Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροϋπολόγιστος
1 εγγραφή
απροϋπολόγιστος, -η, -ο [aproipolόyistos] (L)
  • not taken into account beforehand, unanticipated (near-syn απρόβλεπτος, ant προϋπολογισμένος):
    • απροϋπολόγιστη δαπάνη, ζημία, συνέπεια |
    • απροϋπολόγιστα κέρδη

[fr kath (neol Koumanoudis) απροϋπολόγιστος, cpd w. *προϋπολογιστός (: προϋπολογίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες