Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδημιουργημένος, -η, -ο [ana∂imiuryiménos]
- made anew, re-created, rebuilt (syn ξαναφτιασμένος):
- σπίτι αναδημιουργημένο, πόλη αναδημιουργημένη |
- αντικρύ στον αισθητικά αναδημιουργημένο κόσμο (του ποιητή) έρχεται να σταθή ο άνθρωπος (Tsatsos)
[ppp of αναδημιουργώ]
- made anew, re-created, rebuilt (syn ξαναφτιασμένος):