Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτούμαι
1 εγγραφή
αιτούμαι [etúme] αιτείσαι, L) rare
  • request, ask, apply for, ask by petition:
    • ~ τη βοήθειά σας, την ψήφο σας |
    • ~ συγγνώμη beg pardon

[fr K αἰτοῦμαι, mi of αἰτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες