Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναποδίζω [anapο∂ízo] (& αναποδάω)
- ① go (move, walk) backward
- ② naut go back, go astern (syn κάνω ανάποδα, πλέω ανάποδα)
- ⓐ trans fall upon:
- στη θάλασσα τη γαλήνη διαδέχεται η πνιχτική φουρτούνα και τ' αναποδάει και τα βουλιάζει τα καράβια (Papatsonis)
[fr MG αναποδίζω ← K, PatrG ← AG]