Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστερώ [aposteró] aor αποστέρησα (subj αποστερήσω), mi αποστερούμαι, aor αποστερήθηκα (subj αποστερηθώ) (L)
- ① take away fr, deprive (syn απεκδύω 1, απογυμνώνω 2, αφαιρώ):
- τον έπαψε και του αποστέρησε το ψωμί του |
- το συνέδριο αποστέρησε τους στατιστικολόγους μιας ευκαιρίας για τη μέτρηση βουλευτικών και υπουργικών κεφαλών υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου |
- δεν αποστερεί τις πτωχότερες χώρες ενός σημαντικού τμήματος του εργατικού των δυναμικού |
- οι ιστορικοί, που αναζητούν τις γενικές αιτίες, αποστερούν τους λαούς από τη δυνατότητα ν' αλλάξουν τις συνθήκες της ζωής τους (Evelpidis) |
- η τέχνη πρέπει να απαλλαγεί από τη σχέση της και την υποταγή στο φυσικό αντικείμενο, που της αποστερεί την τέλεια ελευθερία της (Andronikos) |
- η μηχανή αποστερεί τον εργάτη από κάθε ευχέρεια για βίωμα φυσιολατρικό (Despotop) |
- γνωρίζουν οι σημερινοί νέοι ότι τα μέσα της γνώσης, της επιστήμης, της εσωτερικής τους οικοδόμησης τους τ' αποστέρησε η πολιτεία (Kolyva) |
- poem .. δεν έπρεπε μαζί σου να τα πάρεις | τον τόπο που σε γέννησε να τον αποστερήσεις (Athanas)
- ② mi αποστερούμαι be deprived of, lose:
- αποστερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια |
- αποστερήθηκα το φως μου |
- ο κόσμος αποστερήθηκε τη φωνή της |
- το αγαθό έχει γίνει ένα αντικείμενο που μπορούμε να το πετάξουμε ευκολότατα και ν' αποστερηθούμε την ανύπαρκτη πλέον αξία του (Alaveras)
[fr postmed, MG αποστερώ, pap (6th c.) ← AG ἀποστερῶ]
- ① take away fr, deprive (syn απεκδύω 1, απογυμνώνω 2, αφαιρώ):