ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Trudgill, Peter [1974] 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 184-185.
- Κείμενο 2: Trudgill, P. [1974] 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 178-179.
- Κείμενο 3: Gal, S. 1993. Diversity and Constitution in Linguistic Ideologies: German Speakers in Hungary. Language in Society 22:337-359, σελ. 338.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Στάσεις απέναντι στη γλώσσα [Β 2]
Λουκάς Δ. Tσιτσιπής (2001)
Κείμενο 2: Trudgill, P. [1974] 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 178-179.
[…] Αν ακούς αρκετά συχνά από πλούσιους και ισχυρούς ανθρώπους, πιο αναπτυγμένους τεχνολογικά από σένα, ότι η γλώσσα σου είναι κατώτερη και ξεπερασμένη, μπορεί τελικά να τους πιστέψεις και να αρχίσεις να σκέφτεσαι και εσύ με τον ίδιο τρόπο. Αν επίσης βλέπεις ότι οι άνθρωποι που μιλούν τη δική σου γλώσσα αντιμετωπίζονται αρνητικά και γίνονται θύματα διακρίσεων, θα αποτελέσει και αυτό έναν ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για τη χρήση της.
Τέτοιες αρνητικές αξιολογήσεις δεν γίνονται φυσικά μόνο στην περίπτωση των γλωσσών. Όπως είδαμε, γίνονται συχνά και στην περίπτωση των διαλέκτων. Αρνητικές και παράλογες στάσεις απέναντι σε μη πρότυπες ποικιλίες είναι και σε αυτήν την περίπτωση διαδεδομένες. Παρόλο που δεν έχει καμία λογική ο ισχυρισμός ότι κάποια ποικιλία της αγγλικής, για παράδειγμα, είναι γλωσσικά ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν πως κάτι τέτοιο ισχύει και ενεργούν σύμφωνα με αυτή τους την παραδοχή. Για παράδειγμα, η ποικιλία της αγγλικής που χρησιμοποιείται στο σχολείο στον αγγλόφωνο κόσμο είναι η πρότυπη αγγλική, ενώ η γλώσσα των περισσότερων παιδιών -και σε μεγαλύτερο βαθμό των παιδιών της εργατικής τάξης παρά της μεσαίας- αποτελείται από διάφορους τύπους μη πρότυπης αγγλικής. Προφανώς από αυτή τη διαφορά μπορούν να προκύψουν εκπαιδευτικές δυσκολίες. Όμως, ένας σημαντικός παράγοντας στη δημιουργία τέτοιων δυσκολιών για τα παιδιά της εργατικής τάξης, μπορεί να είναι οι αρνητικές στάσεις κάποιων δασκάλων απέναντι σε μη πρότυπες ποικιλίες. Ακόμα και αν αυτές οι στάσεις είναι μόνο υποσυνείδητες, μπορούν να οδηγήσουν σε ασυνείδητη διάκριση προς όφελος των παιδιών που μιλούν διαλέκτους και έχουν την ιδιαίτερη προφορά της μεσαίας τάξης. Για τα παραπάνω βρίσκουμε αποδείξεις στο έργο των κοινωνικών ψυχολόγων, οι οποίοι έχουν αποκαλύψει, μέσα από πειράματα εναρμονισμένων αμφιέσεων, τον βαθμό στον οποίο η ομιλία των ανθρώπων μπορεί να επηρεάσει την εξωτερική τους εικόνα. Σε αυτά τα πειράματα ομάδες υποκειμένων ακούν μαγνητοφωνήσεις του ίδιου αποσπάσματος λόγου, από π.χ. πέντε διαφορετικούς ομιλητές, ο καθένας από τους οποίους έχει μια διαφορετική προφορά της αγγλικής. Στη συνέχεια ζητείται από τα υποκείμενα να εκθέσουν τις απόψεις τους για τους πέντε ομιλητές, αφού προηγουμένως τους διευκρινιστεί ότι οι ερευνητές ενδιαφέρονται να δουν πόσο ικανά είναι τα υποκείμενα να ανιχνεύουν χαρακτηριστικά και προσόντα των ομιλητών μόνο από τη φωνή τους. Μπορεί για παράδειγμα να ζητηθεί από τα υποκείμενα να τοποθετήσουν τους ομιλητές σε κλίμακες που εκτείνονται από το "πολύ ευφυής" μέχρι το "καθόλου ευφυής", από το "πολύ φιλικός" μέχρι το "καθόλου φιλικός" κ.ο.κ. Συχνά βρίσκουμε πως τα υποκείμενα παρουσιάζουν υψηλό βαθμό συμφωνίας, όταν συμπεραίνουν πως, για παράδειγμα, ο τρίτος ομιλητής είναι περισσότερο ευφυής από τον δεύτερο ομιλητή, ο οποίος με τη σειρά του είναι λιγότερο φιλικός από τον τέταρτο ομιλητή. Το ενδιαφέρον σημείο σε αυτά τα πειράματα είναι πως οι δύο από τους ομιλητές είναι -χωρίς να το γνωρίζουν τα υποκείμενα- ο ίδιος ομιλητής αλλά με δύο διαφορετικές προφορές. Αν επομένως οι ομιλητές 2 και.5 είναι το ίδιο άτομο αλλά ο ομιλητής 2 αξιολογείται ως πιο ευφυής από τον 5, τότε αυτή η διαφορά πρέπει να οφείλεται στις διαφορετικές μορφές γλώσσας που το άτομο αυτό χρησιμοποιούσε. Μάλιστα, πειράματα στη Μ. Βρετανία έχουν δείξει πως οι ομιλητές οι οποίοι χρησιμοποιούν την αμφίεση ενός ομιλητή ΠΠ (Παραδεδομένης Προφοράς), θεωρούνται συνήθως πιο ευφυείς και πιο μορφωμένοι, αλλά λιγότερο φιλικοί και λιγότερο συμπαθείς από τους ίδιους ομιλητές, όταν αυτοί χρησιμοποιούν την αμφίεση ενός ομιλητή που έχει τοπική προφορά.
Αυτό καταδεικνύει το πώς στηριζόμαστε από στερεότυπα στην πρώτη μας επαφή με άλλους ανθρώπους (για παράδειγμα, μέσα σε ένα τρένο) και πώς χρησιμοποιούμε τον τρόπο ομιλίας τους, για να κατασκευάσουμε μια εικόνα που να ανταποκρίνεται στον τύπο του ατόμου στον οποίο πιστεύουμε ότι ανήκουν. Οι ομιλητές της ΠΠ μπορεί, με το που θα αρχίσουν να μιλούν, να θεωρηθούν ως υπερόπτες και εχθρικοί από μη ομιλητές της ΠΠ, μέχρι να μπορέσουν να αποδείξουν το αντίθετο. Είναι, με άλλα λόγια, ένοχοι μέχρις αποδείξεως της αθωότητάς τους. Mε ανάλογο τρόπο -και αυτό είναι πολύ πιο ανησυχητικό- είναι δυνατόν κάποιοι δάσκαλοι να αξιολογούν παιδιά με προφορά και διάλεκτο της εργατικής τάξης ότι έχουν λιγότερη ικανότητα για μάθηση από παιδιά με προφορά και διάλεκτο της μεσαίας τάξης, εάν και σε αυτά επίσης δεν δοθεί μια κατάλληλη ευκαιρία για να αποδείξουν το αντίθετο […]