Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέμη
3 εγγραφές [1 - 3]
ανέμη1 [anémi] η, (L)
  • spinning wheel, spindle, reel (syn ανεμίδι, ροδάνι):
    • αυτή η ~ δουλεύει δεκάξι ώρες το μερονύχτι (Petsalis) |
    • folks. κόκκινη κλωστή δεμένη, | στην ~ τυλιγμένη (Loukatos) |
    • ανεμοστάτης θα γενώ κι ~ να γυρίζω (Passow) |
    • poem και θά 'ρθει ο γιος και κλότσο νέο κι αυτός θα δώσει στην ~ (Kazantz Od 15.1205) |
    • η μια στον αργαλειό να κάθεται κι η άλλη να πιάνει την ~ (Skipis)

[fr MG ← PatrG (Apophth. Patr.) ἀνέμη 'windlass']

ανέμη2 [anémi] η, naut
  • type of fishing net (syn ανεμότρατα)

[shorten. fr ανεμότρατα]

ανεμήσιος, -α, -ο [anemísjos] (D) & poet
  • windy:
    • poem ένα απρόσεκτο, ανεμήσιο χάδι | μπορούσε να τα σκάζει .. (Dikteos) |
    • και φύτρωσε χλωρή πνοή | και φίλημα ανεμήσιο (Dekavalles)

[neol (D), der of AG ἄνεμος w. suff -ήσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες