Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
20.717 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Α, α [a]
- named άλφα [álfa] the 1st letter of the ModG alphabet representing one of the five vowels of ModG; in anc numerals (surviving in chronοlogy of books through beginning 19th c.) α΄ = 1, α = 1000.
- Α. abbr
- for ανατολικός & ανατολικά east.
- α-1 [a]
- ① prothetic in nouns and adjs:
- αβδέλλα, αμασκάλη, ανάμα, απαλάμη, απήγανος; αράθυμος (ράθυμος), αψηλός (ψηλός); in verbs |
- αδράχνω
- ② in place of original ε or ο in nouns, adjs, verbs and advs:
- άντερο, αργαλειός, αχινός, αγγίζω (ε-), αργάζω (ε-); αφαλός (ομφ-), αρφανός (ο-); άξαφνα (έ-), απάνω (ε-)
[prothesis and substitution of α- developed in conjunction w. the articles and other words]
- ① prothetic in nouns and adjs:
- α-2 [a] & αν- [an]
- before vowels pref in nouns, adjs and advs 'not, un-, in-, less':
- άβαθος shallow, άβροχος rainless, άγγιχτος (γγίζω) and ανέγγιχτος (εγγίζω) untouched, άνεργος unemployed, ανεργία unemployment, ανήλιος sunless, αφώτιστος not illuminated and adv -α, ανέξοδος without expense and adv -α, άχαρος joyless, απολίτιστος uncivilized, άπονος not feeling affection and adv -α, απλυσιά dirtiness.
- before vowels pref in nouns, adjs and advs 'not, un-, in-, less':
- α1 [a] άα [áa], αά [aá], ααά [aaá], άαα [áaa] and άααα [áaaa] excl ah
- ① expresses emotion or intensifies expression of emotion, such as pleasure or joy or grief:
- ~, τι όμορφα! or ~, τι καλά! |
- ~, δυστυχία μου! |
- αά, δεν ξέρεις πόσο φχαριστήθηκα you don't know how pleased I was! |
- ~, το φως που σε στολίζει... δεν είναι, όχι, από τη γη (Solomos)
- ⓐ surprise:
- ~, το βρήκες! |
- ~, δε φεύγεις λοιπόν! |
- ~! τώρα καταλαβαίνω |
- άα, τι πράμα! |
- κατόπι... γαλήνη. Άα πώς ήρθε! καταλάγιανε η φουρτούνα (Myriv) |
- θυμάμαι το ξάφνιασμά μας. Άααα! φωνάζομε όλοι και ο Oυράνης φρενάρισε (id.)
- ⓑ elation:
- ~, και να το 'κανες αυτό που λες! |
- άα, πώς γλυτώσαμε! |
- ααά, νόστιμο το καλαμπούρι! the joke is so clever, indeed |
- ααά, και το καταφέραμε indeed, we did manage it! |
- άαα! ομογενή, ζεστάθηκε η καρδιά μου, λεβέντη μου, αυτό το τσάι μ' ευχαρίστηση θα σου το πλέρωνα δυο δραχμές (Myriv) |
- poem Tα λυγίσματα του κορμιού της ηλεχτρίζουνε. Mια ταραχή νοιώθω. Άαα! τ' είν' αυτό! (KDaïfas)
- ② draws attention to sth:
- αά, σωπάστε· ακούω, νομίζω, τη φωνή του (Stavrou Ar)
- ③ enhances the expression of effort:
- βάλθηκαν σπρώχνοντας με τα πίσω πόδια τους, ~και ~, να την κυλάνε προς τη φωλιά τους (Myriv)
- ④ expresses disapproval:
- άα, μα να σου πω! now, let me tell you sth! |
- άα, να σωπάσεις επιτέλους!
- ⑤ so-so:
- πώς είσαι στην υγεία σου; ~! how is your health? - not good, not bad; so-so
- ⑥ as a filler w. no special meaning, Eng 'ah, well':
- άαα, ήταν δύσκολο πράμα η αγάπη (MAxioti) |
- άαα, όλα κι όλα, τον ήθελα καταδικό μου το Mάριο (Skarimpas)
[cf AG ἆ; independent creation of the excl is more probable]
- ① expresses emotion or intensifies expression of emotion, such as pleasure or joy or grief:
- α2 s. άι.
- α s. αν.
- άαα s. α.
- ααά s. α.
- άαχ s. αχ.