Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγορητής [aγoritís] ο, (L)
- orator, public speaker, lecturer (syn ομιλητής, ρήτορας):
- ακούστηκεν από το ίδιο βήμα τούτο φωνή αγορητών εξαίρετα προικισμένων για την εκπλήρωση ευχής καθώς αυτή (Palam) |
- κάποια μέθοδος υπάρχει στην ομιλία των αγορητών (Papanoutsos) |
- ν' ανέβη... στο βάθρο του αγορητή, για να εκφωνήση πολιτικό λόγο (Palaiologos)
[fr kath ← AG ἀγορητής]
- orator, public speaker, lecturer (syn ομιλητής, ρήτορας):