Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικώ
3 εγγραφές [1 - 3]
αδικώ [a∂ikó] aor αδίκησα, pass αδικούμαι & αδικιέμαι, αδικήθηκα, ppp αδικημένος
  • ① intr be unjust, do wrong, do injustice (syn είμαι άδικος, διαπράττω αδίκημα or αδικία, κάνω άδικο):
    • δεν αδικεί κανείς, όταν λέη την αλήθεια |
    • καλύτερα ν' αδικιέσαι παρά ν' αδικής (Vrettakos) |
    • ο εξεταστής προσπαθεί να μην αδικήση |
    • η πρώτη νιότη έχει πάντα δίκιο, ακόμα κι όταν αδική (Theotokas)
  • ② trans w. dir obj do wrong, an injustice, to s.o., do s.o. an injury (syn βλάπτω, ζημιώνω):
    • αδίκησε τα φτωχά ορφανά |
    • τον αδικώ I do him an injustice, commit an injustice against him; also, I am unfair to him |
    • με αδικείς μ' αυτά που μου λες |
    • δε σε αδικώ! (also fig you are right in what you are saying, I don't blame you) |
    • αδικεί τον εαυτό του he does himself an injustice |
    • αδικεί τη νοημοσύνη του he is unfair to his own intelligence |
    • ο πλάστης τον αδίκησε τόσο the Creator was so unfair to him |
    • αδίκησε εκείνους οπού 'χαν δικαιώματα (Makryg) |
    • τον αδίκησαν στους προβιβασμούς (Xenop) |
    • (η ταξινόμηση) αδικεί σοβαρά τον Πολυλά, που στάθηκε... πρώτος και καλύτερος στον αφηγηματικό λόγο (Melas) |
    • οι επιθέσεις του εναντίον του Kοραή μόνο τη δική του μνήμη αδίκησαν (Dimaras) |
    • poem του κακού σ' αδικούσεν ο κόσμος | και σου φώναξε λόγια κακά (Solom)
  • ③ mediop αδικούμαι και αδικιέμαι suffer injustice, be disadvantaged (syn βλάπτομαι, ζημιώνομαι):
    • καλύτερα ν' αδικιέσαι παρά ν' αδικής (Vrettakos) |
    • αδικήθηκε με τον άντρα που πήρε she came out at a disadvantage by marrying the man she did |
    • όλοι αναγνώριζαν πως είχα αδικηθή (Xenop) |
    • αδιάφορος αν αδικιέται, πορεύεται προς το ιδανικό του, δουλεύοντας την τέχνη για την τέχνη (Tsatsos) |
    • poem λες πως θενά ξαναβγή | η κατάρα που είχε αφήσει (sc ο πατριάρχης) | λίγο πριν να αδικηθή (Solom)

[fr MG ← K, AG ἀδικῶ]

αδικών [a∂ikón] ο, (L)
  • one doing injustice:
    • υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εντιμότητα απέναντι στον αδικούντα σε κάνει συνεργό του (Papanoutsos) |
    • (ο άνθρωπος) κατάφερε να βάλη τον αδικούντα αντιμέτωπο... προς το απρόσωπο... κοινωνικό σύνολο (id.)

[fr kath prp of αδικώ]

αδίκως [a∂íkos] adv
  • ① unjustly, wrongfully, unlawfully, inequitably (syn άδικα 1a):
    • σ' έβαλα στον κόπο |
    • όποιος ~ πειράζει τον άλλον πρέπει να λαβαίνη την ίδια ανταμοιβή (Makryg) |
    • idiom phr δικαίως ή ~ justly or unjustly |
    • ~ και παραλόγως unjustly and without reason (syn άδικα των αδίκων) e.g. |
    • πάντοτες τους βαίνομεν εις κιντύνους και χάνονται ~ και παραλόγως (Makryg)
  • ② without avail, in vain (syn in άδικα 2):
    • σήμερα τα ζητάει (κανείς τα βιβλία) ~, ακόμα και στα παλαιοβιβλιοπωλεία (Terzakis)

[fr K ← AG ἀδίκως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες