Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακατεύω [anakatévo] ipf ανακάτευα, aor ανακάτεψα, subj ανακατέψω, pass ανακατεύομαι, aor ανακατεύτηκα, subj ανακατευτώ, ppp ανακατεμένος
- Ⓐ act.
- ① stir, mix (syn αναδεύω):
- ανακατεύει τα χόρτα μέσα στην κατσαρόλα |
- ξυριζόταν ο πατέρας .. ανακάτευε τη σαπουνάδα (Petsalis)
- ② nauseate, make s.o. sick, sicken (syn αναγουλιάζω):
- μια αναγούλα ανακάτευε όλο του το είναι |
- η "υγεία" σας με ανακατεύει, είναι επαίσχυντη (Terzakis) |
- το φέρσιμο του B. μ' ανακάτευε, αηδίαζα (id.)
- ③ move, shift things searching for sth (syn ανερευνώ):
- προσπαθούσε να εξακριβώσει κάποιες λεπτομέρειες .. ανακάτευε χαρτιά, δικόγραφα (Spandonidis) |
- ανακατεύει χαρτιά, τεφτέρια κλ, ψάχνει (Petsalis)
- ④ ~ τα χαρτιά shuffle the cards
- ⑤ mix (dissimilar objects, people, ideas etc), mingle:
- ανακάτευε τον ασβέστη με τον άμμο |
- ~ λέξεις δύο γλωσσών |
- μοσκοβολούσαν ρετσίνι τα πεύκα .. ένα αγιόκλημα ανακάτευε σ' αυτά τ' άρωμά του (Petsalis) |
- θ' ανακατέψω όλα όσα σπέρνονται απάνω στη γη (Megas) |
- ο Zαν-Λυκ-Γκοντάρ δε φοβάται ν' ανακατέψει το Xόλλυγουντ με τον Kαντ και το Xέγκελ (Dizikirikis) |
- ανακατεύει μέσα στ' όνειρο και λίγο χιούμορ (Chatzinis) |
- poem .. στο σπίτι γύρνα πίσω | κι ανακατέψου με τους άνομους μνηστήρες (Homer Od 16.271 Kaz-Kakr)
- ⓐ tousle, disarrange:
- ~ τα μαλλιά μου (syn μπερδεύω τα μαλλιά μου) |
- ο αγέρας ανακατεύει τα μαλλιά σου
- ⓑ mix:
- ~ αίματα mix different races in procreating children |
- οι ράτσες έχουν ανακατευτεί μέσα της |
- τα αίματα ο πόλεμος δεν τα χύνει μοναχά, τ' ανακατεύει κιόλας (Venezis)
- ⑥ fig mix (in), confuse (syn μπερδεύω):
- συνηθίσαμε να μην ανακατεύουμε στις φιλοσοφικές συζητήσεις θεολογικές θεωρίες (Lambridi) |
- δεν είναι σωστό να ανακατεύομε την ποίηση στις υποθέσεις της ζωής (Papanoutsos)
- ⑦ involve, embroil, implicate s.o. in (others' affairs, quarrel, scandal etc):
- ~ κ. σε έγκλημα, σε βρωμοδουλειά |
- τι μ' ανακατεύουν εμένα σ' αυτή την ιστορία; (Nirvanas) |
- δε μ' αρέσει ν' ~ νεκρούς στις ιδεολογικές διαμάχες (Charis)
- ⑧ slander, calumniate (syn διαβάλλω, βάζω σκάνδαλα, ραδιουργώ):
- ο συγγενής μάς ανακάτεψε και γίναμε μαλλιά κουβάρια |
- εγώ ξόδιαζα εξ ιδίων μου διά τους συντρόφους κι εσύ τους ανακάτευες αναντίον μου (Makryg)
- Ⓑ mi ανακατεύομαι
- ⑨ be nauseated, feel seasick:
- ανακατεύονται τ' άντερά μου |
- μούχλα, σαπίλα .. ανακατευόμουν, μα δεν έφευγα (Kazantz)
- ⑩ join:
- ανακατεύτηκα με τα παιδιά, τους επιβάτες |
- έφτανε να μπει κάποια παρέα νέων στο μαγαζί .. για ν' ανακατευτεί κι αυτός μαζί τους (MNikolaidis)
- ⓒ keep company, associate with, deal w. (syn συναναστρέφομαι):
- ανακατεύεται με όλον τον κόσμο |
- όταν ανακατεύεσαι με παλιανθρώπους γίνεσαι ίσιος κι όμοιος |
- prov όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κόττες he who gets mixed up w. bran is eaten by the hens
- ⑪ be involved, interfere, meddle (near-syn παρεμβαίνω):
- ανακατεύομαι στον καυγά, στη συζήτηση |
- ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων he meddles in other people's business |
- ανακατεύομαι στα θρησκευτικά ζητήματα, στην πολιτική, στις εκλογές |
- ανακατεύομαι σε όλα be a general factotum (syn χώνω παντού τη μύτη μου) |
- οι εφημερίδες ανακατεύτηκαν στην υπόθεση |
- να μην ανακατεύεσαι σ' ό,τι αποφασίζω! |
- ανακατεύομαι στο χρηματιστήριο dabble in the stock exchange
- ⑫ be agitated, upset (syn ταράζομαι, αναστατώνομαι, συγχύζομαι):
- το θυμάμαι κι ανακατεύομαι |
- ανακατεύτηκαν όταν άκουσαν την απόφασή του
[der fr ανάκατος w. suff -εύω]