Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτάρκης, -ης, -ες [aftárcis] (L)
- self-sufficient, self-contained, autarkic (syn αύταρκος):
- ~ λόγος |
- ~ βιομηχανία, οικονομία, χώρα |
- αύταρκες κείμενο, σώμα |
- οικονομικά, πολιτικά ~ |
- στην έρημο μαθαίνεις να 'σαι ~, να μην περιμένεις βοήθεια από κανένα (Kazantz) |
- η γλώσσα είχε θεωρηθεί σαν ένας κόσμος ~, κλειστός μέσα στην ίδια του την αλήθεια (Chatzinis) |
- σ' εκείνη την ηλικία .. οι άνθρωποι .. παύουν να είναι αυτάρκεις κι έχουν ανάγκη από συντροφιά (KPapa) |
- η κακία [παρουσιάζεται] ωμή και αυταρκέστατη στο πρόσωπο του Iάγου (Kanellop) |
- poem δέντρο αύταρκες, τραχύκορμο κι αυτόνομο (Papatsonis)
[fr kath αυτάρκης ← K (also pap), AG (Aeschyl. +), cpd w. ἀρκῶ (-έω); cf adv αὐτάρκως]
- self-sufficient, self-contained, autarkic (syn αύταρκος):