Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφιλεγόμενος, -η, -ο [amfileγómenos] (L)
- being called into question, being disputed or challenged (syn αμφισβητούμενος):
- στοιχεία αρνητικά ή αμφιλεγόμενα |
- η ιδέα της ανθρώπινης αλληλεγγύης είναι μια θαυμάσια σύλληψη, δεν είναι ιδέα αμφιλεγόμενη (Panagiotop) |
- το πρόβλημα είναι |
- το πλατύτερο κοινό θεωρεί πια τόσο προσιτό τον επί χρόνια αμφιλεγόμενο Σικελό; (id.) |
- η αμφιλεγόμενη έννοια του αναπαραστατικού συστήματος (Dizikirikis) |
- ο πλατωνικός σκοπός, ζήτημα αμφιλεγόμενο ανάμεσα στους σχολιαστές, που για άλλους είναι η παιδεία, για άλλους η πολιτική και τα ζητήματα της ιδανικής πολιτείας (id.) |
- σημεία αμφιλεγόμενα (id.)
[prpp of AG αμφιλέγω 'dispute, question']
- being called into question, being disputed or challenged (syn αμφισβητούμενος):