Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροϋπολόγιστος, -η, -ο [aproipolόyistos] (L)
- not taken into account beforehand, unanticipated (near-syn απρόβλεπτος, ant προϋπολογισμένος):
- απροϋπολόγιστη δαπάνη, ζημία, συνέπεια |
- απροϋπολόγιστα κέρδη
[fr kath (neol Koumanoudis) απροϋπολόγιστος, cpd w. *προϋπολογιστός (: προϋπολογίζω)]
- not taken into account beforehand, unanticipated (near-syn απρόβλεπτος, ant προϋπολογισμένος):