Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορητής
1 εγγραφή
αγορητής [aγoritís] ο, (L)
  • orator, public speaker, lecturer (syn ομιλητής, ρήτορας):
    • ακούστηκεν από το ίδιο βήμα τούτο φωνή αγορητών εξαίρετα προικισμένων για την εκπλήρωση ευχής καθώς αυτή (Palam) |
    • κάποια μέθοδος υπάρχει στην ομιλία των αγορητών (Papanoutsos) |
    • ν' ανέβη... στο βάθρο του αγορητή, για να εκφωνήση πολιτικό λόγο (Palaiologos)

[fr kath ← AG ἀγορητής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες