων των έργων του Αριστοτέλη στα ελληνικά μειώθηκαν.
Όμοια, υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που είχαν διδαχθεί ελληνικά σύμφωνα με τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής παράδοσης, η οποία είχε διαμορφωθεί από πολλούς συγγραφείς, αρχίζοντας από τον Διονύσιο τον Θράκα (±170-±90 π. Χ.). Την ίδια εποχή, η ελληνική γραμματική παράδοση ήταν στην πραγματικότητα η μοναδική πηγή γραμματικής γνώσης και μελέτης. Η Τέχνη του Διονυσίου του Θράκα μεταφράστηκε σε πρώιμη χρονολογία στα συριακά, σύμφωνα με τη νεστοριανή παράδοση του Ιωσήφ από το Ahwāz, ο οποίος πέθανε πριν το 580 μ.Χ. Αρκετά θεμελιώδες ήταν το έργο του Ιακώβου από την Έδεσσα, ο οποίος φαίνεται ότι είχε ασκήσει μια επίδραση που διήρκεσε στις επόμενες γενεές των σύριων γραμματικών. Μερικοί από αυτούς τους σύριους μελετητές σπούδασαν ελληνικά στην Αλεξάνδρεια, για παράδειγμα ο Σέργιος από τη Reš῾ainā (πέθανε το 536 μ.Χ.), που έγραψε ένα υπόμνημα στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη και μια πραγματεία για τα μέρη του λόγου, και ακόμη οι προαναφερθέντες Ιωσήφ από το Ahwāz και ο Ιάκωβος από την Έδεσσα. Μπορούμε, επομένως, με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι υπήρχαν μεταφραστές με μια καλή ή μέτρια γνώση της ελληνικής γλώσσας για αρκετό καιρό στους αραβικούς χρόνους. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι, ασυναίσθητα, το έργο αυτών των μεταφραστών και οι μέθοδοί τους κυριαρχήθηκαν από τις ελληνικές γλωσσολογικές μεθόδους, την ελληνική ορολογία και τις ελληνικές κατηγορίες. Χάρη σε αυτούς τους μεταφραστές, δημιουργήθηκε μια παράδοση στη διάρκεια μερικών αιώνων, η οποία χρησίμευσε ως βάση για την ανάπτυξη της αραβικής γραμματικής.