ουράνωση / ουρανοποίηση [palatalisation]
ουράνωση / ουρανοποίηση [palatalisation]
Η άρθρωση των υπερωικών συμφώνων με τη ράχη της γλώσσας να πλησιάζει στον ουρανίσκο. Έτσι στη νέα ελληνική τα φωνήματα /k/, /g/, /x/, /γ/ προφέρονται ουρανωμένα πριν από τα φωνήεντα /i/, /e/, δηλαδή [c], [ɟ], [ç], [η], [ʝ].
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)