Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγρός [aγrós] ο, (L) & lit
- ① field, in which cereals are usually cultivated (syn χωράφι):
- το λουλούδι or το άνθος του αγρού field flower (syn αγριολούλουδο) |
- κήποι και αγροί |
- σπαρμένοι αγροί |
- τα κρίνα του αγρού the lilies of the field |
- prov phr αγρόν ηγόρασε (L) he doesn't care, is unconcerned, is indifferent (syn αδιαφορεί, καρφί δεν του καίγεται) |
- η ομάδα μας... τραβάει... κατά τους κοινοτικούς αγρούς (Papatsonis) |
- λατρεύει... τους μοναχικούς περιπάτους στους αγρούς και τα δάση (Giatras) |
- διάφορα είδη λουλουδιών και βότανων, από τα πιο λεπτά των αγρών ως εκείνα τα φανταχτερά των κήπων, σε προκαλούν να τ' αγγίξης (Karantonis) |
- poem γιορτή δεν είναι των αγρών μηδέ τροχός που φτάνει | χέρι ασυλλόγιστου ή τυφλού το δρόμο του να κάνη (Palam) |
- δάση κι αγροί κουράζουν εύκολα· φτερά πουλιού ποτέ η ψυχή μου εμέ δε θα ζηλέψη (KChatzop) |
- ω των αγρών λουλούδια πλήθος (Malakasis) |
- κ' ετρέχαμε όξω στους αγρούς | για κρίνους, για λουλούδια (Zevgoli) |
- τώρα | δε φυτρώνουν παπαρούνες | ούτε στους αγρούς (Andrikop)
- ② fig part, area, field:
- οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν... καθήκον να συμβάλλουν..., για να ξεχερσωθή ο ~ της εθνικής μας ζωής από τους δηλητηριώδεις τριβόλους (Ploritis) |
- μου αφινόταν ολόκληρη να δροσίσω... τους διψαλέους αγρούς μου (MKanellis) |
- (η τέχνη του ορισμού και ο επαγωγικός συλλογισμός) είναι... η σπουδαία συμβολή του Σωκράτη στην καλλιέργεια του αγρού της λογικής (Tatakis)
[the noun also topon region.; fr K, AG ἀγρός]
- ① field, in which cereals are usually cultivated (syn χωράφι):
- αγρόσπιτο [aγróspito] το,
- farmhouse (syn αγροτικό σπίτι):
- poem ρόδα και σφήκες θα 'τανε το ~ γεμάτο (Dimas transl)
[cpd w. σπίτι]
- farmhouse (syn αγροτικό σπίτι):