Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγνώστης [anaγnóstis] ο,
- ① reader (syn [rare] διαβαστής):
- ~εφημερίδων, μυθιστορημάτων |
- ακούραστος ~λογοτεχνικών, ταξιδιωτικών κλ βιβλίων |
- επιστολή αναγνώστη |
- ο συγγραφέας πληροφορεί τον αναγνώστη στον πρόλογο |
- αυτήνη η μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή διά την πατρίδα (Makryg) |
- σε μια τέτοια περίπτωση, αναγνώστη μου, η ζωή σου είναι ένα ξεφάντωμα (Spandonidis) |
- δεν είμαστε οι αναγνώστες, είμαστε οι κριτές (Panagiotop) |
- αναγνώστες μας αμφοτέρων των φύλων με γράμματά τους ενδιαφέρονται να μάθουν λεπτομέρειες για την εξάλειψη δυσμορφιών του προσώπου με τη χειρουργική αισθητική (GLadas) |
- η παιδαγωγική ψυχολογία φροντίζει για τον κακό αναγνώστη, για το βραδύ και καθυστερημένο (Geros) |
- poem πληθαντιλάλητος σαν ερημία ― ο μόνος του ~ (Melachrinos)
- ⓐ person paid to read aloud for an audience
- ② eccl assistant to the officiating priest and the cantor reading the epistle and some blessings, lay reader, anagnost (the lowest eccl order):
- το παιδί μου θα το κάμω αναγνώστη |
- ο δεσπότης χειροτόνησε το γιο του τάδε αναγνώστη |
- τον βλέπουμε με το ράσο του αναγνώστη σπουδαστή στην ανώτερη σχολή Λευκωσίας (Charis) |
- τότες ο ~ αρχίζει να λέγη τον Eξάψαλμο (Kontoglou) |
- όρθιος μπροστά στο αναλόγιο ο ~ καλόγερος διάβαζε μεγαλόφωνα (Papantoniou) |
- folks. κοπελιά στο παρεθύρι κι ~ στο κελί (Kerkyra; DPetrop)
[fr MG αναγνώστης ← PatrG, K]
- ① reader (syn [rare] διαβαστής):