Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδώρητος, -η, -ο [a∂óritos] (& αδώριστος)
- not given or not givable as a present:
- prov phr η γυναίκα και το ντουφέκι είναι αδώρητα κι αδάνειστα
[fr AG]
- not given or not givable as a present: