Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκτημένος, -η, -ο [apoktiménos] (& D αποχτημένος) (L)
- acquired, obtained, attained (syn αποκτηθείς, κεκτημένος):
- αποκτημένη αλήθεια, γνώση, κίνηση, πείρα, προπαιδεία, συνήθεια |
- αποχτημένη εύνοια |
- μετάδοση των αποκτημένων δόσεων |
- αποκτημένα κέρδη, συμφέροντα |
- είναι αυστηρός στις βασικές ηθικές γραμμές, που τις θεωρεί ως αποκτημένες πια και αναμφισβήτητες (Stasinop) |
- σέβεται, φαινομενικά τουλάχιστο, τα αποκτημένα δικαιώματα των ανθρώπων (Theotokas) |
- να ωφεληθούν .. από την αποχτημένη εκεί πείρα (Kriaras) |
- από αποκτημένη ταχύτητα μονάχα έκανε αυτή την ενέργεια (Melas) |
- poem τόσο εύκολα εγκαταλείπουν | κάθε συνήθεια αποκτημένη (Melissanthi)
[ppp of αποκτώ]
- acquired, obtained, attained (syn αποκτηθείς, κεκτημένος):